του Γιώργου Ρακκά
Σάλο έχουν προκαλέσει οι σχετικές με το πόθεν έσχες αποκαλύψεις πρωτοκλασάτων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Και δικαίως, αφού οι περιουσίες τους και οι επενδύσεις τους σε ‘βαριά’ χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και funds στέκουν εντελώς προκλητικές σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία στενάζει υπό τους δεσμούς των μνημονίων, και της οικονομικής εξαθλίωσης.
Και αν στην περίπτωση του Δημήτρη Τσουκαλά, υπάρχει και μια διάσταση διαστρέβλωσης της πραγματικότητας –καθώς ο ίδιος δεν υπήρξε κρατικοδίαιτος, και άρα δεν πήρε εφάπαξ, αλλά αποζημίωση από έναν μεγάλο ιδιωτικό τραπεζικό οίκο του εξωτερικού στον οποίον ο ίδιος εργαζόταν– το ζήτημα παραμένει. Και είναι ταξικό.
Ό,τι και να λεν τώρα οι Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γιάννης Σταθάκης, ότι τα λεφτά δεν τα έβγαλαν αυτοί, ότι τα κληρονόμησαν, ότι «δεν ασχολούνται», ένα είναι γεγονός. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν οργανικό μέρος της άρχουσας τάξης.
Και θα ‘πρεπε, αυτοί που υποκρίνονται τους «μαρξιστές» και τους πούρους οπαδούς της «καθαρής ταξικής ανάλυσης», να γνωρίζουν αυτό που έλεγε ο ίδιος ο Μαρξ, ότι το «κοινωνικό είναι καθορίζει την συνείδηση». Και, δυστυχώς, στο μέτρο που δεν το αρνούνται, το δικό τους «κοινωνικό είναι» τους κατατάσσει μεταξύ αυτών που διαφεντεύουν αυτόν τον τόπο.
Πριν από σαράντα χρόνια, μεσούσης της δικτατορίας, είχε ξεσπάσει ένα μεγάλο σκάνδαλο στους κόλπους της αριστερής διανόησης. Το σκάνδαλο των χορηγιών του ιδρύματος Φορντ. Το αποκάλυψε η Λιλή Ζωγράφου, ο Λεωνίδας Χρηστάκης, και άλλοι αδέσμευτοι εκδότες και διανοούμενοι που δεν θέλησαν να μπουν στο πανηγύρι ηθικού εκμαυλισμού των προοδευτικών συνειδήσεων που είχε στήσει η αμερικάνικη πρεσβεία. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διανοουμένων της αριστεράς συμμετείχε σε αυτό. Κι έτσι διέπραξαν το «προπατορικό αμάρτημα» της μεταπολιτευτικής τους πορείας, να υπάρξουν επιδοτούμενοι και επιχορηγούμενοι της εξουσίας σε καιρούς μάλιστα στυγνής δικτατορίας, να συναλλάσσονται φανερά με ανακτορικούς όπως πολύ εύστοχα διατύπωσε ο Κλείτος Κύρου.
Τότε, και σε απάντηση του σάλου που προκλήθηκε, ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε δηλώσει ευθαρσώς: «Σχεδόν όλοι αντιμετώπισαν τη συνεργασία με τους Αμερικάνους ενός κομμουνιστή, που πριν από λίγο βρισκόταν στη φυλακή για τις ιδέες του, σαν τραγωδία στην ευγενέστερη περίπτωση και σαν κυνισμό στη χειρότερη. Όμως, δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήταν μια συνεπής εφαρμογή της μαρξιστικής αρχής, σύμφωνα με την οποία το χρήμα από μόνο του, νοούμενο ως αντικείμενο, τοποθετείται πέραν του καλού και του κακού. Γίνεται καλό ή κακό ανάλογα με το ήθος αυτού που το κρατάει στα χέρια του κι όχι αυτού που το δίνει. Η χρήση του χρήματος, που στην κυριολεξία σημαίνει ‘χρήσιμο πράγμα’, είναι αυτή που μεταθέτει στο χώρο της ηθικής τούτο το πέραν της ηθικής τοποθετούμενο αντικείμενο».
Αυτήν ακριβώς την αντίληψη περί «αντικειμενικού χρήματος», που δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά θεωρητική συστηματοποίηση του ηθικού εκμαυλισμού, έχουν προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα οι μεγαλοαστοί, πρωτοκλασάτοι του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο διαθέτουν ‘πολύ’ από το αντικειμενικό χρήμα, αλλά το ‘χρησιμοποιούν’ κιόλας με αρπακτικό τρόπο, επενδύοντας στην JP Morgan και στην Black Rock(που έχει επενδύσει και στην Ελ Ντοράντο Γκολντ των Σκουριών, βεβαίως-βεβαίως)! Ξεχνούν αυτό που τραγουδούσε ο Μπομπ Ντύλαν, την ίδια πάνω-κάτω περίοδο που έγραφε αυτά ο Β. Ραφαηλίδης: Ότι «τα λεφτά δεν μιλάνε, βρίζουν» θέλοντας να πει ότι είναι το πιο ανήθικο πράγμα στον κόσμο.
Βεβαίως και δεν πρέπει να διολισθήσουμε στο άλλο άκρο ενός ζηλωτισμού της φτώχειας. Προφανώς, και δεν λέμε ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να πετάξουν τα λεφτά τους από το παράθυρο, ή να σιωπήσουν επειδή τα έχουν. Έχουν την υποχρέωση, όμως, αφού κατέχουν αυτήν την δημόσια θέση και υποστηρίζουν αυτά που υποστηρίζουν, να μην τα επενδύουν τόσο απροκάλυπτα στους μηχανισμούς που οι ίδιοι καταγγέλλουν και να φροντίσουν τουλάχιστον ένα μέρος των χρημάτων τους να το παραχωρήσουν σε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτό τουλάχιστον κάνουν οι πραγματικά φιλάνθρωποι μεγαλοαστοί. Όχι μόνον γιατί η αντίφαση είναι κραυγαλέα και τους διασύρει, αλλά γιατί μαζί με τους εαυτούς τους διασύρουν και την καταγγελία αυτή καθαυτή και στο τέλος θα δικαιωθεί ο Σημίτης και οι… Γερμανοί που μιλούν συνέχεια για «ζάπλουτους αντιμνημονιακούς».
Και εδώ τίθεται ένα τεράστιο ζήτημα. Το αν μπορούν αυτοί οι άνθρωποι, και το κόμμα που αντιπροσωπεύουν, να υλοποιήσουν αυτό που τους ζητάει ένα 27%-29% αυτής της κοινωνίας. Αν δηλαδή με αυτήν την ταξική προέλευση, και αυτήν την πορεία εντός του Συστήματος που σήμερα καταρρέει μπορούν να εγγυηθούν οποιαδήποτε «αλλαγή». Ως προς τούτο, περιστατικά σαν κι αυτό που κουβεντιάζουμε απαντούν αρνητικά: Δυστυχώς, ένα σημαντικό μέρος από τον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από κύκλους ανθρώπων που είναι ταυτοχρόνως φθαρμένοι από την πολυετή παρουσία μέσα στο Σύστημα, χορτασμένοι, και στην καλύτερη περίπτωση ιδεολογικά μπερδεμένοι (ενώ στην χειρότερη αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία, στα πρότυπα της ευρωπαϊκής κοσμοπολίτικης χαβιαροαριστεράς)
Βέβαια, εκτός από ηθικό και ταξικό υφίσταται και ένα ιδεολογικό ζήτημα. Διόλου τυχαία από το «κοινωνικό τους είναι», αυτοί οι μεσοαστοί παρουσιάζονται ως οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές της πούρας «ταξικότητας», της άρνησης του πατριωτισμού ως «δεξιά διολίσθηση» και προδοσία του «προλεταριάτου», και την απόρριψη της θέσης ότι στην Ελλάδα ζούμε μια μεταμοντέρνα κατοχή. Ιδού τι έλεγε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην Ελευθεροτυπία πριν από μερικούς μήνες: «Πρέπει, βέβαια, να γίνει σαφές ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς έχει μόνο να χάσει αν παρουσιάσει αυτή τη σύγκρουση ως εθνική, δηλ. Ελλάδα εναντίον Γερμανίας και χωρών του Βορρά. Αντίθετα, πρέπει να αναδείξει ότι η σύγκρουση αυτή είναι ιδεολογική, κοινωνική και πολιτική. Ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα προασπίσει τα συμφέροντα του κοινωνικού μπλοκ που εκπροσωπεί απέναντι στις ελίτ, εγχώριες και ευρωπαϊκές. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα απευθυνθεί και στις αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες σε όλη την Ευρώπη που έχουν συμφέρον για μια ριζική αλλαγή πορείας». Για να συνεχίσει πιο κάτω: «Η ταξική μας ‘μεροληψία’ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και επιβεβαιώθηκε στο πρόσφατο συνέδριό μας. Κεντρώες λύσεις δεν υπάρχουν». [«Λάθος η ‘εθνική σύγκρουση’ με τη Γερμανία», Ελευθεροτυπία, 1 Σεπτεμβρίου 2013]
Άρνηση του πατριωτικού, λοιπόν, και «ταξική μεροληψία». Ποιός; Αυτός που δεν ξέρει τι έχει, και «δεν ασχολείται» με επενδύσεις ύψους 500.000€ σε χαρτοφυλάκια της JP Morgan και της Black Rock.
Η τοποθέτησή του δεν είναι τυχαία. Αυτή η επίκληση σε μια φλού, αόριστη ταξικότητα, γίνεται ακριβώς γιατί είναι ανώδυνη, και άσχετη με την πραγματική κοινωνική διαπάλη που διεξάγεται σήμερα στην χώρα μας. Γι’ αυτό και είναι «ταξικά μεροληπτική» όχι με την έννοια που λέει ο Ε. Τσακαλώτος, αλλά γιατί αποτελεί οργανική ιδεολογία της δικής του τάξης, η οποία προφανώς και δεν έχει να κάνει με τους πληβείους αυτού του τόπου.
Για τους πληβείους, η πραγματικότητα είναι μια και δεν αλλάζει: Το υπαρκτό ταξικό, διαπλέκεται με το πατριωτικό, και συμπυκνώνεται στον αγώνα για την υπεράσπιση και την απελευθέρωση αυτού του τόπου. Γιατί οι αστοί ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους, που έλεγε ο Άρης Βελουχιώτης, «ενώ εμείς έχουμε μόνο τις πεζούλες μας».
Υ.Γ. Το χειρότερο με τον τύπο της χαβιαροαριστεράς που αντιπροσωπεύουν οι Σταθάκης και Τσακαλώτος, είναι ότι δίνουν έστω και επιφανειακά το ηθικό προβάδισμα στους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής, να δηλώνουν «τα χέρια τους είναι καθαρά». Διότι προφανώς, αν ο ένθερμος υπερασπιστής της υπόθεσης του προλεταριάτου «τα χώνει» στην JP Morgan, τότε τα χρήματα που βγάζουν (και που προφανώς δεν δηλώνουν, τα βγάζουν μαύρα, και κάτω από το τραπέζι) οι Χρυσαυγίτες από την νύχτα, την πορνεία, και την προστασία σε εφοπλιστές είναι «τίμιο μεροκάματακι».
Υ.Γ.2 Τριάντα ακίνητα δήλωσε η Μαρία Ρεπούση. Ένα για κάθε συνωστισμό.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr