Της Μαρίνας Δημητριάδου
Πώς μπορεί μια υπόθεση του πανεπιστημίου να μη φτάνει στα ποινικά δικαστήρια; Και τι μπορεί να περιμένει η ακαδημαϊκή κοινότητα από μια δίκη με κατηγορητήριο που δεν μπαίνει στην ουσία της υπόθεσης; Ποιες είναι οι δικλείδες αντιμετώπισης φαινομένων διαφθοράς και υπέρβασης καθήκοντος εντός του πανεπιστημίου; Μέχρι πόσο και προς τα πού μπορεί να ανοίξει ένα ζήτημα του πανεπιστημίου όταν το ίδιο το πανεπιστήμιο έχει αντιμετωπίσει ως «ζήτημα ρουτίνας» θέματα εργασιακής αξιοπρέπειας (για διδάσκοντες) και αδικίας (για φοιτητές); Ποιοι είναι οι τρόποι υπεράσπισης αυτής καθαυτής της αξιοπρέπειας χωρίς τον κίνδυνο πειθαρχικής δίωξης, σε ένα τοπίο ποινικοποίησης κάθε διεκδίκησης; Και τελικά εμείς τι πανεπιστήμιο θέλουμε να υπερασπιστούμε που θα υπηρετεί τι είδους κοινωνία;
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που έχουν απασχολήσει όσους παρακολουθούμε τη δίκη της υπόθεσης Αλεξανδρόπουλου που άρχισε τον Οκτώβρη 2012 στο τριμελές πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου. Κατηγορούμενοι για παράβαση καθήκοντος οι διδάσκοντες στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης το 2005-2006 Κώστας Λάβδας (τότε αντιπρύτανης και νυν πρόεδρος του τμήματος), Δημήτρης Κοτρόγιαννος (τότε πρόεδρος τμήματος), Μαρία Μενδρινού (τότε διευθύντρια του μεταπτυχιακού προγράμματος), καθώς και ο τότε πρύτανης Γιάννης Παλλήκαρης. Ας θυμηθούμε λίγο την υπόθεση, που τότε είχε γίνει γνωστή ως «η υπόθεση των στημένων μεταπτυχιακών».
Το 2005 διενεργούνται για δεύτερη χρονιά εισαγωγικές εξετάσεις στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Πολιτικής Επιστήμης, σε δύο φάσεις: στην πρώτη, οι υποψήφιοι καταθέτουν τους φακέλους τους, όπου μετά από ένα σύνθετο σύστημα μοριοδότησης (με ποσοστά από το πτυχίο, τη συνάφεια σπουδών, την επαγγελματική εμπειρία, τη συνάφεια επαγγελματικής εμπειρίας κλπ), κάποιοι περνούν στη φάση της συνέντευξης. Ένας εκ των υποψηφίων, απόφοιτος του τμήματος με βαθμό 8,14, θεωρεί ότι θα έπρεπε να είχε περάσει τουλάχιστον στην προεπιλογή. Στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας προς όλους τους διδάσκοντες του τμήματος, και ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος ανταποκρίνεται. Παρά τα επίμονα αιτήματα του Αλεξανδρόπουλου, δεν του δίνεται η αναλυτική μοριοδότηση. Στο μεταξύ, σε συνεργασία με φοιτητές τους Tμήματος, ανακαλύπτει ότι κάποιοι από όσους πέρασαν στην προεπιλογή ήταν υψηλόβαθμα στελέχη της ΠΑΣΠ, η οποία υποστήριζε τους νυν κατηγορουμένους και τότε μέλη της τριμελούς εξεταστικής επιτροπής.
Στο δικαστήριο ακούσαμε για απειλές προς τους φοιτητές («νύχτα θα φύγεις απ’ την Κρήτη», «δεν πρόκειται ποτέ να δουλέψεις στο αντικείμενό σου»), για τηλεφωνήματα από τα γραφεία των Κεφαλογιάννηδων, «πατέρα και κόρης», που πίεζαν μέλη της ΔΑΠ να υποστηρίξουν το Λάβδα, με τον οποίο είχαν «πολιτικές σχέσεις», για πλαστογράφηση εγγράφων, για εκκαθάριση της ΠΑΣΠ από διαφωνούντες που ανέλαβε ο ίδιος ο Κοτρόγιαννος, για πρόταση του ιδίου προς τη ΔΑΠ για ισοκατανομή των θέσεων του μεταπτυχιακού μεταξύ ΔΑΠ και ΠΑΣΠ, κι όλα αυτά μέσα στο εμφυλιακό κλίμα που δημιουργεί ο –εκ των συνηγόρων υπεράσπισης– Σταύρος Γεωργίου με συνεχή σχόλια προς τη βουλευτική ιδιότητα, και όχι μόνο, της Ζωής Κωνσταντοπούλου (συνήγορο πολιτικής αγωγής – ο έτερος είναι ο Θοδωρής Τσούλας).
Το ζήτημα έφτασε στη Bουλή (τι στόφας άνθρωπος πρέπει να είναι κάποιος που να συνεχίζει να μιλάει, χωρίς προσωπικό όφελος, όταν όλοι του λεν να σωπάσει;). Το υπουργείο Παιδείας ζητά διερεύνηση, που γίνεται από τον Ιωάννη Πυργιωτάκη με πλημμελή τρόπο, όπως φάνηκε στο δικαστήριο, στην έκθεση του οποίου βασίστηκε η πειθαρχική δίωξη που επιδόθηκε στον Αλεξανδρόπουλο τη Μεγάλη Τετάρτη του 2006. Στην πρώτη συνέλευση του τμήματος μετά το Πάσχα, όπου Αλεξανδρόπουλος επιθυμεί να ενημερώσει τους συναδέλφους του, ο Κοτρόγιαννος δεν του δίνει το λόγο προφασιζόμενος έλλειψη απαρτίας. Ο Αλεξανδρόπουλος γυρίζει στο γραφείο του πιεσμένος, όπου πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς.
Ο Γιάννης Παλλήκαρης κατά την απολογία του προφασίστηκε ότι δεν αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της υπόθεσης (παρότι υπέγραψε την πειθαρχική δίωξη), και υπονόησε ότι ένας επιστήμονας του κύρους του δεν μπορεί να απειλείται με καταδικαστική απόφαση. Την ίδια υπερασπιστική γραμμή ακολούθησε και ο Κώστας Λάβδας, θεωρώντας άψογη τη βαθμολόγησή του, παραβίαση της ακαδημαϊκής του ελευθερίας το ότι κρίνεται και δείγμα έλλειψης της εμπιστοσύνης που οφείλεται σε μια επιτροπή αξιολόγησης,[1] και ότι πλήττεται το κύρος του ως επιστήμονα, καθώς σύρεται στα δικαστήρια για «ζητήματα ρουτίνας».
Τότε, στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006, ο Αλεξανδρόπουλος είχε γίνει για το Πανεπιστήμιο Κρήτης σύμβολο αγώνα επαγγελματικής αξιοπρέπειας και κατά της διαφθοράς. Εφτά χρόνια μετά, η Πρωτοβουλία Ενημέρωσης και Δράσης για την υπόθεση αγωνίζεται ενάντια στη λήθη και ελπίζει στην καταδίκη των κατηγορουμένων και έπειτα στην παραπομπή τους σε πειθαρχικό συμβούλιο για «απάδουσα προς πανεπιστημιακούς δασκάλους συμπεριφορά». Για το λόγο, δηλαδή, που άδικα είχε παραπεμφθεί ο Αλεξανδρόπουλος για άσκηση δημόσιας κριτικής που δήθεν δυσφήμιζε το πανεπιστήμιο. Η δίκη συνεχίζεται…
Η Μαρίνα Δημητριάδου είναι ιστορικός, μέλος της Πρωτοβουλίας Ενημέρωσης και Δράσης για την υπόθεση Στ. Αλεξανδρόπουλου. Το κείμενο συνδιαμορφώθηκε με την Πρωτοβουλία
[1] Αυτό έρχεται σε κατάφωρη αντίφαση με την αγωγή που έχει καταθέσει, από κοινού με τον Δ. Κοτρόγιαννο και τη Μ. Μενδρινού, με την οποία ζητούν 600.000 ευρώ από τη Σουζάνα Παπαδοπούλου για το πόρισμά της ως μέλους της τριμελούς επιτροπής, στην οποία η σύγκλητος ανέθεσε διερεύνηση της υπόθεσης μετά το θάνατο του Αλεξανδρόπουλου.
Ανάρτηση από: https://enthemata.wordpress.com