Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Ο πόλεμος στη Συρία ή ο πόλεμος για τη Συρία


Ο συριακός εμφύλιος μετατρέπεται σε περιφερειακή σύγκρουση με ηγετικές δυνάμεις από τη μια το Ιράν και από την άλλη την Τουρκία

Του Σωτήρη Ρούσσου

Από το 1949 ώς το 1970 η Συρία ήταν ίσως η πιο ασταθής χώρα στον κόσμο. Ισχνά κοινοβουλευτικά διαλείμματα παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε συνεχή στρατιωτικά πραξικοπήματα, περίπου ένα κάθε χρόνο. Μια χώρα μωσαϊκό εθνοθρησκευτικών ομάδων: Άραβες σουνίτες μουσουλμάνοι (περισσότεροι από το 50%), αλαουίτες (κλάδος των σιιτών μουσουλμάνων με πολλά στοιχεία όμως συγκρητισμού, περίπου 10%), χριστιανοί (ορθόδοξοι, Συροχαλδαίοι, καθολικοί, 10% του πληθυσμού), Κούρδοι (οι περισσότεροι σουνίτες μουσουλμάνοι, επίσης 10%), Δρούζοι και Αρμένιοι. Η ανάπτυξη του συριακού αραβικού εθνικισμού μονοπωλήθηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου από τη σουνιτική μεγάλη γαιοκτημονική τάξη και λιγότερο από χριστιανούς ριζοσπάστες διανοούμενους. Η άνοδος του παναραβικού κινήματος Μπάαθ ήρθε κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ως αντίδραση μεσαίων στρωμάτων (επιστημόνων, επαγγελματιών και μετέπειτα στρατιωτικών) στη γαιοκτημονική πολιτική κυριαρχία και στην αδυναμία της να αντιπαρατεθεί στο Ισραήλ στον πόλεμο του 1948.

Τρία ρήγματα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο
Το Μπάαθ αποτελεί την απάντηση στα τρία ρήγματα στη Συρία, τον εθνοθρησκευτικό διαχωρισμό, το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ των μεγάλων πόλεων και της υπαίθρου και τη μεγάλη ανισοκατανομή εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. Στον πρώτο διαχωρισμό αντιτάσσει έναν δυναμικό παναραβισμό στην αρχή, και στη συνέχεια, μετά την αποτυχία της ένωσης με τη νασερική Αίγυπτο (1958-61), την προώθηση του συριακού αραβικού εθνικισμού αντιιμπεριαλιστικής πρωτοπορίας των αραβικών λαών. Για να ξεπεραστεί η κοινωνικοοικονομική διαίρεση, το Μπάαθ κηρύσσει την ανάγκη αναδιανομής της γης και ουσιαστικής εξαφάνισης της μεγάλης σουνιτικής γαιοκτημονικής τάξης. Τέλος, για την εισοδηματική ανακατανομή, προωθεί ένα πείραμα «αραβικού σοσιαλισμού» με ευρεία επιδοματική πολιτική και προστασία της εγχώριας παραγωγής με ένα σύστημα υψηλών δασμών. Παρόλο που το Μπάαθ είναι πολιτικά ισχυρό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η εξουσία θα περάσει πραγματικά και σταθερά στα χέρια του όταν θα συνδεθεί με τους αλαουίτες στρατιωτικούς και ειδικά τον Χαφέζ αλ-Άσαντ το 1970.
Ο πατέρας Άσαντ και η κυριαρχία του κινήματος Μπάαθ
Ο Χαφέζ αλ-Άσαντ θα εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του Μπάαθ στη Συρία και θα τη μετατρέψει σε ένα σταθερό καθεστώς για τριάντα χρόνια, πράγμα απολύτως πρωτοφανές μέχρι τότε για τη Συρία. Πέρα από τις μπααθικές πολιτικές που ήδη περιγράφηκαν, ο Άσαντ θα στηρίξει την εξουσία του σε τέσσερις πυλώνες. Ο πρώτος είναι ο ίδιος ο ρόλος του προέδρου ως τελικού «κριτή» και πηγής κάθε άλλης εξουσίας. Δεύτερος, ένας κύκλος πιστών συνεργατών του (πολλοί από αυτούς, μέλη της οικογένειας Άσαντ) που σχημάτισε μια καθεστωτική ελίτ η οποία εξουσίαζε όλη την πολιτική και την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα με τον έλεγχο πελατειακών δικτύων. Ο τρίτος πυλώνας ήταν οι υπηρεσίες ασφαλείας με τεράστια διείσδυση στην κοινωνία. Τέλος, η αλαουιτική κοινότητα στην οποία ανήκε ο Άσαντ, θα αποτελέσει κατεξοχήν σημείο στήριξης του καθεστώτος. Βέβαια το ασαντικό καθεστώς διεύρυνε τη βάση στήριξής του συμμαχώντας με συντηρητικά στρώματα σουνιτών εμπόρων και επιχειρηματιών των μεγάλων πόλεων, της Δαμασκού και του Χαλεπίου, με τους συντηρητικούς σουνίτες θρησκευτικούς ηγέτες, τους χριστιανούς και τις βεδουίνικες φυλές.
Στην εξωτερική πολιτική το καθεστώς του Άσαντ (πατρός) εστιάστηκε σε τρεις στόχους. Πρώτον, την αποτροπή ιδεολογικής και πολιτικής απειλής από το μπααθικό Ιράκ, δεύτερον, τον έλεγχο του Λιβάνου, και τρίτον, τη διατήρηση ηρεμίας στα σύνορα με το Ισραήλ μετά την ήττα του 1973 διατηρώντας όμως την αντιισραηλινή, παναραβική ρητορική του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το καθεστώς φαινόταν ότι είχε επιτυχίες σε αυτά τα μέτωπα. Στον Λίβανο είχε επιτευχθεί μια pax syriana. Με άλλα λόγια, ο συριακός στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας εγγυήθηκαν την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ1 για τον τερματισμό του λιβανικού εμφυλίου το 1989. Το Ιράκ είχε πλήρως αποδυναμωθεί από τον πόλεμό του με το Ιράν και κυρίως από την καταστροφική εισβολή στο Κουβέιτ το 1991. Η επιλογή του Άσαντ να συμμαχήσει με το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν ήδη από το 1980 αποδεικνυόταν εύστοχη, και την ίδια στιγμή το συριακό καθεστώς διατηρούσε ανήσυχες αλλά μάλλον φιλικές σχέσεις με τους Σαουδάραβες, ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή της Συρίας στην εκστρατεία κατά του Ιράκ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου (1991) και λόγω της συνεννόησης των δύο κρατών για την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ.
Ο υιός Άσαντ και η οικονομική φιλελευθεροποίηση
Ο θάνατος του Χαφέζ αλ-Άσαντ οδήγησε στη διαδοχή του από τον γιο του Μπασάρ το 2000. Είναι η μόνη επιτυχημένη «κληρονομική» διαδοχή σε αυτά που ο Ρότζερ Όουεν ονομάζει μη μοναρχικά (republican) καθεστώτα με ισόβιο πρόεδρο. Το μέλλον όμως δεν προοιωνιζόταν ανέφελο. Στοιχεία της παλαιάς φρουράς του καθεστώτος δεν τον εμπιστεύονταν και η κρατική οικονομία δεν μπορούσε να αντέξει σε ένα διεθνές περιβάλλον άγριου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, νέων τεχνολογιών και φθηνής εργασίας στη Νότια και Ανατολική Ασία. Στο εξωτερικό περιβάλλον ανέρχονταν νέες δυνάμεις στον Λίβανο, η σιιτική πολιτική και στρατιωτική Χεζμπολλάχ και τα πλούσια στρώματα σουνιτών μουσουλμάνων. Η πρώτη με εκτεταμένο δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης και στρατιωτικές νίκες κατά του Ισραήλ στον νότιο Λίβανο και οι δεύτεροι με εκφραστή τον δισεκατομμυριούχο και εκλεκτό των Σαουδαράβων πρωθυπουργό του Λιβάνου Ραφίκ Χαρίρι. Η δολοφονία του Χαρίρι από πράκτορες των συριακών υπηρεσιών το 2005 και οι εξαιρετικές διεθνείς πιέσεις που ακολούθησαν οδήγησαν στην αποχώρηση της Συρίας από τον Λίβανο. Ο Μπασάρ βρέθηκε απομονωμένος και αποδυναμωμένος να προσκολλάται όλο και περισσότερο στον σιιτικό άξονα Τεχεράνης-Χεζμπολλάχ. Ο πατέρας του, αν και διατηρούσε μακρά συμμαχία και με τη Σοβιετική Ένωση (έπειτα και με τη Ρωσία) και με το Ιράν, δεν ήταν ποτέ ολοσχερώς εξαρτημένος από μία δύναμη.
Στο εσωτερικό της χώρας το άνοιγμα της οικονομίας συνοδεύτηκε από δραστική μείωση των δασμών και των βοηθημάτων ή επιδοτήσεων που διατηρούσαν την κοινωνική συνοχή. Ως αποτέλεσμα, οι κρατικές εταιρείες που ιδιωτικοποιούνταν και οι νέες επιχειρηματικές δράσεις, όπως η κινητή τηλεφωνία, πέρασαν στα χέρια των γόνων της αλαουιτικής καθεστωτικής ελίτ σε βάρος των νέων σουνιτικών επιχειρηματικών στρωμάτων τραυματίζοντας την παλαιά συμμαχία αλαουιτικής μπααθικής ελίτ και σουνιτικής επιχειρηματικής τάξης. Τέλος, η νέα γενιά του καθεστώτος δεν προερχόταν από αγροτικά στρώματα, όπως ο πατέρας Άσαντ και η σύντροφοί του, και δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ύπαιθρο, ιδιαίτερα μετά τη μείωση των δασμών και των επιδοτήσεων, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του κοινωνικού και οικονομικού χάσματος μεταξύ υπαίθρου και μεγάλων πόλεων. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες αντικαθεστωτικές εξεγέρσεις συνέβησαν σε περιοχές όπως η Ντεράα, αγροτικές, φτωχές και σουνιτικές. Οι ελπίδες και οι προσπάθειες από οργανώσεις πολιτών να συνοδευτεί η οικονομική φιλελευθεροποίηση από πολιτικό εκδημοκρατισμό και φιλελεύθερα ανοίγματα, μετά από μια μικρή άνθηση από το 2000 ώς το 2004, αντιμετωπίστηκαν με ωμή καταστολή αφού το καθεστώς προέκρινε τον «κινεζικό» δρόμο προς τον καπιταλισμό.
Οι τρεις διαχωριστικές γραμμές της Συρίας ξεθάφτηκαν μετά από τριάντα και πλέον χρόνια και προκάλεσαν σοβαρές ρωγμές σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση της Συρίας στο περιφερειακό παιχνίδι. Η τυνησιακή έκρηξη και κυρίως η ανατροπή του Μουμπάρακ διέλυσε τον διάχυτο κοινωνικό φόβο στον οποίο στηρίζονταν τα ομοειδή καθεστώτα της Αιγύπτου και της Τυνησίας και οδήγησαν σε εξέγερση τη Συρία. Η απόφαση του καθεστώτος να αντιδράσει με δυσανάλογη στρατιωτική βία εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και η δράση άτακτων αλαουιτικών συμμοριών αλ-σαμπίχα (φαντάσματα), συνδεδεμένων με τις υπηρεσίες ασφαλείας, βασανίζοντας και δολοφονώντας, όχι μόνο στρατιωτικοποίησε τη σύγκρουση αλλά και της έδωσε εθνοθρησκευτικό χαρακτήρα, αλαουίτες εναντίον σουνιτών.
Τα πολλά πρόσωπα της αντιπολίτευσης
Η αντιπολίτευση στον Άσαντ και στο καθεστώς, η οποία συνήθως εκπροσωπείται από την οργάνωση-ομπρέλα του Εθνικού Συριακού Συμβουλίου, έχει πολλά πρόσωπα. Μια ομάδα αποτελούν οι εξόριστοι φιλελεύθεροι και αριστεροί που διέφυγαν από την καταστολή του καθεστώτος αλλά παρ’ όλη την απήχησή τους στα διεθνή Μ.Μ.Ε. δεν έχουν επιρροή στο εσωτερικό. Μια άλλη ομάδα αποτελείται από παλαιά μεγάλα στελέχη της καθεστωτικής ελίτ που έπεσαν σε δυσμένεια ή συγκρούστηκαν για τη νομή εξουσίας, τώρα βρίσκονται στο εξωτερικό και διατείνονται, όχι πολύ πειστικά, ότι μπορούν να αποτελέσουν τη «γέφυρα» προς μέρη του καθεστώτος και μεταβατική λύση. Τέλος, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, οι οποίοι αποτελούν το 30% της δύναμης του Εθνικού Συριακού Συμβουλίου, κυρίως στο εξωτερικό. Η δύναμή τους στο εσωτερικό είναι περιορισμένη λόγω της σφαγής τους στη Χάμα το 1980 από τον πατέρα Άσαντ, όπου σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 άνθρωποι. Πάντως διατηρούν βάσεις επιρροής και οργάνωσης στο εσωτερικό και αποτελούν ίσως την πιο συνεκτική και συγκροτημένη οργάνωση.
Στο εσωτερικό της χώρας βασικό ρόλο παίζουν οι τοπικές επαναστατικές ομάδες, οι οποίες ουσιαστικά φέρουν το βάρος τόσο της στρατιωτικής σύγκρουσης με το καθεστώς όσο και της φροντίδας για τον πληθυσμό. Παρά τη συγκρότηση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού δεν έχει επιτευχθεί πρόοδος στη δημιουργία επιτελικού κέντρου. 
Άλλες δύο αντικαθεστωτικές δυνάμεις, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, βρίσκονται εκτός των παραπάνω σχηματισμών. Η μία είναι οι τζιχαντικές οργανώσεις τύπου αλ-Κάιντα, όπως η Τζαμπάτ αλ-Νούσρα, οι οποίες συνδέονται με τη χαοτική κατάσταση στο γειτονικό κεντρικό Ιράκ, την περιοχή των σουνιτών μουσουλμάνων. Οι οργανώσεις αυτές σταματούν το νομαδικό τζιχάντ ανά τον κόσμο και εγκαθίστανται σε περιορισμένες περιοχές τις οποίες ελέγχουν. Σκοπός τους είναι σε καταστάσεις χάους και διάλυσης των εθνικών κρατών να ενώσουν αυτούς τους εδαφικούς πυρήνες σε ένα μεγάλο «εμιράτο» του εξτρεμιστικά συντηρητικού Ισλάμ. Οι ομάδες αυτές αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από βετεράνους άλλων πολέμων από το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη αλλά και από Σύρους εξτρεμιστές και χρηματοδοτούνται από ιδιωτικές κυρίως πηγές στις μοναρχίες του Κόλπου.
Η άλλη δύναμη είναι οι Κούρδοι, οι στρατιωτικές δυνάμεις των οποίων ελέγχουν μια εκτεταμένη ζώνη στη βορειοανατολική Συρία, στα ευαίσθητα σύνορα με το ιρακινό και το τουρκικό Κουρδιστάν. Η βασική πολιτική τους οργάνωση, το Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας (P.Y.D.), και η στρατιωτική της πτέρυγα έχουν ήδη από το 1980 αναπτύξει στενή σύνδεση με το P.K.K. στο τουρκικό Κουρδιστάν. Οι Κούρδοι της Συρίας βρίσκονταν πάντα στο περιθώριο του συριακού αραβικού εθνικισμού χωρίς πολιτικά και μειονοτικά δικαιώματα. Η δημιουργία μιας de facto αυτόνομης ζώνης, του Δυτικού Κουρδιστάν, όπως το ονομάζουν, που επικοινωνεί άμεσα με το ημιανεξάρτητο ιρακινό Κουρδιστάν και τις προβληματικές κουρδικές περιοχές της Τουρκίας, δημιουργεί νέα δεδομένα για μια συνολική διευθέτηση του κουρδικού προβλήματος.
Οι έριδες για την περιφερειακή ηγεμονία και τον έλεγχο της Συρίας
Απέναντι σε αυτή την εξέγερση βρίσκονται δύο συμμαχίες που ερίζουν για την περιφερειακή ηγεμονία μετατρέποντας τον συριακό εμφύλιο σε μια περιφερειακή σύγκρουση για τον έλεγχο της Συρίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ηγετικές δυνάμεις των δύο συμμαχιών δεν είναι, ίσως για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της περιοχής, αραβικά κράτη. Πρόκειται για το Ιράν και την Τουρκία.
Το Ιράν θεωρεί τη Συρία ως το πιο ζωτικό στήριγμα της επιρροής του στη Μέση Ανατολή, τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει με τη Χεζμπολλάχ και την πρόσβασή του στην ανατολική Μεσόγειο και την άμεση περιφέρεια του Ισραήλ. Σύμφωνα με Ιρανό στρατιωτικό, θα είναι πιο σημαντική για το Ιράν η απώλεια της Συρίας παρά μιας επαρχίας του με αραβικό πληθυσμό. 
Η Τουρκία του A.K.P., από την άλλη, θεωρεί ότι μπορεί να αποτελέσει το μοντέλο διακυβέρνησης του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ και να συγκροτήσει μια στέρεη βάση ήπιας ισχύος στα ανερχόμενα σουνιτικά, κοινωνικά συντηρητικά μεσαία στρώματα σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αυτή η βάση θα στηρίξει την τουρκική οικονομική διείσδυση και πιθανόν την περιφερειακή πολιτική ηγεμονία. Η συμμαχία αυτή περιλαμβάνει εναλλακτικά τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, καθώς οι δύο αυτές πολύ πλούσιες αλλά στρατιωτικά αδύναμες χώρες διαγκωνίζονται για το ποια θα αποτελέσει τον «φάρο» του σουνιτικού Ισλάμ. Πολλοί πιστεύουν ότι η μόνη διέξοδος για τη Συρία θα ήταν ένα «νέο Τάεφ», μια περιφερειακή συνεννόηση με τη συμμετοχή τώρα της Σαουδικής Αραβίας, της Τουρκίας, της Ρωσίας, των Η.Π.Α. και του Ιράν.
Το Ισραήλ βλέπει ένα ηφαίστειο στα σύνορά του και βρίσκεται σε στρατηγική σύγχυση. Ο Μπασάρ ήταν, σύμφωνα με Ισραηλινούς αναλυτές, εξαρτημένος από το Ιράν, γι’ αυτό και επικίνδυνος, αλλά και μια ισλαμιστική κυβέρνηση στη Δαμασκό με τους τζιχαντικούς πυρήνες σε πλήρη δράση είναι εξίσου απευκταίο σενάριο. Οι Ισραηλινοί θα ήθελαν να επαναλάβουν για τον εμφύλιο στη Συρία αυτό που είπε για τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ ο τότε πρωθυπουργός Γιτζάκ Σαμίρ: «Ευχόμαστε να νικήσουν και οι δύο». Αλλά η Συρία είναι μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από το Τελ-Αβίβ. Βασική θέση των Ισραηλινών παραμένει πάντως ότι οποιαδήποτε εξέλιξη αποδυναμώνει αποφασιστικά το ασαντικό καθεστώς, προκαλεί μεγάλο πρόβλημα στο Ιράν και συνεπώς είναι καλοδεχούμενη.
Ποιο είναι όμως το βασικό διακύβευμα; Το αυταρχικό και πατερναλιστικό κράτος του αραβικού εθνικισμού στη Συρία και στο Ιράκ υπήρξε η μεγαλύτερη εγγύηση για τη μακροημέρευση των συνόρων που χάραξαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις στη Μεσοποταμία και την ανατολική Μεσόγειο. Συγκρατώντας τις εθνοθρησκευτικές διαφορές με έναν συνδυασμό ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού, επιλεκτικών συμμαχιών, πελατειακών δικτύων και ωμού αυταρχισμού δίχως όρια, δημιουργούσαν μια αίσθηση σταθερών συνόρων και κίνησης προς την πολιτική και κοινωνική νεωτερικότητα. Τώρα αυτά τα σιδερένια καλούπια έσπασαν, η λάβα των κοινωνικών και εθνοθρησκευτικών διαχωρισμών τα ξεπερνά, ξεπερνώντας και τα σύνορα της Συρίας, του Ιράκ, του Λιβάνου, της Ιορδανίας και της Τουρκίας. Πώς θα στερεοποιηθεί αυτό το μάγμα που φέρνει παλαιά και νέα στοιχεία; Θα οδηγηθεί η περιοχή σε πολιτικές οντότητες όπως το Ιρακινό Κουρδιστάν; Βασισμένες στις εθνοθρησκευτικές ομάδες που μπορούν να ελέγξουν ως πλειονότητα μια συγκεκριμένη περιοχή; Χωρίς διεθνή αναγνώριση και επίσημη κυριαρχία αλλά ως κρατικές οντότητες υπό διαμόρφωση; Ένας νέος τύπος πολιτικής «κρατικής» οργάνωσης που θα συνδυάζει προνεωτερικά (εθνοθρησκευτικά) και μετανεωτερικά (σύνδεση με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία) στοιχεία; Ή τελικά η νέα εγγύηση για τα παλαιά σύνορα θα είναι το πολιτικό Ισλάμ των Αδελφών Μουσουλμάνων και του τουρκικού A.K.P.; Η λάβα είναι ακόμη ρευστή και καυτή και ίσως έτσι να εξηγείται η διστακτικότητα της Ουάσινγκτον και κυρίως η άρνηση των έμπειρων Βρετανών να επέμβουν.
Ανάρτηση από: http://www.chronosmag.eu