Του Αλέκου Αλαβάνου
Παρά τις δυσκολίες του εργατικού κινήματος, παρά μια σχεδόν γενικευμένη μοιρολατρία, φαίνεται ότι στην κοινωνία υπογείως λειτουργούν ιδιαίτερα θετικές διεργασίες.
Ήδη η ημερήσια διάταξη στη βραδινή οικογενειακή συζήτηση, στις κουβέντες στα καφενεία έχει διαφοροποιηθεί από αυτήν μέσα στη Βουλή. Στη δεύτερη επικρατεί μια σύγκρουση γύρο από το μνημόνιο, επί της ουσίας άγονη πια δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές αποδέχονται το ίδιο πλαίσιο της Ευρωζώνης που το γέννησε και το καθιστά υποχρεωτικό εις το διηνεκές.
Στις πρώτες, στις λαϊκές κουβέντες, το θέμα που κυριαρχεί πια είναι η παραμονή ή η αποχώρηση από το ευρώ, από άλλους με αισιοδοξία ή και αφέλεια, από άλλους με ανησυχία ή και πανικό, από όλους σχεδόν πάντως που νοιάζονται για δουλειά και επιβίωση με ενδιαφέρον και αναζήτηση.
Μπορούμε να πούμε ότι ο κοινοβουλευτικός «διάλογος», όταν δεν πρόκειται για ανταλλαγή υβρισμών βρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με τους πλούσιους κοινωνικούς προβληματισμούς. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο παράδοξο, η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία να είναι οργισμένη με την κυβέρνηση Σαμαρά και μια επίσης μεγάλη πλειοψηφία να μη θέλει εκλογές για να τη διώξει.
Σε σχέση με το δίλημμα λοιπόν «ευρώ ή εθνικό νόμισμα» θέλω να κάνω τις εξής παρατηρήσεις:
Πρώτο, κατά ένα τρόπο το σύστημα έχει αυτοπαγιδευθεί. Συνέβαλε να έρθει στο προσκήνιο το θέμα του ευρώ, επιχειρώντας να οικοδομήσει πάνω του μια γενική εκστρατεία φόβου. Το κακό είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, που δέχθηκε μια τέτοια επίθεση κινδυνολογίας κατά τις δεύτερες εκλογές του 2012, επιχειρεί να την εκτονώσει υιοθετώντας την, διαφημίζοντας πια και η ίδια την «εθνική καταστροφή» σε περίπτωση αποχώρησης.
Το ευρώ, από κέντρο της επίθεσης του συστήματος μετεξελίσσεται σε κέντρο αντεπίθεσης από το λαό. Ισοδύναμη με την οικονομική ωφέλεια από την απελευθέρωση από το ευρώ αναδείχνεται η ιδεολογική ωφέλεια, η απαλλαγή από την ηγεμόνευση του συστήματος. Ο ισχυρότερος αντίπαλος σε μια επαναστατική αλλαγή που έχει ανάγκη η Ελλάδα δεν είναι η κυβέρνηση Σαμαρά. Ούτε η κυβέρνηση Μέρκελ. Είναι η «αόρατη κυβέρνηση», σύμφωνα με τον όρο της Χάνα Άρεντ, οι παλιές αλήθειες, οι χωρίς νόημα κοινοτοπίες, τα ταμπού που ακυρώνουν τη ελεύθερη σκέψη, όπως το ευρώ.
Δεύτερο, η έξοδος από το ευρώ είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Υπάρχουν μια σειρά άλλες τομές, εξίσου ή μπορεί και περισσότερο αναγκαίες από το εθνικό νόμισμα, που, γιατί η κυρίαρχη τάξη επέλεξε το ευρώ κυρίως ως γήπεδο αντιπαράθεσης. Η παύση πληρωμών, προκειμένου οι δημοσιονομικοί πόροι να επικεντρωθούν αποκλειστικά στην οικονομική ανοικοδόμηση και την κοινωνική στήριξη. Το ισχυρότατο κράτος, δημοκρατικό, διαφανές και υπό κοινωνικό έλεγχο, γιατί μόνο αυτό μπορεί να γίνει το υποκείμενο μιας οικονομικής αναγέννησης κι όχι κάποια ξένα fundsπεριφερόμενα ανά τον κόσμο όπως οι πειρατές στις ανοικτές θάλασσες. Ο παραγωγικός σχεδιασμός, αυτή η παλιά αλλά απραγματοποίητη ιδέα του Δημήτρη Μπάτση που (και για αυτό) εκτελέσθηκε μαζί με τον Μπελογιάννη, που θα δώσει υπόσταση και θεμέλια στην ελληνική παραγωγή. Η πλήρης απασχόληση ως κεντρικός στόχος.
Τρίτο, Η έξοδος από το ευρώ δε σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα έχει θετικό πρόσημο. Υπάρχει η και η συστημική έξοδος, μια επιλογή πάντα ανοικτή για την Ευρωζώνη στην προοπτική της παταγώδους αποτυχίας του προγράμματος της τρόικα. Υπάρχει και η αντιδραστική άποψη ότι με αυτόν τον τρόπο στην ήδη επελθούσα μείωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων από την «εσωτερική υποτίμηση», θα προστεθεί η «εξωτερική υποτίμηση» του νομίσματος, χωρίς εξισορροπήσεις στην αμοιβή της εργασίας, που θα κάνει ακόμα πιο φτηνή την αμοιβή της εργασίας, θα πακιστανοποίησει τους εργαζόμενους.
Για αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία εξαρχής το εγχείρημα να συνοδεύεται από την αποδυνάμωση των καπιταλιστικών κέντρων εξουσίας και την ενδυνάμωση της λαϊκής εξουσίας, μέσω εθνικοποιήσεων, ελέγχου και νομοθεσίας. Δεν το έκανε η προεδρεία Κίρχνερ στην Αργεντινή κι έτσι μετά από μια πενταετή θριαμβευτική σχεδόν πορεία που ξεκίνησε με την απελευθέρωση του νομίσματος από την ισοτιμία του με το δολάριο, μπλόκαρε μπροστά στην αντεπανάσταση του «elcampo», της συμμαχίας πολυεθνικών εταιριών στον αγροτικό χώρο τύπου Monsanto με τους μεγαλογαιοκτήμονες της χώρας, που συμπαρέσυρε και τους μικρότερους αγρότες και είχε διαλύσει για μήνες τη χώρα.
Τέταρτο, για αυτό για την αριστερά είναι εξαιρετικής σημασίας από την ίδια την ημέρα εκκίνησης, σε συνθήκες ρευστότητας που θα καθορίζεται από την Τράπεζα Ελλάδας κι όχι από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, η «ταυτότητα» του εθνικού νομίσματος να ενσωματώνει την αισθητή άνοδο της επιπέδου ζωής των εργαζομένων μέσα από τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και τη βελτίωση των μισθών τους που θα εξουδετερώνουν και οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση από τον πληθωρισμό.
Αυτό έχουν αναγκασθεί ορισμένες φορές να το κάνουν και σε εντελώς καπιταλιστικά πλαίσια, όπως δείχνει το παράδειγμα του NewDealστις ΗΠΑ το 1934, όταν στην πιο ακραία στιγμή της κρίσης,προκειμένου να αναζωπυρωθεί η ενεργός ζήτηση, γεννήθηκε η μεγαλύτερη άνθηση εργασιακών δικαιωμάτων – χρόνος εργασίας, κατώτεροι μισθοί, ελεύθερα από την εργοδοσία συνδικάτα. Ή σήμερα στην Ιαπωνία, στην προσπάθειά της να βγει από δεκάχρονη στασιμότητα, όπου η κυβέρνηση Abe έρχεται σε ανοικτή σύγκρουση με την Toyotaή τη Sony για την άνοδο των μισθών προκειμένου να ενισχυθεί η κατανάλωση των εργαζομένων.
Πέμπτο, ποια είναι τα όρια του πληθωρισμού που θα αφήσει μια κυβέρνηση; Θα υπάρξουν περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίου, τι είδους και μέχρι πότε; Ποιο είναι το περιθώριο της αυξημένης ρευστότητας; Πώς θα εξασφαλισθούν οι λαϊκές καταθέσεις, θα επιτραπούν καταθέσεις μέχρι ένα ποσό σε ευρώ, συνάλλαγμα στις νέες συνθήκες εθνικού νομίσματος; Πώς θα σταθεί ένα εγχείρημα με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά μέσα σε μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια καπιταλιστική αγορά; Πώς θα αξιοποιηθεί η θετική και αρνητική εμπειρία της Λατινικής Αμερικής. Είναι πολλά και δύσκολα τα ερωτήματα. Αλλά απαντιούνται.
Εδώ βρίσκεται και η ιδιαίτερα θετική συμβολή της πολιτικής δύναμης «Σχέδιο Β». Προσγείωσε την άλλη άποψη από τον ουρανό των ιδεών στην γη των προγραμμάτων και των απλών ανθρώπων που δικαιούνται να αξιώνουν απλές και σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Μια ριζοσπαστική αλλαγή για να μη είναι όνειρο καπιταλιστικής θερινής νυκτός πρέπει να έχει την έκφραση ενός αιχμηρού, συγκροτημένου κυβερνητικού προγράμματος που στηρίζεται σε ένα συνεχή συναγερμό του κόσμου της εργασίας.
Και έκτο, η κίνηση προς ένα τέτοιο πρόγραμμα μετασχηματισμών είναι μια πατριωτική κίνηση. Όχι με την έννοια της εθνικής αναδίπλωσης, του εκτονωτικού παραληρήματος ή του σνομπισμού του ξεπεσμένου αριστοκράτη. Είναι μια εθνική πρωτοβουλία ιστορικών διαστάσεων ώστε η Ελλάδα να μπει ορμητικά στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, με τα δικά της χαρακτηριστικά, με τα συμφέροντα των δικών της εργαζομένων κι όχι των ευρωπαϊκών τραπεζών, με σχέσεις αμοιβαίου οφέλους κι όχι υποταγής. Είναι μια φιλόδοξη προσπάθεια που θα ξεματιάσει τη νέα γενιά από την κατάρα της ανεργίας και θα της ανοίξει τους διεθνείς ορίζοντες, όχι ως τόπους εξορίας, αλλά ως τόπους μάθησης, υψηλής εξειδίκευσης, γνώσεων όπου η νέα γενιά θα μπορέσει να αξιοποιήσει την πλανητική σκέψη για να στηρίξει ένα νέο ιστορικό εγχείρημα για την Ελλάδα.
Ανάρτηση από: http://unfollow.com.gr