Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Ο πεμτοφαλαγγιτισμός ως αποτέλεσμα διαστρέβλωσης της πολιτικής ιστορίας της Κύπρου

Δεύτερο ανοικτό γράμμα στο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ

Του Κυριάκου Μελέτη

Στις 20 Μαρτίου, στο Δήμο Καλλιθέας, έγινε μια εκδήλωση με θέμα οι τελευταίες εξελίξεις του κυπριακού. Ένας από τους εισηγητές υποστήριξε, μεταξύ των άλλων, ότι στο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υπάρχει μια πεμπτοφαλαγγίτικη τάση. Τα παρόντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αντέδρασαν έντονα απορρίπτοντας χωρίς επιχειρήματα την κριτική. Η θέση της πεμπτοφαλαγγίτικης τάσης υποστηρίχθηκε στο πρώτο ανοικτό γράμμα στο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, στις 2 Δεκεμβρίου, που δημοσιεύτηκε στο www.istrilatis.blogspot.gr. Δεν δόθηκε καμία απάντηση. Το παιχνίδι της εξουσίας είναι γνωστό: θεωρεί πως αν δεν λάβει υπόψη της τον αντίπαλο, τον αποπέμπει από την πολιτική σκηνή και καταστέλλει τη διαφωνία. Έτσι, παραμένει μόνη της με το μονόλογό της, ο οποίος αποτελεί και τη μοναδική «αλήθεια».
Στο παρόν γράμμα, θα προσπαθήσω να θεμελιώσω τη θέση ότι στο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υπάρχει πράγματι μια πεμπτοφαλαγγίτικη τάση, επικεντρώνοντας τη συζήτηση στο κυπριακό ζήτημα.

1. Βέβαια, ο πεμπτοφαλαγγιτισμός είναι ένα γενικότερο φαινόμενο. Εδώ, όμως, δεν θα μπούμε σε μια τέτοια συζήτηση. Δεν θα αναφερθούμε στον πεμπτοφαλαγγιτισμό της Δεξιάς, ο οποίος εντοπίζεται από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη δράση των δωσίλογων, και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, μέσα από τη δράση των κομμάτων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που με φανατισμό συνεργάζονται με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να μετατρέψουν την Ελλάδα σε αποικία. Θα περιοριστούμε να δείξουμε ότι αυτός ο πεμπτοφαλαγγιτισμός εντοπίζεται και στο ΣΥΡΙΖΑ- ΕΚΜ, σ’ ένα Κόμμα υποτίθεται «αριστερό», το οποίο ετοιμάζεται να διαδεχτεί στην εξουσία τούς εφαρμοστές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.

 Ο πεμπτοφαλαγγιτισμός του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ εκφράζεται μέσα από τη δράση στελεχών του, όπως ο Μηλιός, ο Μπαλτάς, η Αναγνωστοπούλου κ.λπ, που το 2004 υποστήριξαν με ιδιαίτερο σθένος, όπως ακριβώς και οι εκπρόσωποι του κερδοσκοπικού κεφαλαίου Κώστα Σημίτη και Γεωργίου Παπανδρέου, το Αγγλο-αμερικανικό σχέδιο Ανάν, αποκαλώντας εθνικιστή κάθε πατριώτη που αντιστεκόταν στην εξάρθρωση του κυπριακού κράτους. Τα στελέχη αυτά υποστήριξαν επιθετικά το σχέδιο Ανάν βασιζόμενα στην πρόταση ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν μειονότητα, δηλαδή μια καταπιεσμένη ομάδα από τους Ελληνοκύπριους (Μηλιός, Κυπριανίδης, 1988, 1989, Κυπριανίδης, Μηλιός, 1989, Αναγνωστοπούλου, 2004, Βωβού, Θεοδωρίδης, Μηλιός, 2006). Η πρόταση ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν μια καταπιεσμένη ομάδα από τους Ελληνοκύπριους είναι το αποτέλεσμα μιας διεστραμμένης αντίληψης της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία οι κατακτητές καταπιεστές και εκμεταλλευτές εμφανίζονται ως καταπιεσμένοι και εκμεταλλευόμενοι. Δεν απέχει καθόλου από την αναπαράσταση των αποικιοκρατών και ιμπεριαλιστών που χαρακτηρίζουν τρομοκράτες τους εκπροσώπους των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων.
Οι Τουρκοκύπριοι, ωστόσο, δεν υπήρξαν ποτέ μειονότητα στις σχέσεις τους με τους Ελληνοκύπριους. Όταν το 1878 η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε την Κύπρο στη Μεγάλη Βρετανία, οι Οθωμανοί Τούρκοι  που παρέμειναν μετατράπηκαν από κυριάρχους κατακτητές σε μειονότητα της τελευταίας. Μειονότητα, όμως, της Μεγάλης Βρετανίας έγιναν και οι Ελληνοκύπριοι. Οι μεν Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν την μειοψηφική μειονότητα (το 18% του πληθυσμού) οι δε Ελληνοκύπριοι την πλειοψηφική μειονότητα (το 82% του πληθυσμού). Μεταξύ των δύο μειονοτήτων υπήρχε μια ποιοτική διαφορά. Οι μεν Ελληνοκύπριοι διεκδικούσαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι δε Τουρκοκύπριοι συνεργαζόντουσαν με τον Άγγλο κυβερνήτη, τόσο μέσα σ’ ένα στημένο από αυτόν κοινοβούλιο (Ténékides, 1964) όσο και έξω από αυτό, για να καταστείλουν το ενωτικό και απελευθερωτικό κίνημα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τουρκοκύπριοι να ορισθούν ως αντίπαλοι των Ελληνοκυπρίων (Μελέτη, 2008).
Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκύπριους και το αποικιοκρατικό καθεστώς διατηρήθηκε μέχρι το 1960, οπότε η Κύπρος ανακηρύχθηκε σε «ανεξάρτητο» κράτος. Θα μπορούσε, βέβαια, οι δύο μειονότητες να συγκροτήσουν ένα εθνικοαπελευθερωτικό αντιαποικιακό μέτωπο. Οι Τουρκοκύπριοι, όμως, δεν αισθάνονταν να αποτελούν καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα. Αισθάνονταν, αντίθετα, να συγκροτούν μια κατακτητική ομάδα, η οποία μαζί με την Άγκυρα θα επανακατακτούσαν την Κύπρο σε περίπτωση που θα αποχωρούσε η Μεγάλη Βρετανία. Εξάλλου, η τελευταία απέρριπτε σταθερά το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, διότι, όπως υποκρινόταν, η Κύπρος ανήκε δικαιωματικά στην Τουρκία, δηλαδή στην πρώην παραχωρήτρια χώρα. Οι Τουρκοκύπριοι, λοιπόν, συνεργάζονταν με το αποικιοκρατικό καθεστώς ως κατακτητές και όχι ως μειονότητα (Ténékides, 1964). Εξάλλου, πώς θα μπορούσαν να συνεργασθούν με τους Ελληνοκύπριους, τους πρώην υπόδουλούς τους.
Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν το μακρύ χέρι πρώτα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετέπειτα της Τουρκίας, και ως εκ τούτου δεν ήθελαν ποτέ τη συνεργασία με τους Ελληνοκύπριους. Η σταθερή συνεργασία που είχαν με τον Άγγλο κυβερνήτη της Κύπρου θεμελιώνει αυτή τη θέση. Δύο άλλα επιχειρήματα την ενισχύουν, διαλύοντας κάθε αμφιβολία. Το ένα αναφέρεται στη στρατηγική επιλογή των Τουρκοκυπρίων να εγκλεισθούν, το 1964, στους λεγόμενους τουρκοκυπριακούς θύλακες και, σε συνεργασία με την Άγκυρα που τους εξόπλιζε με πολεμικό υλικό, να οικοδομήσουν το «δικό τους κράτος». Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους, από το 1964 μέχρι το 1974, οι μεν Τουρκοκύπριοι ενδυνάμωσαν τις σχέσεις τους με την προστάτιδα «μητέρα Τουρκία», οι δε εξισλαμισμένοι Έλληνες, δηλαδή οι Λινοβάμβακες, εκτουρκίστηκαν μέσα από την υποχρεωτική τους συμμετοχή στις εισαγόμενες από την Άγκυρα εθνικές γιορτές. Το δεύτερο επιχείρημα αφορά το γεγονός ότι, τον Ιούλιο του 1974, οι Τουρκοκύπριοι, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, εθνικιστές και μαρξιστές, αστοί και προλετάριοι, πήραν τα όπλα και σε συνεργασία με τον τουρκικό στρατό κατέλαβαν το βόρειο τμήμα της Κύπρου, δηλαδή, για να το αποδώσουμε με ιστορικούς όρους, επανακατάκτησαν την Κύπρο.
Στο πλαίσιο αυτό, όταν ο Μηλιός, ο Μπαλτάς, η Αναγνωστοπούλου αλλά και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υποστήριζαν με  φανατισμό το αγγλο-αμερικανικό σχέδιο Ανάν, δεν δρούσαν ως σύμμαχοι ούτε κάποιας τουρκοκυπριακής μειονότητας συνολικά ούτε της τουρκοκυπριακής εργατικής τάξης ειδικά, αλλά ως πέμπτη φάλαγγα του τουρκικού εθνικισμού τον οποίο ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός χρησιμοποιούσε αποσκοπώντας στον έλεγχο της ανυπάκουης Κύπρου, η οποία για να αποκαταστήσει την ανεξαρτησία της τόλμησε να διαμορφώσει συμμαχικές σχέσεις με τα αδέσμευτα κράτη και την Σοβιετική Ένωση (Τερλεξής, 1971, Τζερμιάς, 2004).

2. Εάν οι Τουρκοκύπριοι υπάρχουν ως κατακτητές, και εάν το 1974 πήραν τα όπλα και σε συνεργασία με τον τουρκικό στρατό επανακατάκτησαν το βόρειο τμήμα της Κύπρου, τότε δεν έχουν, μαζί με τους Ελληνοκυπρίους, «κοινή πατρίδα» την Κύπρο. Το γεγονός ότι τα μέλη της τουρκοκυπριακής ομάδας γεννήθηκαν στην Κύπρο, αυτό δεν σημαίνει, αυτόματα, ότι είναι η πατρίδα τους. Το ίδιο, δεν ισχύει για τους εκτουρκισμένους Έλληνες (=Λινοβάμβακες). Οι Τουρκοκύπριοι και οι Λινοβάμβακες δεν έχουν την ίδια «κοινή πατρίδα», την Κύπρο, με τους Ελληνοκύπριους (Κιζιλγιουρέκ, 1999, Τριμικλινιώτης, 2005) διότι δεν έχουν κοινό αντίπαλο.
Οι Ελληνοκύπριοι έχουν βασικό τους αντίπαλο (=εχθρό) τον τουρκικό στρατό, που κατέλαβε το βόρειο τμήμα της Κύπρου, και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας που τον υποβαστάζουν. Οι Τουρκοκύπριοι, από τη μεριά τους, συμμετέχοντας μαζί με τον τουρκικό στρατό στην κατάληψη της Κύπρου, το 1974, και υποστηρίζοντας, ακόμα και μέχρι τις μέρες μας, ότι ο στρατός της Τουρκίας αποτελεί εγγύηση για την ασφάλειά τους (Χασαπόπουλος, 2008) ορίζουν αντίπαλό τους τούς Ελληνοκύπριους, οι οποίοι με βάση το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική, μπορούν να επιδιώκουν έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και όχι να διαπραγματεύονται την οικοδόμηση ενός ομοσπονδιακού ή συνομοσπονδιακού κράτους.

Η αναπαράσταση ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν μειονότητα χρησιμοποιήθηκε από την Άγκυρα μέχρι το 1974. Στόχος της Άγκυρας ήταν να εμφανισθεί ως «απελευθερώτρια» των Τουρκοκυπρίων, προσαρτώντας ταυτόχρονα την Κύπρο η οποία προσλαμβανόταν όχι ως νησί που κατοικείται από Έλληνες αλλά ως προέκταση της Ανατολίας και συνεπακόλουθα, ανήκει σ’ αυτήν (Τζερμιάς, 2004). Η αναπαράσταση της «κοινής πατρίδας» οικοδομήθηκε από τους Τουρκοκύπριους μετά την κατάληψη του 1974, οι οποίοι στηρίχτηκαν στο ότι, όπως και οι Ελληνοκύπριοι, γεννήθηκαν στην Κύπρο. Ο στόχος τους δεν ήταν να συνυπάρξουν με τους Ελληνοκύπριους στη βάση δημοκρατικών κανόνων και σεβασμού των Ελλήνων κατοίκων της Κύπρου, οι οποίοι συνθέτουν το 82% του πληθυσμού, αλλά να διεκδικήσουν την οικοδόμηση «δικού τους κράτους» που να αποτελεί προέκταση του τουρκικού κράτους.
Τις αναπαραστάσεις της «τουρκοκυπριακής μειονότητας» και της «κοινής πατρίδας» τις ιδιοποιήθηκαν «μαρξιστές», ανώτατα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και του ΑΚΕΛ που, χωρίς να τις ελέγξουν, έδρασαν ως πεμπτοφαλαγγίτες, υποστηρίζοντας το ιμπεριαλιστικό σχέδιο Ανάν, το οποίο νομιμοποιούσε την κατάκτηση της Κύπρου και κατέλυε το κυπριακό κράτος.

Ο πεμπτοφαλαγγιτισμός του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν οφείλεται μόνον στη διαστρέβλωση της πολιτικής ιστορίας της Κύπρου. Οφείλεται, επίσης, στη θεώρηση του κοινωνικού σχηματισμού μιας συνιστώσας του. Σύμφωνα με τους Βωβού, Θεοδωρίδη και Μηλιό (24 Δεκεμβρίου 2006) οι εμμονές περί έθνους είναι εντελώς … ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική και εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας … το στοιχειώδες διεθνιστικό καθήκον της ελληνοκυπριακής και της ελληνικής Αριστεράς θα ήταν να στηρίξουν αναφανδόν την τουρκοκυπριακή εργατική τάξη η οποία αποτελεί το πιο αδύναμο μέρος. Η θέση αυτή είναι εξωπραγματική και αυτό για δύο λόγους. Καταρχάς, υποτιμά την ιστορική πραγματικότητα των εθνών-κρατών της κεφαλαιοκρατικής περιόδου και, κατ’ επέκταση, υποτιμά τόσο τους εθνικούς πολέμους που μαστίζουν αυτή την περίοδο όσο και τους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες και, κατά δεύτερον, υπεραπλουστεύει την κοινωνική πραγματικότητα, θεωρώντας τους εργάτες μόνο ως τάξη. Δεν βλέπει ότι οι τελευταίοι έχουν  ταυτόχρονα και χαρακτήρα εθνικό, ότι δηλαδή έχουν μια ταξική και ταυτόχρονα μια εθνική ταυτότητα, και ότι άλλοτε επικρατεί η μία και άλλοτε η άλλη. Οι υποστηρικτές των παραπάνω θέσεων, οι οποίοι τοποθετούνται για το κυπριακό ζήτημα χωρίς να το έχουν μελετήσει σε βάθος, δεν εντόπισαν ότι στους Τουρκοκύπριους εργάτες κυριάρχησε η εθνική ταυτότητα έναντι της ταξικής τους και πήραν τα όπλα, συμμαχώντας με την εθνικιστική Τουρκοκυπριακή ομάδα και με τους ιμπεριαλιστές των Η Π Α και της Μεγάλης Βρετανίας, για την επανακατάκτηση της Κύπρου.

  Βιβλιογραφία
Αναγνωστοπούλου Σ., Τουρκικός εκσυγχρονισμός, Βιβλιόραμα, 2004.
Κιζιλγιουρέκ Ν., Κύπρος: το αδιέξοδο των εθνικισμών, Μαύρη Λίστα, 1999.
Κυπριανίδης Τ., Μηλιός Γ., Το κυπριακό μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική, Μέρος Γ΄, (1965 - 1974), Θέσεις (Περιοδικό), Νο 28, 1989, σ. 91 - 114.
Μελέτη Κ., Το ζήτημα της Κύπρου, Γόρδιος, 2008.
Μηλιός Γ., Κυπριανίδης Τ., Το κυπριακό μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική, Θέσεις (Περιοδικό), Τεύχος 25, 1988, σ. 29 - 70.
Μηλιός Γ., Κυπριανίδης Τ., Το κυπριακό μετά το Β΄ παγκόσμιο Πόλεμο: η ελληνική και η ελληνοτουρκική στρατηγική, Μέρος Δεύτερο (1960 - 1065), Θέσεις (Περιοδικό), Τεύχος 26, 1989, σ. 131 - 152.
Τερλεξής Π., Διπλωματία και πολιτική του κυπριακού. Ανατομία ενός λάθους, Ράππα, 1971.
Ténékides A., Chypre. Histoire récente et perspective d’avenir, Éditions Nagel, 1964.
Τζερμίας Π., Η Κύπρος, Τόμοι Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Ι. Σιδέρη, 2004.
Τριμικλινιώτης Ν., (Επιμέλεια), Το πορτοκαλί της Κύπρου, Νήσος, 2005.
Χασαπόπουλος Π., Βήμα σημειωτόν στην Κύπρο, Το Βήμα (Εφημερίδα), 18 Μαΐου 2008, σ. Α13.

 Ανάρτηση από: http://www.istrilatis.blogspot.gr