Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Το γύρο της Ευρώπης έκανε το απόσπασμα από το βιβλίο του Ισπανού πρώην πρωθυπουργού Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, με τίτλο Το δίλημμα, πως «το πρόβλημα με το ευρώ είναι ότι σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τη Γερμανία και όχι τις άλλες χώρες». Η προβολή που δόθηκε, σε συνδυασμό με αντίστοιχες επικρίσεις και προβληματισμούς που διατυπώνονται από χώρες όπως η Γαλλία, έχει ξεχωριστή σημασία για έναν και μόνο λόγο: επειδή η κριτική του Θαπατέρο διατυπώνεται σε μια συγκυρία κατά την οποία η κρίση στην Ευρωζώνη, όπως συμβατικά ξεκίνησε με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην περιφέρεια, υποτίθεται ότι έχει λυθεί.
Η συζητούμενη έξοδος της Ιρλανδίας στις αγορές και το τέλος της περιόδου βαθιάς ύφεσης στην Ελλάδα επιτρέπουν να κυκλοφορούν εκ νέου αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι τελείως διαφορετική. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε δεδομένο το τέλος των αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2014, χάριν της συζητήσεως, η επόμενη μέρα φαντάζει εξίσου ζοφερή με το νωπό παρελθόν των Μνημονίων στο βαθμό που το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα επιβάλλει τους δικούς του όρους για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Εν ολίγοις: αποβιομηχάνιση, πρωτοφανή επίπεδα ανεργίας, υπερφορολόγηση, μισθοί εξαθλίωσης και φτώχεια στα ύψη. Μνημονιακή πολιτική χωρίς Μνημόνια υπόσχε η παραμονή στο ευρώ!
Σε αυτό το περιβάλλον η συζήτηση την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα επανέρχεται με δριμύτητα ως λύση ανάγκης. Ως η αυστηρή εκείνη προϋπόθεση που θα σώσει ό,τι ακόμα σώζεται -και δεν είναι λίγα αυτά- και αποτρέψει τα χειρότερα που είναι μπροστά μας!
Εντούτοις, τα πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν δεν είναι καθόλου αμελητέα κι ούτε κανείς υπέρμαχος της επιστροφής στη δραχμή, ή όπως αλλιώτικα ονομαστεί το νέο νόμισμα, υποστηρίζει ότι από την επομένη κιόλας θα ξεκινήσει περίοδος παχιών αγελάδων, χωρίς έστω ένα μεταβατικό κόστος. Η διαφορά είναι ότι εκείνο το κόστος -αμελητέο σε σχέση ό,τι έχουμε ήδη καταβάλει- οδηγεί τουλάχιστον σε μια διέξοδο που δικαιολογεί τις θυσίες. Οι σημερινές θυσίες πού οδηγούν; Ποιος υπέρμαχος του ευρώ, που μας καλεί σε θυσίες, μπορεί να δεσμευτεί ότι η ανεργία και οι μισθοί θα επανέλθουν έστω στα επίπεδα του 2008 σε δύο ή τρία χρόνια;
Τρία είναι τα προβλήματα που προβάλλονται τις περισσότερες φορές υστερόβουλα -ως απειλές-, παρότι κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει την πρακτική σημασία τους ως ζητήματα που απαιτούν λύση.
Πρώτον, το πρόβλημα της οικονομικής απομόνωσης που μπορεί να επέλθει, με τα συναφή προβλήματα τροφοδοσίας της αγοράς και το πρόβλημα εύρεσης ρευστού για κάλυψη δανειακών αναγκών.
Δεύτερον, το πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανείων των ελληνικών νοικοκυριών στην περίπτωση που το νέο νόμισμα υποτιμηθεί έναντι του ευρώ.
Και τρίτο πρόβλημα είναι ο κίνδυνος από μια μαζική εξαγορά ελληνικών περιουσιακών στοιχείων από κεφάλαια τα οποία θα εκμεταλλευτούν τη νέα ισοτιμία.
Αμοιβαίες σχέσεις
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, ως αποτέλεσμα απόφασης της ίδιας της χώρας και όχι ως αποτέλεσμα πιέσεων που ήδη ασκούν υπερνεοφιλελεύθεροι Γερμανοί, όπως ο πρόεδρος του ινστιτούτου ifo, Χανς Βέρνερ Ζιν, δεν συνεπάγεται την απομόνωση της. Αντίθετα, της παρέχει μια πρώτης τάξης ευκαιρία να επανεξετάσει τους όρους ένταξης της στην παγκόσμια οικονομία, θέτοντας σε προτεραιότητα κριτήρια που σχετίζονται με τις δικές της πολυποίκιλες ανάγκες: κοινωνικές, οικονομικές, περιφερειακές, εθνικές, γεωστρατηγικές.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η οικονομική και νομισματική ένωση με τη Γερμανία οφείλει να απορριφθεί εκ προοιμίου ως καταστροφική. Δοκιμάστηκε και απέτυχε. Στη θέση της πρέπει να προκριθούν αρχικά μορφές ενοποίησης που ενδέχεται να πάρουν και νομισματική διάσταση στη συνέχεια με χώρες που χαρακτηρίζονται από συγκρίσιμη παραγωγικότητα και εφάμιλλες οικονομικές δομές, όπως είναι πρώτ’ απ’ όλα οι άλλες τρεις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και δευτερευόντως οι χώρες της Βαλκανικής και της Βόρειας Αφρικής. Η συνεργεία με αυτές τις χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα έχει ιστορικούς δεσμούς, μπορεί να αποδειχτεί αμοιβαία επωφελής. Η απουσία δε κοινού νομίσματος μπορεί να επιφέρει επιπλέον κόστη στις συναλλαγές, αλλά αυτά τα κόστη ξεπερνιούνται εύκολα και κατά πολύ αν εισαχθεί η μέθοδος του συμψηφισμού μέσω ανταλλαγής προϊόντων (clearing), όπως συνέβαινε στο παρελθόν, πριν επιβληθεί ο εκχρηματισμός των συναλλαγών προς όφελος των ισχυρών νομισμάτων, κρατών-εκδοτών και ενδιάμεσων διαχειριστών που εισπράττουν όλα τα οφέλη.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, που η Ελλάδα θα εξάγει εσπεριδοειδή και ενέργεια εισάγοντας προϊόντα ελαφράς βιομηχανίας από την Ιταλία (από γυαλιά ηλίου μέχρι ηλεκτρολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό) και χαλκό ή ξυλεία από τη Βουλγαρία, αξιοποιούνται στο έπακρο τα παραγωγικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας.
Ταυτόχρονα κόβεται ο δρόμος στις πολυεθνικές, που με όχημα το κοινό νόμισμα σαρώνουν την εγχώρια παραγωγή, με δραματικά αποτελέσματα για την απασχόληση. Οι 7.747 βιοτεχνίες που έκλεισαν μεταξύ 2009-2012, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας -και οι 2.500 που αναμένεται να κάνουν παύση εργασιών μέχρι το τέλος του 2013- δεν έβαλαν «λουκέτο» μόνο λόγω έλλειψης ζήτησης, αλλά και λόγω της σάρωσης της εγχώριας αγοράς από πολυεθνικά μεγαθήρια. Ως συνέπεια, δημιουργούνται οι όροι για στήριξη εγχώριων βιομηχανιών με κριτήρια τα υπάρχοντα συγκριτικά πλεονεκτήματα (ναυπηγεία, φάρμακο, μεταποίηση αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων κ.ά.) και ώθηση σε άλλους κλάδους που θα επιλεγούν με κοινωνικά κριτήρια. Στο πλαίσιο του ευρώ ο καταμερισμός που υπάρχει για την Ελλάδα προβλέπει τη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και σε πλατφόρμα υποδοχής εργασιών τελικής συναρμολόγησης πολυεθνικών εταιρειών με μηδενική για τον τόπο προστιθέμενη αξία.
Τέλος στην αποεπένδυση
Aκόμη κι έτσι προβάλλεται πολλές φορές το ερώτημα για τη δυνατότητα που έχει η Ελλάδα να κόψει ακόμη και αυτούς τους επιζήμιους και ετεροβαρείς δεσμούς που τη συνδέουν με την Ευρωζώνη στο βαθμό, για παράδειγμα, που παράγει μόνο το 27% των προϊόντων που καταναλώνει. Μα εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: η αυξανόμενη εξάρτηση της Ελλάδας οφείλεται στην ίδια την ένταξη της στην Ευρωζώνη. Αν δεν κόψει τώρα αυτούς τους δεσμούς, σε λίγα χρόνια η εξάρτηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη και θα παράγει το 20% ή το 15% των όσων παράγει.
Κόβοντας αυτό το γόρδιο δεσμό μπορεί, για παράδειγμα, να βρει πόρους ώστε να χρηματοδοτήσει ένα γενναιόδωρο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων -δεδομένης πλέον και της αδυναμίας του ιδιωτικού τομέα να καλύψει το κενό στις επενδύσεις, παρά την πτώση των μισθών-το οποίο θα προκαλέσει το αναγκαίο επενδυτικό σοκ που αποτελεί μονόδρομο για την αύξηση της απασχόλησης και για να καλυφθεί έστω ένα μέρος από την πτώση του ΑΕΠ κατά 21,5% που προκάλεσε η ύφεση. Έτσι θα μπει τέρμα στην πορεία αποεπένδυσης που διαπιστώνει η τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, όπου αναφέρεται ότι το 2012 η αποεπένδυση έφτασε το 8,5% και ότι «την τριετία 2011-2013 το απόθεμα πάγιου κεφαλαίου μειώνεται για πρώτη φορά από το τέλος του εμφύλιου πολέμου».
Αυτή η κατάσταση, συρρίκνωση των επενδύσεων – εισαγωγική εξάρτηση, μοιάζει με φαύλο κύκλο, που όσο συνεχίζεται τόσο οξύνεται, βαθαίνοντας τα αδιέξοδα! Δεν μπορεί όμως τα συμπτώματα μιας βαριάς ασθένειας να χρησιμοποιούνται ως λόγος για να αποφεύγεται η αναγκαία θεραπεία της. Αν κάτι δείχνουν τα συμπτώματα, αντίθετα, είναι το πόσο έχει αργήσει η εφαρμογή της θεραπείας. Διαφορετικά, ας χαρακτηριστούν αυτά τα συμπτώματα ως ευλογία!
Η ταχύτητα με την οποία το ευρώ δυναμιτίζει τα θεμέλια της οικονομίας και της κοινωνίας αποτυπώνεται και στο θέμα του πετρελαίου και των φαρμάκων. «Πού θα βρούμε λεφτά για να αγοράζουμε πετρέλαιο και φάρμακα;» ρωτούσαν οι υπέρμαχοι του ευρώ μέχρι και πριν από δύο χρόνια, ξεχνώντας, φυσικά, πόσο εύκολο ήταν -και είναι- για την Ελλάδα να προχωρήσει σε διακρατικές συμφωνίες με άλλες χώρες, όπως η Ρωσία για παράδειγμα, εξασφαλίζοντας τις ανάγκες της σε υγρά καύσιμα, δεδομένου ότι τα στερεά (λιγνίτης) είναι σε τέτοια αφθονία, που μπορούν να παρέχουν πάμφθηνη και άφθονη ενέργεια σε όλους τους κατοίκους και τις επιχειρήσεις.
Η μεγαλύτερη ζημιά, ωστόσο, συντελέστηκε επί ευρώ, με τους νεκρούς από τα μαγκάλια να αποκτούν τη δική τους θέση στα καθημερινά δελτία ειδήσεων. «Κατά 70% περίπου μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης» διαπιστώνει η εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2014, η οποία, φυσικά, δεν οφείλεται στο ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έγιναν πιο… θερμοί. Όσο για τα φάρμακα, αρκεί να μεταφέρω λόγια που άκουσα πρόσφατα από μεγάλο σε ηλικία και αρκετά έμπειρο χειρουργό: «Φτάνουμε πάλι στο σημείο που ήμασταν τη δεκαετία του 70, όταν παρακαλούσαμε όσους πήγαιναν στο εξωτερικό να μας φέρουν εξελιγμένα φάρμακα, ακόμη και αντιβιώσεις»…
Αυξήσεις σε μισθούς
Η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος δεν θα επιτρέψει μόνο να ασκηθεί μια γενναία κοινωνική πολιτική με αθρόα χρηματοδότηση των δαπανών υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης. Θα επιτρέψει επίσης να δοθούν αυξήσεις στους μισθούς για να αρχίσουν να αναπληρώνονται οι απώλειες των τελευταίων χρόνων. Η βαθιά ύφεση των τελευταίων χρόνων και η εμφάνιση αποπληθωρισμού τους τελευταίους μήνες αποκλείουν κάθε κίνδυνο εμφάνισης πληθωρισμού από την υιοθέτηση μιας επεκτατικής πολιτικής που θα στηρίξει τα λαϊκά εισοδήματα.
Συχνά προβάλλεται ως απειλή ο αποκλεισμός από τις αγορές κεφαλαίων, αν η έξοδος από το ευρώ συνδυαστεί και με μονομερή παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους. Εδώ σκοπίμως παραβλέπεται ότι η τρέχουσα δημοσιονομική κρίση σε όλη την περιφέρεια της Ευρωζώνης ουδέποτε θα είχε λάβει αυτή τη μορφή αν χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία δεν είχαν εναποθέσει την κάλυψη των ελλειμμάτων τους στις διεθνείς αγορές και δεν ήταν έρμαια, για παράδειγμα, των παντελώς αναξιόπιστων οίκων αξιολόγησης, που την κρίσιμη στιγμή έριξαν τις χώρες στα βράχια, ανακοινώνοντας την υποβάθμιση τους και οδηγώντας έτσι το κόστος δανεισμού τους στα ουράνια.
Αν, αντίθετα, το υπουργείο Οικονομικών δανειζόταν από την εγχώρια αγορά με τη μορφή ομολόγων, δεν θα είχε καμιά εξάρτηση από τις σκοπιμότητες των διεθνών αγορών. Για να μην φανεί δε πως πρόκειται για κάποια… εξωτική πρόταση, να αναφέρουμε ότι ο εσωτερικός δανεισμός χρησιμοποιούνταν ακόμη και τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα και αυτόν κατά βάση χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα η Ιαπωνία που ανήκει στο κλαμπ των οκτώ ισχυρότερων χωρών του κόσμου (08), καταφέρνοντας να έχει ένα από τα υψηλότερα δημόσια χρέη, μεγαλύτερο από 200% του ΑΕΠ της. Το γεγονός, μάλιστα, πως δεν είναι έρμαιο των οίκων αξιολόγησης και των εμπόρων χρήματος της επέτρεψε να εξαγγείλει φέτος ένα δημοσιονομικό έλλειμμα τάξης του 10% ως μέσο για την υπέρβαση της χρόνιας κρίσης. Στην Ελλάδα, λόγω των μέτρων σιδερένιας δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλει η Γερμανία, κάτι τέτοιο απαγορεύεται ακόμη και με την απειλή προστίμων!
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι μετά τις ζημιές που επωμίστηκαν οι ομολογιούχοι από το PSI -σκόπιμη επιλογή, κατά τι γνώμη μας, από τους αρχιτέκτονες του προγράμματος ανταλλαγής ώστε να κλείσει οριστικά αυτή η πόρτα για το ελληνικό κράτος- η απορρόφηση νέων ομολόγων φαντάζει εξαιρετικά επικίνδυνη επιλογή. Για το λόγο αυτό το ελληνικό κράτος οφείλει να αποζημιώσει αμέσως και στο ακέραιο φυσικά και νομικά πρόσωπα (νοσοκομεία κ.ά.) που έχασαν τα λεφτά τους το Μάρτιο του 2012 για να σωθούν οι μεγάλοι και ξένοι πιστωτές.
Επιπλέον, ο αποκλεισμός από τις διεθνείς ομολογιακές αγορές, που εμφανίζεται ως θανάσιμος κίνδυνος στην Ελλάδα, σε πολλές χώρες που πέρασαν από τη χημειοθεραπεία των προγραμμάτων προσαρμογής του ΔΝΤ (Ισημερινός, Βολιβία) αποτελεί συνταγματική δέσμευση!
Υπάρχει άρθρο στο Σύνταγμα τους που τον απαγορεύει για να μην ξανακυλήσουν στην κρίση χρέους! Στην Ευρώπη, αντίθετα, η πρόσβαση στις αγορές εξακολουθεί να εμφανίζεται ως στόχος και επιβράβευση, σαν ο βιασμένος να ξαναπηγαίνει στο βιαστή για να δείξει πόσο πειθήνιος είναι…
Διμερής δανεισμός
Tαυτόχρονα, η δυνατότητα διμερούς δανεισμού υπό μορφή διακρατικών δανείων (όπως αυτό που σύναψε η Κύπρος με τη Ρωσία το 2012) αποσιωπάται συστηματικά! Ο λόγος είναι ότι ο διμερής δανεισμός μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη διμερών σχέσεων, διευκολύνοντας, για παράδειγμα, το ανταλλακτικό εμπόριο. Αυτή όμως η στρατηγική, των διμερών σχέσεων, ισοδυναμεί με αιτία πολέμου για το φιλελευθερισμό, που προκρίνει τις πολυμερείς σχέσεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης με τα γνωστά αποτελέσματα: κέρδη για τις ηγεμονικές οικονομίες (Η ΠΑ, Γερμανία) με ισχυροποίηση της θέσης τους και, από την άλλη, καταποντισμός για τις αδύναμες ή ακόμη κι αυτές που βρίσκονταν στο μέσο της κατάταξης πριν από την κρίση, όπως η Ελλάδα.
Η εισαγωγή νέου εθνικού νομίσματος εμφανίζεται συχνά ως κίνδυνος και για τους δανειολήπτες. Συχνά, μάλιστα, από τους ίδιους που υποστηρίζουν την κατάργηση του ευεργετικού νόμου Κατσέλη και υπεραμύνονται των πλειστηριασμών ακόμη και της πρώτης κατοικίας. Η πραγματικότητα είναι πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους δανειολήπτες εντοπίζεται στη συνεχιζόμενη λιτότητα που επιβάλλουν τα Μνημόνια και το ευρώ. Η μείωση των μισθών και ο καταποντισμός της ζήτησης είναι που οδήγησαν το 80% των δανείων που μπαίνουν σε ρύθμιση να μην μπορούν και πάλι να εξυπηρετηθούν, το 23% των στεγαστικών δανείων να είναι σε καθυστέρηση και 180.000 ακίνητα να κινδυνεύουν να βγουν στο σφυρί με την άρση της προστασίας.
Ακόμη όμως κι αν βγει η Ελλάδα από το ευρώ και υιοθετήσει δικό της νόμισμα, δεν είναι ανάγκη να υποτιμηθεί τουλάχιστον για έξι μήνες ή ένα έτος, μέχρι, δηλαδή, να απορροφηθούν όλα τα σοκ από τη μετάβαση στο νέο καθεστώς. Ο διοικητικός καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας δημιουργεί ένα τείχος άμυνας απέναντι σε κερδοσκοπικές επιθέσεις τιμωρητικού χαρακτήρα.
Ακόμη όμως κι αν υποτιμηθεί το νέο εθνικό νόμισμα, τα παλιά δάνεια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποπληρωθούν σε ευρώ και στην ισοτιμία της αγοράς, που θα αυξήσει τη σχετική αξία των δόσεων προσθέτοντας νέα βάρη στο λαό. Η Ελληνική Βουλή μπορεί κάλλιστα να ψηφίσει νόμο που θα αλλάζει το νόμισμα αποπληρωμής ή θα κατοχυρώνει μια ευνοϊκή για τους δανειολήπτες ισοτιμία. Το έκανε πολύ πρόσφατα η κυβέρνηση της Ουγγαρίας, θέλοντας να προστατεύσει τους πολίτες της που είχαν πάρει δάνεια με ρήτρα ξένου νομίσματος.
Έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων
Περιοριστικά μέτρα για την είσοδο των κεφαλαίων μπορούν να αποτρέψουν και μαζική εξαγορά ελληνικών περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση υποτίμησης του νέου εθνικού νομίσματος. Αυτή είναι η κατηγορία που κρύβεται πίσω τη φημολογία για «λόμπι της δραχμής», η οποία, μάλιστα, διατυπώνεται από πολιτικούς που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ξεπουλήσουν δημόσια περιουσία σε εξευτελιστικές τιμές. Το πρόβλημα τους εντοπίζεται στο νόμισμα που θα γίνει το ξεπούλημα, όχι στο ίδιο το ξεπούλημα. Έτσι, όταν η λεηλασία γίνεται με ευρώ, αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης των αγορών και μήνυμα ανάπτυξης.
Ακόμη και τότε όμως η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό τον όρο ότι δεν θα αποτελεί υποκατάστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μπορεί να επιβάλει ελέγχους στην εισροή κεφαλαίων, ακόμη και εμπόδια, αν στόχο τους έχουν την εξαγορά επιχειρήσεων και αξιών που μια κυβέρνηση κρίνει εθνικής σημασίας.
Ανάλογους «έξυπνους» ελέγχους επέβαλαν Βραζιλία και Αργεντινή, οι οποίοι, μάλιστα, αποδείχτηκαν εξόχως αποτελεσματικοί όταν έπρεπε να περιορίσουν την πλημμυρίδα ρευστού που απελευθέρωνε η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα στο πλαίσιο των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης.
Εν κατακλείδι, όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν όχι μόνο την αναγκαιότητα, αλλά και τη δυνατότητα εξόδου από το ευρώ και υιοθέτησης εθνικού νομίσματος, παρότι κανείς δεν υποτιμά τα προβλήματα που θα προκύψουν τον πρώτο καιρό. Ας κρατήσουμε όμως ότι καμία χώρα που έσπασε τα διεθνή της δεσμά δεν το μετάνιωσε, από την Αργεντινή μέχρι και την Ισλανδία, που την απόφαση παύσης πληρωμών ακολούθησε και η διακοπή των διαπραγματεύσεων ένταξης στο ευρώ. Γιατί να μετανιώσουμε εμείς αν πούμε το δικό μας «όχι» στην ευρωκατοχή;
Ανάρτηση από: http://www.epikaira.gr
Το γύρο της Ευρώπης έκανε το απόσπασμα από το βιβλίο του Ισπανού πρώην πρωθυπουργού Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, με τίτλο Το δίλημμα, πως «το πρόβλημα με το ευρώ είναι ότι σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τη Γερμανία και όχι τις άλλες χώρες». Η προβολή που δόθηκε, σε συνδυασμό με αντίστοιχες επικρίσεις και προβληματισμούς που διατυπώνονται από χώρες όπως η Γαλλία, έχει ξεχωριστή σημασία για έναν και μόνο λόγο: επειδή η κριτική του Θαπατέρο διατυπώνεται σε μια συγκυρία κατά την οποία η κρίση στην Ευρωζώνη, όπως συμβατικά ξεκίνησε με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην περιφέρεια, υποτίθεται ότι έχει λυθεί.
Η συζητούμενη έξοδος της Ιρλανδίας στις αγορές και το τέλος της περιόδου βαθιάς ύφεσης στην Ελλάδα επιτρέπουν να κυκλοφορούν εκ νέου αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι τελείως διαφορετική. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε δεδομένο το τέλος των αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2014, χάριν της συζητήσεως, η επόμενη μέρα φαντάζει εξίσου ζοφερή με το νωπό παρελθόν των Μνημονίων στο βαθμό που το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα επιβάλλει τους δικούς του όρους για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Εν ολίγοις: αποβιομηχάνιση, πρωτοφανή επίπεδα ανεργίας, υπερφορολόγηση, μισθοί εξαθλίωσης και φτώχεια στα ύψη. Μνημονιακή πολιτική χωρίς Μνημόνια υπόσχε η παραμονή στο ευρώ!
Σε αυτό το περιβάλλον η συζήτηση την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα επανέρχεται με δριμύτητα ως λύση ανάγκης. Ως η αυστηρή εκείνη προϋπόθεση που θα σώσει ό,τι ακόμα σώζεται -και δεν είναι λίγα αυτά- και αποτρέψει τα χειρότερα που είναι μπροστά μας!
Εντούτοις, τα πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν δεν είναι καθόλου αμελητέα κι ούτε κανείς υπέρμαχος της επιστροφής στη δραχμή, ή όπως αλλιώτικα ονομαστεί το νέο νόμισμα, υποστηρίζει ότι από την επομένη κιόλας θα ξεκινήσει περίοδος παχιών αγελάδων, χωρίς έστω ένα μεταβατικό κόστος. Η διαφορά είναι ότι εκείνο το κόστος -αμελητέο σε σχέση ό,τι έχουμε ήδη καταβάλει- οδηγεί τουλάχιστον σε μια διέξοδο που δικαιολογεί τις θυσίες. Οι σημερινές θυσίες πού οδηγούν; Ποιος υπέρμαχος του ευρώ, που μας καλεί σε θυσίες, μπορεί να δεσμευτεί ότι η ανεργία και οι μισθοί θα επανέλθουν έστω στα επίπεδα του 2008 σε δύο ή τρία χρόνια;
Τρία είναι τα προβλήματα που προβάλλονται τις περισσότερες φορές υστερόβουλα -ως απειλές-, παρότι κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει την πρακτική σημασία τους ως ζητήματα που απαιτούν λύση.
Πρώτον, το πρόβλημα της οικονομικής απομόνωσης που μπορεί να επέλθει, με τα συναφή προβλήματα τροφοδοσίας της αγοράς και το πρόβλημα εύρεσης ρευστού για κάλυψη δανειακών αναγκών.
Δεύτερον, το πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανείων των ελληνικών νοικοκυριών στην περίπτωση που το νέο νόμισμα υποτιμηθεί έναντι του ευρώ.
Και τρίτο πρόβλημα είναι ο κίνδυνος από μια μαζική εξαγορά ελληνικών περιουσιακών στοιχείων από κεφάλαια τα οποία θα εκμεταλλευτούν τη νέα ισοτιμία.
Αμοιβαίες σχέσεις
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, ως αποτέλεσμα απόφασης της ίδιας της χώρας και όχι ως αποτέλεσμα πιέσεων που ήδη ασκούν υπερνεοφιλελεύθεροι Γερμανοί, όπως ο πρόεδρος του ινστιτούτου ifo, Χανς Βέρνερ Ζιν, δεν συνεπάγεται την απομόνωση της. Αντίθετα, της παρέχει μια πρώτης τάξης ευκαιρία να επανεξετάσει τους όρους ένταξης της στην παγκόσμια οικονομία, θέτοντας σε προτεραιότητα κριτήρια που σχετίζονται με τις δικές της πολυποίκιλες ανάγκες: κοινωνικές, οικονομικές, περιφερειακές, εθνικές, γεωστρατηγικές.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η οικονομική και νομισματική ένωση με τη Γερμανία οφείλει να απορριφθεί εκ προοιμίου ως καταστροφική. Δοκιμάστηκε και απέτυχε. Στη θέση της πρέπει να προκριθούν αρχικά μορφές ενοποίησης που ενδέχεται να πάρουν και νομισματική διάσταση στη συνέχεια με χώρες που χαρακτηρίζονται από συγκρίσιμη παραγωγικότητα και εφάμιλλες οικονομικές δομές, όπως είναι πρώτ’ απ’ όλα οι άλλες τρεις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και δευτερευόντως οι χώρες της Βαλκανικής και της Βόρειας Αφρικής. Η συνεργεία με αυτές τις χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα έχει ιστορικούς δεσμούς, μπορεί να αποδειχτεί αμοιβαία επωφελής. Η απουσία δε κοινού νομίσματος μπορεί να επιφέρει επιπλέον κόστη στις συναλλαγές, αλλά αυτά τα κόστη ξεπερνιούνται εύκολα και κατά πολύ αν εισαχθεί η μέθοδος του συμψηφισμού μέσω ανταλλαγής προϊόντων (clearing), όπως συνέβαινε στο παρελθόν, πριν επιβληθεί ο εκχρηματισμός των συναλλαγών προς όφελος των ισχυρών νομισμάτων, κρατών-εκδοτών και ενδιάμεσων διαχειριστών που εισπράττουν όλα τα οφέλη.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, που η Ελλάδα θα εξάγει εσπεριδοειδή και ενέργεια εισάγοντας προϊόντα ελαφράς βιομηχανίας από την Ιταλία (από γυαλιά ηλίου μέχρι ηλεκτρολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό) και χαλκό ή ξυλεία από τη Βουλγαρία, αξιοποιούνται στο έπακρο τα παραγωγικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας.
Ταυτόχρονα κόβεται ο δρόμος στις πολυεθνικές, που με όχημα το κοινό νόμισμα σαρώνουν την εγχώρια παραγωγή, με δραματικά αποτελέσματα για την απασχόληση. Οι 7.747 βιοτεχνίες που έκλεισαν μεταξύ 2009-2012, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας -και οι 2.500 που αναμένεται να κάνουν παύση εργασιών μέχρι το τέλος του 2013- δεν έβαλαν «λουκέτο» μόνο λόγω έλλειψης ζήτησης, αλλά και λόγω της σάρωσης της εγχώριας αγοράς από πολυεθνικά μεγαθήρια. Ως συνέπεια, δημιουργούνται οι όροι για στήριξη εγχώριων βιομηχανιών με κριτήρια τα υπάρχοντα συγκριτικά πλεονεκτήματα (ναυπηγεία, φάρμακο, μεταποίηση αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων κ.ά.) και ώθηση σε άλλους κλάδους που θα επιλεγούν με κοινωνικά κριτήρια. Στο πλαίσιο του ευρώ ο καταμερισμός που υπάρχει για την Ελλάδα προβλέπει τη μετατροπή της σε τουριστικό θέρετρο, κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και σε πλατφόρμα υποδοχής εργασιών τελικής συναρμολόγησης πολυεθνικών εταιρειών με μηδενική για τον τόπο προστιθέμενη αξία.
Τέλος στην αποεπένδυση
Aκόμη κι έτσι προβάλλεται πολλές φορές το ερώτημα για τη δυνατότητα που έχει η Ελλάδα να κόψει ακόμη και αυτούς τους επιζήμιους και ετεροβαρείς δεσμούς που τη συνδέουν με την Ευρωζώνη στο βαθμό, για παράδειγμα, που παράγει μόνο το 27% των προϊόντων που καταναλώνει. Μα εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: η αυξανόμενη εξάρτηση της Ελλάδας οφείλεται στην ίδια την ένταξη της στην Ευρωζώνη. Αν δεν κόψει τώρα αυτούς τους δεσμούς, σε λίγα χρόνια η εξάρτηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη και θα παράγει το 20% ή το 15% των όσων παράγει.
Κόβοντας αυτό το γόρδιο δεσμό μπορεί, για παράδειγμα, να βρει πόρους ώστε να χρηματοδοτήσει ένα γενναιόδωρο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων -δεδομένης πλέον και της αδυναμίας του ιδιωτικού τομέα να καλύψει το κενό στις επενδύσεις, παρά την πτώση των μισθών-το οποίο θα προκαλέσει το αναγκαίο επενδυτικό σοκ που αποτελεί μονόδρομο για την αύξηση της απασχόλησης και για να καλυφθεί έστω ένα μέρος από την πτώση του ΑΕΠ κατά 21,5% που προκάλεσε η ύφεση. Έτσι θα μπει τέρμα στην πορεία αποεπένδυσης που διαπιστώνει η τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, όπου αναφέρεται ότι το 2012 η αποεπένδυση έφτασε το 8,5% και ότι «την τριετία 2011-2013 το απόθεμα πάγιου κεφαλαίου μειώνεται για πρώτη φορά από το τέλος του εμφύλιου πολέμου».
Αυτή η κατάσταση, συρρίκνωση των επενδύσεων – εισαγωγική εξάρτηση, μοιάζει με φαύλο κύκλο, που όσο συνεχίζεται τόσο οξύνεται, βαθαίνοντας τα αδιέξοδα! Δεν μπορεί όμως τα συμπτώματα μιας βαριάς ασθένειας να χρησιμοποιούνται ως λόγος για να αποφεύγεται η αναγκαία θεραπεία της. Αν κάτι δείχνουν τα συμπτώματα, αντίθετα, είναι το πόσο έχει αργήσει η εφαρμογή της θεραπείας. Διαφορετικά, ας χαρακτηριστούν αυτά τα συμπτώματα ως ευλογία!
Η ταχύτητα με την οποία το ευρώ δυναμιτίζει τα θεμέλια της οικονομίας και της κοινωνίας αποτυπώνεται και στο θέμα του πετρελαίου και των φαρμάκων. «Πού θα βρούμε λεφτά για να αγοράζουμε πετρέλαιο και φάρμακα;» ρωτούσαν οι υπέρμαχοι του ευρώ μέχρι και πριν από δύο χρόνια, ξεχνώντας, φυσικά, πόσο εύκολο ήταν -και είναι- για την Ελλάδα να προχωρήσει σε διακρατικές συμφωνίες με άλλες χώρες, όπως η Ρωσία για παράδειγμα, εξασφαλίζοντας τις ανάγκες της σε υγρά καύσιμα, δεδομένου ότι τα στερεά (λιγνίτης) είναι σε τέτοια αφθονία, που μπορούν να παρέχουν πάμφθηνη και άφθονη ενέργεια σε όλους τους κατοίκους και τις επιχειρήσεις.
Η μεγαλύτερη ζημιά, ωστόσο, συντελέστηκε επί ευρώ, με τους νεκρούς από τα μαγκάλια να αποκτούν τη δική τους θέση στα καθημερινά δελτία ειδήσεων. «Κατά 70% περίπου μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης» διαπιστώνει η εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2014, η οποία, φυσικά, δεν οφείλεται στο ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έγιναν πιο… θερμοί. Όσο για τα φάρμακα, αρκεί να μεταφέρω λόγια που άκουσα πρόσφατα από μεγάλο σε ηλικία και αρκετά έμπειρο χειρουργό: «Φτάνουμε πάλι στο σημείο που ήμασταν τη δεκαετία του 70, όταν παρακαλούσαμε όσους πήγαιναν στο εξωτερικό να μας φέρουν εξελιγμένα φάρμακα, ακόμη και αντιβιώσεις»…
Αυξήσεις σε μισθούς
Η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος δεν θα επιτρέψει μόνο να ασκηθεί μια γενναία κοινωνική πολιτική με αθρόα χρηματοδότηση των δαπανών υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης. Θα επιτρέψει επίσης να δοθούν αυξήσεις στους μισθούς για να αρχίσουν να αναπληρώνονται οι απώλειες των τελευταίων χρόνων. Η βαθιά ύφεση των τελευταίων χρόνων και η εμφάνιση αποπληθωρισμού τους τελευταίους μήνες αποκλείουν κάθε κίνδυνο εμφάνισης πληθωρισμού από την υιοθέτηση μιας επεκτατικής πολιτικής που θα στηρίξει τα λαϊκά εισοδήματα.
Συχνά προβάλλεται ως απειλή ο αποκλεισμός από τις αγορές κεφαλαίων, αν η έξοδος από το ευρώ συνδυαστεί και με μονομερή παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους. Εδώ σκοπίμως παραβλέπεται ότι η τρέχουσα δημοσιονομική κρίση σε όλη την περιφέρεια της Ευρωζώνης ουδέποτε θα είχε λάβει αυτή τη μορφή αν χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία δεν είχαν εναποθέσει την κάλυψη των ελλειμμάτων τους στις διεθνείς αγορές και δεν ήταν έρμαια, για παράδειγμα, των παντελώς αναξιόπιστων οίκων αξιολόγησης, που την κρίσιμη στιγμή έριξαν τις χώρες στα βράχια, ανακοινώνοντας την υποβάθμιση τους και οδηγώντας έτσι το κόστος δανεισμού τους στα ουράνια.
Αν, αντίθετα, το υπουργείο Οικονομικών δανειζόταν από την εγχώρια αγορά με τη μορφή ομολόγων, δεν θα είχε καμιά εξάρτηση από τις σκοπιμότητες των διεθνών αγορών. Για να μην φανεί δε πως πρόκειται για κάποια… εξωτική πρόταση, να αναφέρουμε ότι ο εσωτερικός δανεισμός χρησιμοποιούνταν ακόμη και τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα και αυτόν κατά βάση χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα η Ιαπωνία που ανήκει στο κλαμπ των οκτώ ισχυρότερων χωρών του κόσμου (08), καταφέρνοντας να έχει ένα από τα υψηλότερα δημόσια χρέη, μεγαλύτερο από 200% του ΑΕΠ της. Το γεγονός, μάλιστα, πως δεν είναι έρμαιο των οίκων αξιολόγησης και των εμπόρων χρήματος της επέτρεψε να εξαγγείλει φέτος ένα δημοσιονομικό έλλειμμα τάξης του 10% ως μέσο για την υπέρβαση της χρόνιας κρίσης. Στην Ελλάδα, λόγω των μέτρων σιδερένιας δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλει η Γερμανία, κάτι τέτοιο απαγορεύεται ακόμη και με την απειλή προστίμων!
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι μετά τις ζημιές που επωμίστηκαν οι ομολογιούχοι από το PSI -σκόπιμη επιλογή, κατά τι γνώμη μας, από τους αρχιτέκτονες του προγράμματος ανταλλαγής ώστε να κλείσει οριστικά αυτή η πόρτα για το ελληνικό κράτος- η απορρόφηση νέων ομολόγων φαντάζει εξαιρετικά επικίνδυνη επιλογή. Για το λόγο αυτό το ελληνικό κράτος οφείλει να αποζημιώσει αμέσως και στο ακέραιο φυσικά και νομικά πρόσωπα (νοσοκομεία κ.ά.) που έχασαν τα λεφτά τους το Μάρτιο του 2012 για να σωθούν οι μεγάλοι και ξένοι πιστωτές.
Επιπλέον, ο αποκλεισμός από τις διεθνείς ομολογιακές αγορές, που εμφανίζεται ως θανάσιμος κίνδυνος στην Ελλάδα, σε πολλές χώρες που πέρασαν από τη χημειοθεραπεία των προγραμμάτων προσαρμογής του ΔΝΤ (Ισημερινός, Βολιβία) αποτελεί συνταγματική δέσμευση!
Υπάρχει άρθρο στο Σύνταγμα τους που τον απαγορεύει για να μην ξανακυλήσουν στην κρίση χρέους! Στην Ευρώπη, αντίθετα, η πρόσβαση στις αγορές εξακολουθεί να εμφανίζεται ως στόχος και επιβράβευση, σαν ο βιασμένος να ξαναπηγαίνει στο βιαστή για να δείξει πόσο πειθήνιος είναι…
Διμερής δανεισμός
Tαυτόχρονα, η δυνατότητα διμερούς δανεισμού υπό μορφή διακρατικών δανείων (όπως αυτό που σύναψε η Κύπρος με τη Ρωσία το 2012) αποσιωπάται συστηματικά! Ο λόγος είναι ότι ο διμερής δανεισμός μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη διμερών σχέσεων, διευκολύνοντας, για παράδειγμα, το ανταλλακτικό εμπόριο. Αυτή όμως η στρατηγική, των διμερών σχέσεων, ισοδυναμεί με αιτία πολέμου για το φιλελευθερισμό, που προκρίνει τις πολυμερείς σχέσεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης με τα γνωστά αποτελέσματα: κέρδη για τις ηγεμονικές οικονομίες (Η ΠΑ, Γερμανία) με ισχυροποίηση της θέσης τους και, από την άλλη, καταποντισμός για τις αδύναμες ή ακόμη κι αυτές που βρίσκονταν στο μέσο της κατάταξης πριν από την κρίση, όπως η Ελλάδα.
Η εισαγωγή νέου εθνικού νομίσματος εμφανίζεται συχνά ως κίνδυνος και για τους δανειολήπτες. Συχνά, μάλιστα, από τους ίδιους που υποστηρίζουν την κατάργηση του ευεργετικού νόμου Κατσέλη και υπεραμύνονται των πλειστηριασμών ακόμη και της πρώτης κατοικίας. Η πραγματικότητα είναι πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους δανειολήπτες εντοπίζεται στη συνεχιζόμενη λιτότητα που επιβάλλουν τα Μνημόνια και το ευρώ. Η μείωση των μισθών και ο καταποντισμός της ζήτησης είναι που οδήγησαν το 80% των δανείων που μπαίνουν σε ρύθμιση να μην μπορούν και πάλι να εξυπηρετηθούν, το 23% των στεγαστικών δανείων να είναι σε καθυστέρηση και 180.000 ακίνητα να κινδυνεύουν να βγουν στο σφυρί με την άρση της προστασίας.
Ακόμη όμως κι αν βγει η Ελλάδα από το ευρώ και υιοθετήσει δικό της νόμισμα, δεν είναι ανάγκη να υποτιμηθεί τουλάχιστον για έξι μήνες ή ένα έτος, μέχρι, δηλαδή, να απορροφηθούν όλα τα σοκ από τη μετάβαση στο νέο καθεστώς. Ο διοικητικός καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας δημιουργεί ένα τείχος άμυνας απέναντι σε κερδοσκοπικές επιθέσεις τιμωρητικού χαρακτήρα.
Ακόμη όμως κι αν υποτιμηθεί το νέο εθνικό νόμισμα, τα παλιά δάνεια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποπληρωθούν σε ευρώ και στην ισοτιμία της αγοράς, που θα αυξήσει τη σχετική αξία των δόσεων προσθέτοντας νέα βάρη στο λαό. Η Ελληνική Βουλή μπορεί κάλλιστα να ψηφίσει νόμο που θα αλλάζει το νόμισμα αποπληρωμής ή θα κατοχυρώνει μια ευνοϊκή για τους δανειολήπτες ισοτιμία. Το έκανε πολύ πρόσφατα η κυβέρνηση της Ουγγαρίας, θέλοντας να προστατεύσει τους πολίτες της που είχαν πάρει δάνεια με ρήτρα ξένου νομίσματος.
Έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων
Περιοριστικά μέτρα για την είσοδο των κεφαλαίων μπορούν να αποτρέψουν και μαζική εξαγορά ελληνικών περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση υποτίμησης του νέου εθνικού νομίσματος. Αυτή είναι η κατηγορία που κρύβεται πίσω τη φημολογία για «λόμπι της δραχμής», η οποία, μάλιστα, διατυπώνεται από πολιτικούς που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ξεπουλήσουν δημόσια περιουσία σε εξευτελιστικές τιμές. Το πρόβλημα τους εντοπίζεται στο νόμισμα που θα γίνει το ξεπούλημα, όχι στο ίδιο το ξεπούλημα. Έτσι, όταν η λεηλασία γίνεται με ευρώ, αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης των αγορών και μήνυμα ανάπτυξης.
Ακόμη και τότε όμως η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό τον όρο ότι δεν θα αποτελεί υποκατάστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μπορεί να επιβάλει ελέγχους στην εισροή κεφαλαίων, ακόμη και εμπόδια, αν στόχο τους έχουν την εξαγορά επιχειρήσεων και αξιών που μια κυβέρνηση κρίνει εθνικής σημασίας.
Ανάλογους «έξυπνους» ελέγχους επέβαλαν Βραζιλία και Αργεντινή, οι οποίοι, μάλιστα, αποδείχτηκαν εξόχως αποτελεσματικοί όταν έπρεπε να περιορίσουν την πλημμυρίδα ρευστού που απελευθέρωνε η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα στο πλαίσιο των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης.
Εν κατακλείδι, όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν όχι μόνο την αναγκαιότητα, αλλά και τη δυνατότητα εξόδου από το ευρώ και υιοθέτησης εθνικού νομίσματος, παρότι κανείς δεν υποτιμά τα προβλήματα που θα προκύψουν τον πρώτο καιρό. Ας κρατήσουμε όμως ότι καμία χώρα που έσπασε τα διεθνή της δεσμά δεν το μετάνιωσε, από την Αργεντινή μέχρι και την Ισλανδία, που την απόφαση παύσης πληρωμών ακολούθησε και η διακοπή των διαπραγματεύσεων ένταξης στο ευρώ. Γιατί να μετανιώσουμε εμείς αν πούμε το δικό μας «όχι» στην ευρωκατοχή;
Ανάρτηση από: http://www.epikaira.gr