Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Τα «κόκκινα δάνεια»

Του Κώστα Βεργόπουλου

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απειλούν σήμερα την ασφάλεια των τραπεζών. Ωστόσο, αυτά προέρχονται από την αύξουσα ανασφάλεια της οικονομίας και των εισοδημάτων που τα εξυπηρετούν. Η συρρίκνωση της οικονομίας κάνει ακόμη και υγιή δάνεια να «κοκκινίζουν». 
Οσοι ανησυχούν για το τραπεζικό πρόβλημα θα έπρεπε να ανησυχούν περισσότερο για το οικονομικό πρόβλημα από το οποίο προέρχεται το τραπεζικό. Ενόσω η εξασφάλιση τραπεζών επιδιώκεται με φοροεπιδρομές και αφαίμαξη πόρων από την οικονομία, τόσο η τελευταία εξ αυτού σύρεται στην ύφεση και την αδυναμία αποπληρωμής των δανείων. Η σταθεροποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων δεν εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση και ανάκαμψη της οικονομίας. Ακόμη χειρότερα, ενόσω το κόστος σταθεροποίησης του τραπεζικού τομέα επιρρίπτεται στην πραγματική οικονομία, η τελευταία εξωθείται σε αρνητικές επιδόσεις και οι τράπεζες δεν αναλαμβάνουν καμία χρηματοδότησή της. 
Οι τράπεζες στενάζουν σήμερα από «κόκκινα δάνεια», όμως περισσότερο η οικονομία στενάζει εξ αυτών. Η μη εξυπηρέτηση των δανείων οφείλεται στην κατάρρευση εισοδημάτων και οικονομίας. Τα δάνεια δεν ήσαν εξ αρχής «κόκκινα», αλλά «κοκκινίζουν», λόγω της επιχειρούμενης σταθεροποίησης των τραπεζών εις βάρος της οικονομίας. Αιτία της υφεσιακής πορείας δεν είναι τόσο η κρίση, τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, όσο κυρίως η πολιτική προς υποθετική αντιμετώπιση αυτών. 

Μεγαλύτερα προβλήματα προκαλεί η διαχείριση της κρίσης, παρά η ίδια η κρίση. Η προτεραιότητα στην εξασφάλιση των τραπεζών με πόρους από την οικονομία δεν σταθεροποιεί το οικονομικό σύστημα, αλλά ούτε και το τραπεζικό. 

Από το 2009-2010, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διασώζουν τράπεζες με χρήματα που αποσπώνται από τη ρευστότητα της οικονομίας. Επιβαρύνονται τα δημόσια χρέη, κάτι που δεν ήταν αναγκαίο, εάν το τραπεζικό πρόβλημα αντιμετωπιζόταν ως ώφειλε αυτοτελώς στο ευρωπαϊκό πλαίσιο του κοινού νομίσματος. Αντ' αυτού, Μέρκελ και Σαρκοζί, με την «ολέθρια συμφωνία» της Ντοβίλ (2010) απεφάσισαν ότι οι διασώσεις είτε δημόσιων τομέων είτε ιδιωτικών και τραπεζικών θα βασίζονται κατά πρώτο λόγο σε εθνικούς πόρους (bail-in): «ο τρώσας και ιάσεται». «Εκαστος ξεπλένει τις "αμαρτίες" του δι' ιδίων μέσων». 

Αγνοώντας τα διδάγματα της κρίσης του 1930, απέκλεισαν κάθε αμοιβαιοποίηση του κόστους σταθεροποίησης μεταξύ είτε κρατών είτε τραπεζών. Πίστεψαν ότι αποκλείοντας την αμοιβαιοποίηση του κόστους παρεμπόδιζαν τη μεταδοτικότητα της κρίσης.

Ωστόσο, αποδείχθηκε το αντίθετο: όταν το κόστος σταθεροποίησης επιρρίπτεται στον παθόντα, η κρίση δεν ξεπερνιέται, αλλά επιδεινώνεται, διαιωνίζεται και μεταδίδεται στους εταίρους δι' άλλης οδού. Η ύφεση του ενός αρκεί για να αποδυναμώνει τις ανταλλαγές των άλλων με αυτόν. Το αυτό συνέβη με την τραπεζική κρίση: αφού δεν λειτούργησαν ευρωπαϊκοί μηχανισμοί επιμερισμού μεταξύ εταίρων του κόστους διαχείρισης της κρίσης, αλλά μόνον εθνικοί, οι τράπεζες διασώζονται με τίμημα την επιδείνωση της οικονομίας, και ακόμη χειρότερα ενώ διασώζονται, εντούτοις δεν λειτουργούν στη συνέχεια, καθ' όσον η διάσωσή τους επιδεινώνει την ύφεση της οικονομίας. 

Με την απόφαση της Ντοβίλ τα κράτη εκτέθηκαν σε ακόμη υψηλότερο δημόσιο χρέος και στη νεοφιλελεύθερη πολιτική του περιορισμού τους, παράλληλα οι εθνικές οικονομίες αποδυναμώθηκαν ακόμη περισσότερο με την παραχώρηση πόρων υπέρ τραπεζών. Η πρόσθεση του τραπεζικού χρέους στο Δημόσιο, στους φορολογουμένους και στην οικονομία συνεχίσθηκε, παρά την ισπανική και ιταλική ένσταση από τον Ιούνιο 2012. Η απόφαση διαχωρισμού του τραπεζικού χρέους από το Δημόσιο αγνοήθηκε μετά πολλών επαίνων από τη Μέρκελ και την Ε.Ε. Μοναδικό βήμα προς την κατεύθυνσή του παραμένει η τραπεζική ενοποίηση της Ευρωζώνης, που όμως μετατίθεται στο μέλλον και δεν ισχύει παρά μόνον για «συστημικές» τράπεζες. 

Ομως, εάν κάποιοι χρηματοπιστωτικοί πυλώνες αναγνωρίζονται ως «συστημικοί», γιατί άραγε να μην αναγνωρίζονται ως εξ ίσου «συστημικοί» οι πυλώνες της πραγματικής οικονομίας, ώστε να ορίζεται «κόκκινη γραμμή» και να μην αφήνεται ποτέ η οικονομία να περιέλθει σε μη διαχειρίσιμη ύφεση; Ενόσω η στήριξη των τραπεζών εξωθεί την οικονομία σε βαθύτερη ύφεση, αυτό συνεπάγεται ότι τα «κόκκινα δάνεια» είναι πρόβλημα όχι του παρελθόντος, αλλά του μέλλοντος. Οτι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πολλαπλασιάζονται, αφού θα συρρικνώνονται τα εισοδήματα που τα εξυπηρετούν. Προϋπόθεση για να αλλάξουν χρώμα τα δάνεια και να εξυπηρετηθούν, παραμένει η ανάκαμψη της οικονομίας και των εισοδημάτων. 

Οπαραλογισμός της ακολουθούμενης πολιτικής και το έλλειμμα ορατότητός της οφείλονται στο νεοφιλελεύθερο πατριάρχη Μίλτον Φρίντμαν (1912-2006), από τον οποίο όμως η Αμερική έχει ήδη αποστασιοποιηθεί. Ο Αμερικανός οικονομολόγος είχε θεωρήσει τον «τραπεζικό πανικό» (bank run) ως υπεύθυνο για τη μετάδοση στην οικονομία της χρηματιστηριακής κρίσης του 1929.

Η κρίση θα είχε αποφευχθεί, εάν η Αμερική είχε στηρίξει τις τράπεζές της. Ωστόσο, ο μαθητής του Μπεν Μπερνάνκι, μέχρι πρόσφατα πρόεδρος της FED, αντιλήφθηκε ότι: α) η στήριξη των τραπεζών δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της οικονομίας, β) επιβάλλεται απ' ευθείας στήριξη της οικονομίας με δημόσιο χρήμα. Ενόσω αυτή δεν ανακάμπτει, οι τράπεζες, ακόμη και αν στηρίζονται, δεν θα ασκούν το ρόλο τους λόγω νέων πρόσθετων προβλημάτων από την κακή πορεία της οικονομίας, γ) δεν εξαρτάται η οικονομία από τις τράπεζες, αλλά οι τράπεζες από την οικονομία και η τελευταία από το ύψος της απασχόλησης. 

Σήμερα, ο Φρίντμαν σταδιοδρομεί στην Ευρώπη, ενώ έχει συνταξιοδοτηθεί στην Αμερική. Η Ευρώπη διασώζει τράπεζες, καταστρέφοντας οικονομία και απασχόληση, πολλαπλασιάζοντας έτσι τα «κόκκινα δάνεια». Η Αμερική διασώζει θέσεις εργασίας, σταθεροποιώντας έτσι την οικονομία και μέσω αυτής τις τράπεζες και τα εκκρεμούντα δάνεια. Νέος κόσμος, νέο ημερολόγιο - παλιός κόσμος, παλιό ημερολόγιο.


Ανάρτηση από: http://www.enet.gr