Του Γιάννη Βαρουφάκη
Η Κρίση έχει και τα καλά της. Μας έκανε να ξανασκεφτούμε το είδος των δώρων που ανταλλάσσουμε. Καθιέρωσε μια τάση μείωσης της «ανταλλακτικής αξίας» (της τιμής που πληρώνουμε) και αύξησης της προσωπικής επένδυσης στην επιλογή, και πολλές φορές στην κατασκευή, των δώρων.
Επί προσωπικού, το καλύτερο δώρο που εισέπραξα φέτος ήταν ένας... «πίνακας» που μου χάρισε η κόρη μου και στον οποίο προσπάθησε να αποτυπώσει την εικόνα που (έτσι μου είπε) στριφογύριζε στο μυαλό της. Πέραν όμως του προσωπικού, και της αλλαγής που επέφερε η Κρίση σε κοινωνίες όπως η δική μας, το παγκόσμιο «φαινόμενο» της μαζικής αγοράς δώρων διατηρεί τον χαρακτήρα της. Τις μέρες των γιορτών, παγκοσμίως, δαπανώνται δισεκατομμύρια ευρώ, δολάρια, γιεν κ.λπ. για την αγορά δώρων αμφίβολης αξίας. Έχει ενδιαφέρον να θέσει κανείς το «φαινόμενο» αυτό κάτω από το μικροσκόπιο των διαφορετικών και αλληλοσυγκρουόμενων οικονομικών θεωριών. Γιατί; Όχι επειδή οι οικονομολόγοι έχουν να μας διδάξουν οτιδήποτε το ενδιαφέρον για το έθιμο της ανταλλαγής δώρων αλλά, αντίθετα, επειδή βλέποντας την ανταλλαγή δώρων μέσα από το πρίσμα των οικονομικών θεωριών αποκαλύπτεται καλύτερα η γύμνια (θεωρητική και ηθική) της ψευδο-επιστήμης των οικονομικών. Δεδομένης της επιρροής των οικονομικών (και των οικονομολόγων) στις πολιτικές που διαφεντεύουν τις ζωές μας, το παρακάτω «εγχείρημα» μπορεί να φανεί χρήσιμο. Αν και η «καταγραφή» που ακολουθεί (σχετικά με τις απόψεις διαφορετικών σχολών οικονομικής σκέψης περί των Χριστουγεννιάτικων δώρων) διακατέχεται από χιουμοριστική διάθεση, πιστεύω πως είναι πραγματικά αντιπροσωπευτική των οικονομικών απόψεων της κάθε σχολής:
Επτά σχολές οικονομικής σκέψης εκφράζονται για τον θεσμό της ανταλλαγής δώρων:
Νεοκλασικοί: Κρίνουν την ανταλλαγή δώρων ως αναποτελεσματικό μηχανισμό διανομής αγαθών. Όταν η Μαρία λαμβάνει δώρο αξίας Χ ευρώ, το οποίο το χαίρεται λιγότερο από κάποιο άλλο αγαθό της ίδιας αξίας (Χ ευρώ) που θα αγόραζε η ίδια αναγκάζεται είτε να το κρατήσει (αποδεχόμενη την απώλεια «ικανοποίησης») είτε να καταπιαστεί με τη χρονοβόρα και κουραστική προσπάθεια αλλαγής ή ανταλλαγής του. Με αυτό το σκεπτικό, οι νεοκλασικοί καταλήγουν ότι το «αποτελεσματικό» δώρο είναι ένας φάκελος με μετρητά. Όμως τότε, ποιος ο λόγος να δίνει η Μαρία στον Γιώργο έναν φάκελο με χρήματα όταν κι εκείνος θα πρέπει να ανταποδώσει; Κι αν οι φάκελοι περιέχουν διαφορετικά ποσά, δεν θα νιώσει άσχημα εκείνος/η που έδωσε τα λιγότερα; Το λογικό συμπέρασμα στο οποίο αναγκάζονται να καταλήξουν είναι ότι ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός δώρων είναι εκείνος του Σκρουτζ: Κανένα δώρο σε κανέναν!
Κεϋνσιανοί: Καθώς κρίνουν πως σε περιόδους κρίσης το μέγιστο πρόβλημα (που αναπαράγει την ύφεση) είναι η υποτονική κατανάλωση και η τάση των επιχειρήσεων να αποφεύγουν τις επενδύσεις (υπό τον φόβο της μειωμένης ζήτησης), οι Κεϋνσιανοί θα ήθελαν δύο και τρία Χριστούγεννα κάθε χρόνο όσο διαρκεί η ύφεση, πιθανώς με τον Άγιο Βασίλη να επιδοτείται από το κράτος ώστε να τονωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και των επιχειρηματιών. Κάτι που θα μπορούσε να αντισταθμιστεί (όταν η οικονομία ανθίζει) με χρονιές χωρίς Χριστούγεννα ή με Χριστούγεννα κατά τη διάρκεια των οποίων τα δώρα φορολογούνται.
Σχολή του Σικάγο: Κατακρίνουν τους Κεϋνσιανούς κατηγορώντας τους ότι υποτιμούν τον ορθολογισμό των επιχειρηματιών. Σύμφωνα με τη σχολή αυτή, σε περιόδους ύφεσης, όταν τα Χριστούγεννα θα «συμβαίνουν» συχνότερα, οι επενδυτές θα προβλέπουν πως σε επόμενες χρονιές θα υπάρξουν λιγότερα Χριστούγεννα και, προβλέποντας τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα στο μέλλον, αρνούνται να είναι πιο αισιόδοξοι τώρα (που τα Χριστούγεννα έρχονται πιο συχνά) και, συνεπώς, αρνούνται να επενδύσουν πιο πολύ. Έτσι οι υψηλότερες δημόσιες δαπάνες απλά θα αυξήσουν το δημόσιο έλλειμμα/χρέος χωρίς να ενεργοποιήσουν βραχυπρόθεσμα τη ζήτηση και τις επενδύσεις.
Μονεταριστές: Πεπεισμένοι ότι ο μόνος αποτελεσματικός μοχλός οικονομικής πολιτικής στα χέρια του κράτους είναι η ποσότητα του χρήματος και τα επιτόκια, και πως ο μόνος στόχος του κράτους πρέπει να είναι η σταθερότητα των τιμών, οι μονεταριστές πρεσβεύουν πως η Κεντρική Τράπεζα απλά πρέπει να αυξάνει τα επιτόκια λίγο πριν τα Χριστούγεννα, και να τα μειώνει αμέσως μετά, με τρόπο που να εξασφαλίζει πως ο ρυθμός αύξησης ή μείωσης των δαπανών (για δώρα και λοιπά αγαθά) ισούται με τον ρυθμό αύξησης ή μείωσης της ζήτησης χρήματος από τους πολίτες. (Ναι, πράγματι, πρόκειται για τους πιο βαρετούς οικονομολόγους που περπάτησαν ποτέ στον πλανήτη Γη!)
Ελευθεριάζοντες-Αυστριακοί: Οικονομολόγοι όπως ο Friedrich von Hayek, που αποτελούν τους γκουρού των ακραίων φιλελεύθερων (οι οποίοι απορρίπτουν ακόμα και την ιδέα μιας κρατικής κεντρικής τράπεζας), φοβούνται τα Χριστούγεννα, κρίνοντας ότι η με δανεικά χρηματοδοτούμενη κραιπάλη των γιορτών οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε σφίξιμο του ζωναριού τον Γενάρη, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε ύφεση στην αρχή της χρονιάς. Επιπλέον κρίνουν απαράδεκτο να επιβάλλεται από το κράτος στους επιχειρηματίες να μένουν κλειστοί τόσες μέρες (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα κ.λπ.).
Εμπειριστές: Σίγουροι ότι μόνο η παρατήρηση των εμπειρικών δεδομένων έχει κάτι να μας διδάξει, πιστεύουν πως μόνο οι στατιστικοί συσχετισμοί μεταξύ διαφορετικών οικονομικών μεταβλητών δύνανται να καταδείξουν τα αίτια φαινομένων όπως τα Χριστούγεννα και η ανταλλαγή δώρων που παρατηρείται στην περίοδο των γιορτών. Έτσι καταλήγουν στο «ασφαλές» (για αυτούς) συμπέρασμα ότι τα Χριστούγεννα οφείλονται σε μια πρότερη μείωση των καταθέσεων και παράλληλη αύξηση της ποσότητας τους χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά.
Μαρξιστές: Σε μια κοινωνία που το κέρδος προκύπτει από την υπεραξία που ακουσίως «δωρίζουν» οι εργαζόμενοι στους καπιταλιστές, και η οποία θεμελιώνεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το χριστουγεννιάτικο έθιμο της ανταλλαγής δώρων αποτελεί, ταυτόχρονα, (α) μια όαση από τη στυγνότητα των αγορών που θυμίζει πως μπορούμε να διανέμουμε αγαθά εκτός των αγορών, (β) άλλη μια περίπτωση που το κεφάλαιο χειραγωγεί τα καλά και αγαθά ένστικτα του ανθρώπου και τα θέτει στην υπηρεσία του (δίνοντας ώθηση στην κερδοφορία του εν μέσω εορτών). Οι πιο «αγνοί» Μαρξιστές, που παραμένουν πιστοί στον λεγόμενο «νόμο της πτωτικής τάσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου» θεωρούν ότι κάθε πέρσι και καλύτερα, καθώς η δυνατότητα του κεφαλαίου να κερδίζει από τα Χριστούγεννα μειώνεται μακροπρόθεσμα.
Ανάρτηση από: http://www.protagon.gr