Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Η απαραίτητη ανασυγκρότηση της Διεθνούς των εργαζομένων και των λαών

Ο Σαμίρ Αμίν, οικονομολόγος και διανοούμενος διεθνούς εμβέλειας, και ειλικρινής φίλος του ελληνικού λαού, γεννήθηκε το 1931 στην Αίγυπτο και σήμερα ζει μεταξύ Γαλλίας και Σενεγάλης – όπου διευθύνει το «Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου». Έχει γράψει πάνω από 30 βιβλία, που μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες. Πρόπερσι είχε πάρει μέρος στο Resistance Festival, και στον Δρόμο έχουν δημοσιευθεί αποκλειστικές συνεντεύξεις του καθώς και πολλά κείμενα και άρθρα του. Στο παρόν κείμενο ο Σαμίρ Αμίν πραγματεύεται, σε πέντε ενότητες, τη φύση του σύγχρονου ύστερου καπιταλισμού, τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, τις αδυναμίες του λαϊκού στρατοπέδου, την ισχύ και ταυτόχρονα την ευθραυστότητα του συστήματος, και τις πιθανές εναλλακτικές προοπτικές. Και καταλήγει σε μια συγκεκριμένη καταρχήν πρόταση, που απευθύνεται σε όσους «είναι πεπεισμένοι για τον απεχθή και δίχως μέλλον χαρακτήρα του υφιστάμενου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού συστήματος»…

Ζούμε το «φθινόπωρο του καπιταλισμού», δίχως όμως μια «άνοιξη των λαών»
Του Σαμίρ Αμίν*
 
1. Απόλυτα κλειστό και ολοκληρωτικό σύστημα
Το επί τριάντα χρόνια υφιστάμενο σύστημα χαρακτηρίζεται από την ακραία συγκέντρωση της εξουσίας σε όλες της τις διαστάσεις – τοπικές και διεθνείς, οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές. Μερικές χιλιάδες μεγάλες εταιρείες και μερικές εκατοντάδες χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συνεργαζόμενα στο πλαίσιο συμμαχιών που έχουν καταστεί καρτέλ, υποβίβασαν τα εθνικά και παγκοσμιοποιημένα παραγωγικά συστήματα σε καθεστώς υπεργολάβου. Με τον τρόπο αυτό οι οικονομικές ολιγαρχίες μονοπωλούν ένα αυξανόμενο μερίδιο του προϊόντος της εργασίας και μιας επιχειρηματικότητας που μετατρέπεται σε πρόσοδο προς δικό τους αποκλειστικό όφελος.
Αυτές οι ολιγαρχίες, έχοντας μετατρέψει σε κατοικίδιά τους τα μεγάλα παραδοσιακά κόμματα της «δεξιάς» και της «αριστεράς», τα συνδικάτα και τις οργανώσεις της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών, τώρα επίσης ασκούν μια απόλυτη πολιτική εξουσία. Την ίδια στιγμή, τα υποταγμένα σ’ αυτές τις ολιγαρχίες ΜΜΕ, στο ρόλο που είχε παλιότερα η εκκλησιαστική ηγεσία, κατασκευάζουν την αναγκαία παραπληροφόρηση ώστε να αφοπλίζουν πολιτικά την κοινή γνώμη. Οι ολιγαρχίες εκμηδένισαν την παλιότερη επιρροή του πολυκομματισμού, τον οποίο αντικατέστησαν ουσιαστικά με ένα σχεδόν μονοκομματικό καθεστώς του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Χωρίς νόημα πλέον, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει απονομιμοποιηθεί.
Αυτό το σύστημα του σύγχρονου ύστερου καπιταλισμού, απόλυτα κλειστό, πληροί τα κριτήρια του «ολοκληρωτισμού», όσο κι αν όλοι αποφεύγουν να το χαρακτηρίσουν μ’ αυτόν τον όρο. Πρόκειται για ένα «μαλακό» ακόμα ολοκληρωτισμό, που όμως ταυτόχρονα είναι σε ετοιμότητα να καταφύγει σε ακραία βία αμέσως μόλις τα θύματά του –δηλαδή η πλειοψηφία των εργαζομένων και των λαών– ξεσηκωθούν εναντίον του.
Οι πολλαπλοί μετασχηματισμοί που συνδέονται με αυτή τη λεγόμενη διαδικασία «εκσυγχρονισμού» πρέπει να εκτιμώνται υπό το φως της σημαντικής εξέλιξης που προσδιορίστηκε προηγουμένως. Αυτό ισχύει π.χ. για τις μεγάλες περιβαλλοντικές προκλήσεις (ιδίως το θέμα της κλιματικής αλλαγής), στις οποίες ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε απάντηση (και η συμφωνία του Παρισιού σχετικά με το θέμα αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από στάχτη στα μάτια των αφελών απόψεων). Ισχύει επίσης για τις επιστημονικές προόδους και τεχνολογικές καινοτομίες (την πληροφορική μεταξύ άλλων), οι οποίες υποτάσσονται πλήρως στις απαιτήσεις της οικονομικής απόδοσης που πρέπει να προσφέρουν στα μονοπώλια. Η εξύμνηση της ανταγωνιστικότητας και των ελεύθερων αγορών, που τα υπόδουλα ΜΜΕ παρουσιάζουν ως εγγυητές της διεύρυνσης των ελευθεριών και της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεων της κοινωνίας των πολιτών, συνιστά μια τοποθέτηση που βρίσκεται στον αντίποδα της πραγματικότητας – η οποία χαρακτηρίζεται από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ τμημάτων των κυρίαρχων ολιγαρχιών και καταλήγει στις καταστροφικές συνέπειες της διακυβέρνησής τους.
 
2. Η παγκοσμιοποίηση είναι ιμπεριαλιστική – και εύθραυστη
Στην παγκόσμια διάστασή του, ο σύγχρονος καπιταλισμός προχωρά πάντα με την ίδια ιμπεριαλιστική λογική που χαρακτήριζε όλα τα στάδια της παγκοσμιοποιημένης εξάπλωσής του (ο αποικισμός του 19ου αιώνα αποτελούσε μια προφανή μορφή παγκοσμιοποίησης). Η σύγχρονη «παγκοσμιοποίηση» δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα: πρόκειται για μια νέα μορφή ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, και τίποτα άλλο. Ο όρος αυτός, που περνά παντού με ένα δήθεν ουδέτερο τόνο, κρύβει τη μεγάλη αλήθεια: το ξεδίπλωμα συστηματικών στρατηγικών που αναπτύχθηκαν από τις ιστορικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ΗΠΑ, χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, Ιαπωνία), οι οποίες επιδιώκουν τη λεηλασία των φυσικών πόρων του Μεγάλου Νότου και την υπερεκμετάλλευση της εργατικής του δύναμης, όπως προστάζει η τακτική της μετεγκατάστασης της παραγωγής και η υπεργολαβία. Οι δυνάμεις αυτές στοχεύουν στη διατήρηση των «ιστορικών προνομίων» τους και στην απαγόρευση σε όλα τα άλλα έθνη να ξεφύγουν από την κατηγορία των υποτελών περιφερειών.
Η ιστορία του περασμένου αιώνα ήταν ακριβώς αυτή της εξέγερσης των λαών των περιφερειών του παγκόσμιου συστήματος, που επιδόθηκαν σε εγχειρήματα σοσιαλιστικής αποσύνδεσης από αυτό, ή σε εξασθενημένες μορφές εθνικής απελευθέρωσης – μια ιστορία η σελίδα της οποίας έχει προσωρινά γυρίσει. Η τρέχουσα επαν-αποικιοποίηση, δίχως καμιά νομιμοποίηση, παραμένει γι’ αυτό το λόγο εύθραυστη.
Γι’ αυτό, οι ιστορικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της τριάδας που προαναφέρθηκε έθεσαν σε λειτουργία ένα σύστημα συλλογικού στρατιωτικού ελέγχου του πλανήτη, καθοδηγούμενο από τις ΗΠΑ. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, όπως και η στρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας, υλοποιούν αυτήν την απαίτηση του νέου συλλογικού ιμπεριαλισμού, που πήρε τη σκυτάλη από τους εθνικούς ιμπεριαλισμούς (των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και μερικών ακόμη) που κάποτε βρίσκονταν σε διαρκή και βίαιη σύγκρουση μεταξύ τους.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η οικοδόμηση ενός διεθνιστικού μετώπου των εργαζόμενων και των λαών όλου του πλανήτη θα έπρεπε να αποτελεί το βασικό μάχιμο άξονα μπροστά στην πρόκληση που συνιστά η σύγχρονη ιμπεριαλιστική καπιταλιστική επέκταση.

 
3. Οι ελλείψεις και αδυναμίες των λαϊκών αγώνων
Μπροστά στην πρόκληση που ορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους, χαίνει το εύρος των ελλείψεων των αγώνων που διεξάγονται από τα θύματα του συστήματος. Οι αδυναμίες αυτών των λαϊκών αντιδράσεων είναι πολύμορφες, και θα τις κατέτασσα ως εξής:
Α. Η υπερβολική κατάτμηση των συγκεκριμένων πάντα αγώνων, από το τοπικό έως το παγκόσμιο επίπεδο, όσον αφορά τα πεδία διεξαγωγής τους και τις θεματικές τους (οικολογία, δικαιώματα των γυναικών, κοινωνικές υπηρεσίες, κοινοτικές διεκδικήσεις κ.λπ.). Οι σπάνιες καμπάνιες εθνικής εμβέλειας, κι ακόμη σπανιότερα παγκόσμιας, δεν σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες – με την έννοια της επιβολής αλλαγών αλλαγές στις πολιτικές που εφαρμόζονται από τις εξουσίες. Επιπλέον, μια σειρά τέτοιοι αγώνες απορροφήθηκαν από το σύστημα και τροφοδοτούν την ψευδαίσθηση της δυνατότητας μεταρρύθμισής του. Κι όμως, ζούμε σε μια περίοδο τεράστιας επιτάχυνσης των διαδικασιών μιας ευρείας προλεταριοποίησης: σχεδόν το σύνολο των πληθυσμών των κέντρων έχει μετατραπεί σε μισθωτούς που πωλούν την εργατική τους δύναμη, στο δε Νότο η εκβιομηχάνιση περιφερειών προκάλεσε την εμφάνιση εργατικών προλεταριάτων και μισθωτών μεσαίων τάξεων, ενώ οι αγροτικές τάξεις του έχουν πλέον ενταχθεί πλήρως στο σύστημα της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικές στρατηγικές που εφαρμόζονται από τις εξουσίες πέτυχαν τον κατακερματισμό αυτού του γιγαντιαίου προλεταριάτου σε διακριτά κλάσματα, συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους. Αυτή η αντίφαση πρέπει να ξεπεραστεί.
Β. Οι λαοί της τριάδας παραιτήθηκαν από την αντιιμπεριαλιστική διεθνιστική αλληλεγγύη, η οποία –στην καλύτερη περίπτωση– υποκαταστάθηκε από «ανθρωπιστικές» καμπάνιες και από προγράμματα «βοήθειας» που ελέγχονται από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις που κληρονόμησαν τις παραδόσεις της Αριστεράς εντάσσονται σε μεγάλο βαθμό στην ιμπεριαλιστική θεώρηση της συντελούμενης παγκοσμιοποίησης.
Γ. Μια νέα δεξιά ιδεολογία κέρδισε την υποστήριξη των λαών. Στο Βορρά, το κεντρικό ζήτημα της αντικαπιταλιστικής ταξικής πάλης έχει εγκαταλειφθεί –ή συρρικνωθεί στην πιο κατατεμαχισμένη έκφραση– προς όφελος μιας υποτιθέμενης «κοινωνικής κουλτούρας της Αριστεράς», κοινοτιστικής, που διαχωρίζει την υπεράσπιση των ιδιαίτερων δικαιωμάτων από τη γενική πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Σε ορισμένες χώρες του Νότου, η παράδοση των αγώνων που συνδέουν την αντιιμπεριαλιστική πάλη με την κοινωνική πρόοδο έχει δώσει τη θέση της σε αντιδραστικές, οπισθοδρομικές αυταπάτες – παραθρησκευτικές ή ψευδοεθνικές. Σε άλλες χώρες του Νότου, η επιτυχής επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών τρέφει την ψευδαίσθηση της δυνατότητας οικοδόμησης ενός «ανεπτυγμένου» εθνικού καπιταλισμού, ικανού να επιβάλει την ενεργό συμμετοχή του στη διαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης.
 
4. Ένα σύστημα «παντοδύναμο», αλλά όχι βιώσιμο
Η εξουσία των ολιγαρχιών του σύγχρονου ιμπεριαλισμού φαίνεται άθραυστη στις χώρες της τριάδας, ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο (το «τέλος της Ιστορίας»!). Η γενική γνώμη συμμερίζεται τη μεταμφίεσή της σε «δημοκρατία της αγοράς», και προτιμά αυτήν από τον αντίπαλό της στο παρελθόν – τον σοσιαλισμό, που φιλοδωρείται με τους πλέον ειδεχθείς χαρακτηρισμούς (απολυταρχίες εγκληματικές, εθνικιστικές, ολοκληρωτικές κ.ο.κ.). Ωστόσο, αυτό το σύστημα δεν είναι βιώσιμο, για πολλούς λόγους:
Α. Το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα παρουσιάζεται ως «ανοιχτό» σε κριτική και μεταρρύθμιση, κι επίσης ως εφευρετικό και ευέλικτο. Αρχίζουν να ακούγονται φωνές που παριστάνουν ότι θα θέσουν τέλος στις καταχρήσεις ενός ανεξέλεγκτου χρηματοπιστωτικού τομέα και στις πολιτικές μόνιμης λιτότητας που το συνοδεύουν, κι έτσι θα «διασώσουν τον καπιταλισμό». Αλλά αυτού του είδους οι εκκλήσεις δεν βρίσκουν ανταπόκριση: οι τρέχουσες πρακτικές εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολιγαρχιών της τριάδας –τα μόνα που μετράνε– και εγγυώνται τη συνεχή αύξηση του πλούτου τους, παρά την οικονομική στασιμότητα που πλήττει την τριάδα.
Β. Το ευρωπαϊκό υποσύστημα είναι αναπόσπαστο τμήμα της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης. Σχεδιάστηκε σε μια αντιδραστική, αντισοσιαλιστική, φιλο-ιμπεριαλιστική κατεύθυνση, κάτω από τη στρατιωτική διεύθυνση των ΗΠΑ. Η Γερμανία ασκεί την ηγεμονία της, ιδίως εντός της ζώνης του ευρώ και της Ανατολικής Ευρώπης – προσαρτημένης όπως η Λατινική Αμερική από τις ΗΠΑ. Η «γερμανική Ευρώπη» εξυπηρετεί τα εθνικιστικά συμφέροντα της γερμανικής ολιγαρχίας, που τα εκφράζει αλαζονικά, όπως είδαμε και στην ελληνική κρίση. Αυτή η Ευρώπη δεν είναι βιώσιμη, και η ενδόρρηξή της έχει ήδη πυροδοτηθεί.
Γ. Η στασιμότητα της ανάπτυξης στις χώρες της τριάδας έρχεται σε αντίθεση με την επιτάχυνσή της στις περιοχές του Νότου που κατάφεραν να επωφεληθούν από την παγκοσμιοποίηση. Εξ αυτού βγήκε βιαστικά το συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός είναι μια χαρά, και ότι «απλά» το επίκεντρό του θα μετακινούνταν από τις παλιές χώρες της ατλαντικής Δύσης προς το Μεγάλο Νότο, ιδίως τον ασιατικό. Στην πράξη, τα εμπόδια στη συνέχιση αυτής της διορθωτικής κίνησης της ιστορίας μας, παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα στη βιαιότητα της σχετικής αποτρεπτικής κινητοποίησης των παλιών δυνάμεων – με μέσο, μεταξύ άλλων, τις στρατιωτικές επιθέσεις. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν εννοούν να επιτρέψουν σε οποιαδήποτε χώρα της περιφέρειας –μεγάλη ή μικρή– να απελευθερωθεί από την κυριαρχία τους.
Δ. Οι περιβαλλοντικές καταστροφές, αναγκαστικά σχετιζόμενες με την καπιταλιστική επέκταση, ενισχύουν τους λόγους για τους οποίους αυτό το σύστημα δεν είναι βιώσιμο.
 
Ποιες εναλλακτικές υπάρχουν;
Η παρούσα στιγμή είναι αυτή του «φθινοπώρου του καπιταλισμού», το οποίο όμως δεν ενισχύεται από την εμφάνιση μιας «άνοιξης των λαών» και της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η δυνατότητα ευρέων προοδευτικών μεταρρυθμίσεων ενός καπιταλισμού που έχει φτάσει στο σημερινό στάδιο αποτελεί ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση εκτός από εκείνη που θα γινόταν δυνατή από μια αναγέννηση της διεθνιστικής ριζοσπαστικής αριστεράς, ικανής να υλοποιήσει –κι όχι μονάχα να φανταστεί– σοσιαλιστικά προχωρήματα. Πρέπει να βγούμε από τον καπιταλισμό που βρίσκεται σε συστημική κρίση, κι όχι να επιχειρούμε μια αδύνατη έξοδο από αυτήν την κρίση του καπιταλισμού.
Σε μια πρώτη υπόθεση, τίποτα δεν θα επηρέαζε αποφασιστικά την προσήλωση των λαών της τριάδας στην ιμπεριαλιστική προοπτική τους – ιδίως στην Ευρώπη. Τα θύματα του συστήματος θα παρέμεναν σε αδυναμία να συλλάβουν την έξοδο από την πεπατημένη του «ευρωπαϊκού σχεδίου» και την αναγκαία αποδόμησή του – απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότησή του, αργότερα, σε ένα άλλο όραμα. Οι εμπειρίες του ΣΥΡΙΖΑ, των Podemos, της Ανυπότακτης Γαλλίας, οι δισταγμοί της γερμανικής Αριστεράς και άλλων, αποτελούν μάρτυρες της έκτασης και της πολυπλοκότητας αυτής της πρόκλησης. Η εύκολη κατηγόρια περί «εθνικισμού», αντί για κριτικές προς την Ευρώπη, δεν ευσταθεί. Το ευρωπαϊκό σχέδιο συρρικνώνεται εμφανώς όλο και περισσότερο σε ένα σχέδιο του αστικού εθνικισμού της Γερμανίας. Δεν υπάρχει εναλλακτική, στην Ευρώπη όπως και αλλού, πέρα από την εφαρμογή σταδίων εθνικών λαϊκών και δημοκρατικών σχεδίων (όχι αστικών, αλλά αντι-αστικών) τα οποία θα ξεκινούν την αποσύνδεση από την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Πρέπει να αποδομήσουμε την εξωφρενική συγκέντρωση πλούτου και ισχύος που συνδέεται με το υφιστάμενο σύστημα.
Σε αυτήν την υπόθεση, το πιθανότερο σενάριο θα ήταν μια «επανέκδοση» του 20ού αιώνα: προχωρήματα που θα ξεκινούν μονάχα σε ορισμένες περιφέρειες του συστήματος. Αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε μια τέτοια περίπτωση τα όποια προχωρήματα θα είναι εξίσου εύθραυστα με τα αντίστοιχα του παρελθόντος – για τον ίδιο λόγο: δηλαδή εξαιτίας του διαρκούς πολέμου που εξαπέλυσαν εναντίον τους τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, οι οποίοι με τη σειρά τους αποτελούν την πηγή των περιορισμών και των παρεκκλίσεων των πρώτων προχωρημάτων. Αντίθετα, η υπόθεση μιας ενίσχυσης του διεθνισμού των εργαζομένων και των λαών θα άνοιγε το δρόμο σε άλλες εξελίξεις, που είναι αναγκαίες και δυνατές.
Η πρώτη από τις δύο εκδοχές είναι αυτή της «παρακμής του πολιτισμού.» Αυτό σημαίνει ότι οι αλλαγές δεν ελέγχονται από κανέναν, και ανοίγουν το δρόμο τους από τη «φορά των πραγμάτων». Στην εποχή μας, δεδομένης της καταστροφικής ισχύος που έχουν στη διάθεσή τους οι εξουσίες (σε οικολογικό και στρατιωτικό επίπεδο), είναι πραγματικός ο κίνδυνος –που ήδη καταγγέλθηκε από τον Μαρξ στην εποχή του– να καταστραφούν όλα τα στρατόπεδα που εμπλέκονται στην αντιπαράθεση. Αντίθετα, η δεύτερη εκδοχή απαιτεί τη διαυγή και οργανωμένη παρέμβαση του διεθνιστικού μετώπου των εργαζομένων και των λαών.
 

5. Μια συγκεκριμένη πρόταση
Η έναρξη της οικοδόμησης μιας νέας Διεθνούς των εργαζομένων και των λαών θα έπρεπε να αποτελεί τον κύριο στόχο της δουλειάς των καλύτερων αγωνιστών, που είναι πεπεισμένοι για τον απεχθή και δίχως μέλλον χαρακτήρα του υφιστάμενου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού καπιταλιστικού συστήματος. Η ευθύνη είναι βαριά, και η δουλειά θα χρειαστεί ακόμα χρόνια πριν δώσει ορατά αποτελέσματα. Προσωπικά υποβάλλω τις ακόλουθες προτάσεις:
Α. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί μια οργάνωση (η νέα Διεθνής) κι όχι μονάχα ένα «κίνημα». Αυτό σημαίνει ότι πάμε πέρα από την αντίληψη ενός φόρουμ συζήτησης. Σημαίνει επίσης ότι αντιλαμβανόμαστε τις ελλείψεις που σχετίζονται με την ιδέα, ακόμη κυρίαρχη, «κινημάτων» που υποτίθεται λειτουργούν οριζόντια και είναι εχθρικά προς οργανώσεις υποτίθεται κάθετες – με το πρόσχημα ότι αυτές είναι εκ φύσεως αντιδημοκρατικές. Η οργάνωση γεννιέται από τη δράση μέσα από την οποία αναδεικνύονται οι «καθοδηγητικοί» κύκλοι. Αυτοί μπορεί βέβαια να φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν στα κινήματα, ακόμη και να τα χειραγωγήσουν – αλλά υπάρχουν κατάλληλοι καταστατικοί τρόποι για να προφυλαχθούμε από αυτόν τον κίνδυνο. Είναι θέμα προς συζήτηση!
Β. Η ιστορική εμπειρία των εργατικών Διεθνών πρέπει να μελετηθεί σοβαρά, ακόμη κι αν πιστεύουμε ότι ανήκουν στο παρελθόν. Όχι για να «επιλέξουμε» ένα από τα μοντέλα τους, αλλά για να εφεύρουμε την καταλληλότερη μορφή στις σύγχρονες συνθήκες.
Γ. Η πρόσκληση πρέπει να απευθυνθεί σε μεγάλο αριθμό αγωνιζόμενων κομμάτων και οργανώσεων. Σύντομα πρέπει να δημιουργηθεί μια πρώτη επιτροπή που θα είναι υπεύθυνη για την υλοποίηση του σχεδίου.
Δ. Δεν ήθελα να βαρύνω κι άλλο αυτό το κείμενο. Οπότε θα επανέλθω με συμπληρωματικά κείμενα:
i) ένα θεμελιώδες κείμενο σχετικά με την ενότητα και τη διαφορετικότητα/ποικιλομορφία στη σύγχρονη ιστορία των κινημάτων προς τον σοσιαλισμό,
ii) ένα κείμενο σχετικά με την ενδόρρηξη του ευρωπαϊκού σχεδίου,
iii) μερικά ακόμη κείμενα που θα αφορούν: την απαιτούμενη τόλμη στην προοπτική της ανανέωσης των ριζοσπαστικών Αριστερών, την ανάγνωση του Μαρξ, το νέο αγροτικό ζήτημα, τα διδάγματα του Οκτώβρη του 1917 κι αυτά του μαοϊσμού, την αναγκαία αναγέννηση των εθνικών λαϊκών σχεδίων.
 
* Οι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης
 
Μετάφραση-Επιμέλεια: Ερρίκος Φινάλη

Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr