Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

κ. Κεραμέως ρωτήστε την Diane Ravitch για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης σας!

Φωτογραφία Αρχείου

ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI
Του Χρήστου Κάτσικα

Την ώρα που οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν με συντριπτικά ποσοστά πάνω από 80% στην απεργία – αποχή από την αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση και το ΥΠΑΙΘ βρίσκεται σε δύσκολη θέση στα μέσα «ενημέρωσης», παρουσιάζονται πληροφορίες για την ατομική «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών και συγκεκριμένα ότι:

  1. Θα ξεκινήσει από την επόμενη σχολική χρονιά και θα αφορά δασκάλους, καθηγητές και διοικητικά στελέχη.
  2. Στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών προβλέπεται ετήσια καταγραφή επιδόσεων στο σχολείο και «φάκελος» στον οποίο θα καταγράφεται η πορεία τους. Κάθε εκπαιδευτικός και στέλεχος εκπαίδευσης θα έχει τον προσωπικό του ηλεκτρονικό φάκελο, στον οποίο θα περιλαμβάνονται, ανάμεσα σε άλλα, στοιχεία άσκησης του εκπαιδευτικού / διοικητικού του έργου.
  3. Θα προβλέπεται συνέντευξη μεταξύ αξιολογουμένου και αξιολογητή.
  4. Κάθε εκπαιδευτικός θα αξιολογείται από τουλάχιστον δύο αξιολογητές, ενώ ενεργό ρόλο στα παραπάνω θα έχουν οι διευθυντές των σχολείων και οι συντονιστές εκπαιδευτικού έργου (οι παλιοί σχολικοί σύμβουλοι που καταργήθηκαν αλλά επιστρέφουν με τον νέο νόμο του υπουργείου Παιδείας). Από την πλευρά τους, οι σχολικοί σύμβουλοι θα έχουν στις αρμοδιότητές τους και το να παρακολουθούν περιοδικά τη διδασκαλία των εκπαιδευτικών στις τάξεις.

Επειδή, ως γνωστόν, αφενός οι σχεδιασμοί του ΥΠΑΙΘ δεν αποτελούν παρά εφαρμογές των κατευθύνσεων του ΟΟΣΑ, της Ε.Ε. και του ΔΝΤ και αφετέρου τα αγγλοσαξωνικά μοντέλα αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης που αμφισβητούνται εντονότατα και καταρρέουν στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες εμφανίζονται στην Ελλάδα με αγιογραφικές διακηρύξεις, ως το μαγικό ραβδί για την «αναβάθμιση» της παιδείας και «δια πάσαν νόσον», προκαλούμε την ηγεσία του ΥΠΑΙΘ να ακούσει όσα λέει η υφυπουργός Παιδείας των ΗΠΑ (μιας χώρας το εκπαιδευτικό σύστημα της οποίας τόσο θαυμάζει η κ. Νίκη Κεραμέως) για τα αποτελέσματα της πολιτικής αξιολόγησης των σχολείων και των εκπαιδευτικών.

Η υφυπουργός Παιδείας των ΗΠΑ που σχεδίασε το σύστημα αξιολόγησης μιλάει εναντίον του!

Η Diane Ravitch ανέλαβε το 1991 καθήκοντα υφυπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πατρός. Ήταν βασικός υποστηρικτής της αρχής της αμοιβής του εκπαιδευτικού ανάλογα με την «αξία του». Υποστήριζε τη γενίκευση των τεστ αξιολόγησης, ούτως ώστε να εντοπίζει με ακρίβεια «τους άξιους». Το 2001, το Κογκρέσο ψήφισε έναν νόμο προς αυτήν την κατεύθυνση, τον νόμο NCLB («Νο Child Left Behind», «Κανένα παιδί δεν θα εγκαταλειφθεί στην τύχη του») και τον εφάρμοσε η κυβέρνηση του υιού Μπους. Η κυβέρνηση Ομπάμα μετά το 2009 τον συνέχισε και τον επέκτεινε. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για τα δημόσια σχολεία.

Σε άρθρο της με τίτλο «Γιατί άλλαξα γνώμη» (στο περιοδικό «The Nation» - Νέα Υόρκη), η Diane Ravitch ανάμεσα σε άλλα σημειώνει:

«Όταν το 1991 ανέλαβα καθήκοντα υφυπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πατρός, δεν είχα κάποια κατασταλαγμένη άποψη για το ζήτημα της "ελεύθερης επιλογής" στην εκπαίδευση ή για το πώς θα καταστούν οι εκπαιδευτικοί "περισσότερο υπεύθυνοι". Όμως, όταν, δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψα την κυβέρνηση, υποστήριζα την αρχή της αμοιβής του εκπαιδευτικού ανάλογα με την αξία του: θεωρούσα ότι οι εκπαιδευτικοί των οποίων οι μαθητές επιτύγχαναν καλύτερα αποτελέσματα, έπρεπε να αμείβονται καλύτερα από τους υπόλοιπους. Υποστήριζα, επίσης, τη γενίκευση των τεστ αξιολόγησης τα οποία μου φαίνονταν χρήσιμα, ούτως ώστε να εντοπίζουμε με ακρίβεια ποια σχολεία χρειάζονταν συμπληρωματική βοήθεια. Έτσι, εξέφρασα τον ενθουσιασμό μου όταν, το 2001, το Κογκρέσο ψήφισε έναν νόμο προς αυτήν την κατεύθυνση, τον νόμο NCLB ("Νο Child Left Behind", "Κανένα παιδί δεν θα εγκαταλειφθεί στην τύχη του"), και όταν στη συνέχεια, το 2002, ο πρόεδρος Μπους τον έθεσε σε ισχύ με την υπογραφή του.

Σήμερα, παρατηρώντας τις χειροπιαστές επιπτώσεις της συγκεκριμένης πολιτικής, έχω αλλάξει γνώμη, θεωρώ, πλέον, ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης που λαμβάνουν τα παιδιά έχει μεγαλύτερη σημασία από τα προβλήματα διαχείρισης, οργάνωσης ή αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.

Ξοδεύτηκαν δισεκατομμύρια δολάρια για τη σύνταξη όλων αυτών των τεστ στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, καθώς και για τη διεξαγωγή των αντίστοιχων εξετάσεων. Σε πολλά σχολεία, αρκετούς μήνες πριν την ημερομηνία διεξαγωγής τους, οι εκπαιδευτικοί παύουν να ασχολούνται με τη διδακτέα ύλη και αφοσιώνονται στην εντατική προετοιμασία των μαθητών τους για τα τεστ. Ωστόσο, πλήθος ειδικών απέδειξε ότι τα παιδιά δεν επωφελούνται από όλη αυτή τη διαδικασία, δεδομένου ότι μαθαίνουν τις τεχνικές με τις οποίες μπορούν να επιτύχουν καλά αποτελέσματα στα τεστ και λιγότερο το πραγματικό περιεχόμενο του εξεταζόμενου μαθήματος.

Παρά τα χρήματα και τον χρόνο που διατέθηκαν, οι επιδόσεις ελάχιστα βελτιώθηκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έμειναν στάσιμες. Μάλιστα, στα μαθηματικά παρατηρούνταν μεγαλύτερη πρόοδος πριν από την εφαρμογή του νόμου NCLB. Σύμφωνα δε με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, όσον αφορά την ανάγνωση, το επίπεδο βελτιώθηκε στην τετάρτη δημοτικού, ενώ στη δευτέρα γυμνασίου οι επιδόσεις του 2009 ήταν ίδιες με εκείνες που είχαν καταγραφεί το 1998.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουν οι μαθητές στα τεστ, ούτε και ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτείες και οι πόλεις κατορθώνουν να επιτύχουν τα αποτελέσματα. Το πραγματικό θύμα αυτής της επιμονής των αρχών σε παρόμοιες μεθόδους είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης. Καθώς η ανάγνωση και τα πρακτικά μαθηματικά έχουν πλέον απόλυτη προτεραιότητα, οι εκπαιδευτικοί συνειδητοποιούν ότι αυτά τα δύο μαθήματα καθορίζουν το μέλλον του σχολείου τους -αλλά και τη διατήρηση της θέσης τους-, με αποτέλεσμα να παραμελούν τα υπόλοιπα. Η ιστορία, η λογοτεχνία, η γεωγραφία, οι φυσικές επιστήμες, οι ξένες γλώσσες, η αγωγή του πολίτη και τα καλλιτεχνικά μαθήματα υποβαθμίζονται σε εντελώς δευτερεύοντα.

Επίσης, είναι παράλογο να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί με βάση τα αποτελέσματα των μαθητών τους, καθώς αυτά δεν εξαρτώνται μονάχα από όλα όσα συμβαίνουν μέσα στην τάξη. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας, ο ζήλος τους για μάθηση, καθώς και η υποστήριξη την οποία πρέπει -ή μπορούν- να τους εξασφαλίσουν οι γονείς τους. Κι όμως, οι μόνοι που θεωρούνται υπεύθυνοι για τις επιδόσεις των μαθητών είναι οι εκπαιδευτικοί».

Το μεταγλωτισμένο βίντεο με όσα λέει η πρώην υφυπουργός των ΗΠΑ

Ανάρτηση από: https://www.efsyn.gr/ με ημερομηνία δημοσίευσης 9/3/2021