Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

24 Ιουλίου: Αποκατάσταση της Δημοκρατίας

Του Λευτέρη Ριζά



        Να θυμηθούμε τι πώς και γιατί έγινε πριν 40 χρόνια, να αναλογιστούμε το δρόμο που διαβήκαμε και να σκεφτούμε που σήμερα βρισκόμαστε. Όχι βέβαια με λεπτομέρειες. Αλλά σε αδρές γραμμές.

       Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, οργανωμένο και εκτελεσμένο από τη Χούντα των Αθηνών και τους ανθρώπους  της στην Κύπρο, ήταν αυτό που άνοιξε το δρόμο για την επέμβαση της Τουρκίας στις 20 Ιουλίου 1974 [1]. Γιατί θεώρησαν ότι καταστρατηγήθηκαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, ότι η υπό τον Σαμψών κυπριακή κυβέρνηση (των πραξικοπηματιών) είχε εξαπολύσει  προγκρόμ κατά των τουρκοκύπριων και άρα η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να τους προστατεύσει.

       Παρόλο ότι επιτεύχθηκε κατάπαυση πυρός και είχε ανακοινωθεί σε Αθήνα, Ουάσινγκτον και Άγκυρα (22/7), με τη συμβολή του υφυπουργού των εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Σίσκο, η Τουρκία την επομένη την παραβίασε συνεχίζοντας τους βομβαρδισμούς και τις πολεμικές ενέργειες στην Κύπρο.

 Προκειμένου λοιπόν να ελεγχθούν οι εξελίξεις και να μην υπάρξει πολεμική εμπλοκή μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, που θα κλόνιζε το ιμπεριαλιστικό σύστημα και το ΝΑΤΟ στην περιοχή, τα πράγματα οδηγήθηκαν σε ραγδαίες εξελίξεις στην Ελλάδα και Κύπρο. Κατέρρευσαν οι κυβερνήσεις τους.

    Στην Αθήνα ήδη η κυβέρνηση είχε διαλυθεί. Ο Ανδρουτσόπουλος  είχε εξαφανιστεί. Έτσι αυτοί που είχαν απομείνει και η στρατιωτική ηγεσία αναγκάστηκαν να καλέσουν τον Κ. Καραμανλή να επιστρέψει από το Παρίσι και να επαναφέρουν τους παλιούς πολιτικούς ως σωτήρες της χώρας και του λαού. Δηλαδή αναγκάστηκαν να επαναφέρουν την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

       Ο Κ. Καραμανλής αφίχθηκε στις 2 π.μ. – νυχτιάτικα δηλαδή – στο αεροδρόμιο του ελληνικού με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Ο μόνος που από το δικτατορικό καθεστώς διατηρούσε την ψυχραιμία του και προσπαθούσε να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί ήταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Αυτός κάλεσε σε σύσκεψη όλους τους παλιούς πρωθυπουργούς και άλλους πολιτικούς  παράγοντας με σκοπό να σχεδιάσουν το πρέπει και πώς να γίνει. Δηλαδή ουσιαστικά παρέδωσε την εξουσία στον πολιτικό κόσμο [2]. 

       Ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο διασώθηκε το κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς, εκτονώθηκε η λαϊκή αγανάκτηση και το, σημαντικό αυτό, σχέδιο για τον διαμελισμό της Κύπρου πέτυχε. Μάλιστα ενώ είχε αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Αθήνα και την Κύπρο – δηλαδή ενώ εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία είχε προχωρήσει στην εισβολή – και ευρίσκονταν σε εξέλιξη η Διάσκεψη της Γενεύης, οι Τούρκοι την τορπίλισαν και την 14η Αυγούστου εξαπέλυσαν νέα επίθεση στην Κύπρο (Αττίλας 2).

       Η Ελλάδα δεν ήταν ικανή ούτε για πόλεμο με την Τουρκία ούτε καν για την υπεράσπιση και διάσωση της Κύπρου. Επτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας, έξαλλου αντικομμουνιστικού εθνικισμού, την είχε στρατιωτικά καταστήσει εντελώς αδύναμη να υποστηρίξει τα εθνικά συμφέροντα της. Ο Κ. Καραμανλής εκτόνωσε πάλι την λαϊκή αγανάκτηση με μια πολύ θεαματική κίνηση: απέσυρε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ. Αυτό ενθουσίασε το λαό. Θεωρήθηκε μια δίκαιη ενέργεια απέναντι στην απάθεια του ΝΑΤΟ στην εκδηλωμένη τουρκική επιθετικότητα.

       Η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ βέβαια δεν κατέστησε την Ελλάδα – και το λαό της ή αν θέλετε το «λαϊκό κίνημα» - ικανότερο να υπερασπιστεί την Κύπρο, ακόμα και την ίδια την Ελλάδα από μια πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία.

       Στην πραγματικότητα η Ελλάδα και ο ίδιος ο λαός υπέστησαν μια σημαντική – και σημαδιακή – ήττα. Η Κύπρος – και κατ’ επέκταση η Ελλάδα και ο ελληνισμός -  υπέστησαν ακρωτηριασμό [το 38% του εδάφους της κατελήφθη από τους Τούρκους], 200.000 άνθρωποι της έγιναν πρόσφυγες και η ίδια η «δημοκρατική Ελλάδα» ταπεινώθηκε κι ας μην ήθελε και θέλει να το παραδεχτεί.

       Οι δυτικοί σύμμαχοι – οι ΝΑΤΟϊκοί – δεν ξέχασαν εύκολα το τόλμημα της «αποχώρησης» - έστω και αν έγινε για τα «μάτια του κόσμου», και όταν αργότερα και πάλι ο Κ. Καραμανλής την επανέφερε στο ΝΑΤΟ αντιμετώπισε μια σειρά δυσκολίες και προβλήματα [ένταξη στα στρατηγεία κλπ]. Οι «μεγάλες» δυνάμεις, τα «αφεντικά» του κόσμου μπορεί να κατανοούν κάποιες κινήσεις λόγω αγανάκτησης των μικρών και εξαρτημένων χωρών, αλλά δεν συγχωρούν την παραμικρή απείθεια από μέρους τους. Καμία αμφισβήτηση του πλαισίου των συμφωνιών και της «ιεραρχίας» τους. Αυτό πρέπει να το έχουμε πάντοτε υπόψη μας και να καλλιεργούμε το ανάλογο αγωνιστικό πνεύμα και αποφασιστικότητα στο λαό, να σφυρηλατούμε τις αναγκαίες πάντοτε κοινωνικές συμμαχίες, ιδίως  όταν σκεφτόμαστε πώς πρέπει να αντιδράσουμε και αν χρειαστεί να έρθουμε σε σύγκρουση μαζί τους προκειμένου να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα μας, την αξιοπρέπεια μας σαν λαός και  να κατοχυρώσουμε την εθνική και λαϊκή κυριαρχία μας.
       Η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία που διαδέχθηκε την επταετή στρατιωτική δικτατορία, όπως φαίνεται επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και αποτιμήσεις. Ο Ακαδημαϊκός και πρώην Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κ. Νικ. Διαμαντούρος θεωρεί ότι η «δημοκρατία ως καθεστώς, η Μεταπολίτευση αποτελεί κεκτημένο κρίσιμης ιστορικής, πολιτικής, πολιτισμικής και συναισθηματικής σημασίας, που πρέπει να περιφρουρηθεί και να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο. Σε ό,τι αφορά (β) την ποιότητα της δημοκρατίας μας, η πρόκληση για όλους μας είναι να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια το χαμηλό της επίπεδο και να αγωνιστούμε σθεναρά και συστηματικά για τη βελτίωσή της. Η ενδεχόμενη επίτευξη αυτού του όντως υψηλού στόχου θα αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή δικαίωση των υψηλών μεν πλην όμως μέχρι στιγμής διαψευσμένων προσδοκιών που προ 40 ετών δημιούργησε η εγκαθίδρυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας».[3]
       Ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θεωρεί ότι βρισκόμαστε στο τέλος της Μεταπολίτευσης «ότι φτάσαμε στο τέρμα μιας περιόδου και στο κλείσιμο ενός κεφαλαίου... το παλιό πολιτικό σύστημα έχει πεθάνει, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Κάτι καινούργιο πρέπει να προετοιμαστεί, σίγουρα κάτι καινούργιο εκκολάπτεται. Και είναι πολύ αισθητή, αγωνιώδης η αναζήτηση του καινούργιου, το οποίο για την ώρα δεν φαίνεται, αλλά σίγουρα θα φανεί στην πορεία του χρόνου».[4]
       Είναι αξιοπρόσεκτο ότι – παρόλο ότι κοινή εκτίμηση όσων έγραψαν στο σχετικό αφιέρωμα είναι ότι για πρώτη φορά η Δημοκρατία στην Ελλάδα λειτούργησε τόσο καλά για 40 χρόνια -  όλοι τους επίσης συμφωνούν ότι αυτή η Δημοκρατία, της Μεταπολίτευσης, έφθασε στα όρια της. Ο πρωθυπουργός μάλιστα κ. Αντ. Σαμαράς ισχυρίζεται ότι «Η Νέα Μεταπολίτευση έχει ήδη ξεκινήσει».
       Να προσθέσουμε πώς την ίδια εκτίμηση έχει κάνει και η αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα διαρκώς καταγγέλλει το φθαρμένο, σάπιο πολιτικό μας σύστημα και υπόσχεται ότι μόνο με αυτόν στην εξουσία θα αναγεννηθεί. Μα και το ΠΟΤΑΜΙ τα ίδια λέει, η ΑΝΕΛ και φυσικά τα ίδια με τον δικό της προκλητικό λόγο η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ. Κανένας δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος, όλοι τους ζητάνε λίγες ή πολλές αλλαγές: πολιτικές, κοινωνικές, κλπ.
       Η παραδοχή, όμως, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, παλαίμαχου και έμπειρου πολιτικού – θα λέγαμε ίσως του κορυφαίου τώρα πια – αστού πολιτικού, που παίρνει υπόψη του τα συμφέροντα όχι μόνο της δικής του παράταξης ή και μόνο της οικογένειας, αλλά του αστικού συστήματος γενικότερα και του καθεστώτος της εξάρτησης και εθνικής υποτέλειας στο οποίο ζει και αναπνέει η χώρα, ότι «το παλιό πολιτικό σύστημα έχει πεθάνει», τα λέει όλα και υπερκαλύπτει ακόμα και τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ.
       Αλλά γιατί το «παλιό πολιτικό σύστημα έχει πεθάνει»; Ή γιατί δεν δικαίωσε τις προσδοκίες του ελληνικού λαού; Γιατί τέλος το όλο μεταπολεμικό οικονομικο-κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο που επιβλήθηκε στη χώρα και τον λαό της έχει φτάσει στα όρια του;
       Αν ρίξουμε μια ματιά στο ιστορικό μας παρελθόν θα αναγνωρίσουμε την αιτία, την πηγή της «κακοδαιμονίας» μας. Αυτός ο λαός, αυτή η χώρα, όποτε γύρεψε τη λευτεριά του, το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό του, βρήκε απέναντι του ισχυρές εχθρικές δυνάμεις. Από το 1821 και δώθε [αν και τις ίδιες δυνάμεις «δυτικές» και «ανατολικές» αντιμετώπισε ακόμα και πριν την μαύρη ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης. Ρόλος Σταυροφοριών].
Η Επανάσταση του 1821 από την αρχή αντιμετώπισε την αντίθεση των μεγάλων, τότε, δυνάμεων που έκαναν ό,τι μπορούσαν για την ελέγξουν. Όπως γνωρίζουμε δε κατέληξε στο ψήφισμα της υποτέλειας και την παράδοση της χώρας στη Βρετανική κυριαρχία. Μα, θα ακούσουμε να λένε, αυτό ήταν και αποτέλεσμα των διαρκών εμφυλίων πολέμων. Αυτές οδήγησαν στα αποτελέσματα αυτά. Οι εσωτερικές μας έριδες – που ανιχνεύονται ήδη στην αρχαιότητα μας – είναι αυτές που πάντοτε μας οδήγησαν σε ήττες και υποδουλώσεις. Ακόμα και η κατάκτηση μας από τους Ρωμαίους χρωστάει πολλά στην αντιπαλότητα των πόλεων, στην αδυναμία τους να συντονιστούν μεταξύ τους κλπ κλπ. Έτσι φαίνονται τα πράγματα αν τα δούμε «εξωτερικά», επιδερμικά. Δεν οφείλονται όλα αυτά τα κακά που μας ταλαιπωρούν αιώνες τώρα στην ύπαρξη των εσωτερικών συγκρούσεων, των κοινωνικών και πολιτικών «εμφύλιων» πολέμων. Γιατί τέτοιους έχουν γνωρίσει όλες, μα όλες οι χώρες και οι λαοί.
       Σε εμάς οι κυρίαρχες πάντοτε κοινωνικές ομάδες και τάξεις προτίμησαν να σώσουν την ύπαρξη τους, τα «ταξικά» προνόμια τους, προδίδοντας το λαό τους. Στην υποδούλωση λαού και χώρας πίστευαν ότι εξασφάλιζαν τα μακροπρόθεσμα κοινωνικά και πολιτικά τους συμφέροντα. Αυτό έκαναν οι προύχοντες των πόλεων όταν τις παρέδιδαν στους Ρωμαίους, αυτό έκαναν οι ηγετικές ομάδες του Βυζαντίου – ακόμα και Βυζαντινοί αυτοκράτορες πολέμησαν μαζί με τους Οθωμανούς εισβολείς προκειμένου αυτοί να καταλάβουν Βυζαντινές πόλεις.
       Η προτεραιότητα της πάση θυσία εξασφάλισης των στενών ταξικών συμφερόντων δημιουργεί ένα πνεύμα και μια πολιτική υποταγής σε ξένους προστάτες τους. Ένα πνεύμα και μια νοοτροπία που διαχέεται και προς τα κάτω, στα λαϊκά στρώματα και το αποκαλούμε «ραγιαδισμό» ή παλιότερα «γραικυλισμό». Τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, που πολλοί από τους ανθρώπους τους πασχίζουν να επιβιώσουν, τροφοδοτούν συχνά πυκνά πιστούς υπηρέτες των ισχυρών – ντόπιων και ξένων -  εφιάλτες,«εθνοπροδότες», νενέκους, ταγματασφαλίτες. Ανάλογα τα «πάνω» στρώματα και τάξεις στρέφονται προς τους Πέρσες, τους Ρωμαίους, τους Δυτικούς και τον Πάπα ή στους Οθωμανούς, τους δυτικούς ή τους ανατολικούς εταίρους και προστάτες. Τα τελευταία χρόνια – αυτά της Μεταπολίτευσης – κυρίαρχο κοινωνικό-πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα έγινε αυτό του «ευρωπαϊκού» προσανατολισμού. Στο οποίο συναντήθηκαν συντηρητικοί ευρωπαϊστές και «προοδευτικοί» ευρωλιγούρηδες. Πλάι βέβαια στους παραδοσιακούς αγγλόφιλους και νεότερους αμερικανόφιλους.
       Οι λαϊκές δυνάμεις πάντοτε πάλεψαν, έδωσαν το αίμα τους και τους καλύτερους γιούς και κόρες τους, για την λευτεριά της πατρίδας τους και τη δική τους κοινωνική χειραφέτηση. Αλλά, δυστυχώς, γι αυτές δεν είχαν ικανές και πιστές στον αγώνα τους μέχρι τέλους, ηγεσίες. 
       Όταν, λοιπόν, ο Ανδρέας Παπανδρέου είπε εκείνο το ιστορικό «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και το συνδύασε με το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», μοιραία απέκτησε ένα ευρύτατο ακροατήριο, έδωσε υπερηφάνεια και προοπτική στο λαϊκό κίνημα. Κι αυτό συνδυάστηκε με την πρόταξη του «Τρίτου Δρόμου» προς το σοσιαλισμό και την εθνική ανεξαρτησία. Ούτε σοσιαλδημοκρατία ή ευρωκομμουνισμός αλλά ούτε και το Σοβιετικό μοντέλο. Σε αυτά τα συνθήματα οφείλεται η μεγάλη, αλματώδης άνοδος του ΠΑΣΟΚ: από το 13% το 1974, στο 25% και μετά στο 48%!! [Και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ προσθέτει κάθε φορά «πενταροδεκάρες» στα ποσοστά μπας και έρθει πρώτο, αλλά όχι αυτοδύναμο κόμμα]. Τι έλεγε τότε η αριστερά μας; Το ΚΚΕ ες. θεωρούσε όλα αυτά εθνικισμό και λαϊκισμό [5] – μέχρι τώρα αυτό πιστεύει.
Το ΚΚΕ, με αγώνες πατριωτικούς και αντι-ιμπεριαλιστικούς, είχε τεθεί εκτός μάχης γιατί είχε χρεωθεί την ήττα του λαϊκού κινήματος και την τυφλή πρόσδεση του στο Σοβιετικό άρμα, που παθητικά είχε αντιμετωπίσει την αγγλοαμερικανική επέμβαση μετά την Κατοχή και  φθαρεί από την βίαιη καταστολή εξεγέρσεων στις ανατολικές χώρες και φυσικά από τη διάσπαση του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και του ελληνικού. Μετά δε την κατάρρευση του (ανύπαρκτου) «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την επίμονη υπεράσπιση του, έχει τεθεί οριστικά εκτός μάχης. Ένα κόμμα με τέτοια μακρόχρονη ιστορία, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση, τώρα υπολείπεται της Χρυσής Αυγής – ακόμα και σε εργατικές γειτονιές – και του ΠΟΤΑΜΙΟΥ !!! Κι όμως εξακολουθεί να κυνηγάει φαντάσματα: τους οπορτουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ που τάχα αποτελούν εμπόδιο στην επαναστατική εξόρμηση του λαϊκού και εργατικού κινήματος !!.
Το καθεστώς της εξάρτησης, της εθνικής υποτέλειας και της κοινωνικής παρακμής που επιβλήθηκε στη χώρα και το λαό μας στο τέλος της δεκαετίας του 1940, το οικονομικό μοντέλο που φρόντιζε την εκμετάλλευση του λαού, του ορυκτού κλπ πλούτου της χώρας, μοιραίο ήταν να μην αποδώσει. Η χώρα δεν αναπτύχθηκε. Προσαρμόστηκε απλά στην επιβίωση. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Η μετανάστευση χαρακτηρίστηκε από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή ως «ευλογία θεού».  Στη χώρα οργίαζε το αστυνομικό κράτος, οι φυλακές και οι εξορίες κράτησαν χρόνια. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου προδόθηκε – τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου τις υπέγραψαν οι Κ. Καραμανλής και  Ευ. Αβέρωφ που τις χαρακτήρισαν και ως τη ευτυχέστερη ημέρα της ζωής τους. Τα σκάνδαλα ουκ ολίγα – τα περιβόητα βραχώδη οικόπεδα ακόμα στοιχειώνουν την Αθήνα. Χαριστικές συμβάσεις στους μεγαλοκαρχαρίες της εποχής Νιάρχο και Ωνάση. Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και εκλογές βίας και νοθείας, η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και οι παρακρατικοί συμπληρώνουν τη εικόνα της Δημοκρατίας μας την περίοδο εκείνη.
Τα παλατιανά πραξικοπήματα, τα Ιουλιανά, η εξαγορά βουλευτών, οι αποστάτες και η αποστασία – και πίσω πάλι η ανάγκη για το νέο ξεπούλημα της Κύπρου – οδήγησαν στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967.
Ο λαός δεν αντέδρασε στην επιβολή της. Πως άλλωστε; Ανοργάνωτος, απογοητευμένος και κουρασμένος από δύο χρόνια διαδηλώσεις, αγώνες κλπ. Κι όλοι τον διαβεβαίωναν ότι δικτατορία δεν πρόκειται να γίνει. Χαρακτηριστικός ο τίτλος της ΑΥΓΗΣ το πρωί της 21ης Απριλίου: «20 λόγοι που δεν θα γίνει δικτατορία» !!! Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Ανδρέας διαβεβαίωνε στη Λαμία ότι το 1967 δεν είναι 1936, κι ότι αν τολμήσουν επιβολή δικτατορίας θα ηχήσουν οι καμπάνες και θα ξεχυθεί ο κόσμος να τους ανατρέψει. Όλους τους έπιασαν σπίτι τους με τις πυτζάμες. Ποιόν να εμπιστευθεί ο λαός και πώς να αντιδράσει.
Η αντίσταση κατά της Χούντας, μέσα στην Ελλάδα υπήρξε υποτονική. Στο εξωτερικό η όλη κίνηση είχε σκοπό να μην αφήσει την κοινή γνώμη να πιστέψει στα όσα έλεγε η Χούντα, να επηρεάσει πολιτικούς και κυβερνήσεις εναντίον της κλπ. Δεν έκανε σε αυτή την κατεύθυνση λίγα. Οι οργανώσεις βέβαια κατατρίβονταν στους γνωστούς φραξιονιστικούς αγώνες τους και στην προσπάθεια τους να αποδείξουν με τα γραπτά τους ποια είναι πιο επαναστατική από την άλλη.
Η πιο σοβαρή αντιστασιακή πράξη υπήρξε αυτή του πληρώματος του «Βέλους», με επικεφαλής τον αείμνηστο κυβερνήτη του Νίκο Παππά. Η παράτολμη και ηρωική  προσπάθεια του Αλέκου Παναγούλη προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, ζημίωσε την Χούντα σε επίπεδο κοινής γνώμης, αλλά πέραν τούτου τίποτα σημαντικό. Υπήρξαν προσπάθειες κι ενέργειες και άλλων αγωνιστών και των οργανώσεων τους, που μάλιστα βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν λόγω αντιστασιακής δράσης – που όμως, τελικά, δεν προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στο καθεστώς.
Έχουμε βέβαια και το Πολυτεχνείο. Σεβαστό και τρανταχτό. Αλλά όπως έχω υποστηρίξει [6] η εξέγερση του εντάχθηκε στην αλλαγή Παπαδόπουλου – και μπλοκάρισμα του ανοίγματος προς μια πολιτική λύση – από τον Ιωαννίδη. Πρόθυμο να προχωρήσει στο πραξικόπημα κατά Μακαρίου. Το πολιτικό άνοιγμα του Παπαδόπουλου δημιουργούσε προβλήματα στην εφαρμογή των ιμπεριαλιστικών σχεδίων για την ανατροπή του Μακάριου και την εισβολή της Τουρκίας. Γιατί μια εθνική καταστροφή με μια πολιτική κυβέρνηση μοιραία θα οδηγούσε σε μια πιο σκληρή δικτατορία, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ένα πραξικόπημα, όπως αυτό του Ιουλίου, από ένα σκληρό δικτάτορα είχε ένα σοβαρό πλεονέκτημα: την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Την εξουδετέρωση μιας πιθανής λαϊκής ριζοσπαστικής αντίδρασης. Όπως κι έγινε.  
Αποτέλεσμα  όλων αυτών ήταν πως ενώ η Χούντα κατέρρευσε λόγω ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ  και η Ελλάδα έμεινε ακυβέρνητη για 3-4 ημέρες απολύτως καμιά κίνηση από πλευράς αντιστασιακών οργανώσεων δεν έγινε. Πολλοί είναι αυτοί που δεν θέλουν να θυμούνται – να θυμόμαστε – γιατί κατέρρευσε η Χούντα. Προσοχή: κατέρρευσε, δεν ανετράπη από τον λαϊκό αγώνα. Δεν υπήρξε κάτι ανάλογο, π.χ. με την ανατροπή του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία – «Επανάσταση των γαρυφάλλων» – όπου είδαμε επιτροπές στρατιωτών, λαού κλπ να προσπαθούν να διαμορφώσουν μια διαφορετική πολιτική κατάσταση στη χώρα τους.
       Εδώ, αντίθετα, όπως έγραψε ο Π. Λαμπρίας «Από τις 22 Ιουλίου δεν υπήρχε κυβέρνηση στην Ελλάδα, χωρίς κανείς να τη ρίξει – χωρίς να ριχτεί ούτε μία τουφεκιά. Και στις 23 Ιουλίου μάταια έψαχναν οι υπουργοί της Χούντας να βρούν τον πρωθυπουργό τους κι οι αμερικάνοι αξιωματούχοι των Αθηνών να βρούν κάποιον επίσημο, για να αντιληφθούν τι συμβαίνει. Αργά τη νύχτα εκείνη (για την ακρίβεια την ώρα 2 π.μ. της 24ης Ιουλίου) έφθασε στην Αθήνα ο Καραμανλής από το Παρίσι, όπου είχε παραμείνει πάνω από 10 χρόνια.
Δεν υπήρχε κράτος, δεν υπήρχε καμιά δύναμη συγκροτημένη, που να κρατάει υπό τον έλεγχο της την κατάσταση. Δεν υπήρχε καν στρατός με την έννοια της ιεραρχημένης δομής και λειτουργίας. Υπήρχε μόνο το κενό – το κενό που έχασκε καθώς η χούντα και τ’ ανδρείκελα της  είχαν εγκαταλείψει πανικόβλητα κάθε νευραλγικό σημείο στη διακυβέρνηση του κράτους.
Το αναμενόμενο, λογικό, και το ιστορικό αναμενόμενο θα ήταν να γίνει ακριβώς αυτό που χρόνια τώρα προέβλεπαν οι ξένοι παρατηρητές: να επέλθει η σύγχυση και το χάος: να ξεσπάσουν αχαλίνωτες οι αναρχικές εκδηλώσεις και οι συγκρούσεις, ν΄ ανοίξει ο δρόμος για έναν καινούριο εμφύλιο σπαραγμό….(Αυτό άλλωστε δεν έγινε αργότερα στον Λίβανο;)
Δεν συνέβη το παραμικρό απ’  όλα αυτά. Αντίθετα. Ουδέποτε άλλοτε στη νεοελληνική ιστορία εξελίχθηκαν τα πράγματα με τόση ομαλότητα αλλά και ταχύτητα, με τόση γαλήνη αλλά και τάξη. Έτσι, μέσα σε απόλυτη ελευθερία προτού τελειώσει το δραματικό εκείνο έτος είχαν διεξαχθεί κατά τρόπον ιδανικό τρείς εκλογές….» [7]
Η Χούντα δεν ανατράπηκε από μια λαϊκή εξέγερση αλλά κατέρρευσε από μια εθνική τραγωδία – τη μεγαλύτερη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Γίνηκε προσπάθεια να αποδοθεί η κατάρρευση της Χούντας στον αγώνα των φοιτητών και του λαού στο Πολυτεχνείο. Μάλιστα «χτίστηκαν» πολιτικές καριέρες  πάνω στη συμμετοχή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Αρκεί να σκεφτούμε ότι:
 Δίκη για το Πολυτεχνείο έγινε, επίσημα γιορτάζεται η επέτειος του. Για την προδοσία της Κύπρου ούτε ο φάκελος άνοιξε ποτέ ουσιαστικά, ούτε η δίκη των πρωταίτιων έγινε και ούτε οργανώνεται ποτέ μια εκδήλωση μνήμης και χρέους  του λαού και του έθνους για την προδοσία, τα θύματα της και την υποστήριξη τους. Το «Δεν ξεχνώ» σε πολλούς έχει δώσει τη θέση του στο «Δεν θέλω να θυμάμαι». Η νεολαία ιδίως μάλλον δεν ξέρει και ούτε ενδιαφέρεται να μάθει.
Ο λαός πού έζησε τις εξελίξεις τότε, φρόντισε να απωθήσει στο υποσυνείδητο του την Κυπριακή τραγωδία, που όμως γι αυτόν «έφερε» τη Δημοκρατία. Είναι πολύ επώδυνο – από όλες τις απόψεις – να πρέπει κάθε στιγμή να θυμάσαι σε τι και ποιον οφείλεις την δημοκρατία σου, τις ελευθερίες σου (πραγματικές ή όχι δεν έχει σημασία). Γι αυτό προσπαθείς να μην το σκέφτεσαι. Το απωθείς στα βάθη της ψυχής και του μυαλού. Έγραφα πριν μερικά χρόνια σχετικά με αυτό το ζήτημα, τη σχέση δηλαδή Κυπριακού και αποκατάστασης της Δημοκρατίας κάτι που εξακολουθεί να ισχύει και να μας στοιχειώνει:
«     Αλήθεια πόσο υπερήφανος μπορεί να είναι ένας  λαός που χρωστάει την Ελευθερία και Δημοκρατία του πάνω σε μια συνεχιζόμενη τραγωδία ενός άλλου λαού – πολύ περισσότερο όταν δεν πρόκειται για «άλλο» λαό αλλά για αδελφούς του. Αν ισχύει αυτό που έλεγε ο Μαρξ, ότι δηλαδή δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός όταν καταπιέζει έναν  άλλο, πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι και πόση πραγματική δημοκρατία μπορεί να έχει όταν τα θεμέλια τους βρίσκονται πάνω στα κόκαλα των ελληνοκυπρίων και την κατοχή και καταπίεση  της Κύπρου;
       Έχει ειπωθεί ότι τα θεμέλια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης  δεν υπήρξανε στέρεα γιατί ο γερμανικός λαός τη θεώρησε ως αποτέλεσμα, «κατάκτηση», της ήττας του και του εξευτελισμού στον οποίο τον υποχρέωσαν οι νικητές. Η προσβολή και η ταπείνωση στις οποίες τον καταδίκασαν υπήρξε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη αντιδραστικών πολιτικών ρευμάτων και στην τελική νίκη του ναζισμού.

       Στην περίπτωση μας υποχρεωθήκαμε, διαπαιδαγωγηθήκαμε και τελικά συνηθίσαμε τη Δημοκρατία και Ελευθερία μας να την στηρίζουμε στη λήθη. Δεν θέλουμε να θυμόμαστε. Το «Δεν Ξεχνώ» φροντίσανε να το ξεχάσουμε. Και μάλιστα και επίσημα: η αμνησία, η λήθη διδάσκεται επίσημα: από τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας.

       Δεν θα έπρεπε να διερωτάται λοιπόν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «αν αυτή η γενιά που μεγάλωσε σε μια ελεύθερη Ελλάδα ενδιαφέρεται να μελετήσει σε βάθος, όσα προηγήθηκαν της επταετίας και όσα ακολούθησαν, για να αποκατασταθεί,  σταδιακά και όχι ανώδυνα, η ομαλότητα».

       Όχι, δεν ενδιαφέρεται. Γιατί σχεδόν κανένας δεν ενδιαφέρεται να της τα μάθει, να της τα διδάξει. Το αντίθετο: με πολλές δυνάμεις και μέσα προσπαθούν να διαγράψουν  από τη μνήμη του την ιστορία του τόπου. Δηλαδή των αγώνων του λαού για Ελευθερία και Δημοκρατία, για Εθνική Απελευθέρωση και Ανεξαρτησία. Προσπαθούν να στερήσουν από το λαό αυτό που πραγματικά του ανήκει: τους αγώνες και θυσίες του. Γιατί σε αυτούς τους αγώνες και θυσίες πολέμησε και πολεμήθηκε από εσωτερικές και ξένες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Που έχουν κάθε συμφέρον να λησμονηθούν τα όσα έκαναν σε βάρος του λαού και του Τόπου.

       Γιατί το μάθημα της Ιστορικής Μνήμης – η Ιστορική γνώση και συνείδηση - είναι επικίνδυνα  για τους κυρίαρχους του Κόσμου και τα πολλαπλά στηρίγματα τους. Ο λαός δεν πρέπει να έχει καμιά ιδιοκτησία. Καμιά περιουσία. Όχι μόνο υλική: εργοστάσια, ορυχεία, χωράφια κλπ. Δεν πρέπει να έχει και δικό του πολιτισμό. Δεν πρέπει να θυμάται την Ιστορία των Αγώνων και Θυσιών του για την λευτεριά και περηφάνια του. Πρέπει να μαθαίνει την ιστορία των νικητών του, των κυρίαρχων.     Όποιος κάνει προσπάθεια για κάτι τέτοιο αμέσως χαρακτηρίζεται και λοιδορείται, περιθωριοποιείται και αποκλείεται από τα ΜΜΕ, ως αντιδραστικός εθνικιστής και σωβινιστής. Άνθρωπος που αντιστρατεύτεται  τις κατακτήσεις του διαφωτισμού, το όραμα του οικουμενισμού και  τις ευρωπαϊκές αρχές κλπ. Είναι φανερό γιατί γίνεται αυτό. Ποια κέντρα στηρίζουν όλη αυτή την «επιχείρηση» διαγραφής της μνήμης του λαού και της εγγραφής στο μυαλό του της εκδοχής των δυναστών του.

       Για να  μην υπάρξει καμία παρεξήγηση υπάρχουν και αντιδραστικοί εθνικιστές και σοβινιστές. Με τη διαφορά ότι παντού και πάντοτε αυτή καταπολεμήσανε το λαό όποτε γύρεψε τη λευτεριά του, την κοινωνική του χειραφέτηση την εθνική κυριαρχία κι ανεξαρτησία του. Κι αυτούς τους ξέρει ο λαός. Τους θυμάται. Θυμάται ποιοι πολέμησαν  τους Γερμανο-ιταλούς φασίστες κατακτητές και τους Βούλγαρους συνεργάτες τους. Θυμάται ποιος τον πολυβόλησε στο Σύνταγμα. Θυμάται ποιος αντιτάχθηκε και απέρριψε το αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα λέγοντας ότι «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας: τον μεν αγγλικό το δε αμερικανικό και  θα πάθει  ασφυξία λόγω του Κυπριακού»….

       Το κακό είναι ότι αυτά τα έχει ξεχάσει η λεγόμενη αριστερά στην Ελλάδα. Ότι δεν τα ξέρει ούτε η νέα αριστερά. Ότι καλούν συχνότατα δε διαδηλώσεις συμπαράστασης  για τους αγώνες άλλων λαών: για να αποκτήσουν πατρίδα οι Παλαιστίνιοι, να ξεκουμπιστούν οι εισβολείς από το Ιράκ κλπ, αλλά για την δική τους πατρίδα – και η Κύπρος είναι κομμάτι της – δεν βρίσκουν να πούνε ούτε μία λέξη. Ότι δηλαδή σε ένα κομμάτι του ελληνικού λαού απαγορεύεται να αυτοκαθοριστεί. Αλαφιάζονται όταν η αστυνομία  καταδιώκει και συλλαμβάνει μερικούς διαδηλωτές αλλά δεν την αφορά όταν είναι υπό κατοχή  500.000 Έλληνες στην Κύπρο.» [8]

            Αυτή την «απώθηση», αυτή τη λησμονιά του Κυπριακού, φρόντισε το «σύστημα», δηλαδή ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός, να το τονώσει με «υλικούς όρους και παροχές». Με μια ψεύτικη ευημερία, με τον ξέφρενο καταναλωτισμό, με τη δημιουργία μιας κοινωνίας που έμαθε να ζει χωρίς σώνει και καλά να είναι παραγωγική αλλά που οι νέες «αξίες» της εμπνέονται από τον κλεπτοκρατικό καπιταλισμό που κυριάρχησε κι έγινε το «σήμα κατατεθέν» όλο και ευρύτερων στρωμάτων [9]

 Έχει απόλυτο δίκιο ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος όταν εκφράζοντας τη βαθειά ανησυχία του για την πορεία της αριστεράς σημειώνει «Όλα τα πολιτικά σχέδια εντός του ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγουν και το εθνικό θέμα και τις πραγματικές ταξικές αντιθέσεις που προκαλεί η λειτουργία όχι του βιομηχανικού καπιταλισμού του Μάντσεστερ, αλλά του ελληνικού κλεπτοκρατικού καπιταλισμού, του απέραντου εγχώριου «λαμογιστάν, εργολαβιστάν, ρουσφετιστάν», στηριγμένου σε τεράστιο βαθμό στην παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή. Κανένα από αυτά τα πολιτικά σχέδια δεν έχει ελπίδα να πραγματοποιηθεί». Κι έχει δίκιο γιατί έχει καταλάβει ποιες καταστρεπτικές επιπτώσεις είχε και έχει αυτός ο κλεπτοκρατικός καπιταλισμός όχι μόνο στην οικονομία της χώρας – η κρίση που ζούμε τώρα έχει στενή σχέση με αυτό τον τύπο καπιταλισμού που κυριάρχησε στη χώρα μας – αλλά  και στην «ποιότητα» του πολιτικού μας συστήματος και προσωπικού, του συνδικαλισμού, των ιδεών μας και ανάμεσα σε αυτές της απέχθειας τμημάτων του λαού προς τα εθνικά θέματα και μάλιστα το Κυπριακό.

Αυτό το μοντέλο, αυτός ο κόσμος, αυτές οι ιδέες και συμπεριφορές είναι βέβαιο, το διαπιστώνουμε καθημερινά, δεν έμειναν έξω από τα κόμματα της αριστεράς. Αντίθετα σαν «δροσερό αεράκι» πέρασαν και μέσα τους και τα επηρέασαν άλλο περισσότερο και άλλο λιγότερο.

Όλα αυτά μαζί συμπυκνωμένα – η ιστορία, οι ταξικοί και ιδεολογικοπολιτικοί συσχετισμοί κλπ – έχουν ως αποτέλεσμα αυτή την κατάσταση που ζούμε τώρα. Η Δημοκρατία μας, για την αποκατάσταση της οποίας ακόμα πανηγυρίζουμε αλλά που δεν φαίνεται και πολύ θαλερή – το όλο πολιτικό σύστημα που οι ίδιοι οι στυλοβάτες και υπηρέτες του ομολογούν ότι έχει πεθάνει – πραγματικά βρίσκεται σε μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο. Γιατί η όλη ύπαρξη μας κινδυνεύει: Τα Μνημόνια και οικονομική καταστροφή της χώρας και του λαού που αυτά επιφέρουν και επιτείνουν διαλύουν την οικονομία, τον οικονομικό/παραγωγικό ιστό μας. Μας κάνουν δηλαδή πολύ αδύνατους να αποκρούσουμε επιθέσεις και σχέδια που έχουν να κάνουν με την κρατική μας ύπαρξη κι έκταση: δεν κινδυνεύει μόνο η Κύπρος, αλλά και το Αιγαίο, η Θράκη, η Μακεδονία, η Ήπειρος.  Δηλαδή η ίδια η εθνική μας ύπαρξη.

Κινδυνεύει η όλη η ύπαρξη μας, το πολιτικό μας σύστημα πεθαίνει, γιατί αυτό το σύστημα γενικά βρίσκεται όχι μόνο σε κρίση, αλλά σαπίζει. Στην Ελλάδα αυτό το καθεστώς της εξάρτησης, της εθνικής υποτέλειας και της κοινωνικής παρακμής που επιβλήθηκε για να διασωθούν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και ομάδων της χώρας, δεν ήταν δυνατό ούτε τα λαϊκά συμφέροντα να προωθήσει και υπερασπίσει ούτε βέβαια τα εθνικά. Μοιραία, λοιπόν, φτάνει σ’ ένα σημείο που φρακάρει η λειτουργία του, που η πρέσα καταπίεσης και ξεζουμίσματος  του λαού δεν μπορεί να είναι τόσο αποδοτική. Για να  αποκατασταθεί η αποδοτικότητα της ένας τρόπος μόνο υπάρχει: να αυξηθεί η καταπίεση και το ξεζούμισμα του λαού. Η εξάρτηση και υποτέλεια να μεγαλώσουν. Και μαζί τους η κοινωνική παρακμή.

Γι αυτό προσπαθούν να καταστήσουν το ελληνικό λαό «μικρόψυχο όπως οι λαοί του Ινδοστάν» , όπως το ήθελαν οι Άγγλοι αποικιοκράτες αμέσως μετά την απελευθέρωση μας από τους Τούρκους. Έτοιμο να πουλήσει την ψυχή του για να διασώσει τις καταθέσεις του στις Τράπεζες ή το διαμερισματάκι του από την κατάσχεση. Επανάληψη δηλαδή του διλήμματος που θέτουν οι εξουσιαστές πάντα σε ανθρώπους και λαούς, ίδιο με αυτό που έθεσαν στον Γαλιλαίο: Να απαρνηθούμε τα πιστεύω μας για να σώσουμε το φτωχό και απισχαμένο σαρκίο μας ή να επιμείνουμε σε αυτά. Εμείς ως λαός τι θα κάνουμε; Θα υποταχθούμε, θα γονατίσουμε   ή για άλλη μια φορά θα επαναλάβουμε το «Μολών λαβέ», το «Ελευθερία ή θάνατος» και το «Καλύτερα μιας ώρας Ελεύθερη ζωή»;

Από την απάντηση που θα δώσουμε ως λαός – από την απάντηση που θα εμπνεύσει η αριστερά το λαό να δώσει – θα εξαρτηθεί το μέλλον μας και φυσικά η Δημοκρατία μας. 40 χρόνια μετά το 1974, μάλλον βρισκόμαστε στο σημείο που ξεκινούσαμε τότε.

Σημειώσεις – παραπομπές

1 – Η σύλληψη του πραξικοπήματος και η ενθάρρυνση για την πραγματοποίηση του από τη Χούντα ασφαλώς έχει σχέση με  αυτό που υποστηρίχθηκε με επιμονή στη μεταπολίτευση: δηλαδή με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας και τις ευλογίες των κυβερνήσεων τους ή τουλάχιστον σημαντικών κύκλων τους. Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας προσπάθειας να απαλλαγούν από τέτοια ανάμειξη τους οι ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και οι σχετικές υπηρεσίες τους. Να αποδοθούν όλα αποκλειστικά στην ελαφρότητα και τον «εθνικισμό» των ανθρώπων  της Χούντας. Τα σχετικά αφιερώματα των γνωστών εφημερίδων του συστήματος είναι γεμάτα από τέτοιες προσπάθειες.
2 – Εδώ να ζητήσω βαθιά συγγνώμη γιατί προχτές στο άρθρο μου «40 χρόνια από την τουρκική εισβολή – κατοχή στην Κύπρο» από «κεκτημένη» απροσεξία έγραψα ότι την εξουσία  «παρέδωσε ο «αντιβασιλεύς» χουντικός Ζωιτάκης». Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Φαίδων Γκιζίκης ήταν ο ανώτατος άρχων την εποχή εκείνη, μια και ο Γ. Παπαδόπουλος με «Δημοψήφισμα»είχα καταργήσει το θεσμό της Βασιλείας, άρα και τον «αντιβασιλέα»Ζωιτάκη. 
3 – Βλ. αφιέρωμα της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ «40 χρόνια μετά 1974-2014», Κυριακή 20-7-14
4  -  όπου παραπάνω
5 – Η αλλεργία του απέναντι στα εθνικά μας θέματα είναι πάντα παρούσα. Η πρωτοβουλία του άλλωστε για τη σύμπηξη του ετερόκλητου νέο-ανανικού μετώπου το αποδεικνύει. Από κοντά βέβαια και διάφοροι διανοούμενοι του – που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή κάθε φορά, πρωτοβουλιών και κινήσεων που προωθούν την υποταγή μας σε ξένα κέντρα αποφάσεων.
6 – Λ. Ριζάς «Κοιτάνε αριστερά, βαδίζουν δεξιά» ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (Monthly Review), τ. 42-43 Μάρτης 1984.
7 - Βλ. Παναγιώτης Λαμπρίας (τ. Υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως και στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή)  «Η αναγέννηση μιας Δημοκρατίας», [ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – LE MONDE diplomatique, ελληνική έκδοση, Νοέμβριος 1977, Νο 13, σελ. 10]
8 – Βλ. Λευτέρης Ριζάς «Κυπριακό και αποκατάσταση της Δημοκρατίας» http://www.monthly-review.gr/antilogos/greek/diktuo/arxeio_sxoliwn/fullstory_html?obj_path=docrep/docs/diktuo/20070803_01/gr/html/index
9 – Βλ. Τζέημς Πέτρας «Ακμή και παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας στη Νότια Ευρώπη-Δοκίμια για τον ελληνικό καπιταλισμό», και ιδιαίτερα «Η μετάβαση από την κλεπτοκρατία στην καπιταλιστική δημοκρατία», εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1985. Εκεί ο συγγραφέας σημειώνει «Αναλύοντας την ελληνική ανάπτυξη είναι σημαντικό να κάνουμε τον διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο σύνολα καπιταλιστών και δημοσίων υπαλλήλων. Μεταξύ των καπιταλιστών μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο διαφορετικούς τύπους με αντίθετη συμπεριφορά: (1) τον επιχειρηματία, (2) τον κλεπτοκαπιταλιστή» (σελ. 117). Έχω συνδυάσει την ανάδειξη αυτού του κλεπτοκαπιταλισμού και τα συνοδευτικά φαινόμενα, όπως υπερανάπτυξη του πελατειακού κράτους, με τις ανάγκες του συστήματος όπως πρόεκυψαν από τους αγώνες του ελληνικού λαού την περίοδο της Κατοχής και μετά, σ΄ ένα άρθρο μου «Το μεγάλο Δημόσιο» (εφημερίδα ΠΡΙΝ αριθμ φ. 1014, ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2010)
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr