Του Βασίλη Ασημακόπουλου
Το "αναπτυξιακό" νομοσχέδιο που θα ορίζει τον τρόπο που θα ρυθμίζονται οι συλλογικές εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα (αρ. 53-56) πέρασε στη Βουλή με 165 ψήφους. Πρόκειται για έναν νόμο που κινείται στην κατεύθυνση της εργαλειοποίησης του δικαίου στην υπηρεσία του ολοκληρωτισμού της αγοράς. Έτσι, απορρυθμίζεται και αποσυλλογικοποιείται το εργατικό δίκαιο, καθώς επανέρχονται βασικές ρυθμίσεις που παραπέμπουν στη μνημονιακή βαρβαρότητα και οι οποίες είχαν καταργηθεί από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Συγκεκριμένα, καθιερώνεται η δυνατότητα εξαίρεσης επιχειρήσεων από τις συλλογικές ρυθμίσεις, είτε δια συλλογικών συμβάσεων, είτε δια υπουργικής απόφασης μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, με την επίκληση διαφόρων κριτηρίων, τα οποία όπως ορίζονται στο νόμο είναι αόριστα και σε κάθε περίπτωση δυσχερώς ελέγξιμα από την εργατική πλευρά.
Ανατρέπεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις περιπτώσεις συρροής συλλογικών ρυθμίσεων και επανέρχεται η υπεροχή της επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης έναντι της κλαδικής που ίσχυε την περίοδο που διαρκούσε το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Προβλέπεται δε περαιτέρω δυνατότητα εξαίρεσης επιχειρήσεων με υπουργική απόφαση από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις περιπτώσεις συρροής συλλογικών ρυθμίσεων.
Επανέρχεται ουσιαστικά η κατάργηση της επεκτασιμότητας με υπουργική απόφαση των συλλογικών συμβάσεων, που ίσχυε μέχρι την ολοκλήρωση του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής (αρ. 37 ν. 4024/2011). Πρόκειται για κομβικής σημασίας μηχανισμό αναφορικά ιδίως με τον καθορισμό του μισθού. Είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς λόγω της μικρομεσαίας δομής της ελληνικής επιχειρηματικότητας, του χαμηλού βαθμού συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης κεφαλαίου και παραγωγής, μορφοποιείται ένα πλέγμα συλλογικής εκπροσώπησης συμφερόντων εργαζομένων και εργοδοτών σχετικά μειωμένης αντιπροσωπευτικότητας.
Η δυνατότητα κήρυξης υποχρεωτικής μιας συλλογικής σύμβασης με υπουργική απόφαση (αρχή της επεκτασιμότητας) συγκρατούσε το ύψος των μισθών καθώς επεξέτεινε την ισχύ της συλλογικής ρύθμισης στο σύνολο του κλάδου ή του επαγγέλματος, εφόσον οι συμβαλλόμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις και εργοδοτικές ενώσεις κάλυπταν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Στην ίδια κατεύθυνση με τον Παπανδρέου
Με την νέα ρύθμιση δεν ακυρώνεται τυπικά η δυνατότητα επέκτασης της συλλογικής ρύθμισης με υπουργική απόφαση. Στην πράξη όμως, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η υπουργική απόφαση περί επέκτασης, καθώς εισάγεται μια σειρά προϋποθέσεων. Για παράδειγμα αναφέρουμε τη μελέτη-πόρισμα για την αναγκαιότητα της επέκτασης, τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, την λειτουργία του ανταγωνισμού κλπ. Μιλάμε δηλαδή για στοιχεία που είναι πρακτικά πολύ δύσκολο να τα επεξεργαστούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αλλά ακόμα και στην κατ’ εξαίρεση δυνατότητας επέκτασης, προβλέπεται εξαίρεση στην εξαίρεση για κατηγορίες επιχειρήσεων.
Επόμενος μηχανισμός αποσυλλογικοποίησης-απορύθμισης του εργατικού δικαίου είναι η ακύρωση ουσιαστικά της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία υπό τις προϋποθέσεις που όριζε ο νόμος, περιορίζοντας δραστικά τις περιπτώσεις δυνατότητας μονομερούς προσφυγής μόνον στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας ή αν επιβάλλεται από γενικότερο λόγο δημοσίου συμφέροντος.
Ουσιαστικά, εισάγει ένα σύστημα εκουσίας διαιτησίας, μόνον δηλαδή εφόσον συμφωνούν αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι κοινωνικοί εταίροι-ανταγωνιστές. Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρείται η υπέρβαση της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας (2307/2014) που έκρινε συμβατό με το Σύνταγμα το καθεστώς της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.
Θυμίζουμε ότι αυτό [το δικαίωμα της προσφυγής] είχε θεσπιστεί με τον νόμο 1876/90, αλλά η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, η πρώτη μνημονιακή κυβέρνηση, επιχείρησε να το καταργήσει. Η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη θέλει λοιπόν να πιάσει το κουβάρι από εκεί που το άφησε η κυβέρνηση Παπανδρέου και να καταργήσει το δικαίωμα αυτό με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις.
Στη λογική του ΣΕΒ
Ουσιαστικός στόχος των ανωτέρω ρυθμίσεων στις συλλογικές εργασιακές σχέσεις είναι να μετακυλιστεί το κόστος του επιχειρηματικού ανταγωνισμού στους μισθούς των εργαζομένων, σε μια διαδικασία διαρκούς εσωτερικής ανταγωνιστικής υποτίμησης. Με άλλα λόγια, η επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας θα περνά μέσα από τη μείωση του κόστους της εργατικής δύναμης και της ανόδου του ποσοστού εκμετάλλευσης και υπεραξίας.
Αντίθετα, μια σωστή ρύθμιση θα σήμαινε η παραγωγικότητα να συνδέεται με την επένδυση και τον εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής και της υλικοτεχνικής υποδομής. Πρόκειται φυσικά, για τη θεσμοθέτηση βασικών ακροφιλελεύθερων κατευθύνσεων του ΣΕΒ και των σχετικών τεχνοκρατικών αντιλήψεων, όπως είχαν δημοσιοποιηθεί τόσο στη χώρα μας, όσο και διεθνώς.
Συνοψίζοντας, οι νέες ρυθμίσεις που ψήφισαν οι 165 βουλευτές είναι ξένο προς τις ανάγκες του τόπου. Αντίθετα, κατευθύνσεις σύγχρονης αναπτυξιακής πολιτικής στη σχέση τοπικού με το παγκόσμιο, έχουν παραχθεί από αυτόνομους διανοουμένους, όπως ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης (Νέα Αναπτυξιακή Παιδεία), ο Αρίστος Δοξιάδης (Το Αόρατο Ρήγμα), ο Αλέξανδρος Οικονομίδης (στις προσεγγίσεις του για την ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση).
Για τον χώρο της μισθωτής εργασίας ιδίως του ιδιωτικού τομέα, το νομοσχέδιο «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις» συνιστά επιστροφή στις ρυθμίσεις της μνημονιακής βαρβαρότητας, αλλά και εφαρμογή των ακροφιλελεύθερων στρατηγικών σε διεθνές επίπεδο, που εύστοχα αναλύει και καταγγέλλει ο Alain Supiot στο βιβλίο του "Το πνεύμα της Φιλαδέλφειας. Η κοινωνική δικαιοσύνη απέναντι στην ολοκληρωτική αγορά" που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από την Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr