Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Γιώργος Κοντογιώργης: Ο Ερντογάν θέλει την «ιμιοποίηση» της Ελλάδας

Ως μέρος μακρόπνοου σχεδίου του Ερντογάν θεωρεί την ανακίνηση του ζητήματος της Συνθήκης της Λωζάννης ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιώργος ΚοντογιώργηςΤονίζει παράλληλα ότι η Ελλάδα οφείλει να αλλάξει τακτική και στρατηγική.

Συνέντευξη στον Δημήτρη Χρυσικόπουλου

Κατ’ αρχάς θα ήθελα την ερμηνεία σας για την ανακίνηση ζητήματος της Συνθήκης της Λωζάννης από τον Ερντογάν…
Ο Ερντογάν επενδύει στο μέλλον. Οι κινήσεις του αυτές εγγράφονται σε μια στρατηγική μακράς πνοής για την Τουρκία, την οποία υπαγορεύει η ιστορία, η εσωτερική της δυναμική και το γεωπολιτικό περιβάλλον. Το 1980 έγραφα ότι η Τουρκία επεδίωκε τη «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας. Από τη δεκαετία του 2000 έγινε προφανές ότι αυτό δεν της αρκεί. Θέλει την «ιμιοποίησή» της. Η Τουρκία, εάν, όπως όλα δείχνουν, επιθυμεί να παίξει έναν ισχυρό περιφερειακό ρόλο, στον οποίο την ωθούν οι εσωτερικές της δυνάμεις, οφείλει να διαμορφώσει γύρω της έναν ζωτικό χώρο. Γνωρίζει επίσης ότι χωρίς τον έλεγχο της Ελλάδας το εγχείρημα αυτό θα είναι δύσκολο, διότι η τελευταία αποτελεί τον αναγκαίο σύνδεσμο με τη Δύση, που διαμορφώνει τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Τουρκία δεν δύναται και πάντως δεν θα προλάβει να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία της αυτή, διότι θα εκραγεί εσωτερικά. Αυτό, αν δεν αποτελεί αυταπάτη, είναι δικαιολογία που τροφοδοτεί την απραξία μας. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις η φιλοδοξία της Τουρκίας είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, όπως άλλωστε δείχνουν οι εξελίξεις μέχρι σήμερα. Ας μην ξεχνάμε την Κύπρο, τα Ίμια και τώρα τον διεμβολισμό της στρατηγικής συνεργασίας ΗΠΑ-Ρωσίας στο Συριακό, μεταξύ των άλλων. Να προσθέσω επίσης ότι ο Ερντογάν δείχνει να γνωρίζει πως ένας τρόπος να ηγεμονεύσεις είναι να προετοιμάσεις ψυχολογικά τον «άλλο» να αποδεχτεί την ηγεμονία σου. Ο Ερντογάν καλλιεργεί τον φόβο στους Έλληνες και αυτοί σιγά-σιγά τον αφομοιώνουν, τον μεταβάλλουν σε δεύτερη φύση τους. Ήδη ένα μέρος της άρχουσας πολιτικής και πνευματικής τάξης της χώρας στοχάζεται νεο-οθωμανικά. Δεν χρειάζεται η εφαρμογή του «συνδρόμου της Στοκχόλμης». Αρκεί η βίωση της απειλής, το κατάλληλο περιβάλλον, για να επιζητήσει κάποιος τη θαλπωρή του επίδοξου βιαστή του. Για την ώρα συμπεριφέρεται κατά δόσεις ως επίδοξος βιαστής, προετοιμάζοντας ψυχολογικά το έδαφος και συγχρόνως επενδύοντας σε βάσεις ισχύος ώστε να γίνει πιστευτός ότι το εννοεί. Η ανακίνηση της Συνθήκης της Λωζάννης σε αυτό αποσκοπεί.

Εγείρει, κατά την άποψή σας, η Άγκυρα εδαφικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας;
Η Άγκυρα δεν ενδιαφέρεται για ένα νησί, παρόλο που υπό προϋποθέσεις αυτό δεν πρέπει να αποκλειστεί από τις προθέσεις της. Όπως λ.χ. το Καστελόριζο. Την ενδιαφέρει όλη η Ελλάδα και υπό μια άλλη έννοια το Ανατολικό Αιγαίο. Το δόγμα της Άγκυρας διατυπώθηκε ήδη το 1957 σε μια διδακτορική διατριβή Τούρκου που υποστηρίχθηκε στο Παρίσι. Όταν την ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη, τη διακίνησα σε πολλούς από τους άρχοντές μας. Όλοι με αντιμετώπισαν με τον ίδιο συγκαταβατικό τρόπο. Χρειάστηκε να φτάσουμε στην επίσημη διακήρυξή του, δύο δεκαετίες αργότερα, για να δείξουν έκπληξη για το θράσος της ή ακόμη και να το διασκεδάσουν. Σήμερα ο ελληνοτουρκικός διάλογος διεξάγεται ακριβώς με βάση το δόγμα αυτό. Και η στρατηγική της Άγκυρας οδεύει σταθερά στην εμπραγμάτωσή του. Η Τουρκία έχει πειστεί ότι δύναται να πραγματοποιήσει το σύνολο των επιδιώξεών της έναντι της Ελλάδας. Έχει μάλιστα δείξει ότι είναι ικανή να αφομοιώνει τις εσωτερικές φυγόκεντρες εντάσεις και συγχρόνως να ακολουθεί με ακρίβεια την εξωτερική της φιλοδοξία.

Γιατί τώρα αυτές οι κινήσεις από την Τουρκία;
Η Τουρκία την περίοδο αυτή έχει στραμμένη την προσοχή της στο μέτωπο του Κουρδικού στη Συρία και στο Ιράκ. Την ίδια στιγμή θέλει να θυμίσει στην Ελλάδα ότι αυτό δεν την αποτρέπει από το να διατηρεί ανοιχτό το μέτωπο του Αιγαίου. Δηλώνει στην Ελλάδα ότι είναι εδώ, ότι το Αιγαίο αποτελεί γι’ αυτήν προτεραιότητα υψηλής στρατηγικής, στο πλαίσιο της οποίας δεν έχει παρά να αναμένει τη σειρά της. Και, σε κάθε περίπτωση, να μην αποτολμήσει να επωφεληθεί από την εμπλοκή της στο Μεσανατολικό.

Πώς κρίνετε την αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών μπροστά στις νέες αυτές τουρκικές προκλήσεις;
Η ελληνική κυβέρνηση στο σύνολό της δεν διαθέτει στρατηγική και οι αντιδράσεις της διατυπώνονται επ’ ευκαιρία δίκην καφενείου. Συγχρόνως επιχείρησε να εμφανίσει την αμφισβήτηση της Λωζάννης ως απόρροια εσωτερικών προτεραιοτήτων του Ερντογάν. Ακόμη κι αν αυτό είναι αληθές, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω, η εγγραφή του στην εσωτερική πολιτική ατζέντα σημαίνει πολλά. Ο Ερντογάν κατηγορήθηκε για παραμέληση της επεκτατικής ατζέντας που διαμόρφωσε η πλευρά των κεμαλιστών. Και υπερακόντισε στον διάλογο αυτό με μια σφαιρική ανατοποθέτηση του θέματος. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει ζητήματα εθνικής ασφάλειας που δημιούργησε η Μικρασιατική Καταστροφή. Τα ζητήματα αυτά, με την καταβύθισή της στην τωρινή κρίση, έγιναν ασφυκτικά, σε βαθμό που επιτρέπει στους γείτονες να αναβιώνουν όλα τα εθνικιστικά τους σύνδρομα. Προκαλεί απορία το γεγονός ότι η ελληνική πολιτική τάξη δεν δείχνει να την αφορά το όλο ζήτημα. Δεν δηλώνει καν πρόθεση να αλλάξει στο παραμικρό. Είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν διαθέτει τράπεζα δεδομένων/τεκμηρίωσης και έναν ισχυρό δημόσιο οργανισμό στάθμισης και επεξεργασίας πολιτικών ή προβολής προβλημάτων και λύσεων στο μέλλον. Ουδέν πράττει για τη σφυρηλάτηση μιας ισχυρής παρουσίας της χώρας στο διεθνές πεδίο, ενώ η άμυνά της έχει αφεθεί στο έλεος της τύχης. Αξίζει να θυμόμαστε τις ημέρες που έρχονται ότι οι ήττες του ελληνισμού οργανώθηκαν στην Αθήνα, όχι στο μέτωπο, ούτε στα διπλωματικά σαλόνια. Θα μας χρειαστεί.

Θεωρείτε ότι η στάση της Τουρκίας καθορίζεται και από τη συμφωνία της με την Ε.Ε. για το προσφυγικό;
Υπό μια έννοια, ναι. Αν και είναι πρωτογενώς αυτοτελής. Η συμφωνία της με την Ε.Ε. στο μεταναστευτικό εγγράφεται στη γενικότερη στρατηγική της Τουρκίας. Το προσφυγικό είναι ένα «μέτρο» το οποίο χρησιμοποιεί η Άγκυρα ως μέσο πίεσης, ώστε να αντλήσει στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Ε.Ε. και, υπό μια άλλη έννοια, για να επενδύσει μακροχρόνια σε φίλιες δυνάμεις στο εσωτερικό χωρών όπως η Ελλάδα και οι άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής και της πολιτικής Ευρώπης.

Παρεμπιπτόντως, πιστεύετε ότι η συμφωνία αυτή έχει μέλλον;
Θα αντέξει όσο η Τουρκία θα δύναται να την ανταλλάσσει με άλλες παροχές. Εάν κρίνει ότι στο ισοζύγιο η διάρρηξή της είναι επωφελής, θα το πράξει αμέσως. Το προσφυγικό η Τουρκία το εγγράφει ως διακύβευμα της εξωτερικής της πολιτικής, όχι ως ανθρωπιστικό ζήτημα.

Εν τω μεταξύ, φαίνεται ότι ανακινείται και θέμα Τσάμηδων. Τι συμβαίνει;
Το «τσάμικο» είναι ένα «θορυβώδες» χαρτί της αλβανικής πολιτικής ηγεσίας το οποίο, εάν δεν αντιμετωπιστεί με τη δέουσα προσοχή, είναι πολύ πιθανό να βλάψει σημαντικά τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Η Αλβανία τα τελευταία χρόνια ακολουθεί πολιτική πίεσης προς την Ελλάδα και στο πλαίσιο αυτό εγγράφεται και η σύσφιξη των σχέσεών της με την Τουρκία. Εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη πολιτική δεν είναι άμοιρη της επιλογής της χώρας αυτής να διαπραγματευτεί τη σχέση της με την Ε.Ε., καθώς εκτιμά ότι τώρα πρέπει να διαμορφώσει την «ατζέντα» των σχέσεών της με την Ελλάδα και ιδίως ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να αντλήσει περισσότερα οφέλη απ’ όσα όταν θα κληθεί από την Ε.Ε. να ρυθμίσει τις εκκρεμότητές της με τους γείτονες. Πάντως, το είδος της στρατηγικής σχέσης στην οποία επενδύει η Τουρκία με την Αλβανία οφείλει να απασχολήσει σοβαρά τόσο την Ελλάδα όσο και την Ιταλία.

Συνολικά, στο σημερινό περιβάλλον ποια θεωρείτε ότι θα πρέπει να είναι η εξωτερική στρατηγική της Ελλάδας;
Πρώτον, να οπλιστεί με υπευθυνότητα και γνώση σε ό,τι αφορά τη θέση της στον κόσμο και ειδικότερα στη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής. Πράγμα που σημαίνει ότι η πολιτική τάξη οφείλει να διαμορφώσει τις υποδομές (το θεσμικό κ.λπ. περιβάλλον) που θα της επιτρέψουν να επεξεργάζεται πολιτικές μακράς πνοής εν επιγνώσει των συνεπειών τους. Να αντιληφθεί ότι οι διακρατικές σχέσεις είναι σχέσεις δύναμης και τίποτε άλλο: σε διπλωματικό, οικονομικό, πολιτισμικό και οπλικό επίπεδο.
Δεύτερον, να υφάνει στρατηγικές συμμαχίες με τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη της ευρύτερης περιοχής. Οφείλει να αναζητήσει τρόπους που θα κάνουν συμβατά τα συμφέροντα της χώρας με τα δικά τους συμφέροντα. Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η Ελλάδα μπορεί να γίνει στρατηγικός εταίρος στην περιοχή της Δύσης και, υπό μια έννοια, της Ρωσίας και της Κίνας. Και, εννοείται, με τις δυνάμεις του άμεσου γεωπολιτικού της χώρου.
Τρίτον, στον τομέα των άμεσων συσχετισμών, αρκετά πριν η Ελλάδα εισέλθει στην καταστροφική κρίση που τη μαστίζει είχε απολέσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της ισχύος έναντι της Τουρκίας υπαιτιότητι της πολιτικής τάξης. Ο αποδεκατισμός των δυνατοτήτων της χώρας, στο οικονομικό, στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές πεδίο, έχει οδηγήσει σε μια δραματική ανατροπή των συσχετισμών σε βάρος της.
Τέταρτον, η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, συνοδεύτηκε από μια συστηματική προσπάθεια να πληγεί στον πυρήνα της η θεμέλια βάση της εσωτερικής, κοινωνικής και πολιτισμικής, συνοχής της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική τάξη θεωρεί ότι μια ισχυρή συνείδηση κοινωνίας που θα βασίζεται στις εθνικές της αναφορές αποτελεί μείζονα κίνδυνο για την ηγεμονία της και γι’ αυτό πρέπει να κατασταλεί. Μέτρο για την καταστολή αυτή αποτελεί η παιδεία του έθνους της κοινωνίας, δεδομένου ότι αυτό απειλεί το έθνος του κράτους. Λαός και πολιτική τάξη στην Ελλάδα βαδίζουν σε αντίρροπες πορείες, δεν συναντώνται, καθώς τα πεπραγμένα της τελευταίας βρίσκονται μακράν του εθνικού συμφέροντος. Εξού και κάθε αναφορά σε αυτό, δηλαδή στο συμφέρον της κοινωνικής συλλογικότητας, στιγματίζεται συλλήβδην ως εθνικισμός, ενώ η αξίωση της κοινωνίας των πολιτών να έχει λόγο στα πράγματα ταξινομείται ως λαϊκισμός. Με απλούστερη διατύπωση, η διαμόρφωση μιας στρατηγικής για τη χώρα διέρχεται πρωταρχικά από τη σφυρηλάτηση της κοινωνικής της συνοχής στη βάση ενός κοινού οράματος, η οποία έχει ως προαπαιτούμενα τη συμφωνία σε μια κοινή πολιτισμική παιδεία και τη συνάντηση της πολιτικής με την κοινωνική συλλογικότητα. Για την ώρα, η προϋπόθεση αυτή δεν είναι ορατή, καθώς ηγεμονεύει στον πολιτικό ορίζοντα η στρατηγική της αποτροπής μιας συνάντησης της κοινωνίας και της πολιτικής στη βάση του έθνους της κοινωνίας, η στρατηγική της κομματοκρατίας. Στρατηγική που απογειώθηκε κατά τη «σημίτεια» περίοδο, για να κορυφωθεί με την άνοδο της συριζαίας Αριστεράς στην εξουσία. Εάν η στρατηγική αυτή εδραιωθεί, θα αποτελέσει, κατά τη γνώμη μου, την κατακλείδα της εθνικής παραίτησης της χώρας και από κοντά της ιδεολογικής νομιμοποίησης της «ιμιοποίησής» της.


Ανάρτηση από: http://www.free-sunday.gr