Του Σωκράτη Μαντζουράνη
Τα τελευταία χρόνια βλέπω την κοινωνία, τη συλλογική συνείδηση, την ατομική στάση, να αλλάζουν γρήγορα, δραματικά, ριζικά και μόνιμα.
Λες και ξαφνικά ο χρόνος έκανε ένα άλμα και περάσαμε σε μια άλλη ιστορική περίοδο.
Νοιώθω πως ζω σε μιαν άλλη ζωή.
Μια ζωή που δεν έμαθα να τη ζω, αλλά να την αντιμάχομαι.
Και συχνά, νοιώθω μετέωρος και «αλλού».
Λες και ξαφνικά όλα αυτά για το οποία πάλευα, αυτά που «ζούσα», φαντάζουν σαν μια ουτοπία, ένα κατασκεύασμα του μυαλού μου.
Δεν είναι έτσι.
Ό,τι «όνειρο» κι αν ζούσα, αυτό που αντιπάλευα, το ξέρω με σιγουριά, πως ήταν η πραγματικότητα.
Μια σκληρή και απάνθρωπη πραγματικότητα.
Σκλαβιά του νου και του κορμιού.
Ένας καπιταλισμός που αναδιοργανώνεται και ξεσαλώνει.
Όμως τούτος ο «μετεωρισμός» μου, δεν είναι το χειρότερο που βιώνω.
Για έναν ανεξήγητο λόγο, δεν είναι ο κύριος φόβος μου.
Αυτό που φοβάμαι πολύ, είναι μήπως αποδεχτώ τούτη την «πραγματικότητα», μήπως και αποδεχτώ τον ρεαλισμό της οπισθοδρόμησης, το συμβιβασμό με το «εφικτό» που δημιουργεί η εκάστοτε εξουσία, «αριστερή» η «δεξιά».
Και πιο πολύ απ’ όλα, τρέμω στην ιδέα μήπως καταφέρουν και με κάνουν και ξεχάσω.
Φοβάμαι μήπως και ξεχάσω τις νίκες και τις ήττες όσων αγώνων αποφάσισα να δώσω, μήπως και αποκηρύξω όλα εκείνα τα «ηρωικά και ανόητα» που μου έμαθαν να κρατιέμαι όρθιος και ανθρωπένιος.
Όλα εκείνα που έφεραν κοινωνικές κατακτήσεις, οι οποίες σήμερα έγιναν «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» για να πάρουμε τη δόση της υποτέλειας.
Φοβάμαι μήπως και ξεχάσω τους Αριστερούς που γνώρισα.
Αυτούς τους «καθημερινούς» Αριστερούς, τους περήφανους και ανυπότακτους απλούς αγωνιστές της ζωής, αυτούς που η προσωπική τους στάση ήταν «μάθημα» και όλος ο Μαρξισμός, όλες οι μαρξιστικές αναλύσεις χιλιάδων σπουδαγμένων και ειδικών.
Αυτών που κάθε μέρα, μουρμούριζαν με σφιγμένα δόντια:
– Δεν υπογράφω.
Και το τηρούσαν με κόστος ζωής.
Φοβάμαι μήπως ξεχάσω φίλους-συντρόφους-αδελφούς, μήπως και ξεχάσω το σφίξιμο των χεριών μας στις «αλυσίδες» περιφρούρησης έξω από τα εργοστάσια, έξω από τη ΜΕΤΚΑ, εκείνη τη μέρα που χάσαμε τη Σωτηρία μας.
Μήπως τώρα που γίναν κι αυτοί τρανοί και εξουσία και ξεθώριασαν τα πανό που κρατούσαμε, φοβάμαι που μπερδεύουν τον «εχθρό» με τον εταίρο», που μπερδεύουν εμένα με τον «Κούλη».
Φοβάμαι μη τυχόν και οι κατατρεγμένοι που κάποτε υπερασπιστήκαμε το δίκιο τους, όλοι οι κολασμένοι που ήταν χθες δίπλα μας, δύναμη και δικαίωσή μας, φοβάμαι μήπως η απόγνωση και η απογοήτευση που τους φέραμε τους σπρώξει στο πλευρό εκείνων που χρόνια τους εξαθλιώνουν.
Μήπως και το «θύμα», ψάξει να βρει τη σωτηρία του στο βιαστή του, απογοητευμένο από τον «σωτήρα» του.
Φοβάμαι πολύ, μήπως και δεν πήρα τα «μαθήματα» που μου δώρισε η ζωή, μήπως και το «όνειρο» της ψυχής, έγινε φρένο του μυαλού.
Μήπως και αρνήθηκα να «μάθω», γιατί εγώ ήξερα, μήπως και αρνήθηκα να δω καθαρά, γιατί μ’ άρεσε αυτό που έβλεπα, μήπως και η «αλήθεια» μου, δεν ήταν η αλήθεια.
Φοβάμαι μήπως και τούτοι οι φόβοι μου δεν είναι τίποτα άλλο, παρά οι παρενέργειες τούτων των κατακλυσμιαίων αλλαγών στην κοινωνία, στον κόσμο, στο μυαλό και τη συνείδησή μας.
Ίσως πάλι να φταίει που νοιώθω λίγος να τους καταλάβω, αδύναμος να τους σταματήσω, πολύ μόνος για να τους αντιστρέψω.
Το μόνο που νομίζω πως με σώνει πια, είναι πως ακόμα αντέχω να αρνιέμαι να αποδεχτώ τούτες τις «αλλαγές», να πω «έτσι είναι».
Αρνιέμαι.
Και είναι αλήθεια δύσκολη τούτη η «άρνηση» όταν όσα έζησες είναι πιο πολλά απ’ όσα σου μένουν ακόμα να ζήσεις.
Όταν βλέπεις όλα για όσα αγωνίστηκες, για όσα περηφανευόσουν τόσα χρόνια, να τα κουρσεύουν τυχοδιώκτες, να τα ποδοπατούν σφετεριστές, να τα οικειοποιούνται ευτελείς αρχομανείς.
Τελικά, ένας είναι ο πραγματικός μου φόβος.
Μήπως και οι φόβοι μου βγουν αληθινοί.
Δε θα γίνει έτσι.
Και το ξέρω.
Καλό καλοκαίρι…
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr