Ηττηθήκαμε στην Κύπρο;
Το χρονικό μιας προδοσίας
Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Τη Δευτέρα
15η Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε στη Λευκωσία, από την ελεγχόμενη από τη χούντα Εθνική
Φρουρά, το προδοτικό πραξικόπημα και του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Το πραξικόπημα
αυτό είχε από καιρό σχεδιαστεί στους παράδρομους της CIA και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ
που εκμεταλλευθήκαν άριστα τη μικρόνοια της ιωαννιδικής δικτατορίας. Η επιβολή της
21ης Απριλίου άλλωστε ήταν υπό τις «ευλογίες» του αμερικανικού παράγοντος που επιθυμούσε
σφόδρα να κλείσει με μια λύση διπλής ένωσης το Κυπριακό, μόνιμη εστία εσωτερικής
αναταραχής στο NATO. Παράλληλα από καιρό ήθελε να απαλλαγεί από τον Μακάριο τον
οποίο θεωρούσε εν δυνάμει «Κάστρο της Μεσογείου» και απειλή για την ασφάλεια του
Ισραήλ.
Η επιβολή αυτής
της «λύσης» (που με την ιερή λέξη της Ενώσεως κάλυπτε την ουσία που ήταν η διχοτόμηση)
με πολιτικά μέσα είχε αποτύχει (σχέδιο Άτσεσον κ.λπ.) αφού ο Μακάριος ανθίστατο
και δεν υπήρχε Ελλαδίτης πολιτικός που θα αναλάμβανε αυτό το κόστος. Δεν απέμενε
παρά η δημιουργία μιας σκηνοθετημένης πολεμικής κρίσης. Πρώτη δοκιμή υπήρξαν τα
γεγονότα του 1967 αλλά η υποχώρηση Παπαδόπουλου, και η προδοτική απόσυρση της μεραρχίας
και του βαρύτατου οπλισμού της προ του τουρκικού τελεσιγράφου, θεωρηθήκαν επαρκές
πρώτο βήμα.
Ακολούθησαν τα
χρόνια της σκληρής αντιπαράθεσης με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Είναι πασίγνωστη η
μέθοδος του ιμπεριαλισμού, όταν έχει να αντιμετωπίσει έναν σκληροτράχηλο αντίπαλο
ηγέτη, να ενισχύει υπόγεια έναν ακόμη πιο «αδιάλλακτο» υπερπατριωτικό πόλο ώστε
με τα μαξιμαλιστικά αιτήματα του να υπερκερνά τη στρατηγική του αυθεντικού αντιπάλου.
Στην Κύπρο η παράταξη του γενναίου στρατιώτη αλλά πολιτικά αφελούς, Γ. Γρίβα έπεσε
σε αυτή την παγίδα, ιδιαίτερα, μετά τον θάνατο του τελευταίου που αναίρεσε και το
τελευταίο εμπόδιο αφού ο έλεγχος της ΕΟΚΑ-Β πέρασε πλέον απ’ ευθείας στη χούντα
των Αθηνών.
Η υπονόμευση
του εσωτερικού μετώπου στην Κύπρο στηρίχθηκε σε δύο σχήματα προπαγάνδας. Στον «κομμουνιστικό
κίνδυνο» (είμαστε σε μια ευχή αντικομμουνιστικής τύφλωσης) και στη δήθεν αντίδραση
του Μακαρίου στην ένωση. Ένας εθνικισττής, ενωτικός και αντικομμουνιστης ηγέτης
όπως ο Μακάριος κατηγορήθηκε για την αντιδυτική του πολιτική. Όταν όμως οι δυτικές
χώρες δεν του πωλούσαν οπλισμό (άρματα, τορπιλακάτους κ.λπ.), δεν έπρεπε να αγοραστούν
έστω τα ρωσικά άρματα και οι ρωσικές τορπιλάκατοι που διετίθεντο; Όταν απειλείτο
με τουρκική εισβολή δεν έπρεπε να επιδιώξει σοβιετική παρέμβαση αφού οι ΗΠΑ ανέχονταν
τους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας (καλοκαίρι 1964) για να εκβιάσουν τη διπλή ένωση,
το σχέδιο Άτσεσον που όλοι σήμερα προβάλλουν αποκρύπτοντας το διχοτομικά του στοιχεία;
Ή όταν υπονομεύετο πανταχόθεν, δεν ήταν αναγκασμένος να αναζητήσει στήριξη στο αριστερό
ΑΚΕΛ; Κι όμως. Τις ενέργειες αυτές οι μικρόνοες τις χρησιμοποιούσαν στη συνέχεια
ως… απόδειξη του φιλοσοβιετικού τάχα προσανατολισμού του αρχιεπισκόπου.
Ο ταξίαρχος Χάντζος,
αμετανόητος αντιμακαριακός, σε πόνημα του για το 1974, ομολογεί ότι πολιτική όλων
των ελλαδικών κυβερνήσεων, των χουντικών συμπεριλαμβανομένων, ήταν η διπλή ένωση.
Σε αυτή την ένωση αντετίθετο ο Μακάριος. Αλλά η προδοτική χούντα προπαγάνδιζε στην
Κύπρο αορίστως περί ενώσεως παρασύροντας τους αγνούς Κυπρίους στον ολέθριο διχασμό.
Ο Μακάριος όπως κάθε Έλλην Κύπριος επιθυμούσε διακαώς την ένωση αλλά κατανοούσε
ότι άμεσα ήταν αδύνατη αφού η Αθήνα δεν ήταν αποφασισμένη να την επιδιώξει. Πραξικοπηματική
ένωση σήμαινε πόλεμο με την Τουρκία. Κι εκεί όλες οι κυβερνήσεις των Αθηνών έκαμναν
πίσω, δειλές όντας και στην υπηρεσία αλλότριων συμφερόντων.
Δεδομένου ότι
η Ζυρίχη απέκλειε ρητώς την ένωση και ο Μακάριος με την αναθεώρηση του συντάγματος
φαινόταν ως αίτιος της κρίσης (τυπικά διότι ουσιαστικά το κράτος δεν μπορούσε να
λειτουργήσει) δεν ήταν δυνατόν να επιδιώκει επίσημα την ένωση. Με την πολιτική
του ο Μακάριος θα πετύχει να «σπρώξει» τους Τουρκοκυπρίους στους θυλάκους που δεν
περνούσαν το 6% της νήσου. Η κυπριακή δημοκρατία είχε καταστεί, με την αποχώρηση
των Τ/Κ από τα πολιτειακά όργανα, ένα αμιγώς ελληνικό κράτος. Οι άθλιες συνθήκες
στους θυλάκους είχαν αναγκάσει τους Τ/Κ να εξέρχονται σιγά- σιγά απ’ αυτούς είτε
προς το νότο είτε στο εξωτερικό και η πορεία της επανένταξης τους ως μειονότητας
ήταν νομοτελειακή με την τακτική κωλυσιεργίας του Μακαρίου στις διακοινοτικές.
ΗΠΑ και Τουρκία φυσικά αντιλαμβάνονται αυτή τη στρατηγική. Επείγονται λοιπόν για
την ανατροπή του Μακαρίου.
Σε αυτό το «παιχνίδι»
ενεπλάκη η ηλίθια προδοτική χούντα των Αθηνών. Και είναι αποκαλυπτικό των σχεδίων
ότι το πραξικόπημα θα εκδηλωθεί σε μια χρονική στιγμή που οι Τουρκοκύπριοι, κουρασμένοι
από τον περιορισμό στους θυλάκους, αναζητούν μια λύση και οι διακοινοτικές συνομιλίες
φτάνουν για πρώτη φορά κοντά σε μια συμφωνία που επιβεβαιώνει την ενότητα της Κυπριακής
Δημοκρατίας και περιορίζει τα προνόμια της Ζυρίχης, Οι Αμερικανοί επείγονται αφού
η κρίση στο Αιγαίο φτάνει τον Ιούνιο σε ακραία όρια και παρότι έχουν πετύχει να
συρθεί η ελληνική χούντα σε συνομιλίες με την Τουρκία για το Αιγαίο.
Όταν ο Ιωαννίδης
αποφασίζει την ανατροπή του Μακαρίου νομίζει ότι εισηγείται κάποιο δικό του σχέδιο
στους Αμερικανούς που τον περιμένουν με ανοιχτή αγκάλη. Τον διαβεβαιώνουν μάλιστα
ότι δεν πρόκειται να εκδηλωθεί τουρκική αντίδραση. Κι είναι απορίας άξιον, κάποιοι
που ήθελαν να παριστάνουν τους «επαναστάτες» και τους «εθνικιστές» πώς αποδέχονται
τόσο αβασάνιστα τις διαβεβαιώσεις των πρακτόρων, αφού φυσικά ο Κίσινγκερ ήταν αρκετά
ευφυής ώστε να μην συνομιλεί απ’ ευθείας μαζί τους.
Το σχέδιο αυτό
ήταν έτοιμο πριν την περίφημη επιστολή Μακαρίου της 2ας Ιουλίου 1974 και δεν προκλήθηκε
δήθεν από την επιστολή με την οποία ο Μακάριος ζητούσε ανάκληση των Ελλαδιτών αξιωματικών
από την Εθνική Φρουρά. Η απόφαση ελήφθη πριν την παραλαβή της επιστολής. Η μικρόνοια
και η ευθύνη για την απόφαση ανατροπής του Μακαρίου ή τη μη πρόληψη της δεν αφορά
μόνο την ομάδα Ιωαννίδη αλλά συνολικά όλο το πλέγμα εξουσίας του 1974. Όλους όσοι
παρίσταναν τον «πρόεδρο της δημοκρατίας» (τον περίφημο Γκιζίκη που ποικιλοτρόπως
προστατεύθηκε από τη δημοκρατία μας για ευνόητους λόγους), τον πρωθυπουργό, τους
«υπουργούς» και εν συνόλω την αστική μας τάξη που μέχρι τότε απολάμβανε τη χουντική
ευημερία πριν ανακαλύψει, υπό το βάρος της προδοσίας, τη «δημοκρατία» (διάβαζε αλλαγή
φρουράς). Η μικρόνοια (μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής ακροδεξιάς) στην ιστορία
έχει αποδειχθεί συχνά χειρότερη και από τη συνειδητή προδοσία. Ενημέρωση των Αμερικανών
για το σχέδιο ανατροπής του Μακαρίου σημαίνει φυσικά και ενημέρωση των Τούρκων
οι οποίοι αναμένουν. Ο Ίνονου έχει αφήσει τις υποθήκες του: «Ετοιμαστείτε και μη
βιάζεστε. Αφήστε πρώτα τους Έλληνες να φαγωθούν μεταξύ τους και μετά μ’ έναν περίπατο
θα πάρετε ό, τι θέλετε».
Το πραξικόπημα
της 15ης Ιουλίου θα προκαλέσει βαρύ πλήγμα στην Εθνική Φρουρά. Τα αιματηρά εμφύλια
επεισόδια δημιουργούν κατάσταση χάους. Οι μονάδες εγκαταλείπουν τις στρατηγικές
θέσεις τους, διασκορπίζονται αναζητώντας τον… εχθρό. Και εχθρός είναι τώρα οι «μακαριακοί»,
όπως για τους μακαριακούς εχθρός είναι οι «χουντικοί» και οι εοκαβήτες και όχι οι
Τούρκοι που ετοιμάζονται. Οι μοίρες καταδρομών «πρέπει» να είναι μακριά από τις
προβλεπόμενες θέσεις τους τη μέρα της εισβολής. Η αμυντική ισχύς της Κύπρου ελαχιστοποιείται
και υλικά και ψυχολογικά. Σαν να μη φτάνουν αυτά προστίθεται μια επιλογή – προβοκάτσια:
Επιλέγεται ως νέος πρόεδρος ο Ν. Σαμψών που η ηρωική αλλά και χωρίς ηθικούς φραγμούς
δράση του κατά Βρετανών και Τούρκων τον είχαν καταστήσει ιδιαιτέρως μισητό πρόσωπο
και πάντως όχι ιδανικό για ανώτατη πολιτειακή θέση.
Ο Ετζεβίτ από
την 15η Ιουλίου παραπλανητικά δηλώνει ότι τα γεγονότα αποτελούν «εσωτερική υπόθεση
των Ελληνοκυπρίων» και από την άλλη διατάσσει εσπευσμένες προετοιμασίες του αποβατικού
σώματος. Από την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος εισηγείται χωρίς περιστροφές την
επέμβαση και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας αποφασίζει από το βράδυ της 15ης Ιουλίου
απόβαση για τις 20 Ιουλίου. Ταξιδεύει το βράδυ της 17ης στο Λονδίνο για να έχει
το άλλοθι ότι διαβουλεύθηκε προ της επιθέσεως και με την άλλη εγγυήτρια δύναμη
και συναντά εκεί και τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Σίσκο, δηλώνοντας ξεκάθαρα
ότι η Τουρκία θα επέμβει. Παράλληλα εξασφαλίζει τη σοβιετική ουδετερότητα που δεν
δυσαρεστείται ιδιαίτερα από την ελληνοτουρκική διαμάχη.
Είναι χαρακτηριστικό
ότι τη μεσολάβηση δεν αναλαμβάνει ο Κίσσινγκερ αλλά ένας υφυπουργός του, οι «πιέσεις»
του οποίου κάθε άλλο παρά συγκινούν την Άγκυρα. Στην Αθήνα, παρά τα σαφή μηνύματα
από πρεσβείες και μυστικές υπηρεσίες, ουδείς διατάσσει οποιαδήποτε προπαρασκευή
για αντιμετώπιση της επικείμενης τουρκικής επίθεσης αλλά και ούτε κάνουν μια διπλωματική
κίνηση προς την Τουρκία ώστε, υποσχόμενοι π.χ. κάποιον συμβιβασμό στο κυπριακό
πρόβλημα, να κερδίσουν χρόνο. Ήθελαν να ανατρέψουν το Μακάριο; Θαυμάσια! Γιατί δεν
έλαβαν τα στοιχειώδη μέσα αμύνης στο διάστημα 15-20 Ιουλίου; Ένα ερώτημα που αποκαλύπτει
τον πυρήνα της προδοσίας.
Το μέγα έγκλημα
προετοιμάζεται. Ο Σίσκο επισκέπτεται την Αθήνα στις 19 Ιουλίου. Το σχέδιο εκτυλίσσεται
άψογα, ο Σίσκο από τη συνάντηση με τον Ετζεβίτ ήδη γνωρίζει ότι η Τουρκία θα χτυπήσει.
Ο Ιωαννίδης δεν πιστεύει, έχει άλλες διαβεβαιώσεις αλλά καλού – κακού απειλεί με
πόλεμο χωρίς όμως να πάρει οποιοδήποτε μέτρο προπαρασκευής. Ο Σίσκο δηλώνει στην
πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ότι «έρχεται ως εκπρόσωπος της κυβερνήσεως του
για να μεσολαβήσει για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών».
Προτρέπει την Ελλάδα να φανεί διαλλακτική, να δεχθεί τους τουρκικούς όρους παραχωρώντας
διέξοδο των Τουρκοκυπρίων στη θάλασσα και ανεχόμενη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας
στη νήσο. Πρόκειται σαφώς για το σχέδιο που προβλέπει τη διπλή ένωση, τον τελευταίο
εκβιασμό πριν την επέμβαση. Ούτε τότε αντιλαμβάνεται η Αθήνα ότι πρέπει να προετοιμαστεί
για τη σύγκρουση. Ας αποπλέει το πρωί της 19ης Ιουλίου από τη Μερσίνα ο τουρκικός
αποβατικός στόλος.
Η περιοχή Αδάνων
– Μερσίνας είναι ήδη κατάμεστη στρατού, φορτηγών, τεθωρακισμένων. Στην Κύπρο δεν
λαμβάνονται τα αναγκαία προπαρασκευαστικά μέτρα. Το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής
Φρουράς χρειάζεται 48 ώρες για την υλοποίηση των σχεδίων συναγερμού και επιστρατεύσεως.
Και παρότι ο χρόνος υπήρχε, ουδείς αποφασίζει να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα σχέδια,
έστω υπό τύπον ασκήσεων. Ούτε καν τίθεται η Εθνοφρουρά υπό προειδοποίησιν, ένα μέτρο
που θα κατέπαυε τα εμφύλια πάθη με το ψυχολογικό βάρος της τουρκικής απειλής. Η
Εθνοφρουρά θα υποστεί στρατηγικό και τακτικό αιφνιδιασμό. Ούτε λόγος φυσικά για
την ανάγκη να αποσταλούν άμεσα στην Κύπρο μονάδες βαρέων όπλων (και δη αντιαεροπορικού
και αντιαρματικού πολέμου).
Σαν να μη φτάνουν
αυτά κάποιοι παραπληροφορούν την Αθήνα με ανοησίες για κινήσεις στα βουλγαρικά
σύνορα, λες και η ΕΣΣΔ ήθελε να αποτρέψει την ενδονατοϊκή σύρραξη ή θα απειλούσε
την Ελλάδα, μια νατοϊκή χώρα. Σε τέτοιον παράφρονα αντικομμουνισμό πελαγοδρομούσαν
οι στρατιωτικοί ηγέτες και τέτοιο παιχνίδι έπαιζαν οι Αμερικανοί αφού η «πληροφορία»
ήρθε από το στρατιωτικό τους ακόλουθο στη Σόφια…
Μόνη αντίδραση
υπήρξε από τον Α/ΓΕΝ Αραπάκη που στέλλει τρία υποβρύχια στην περιοχή Ρόδου. Τα υποβρύχια,
για να φτάσουν από τον Πειραιά στην Κύπρο εν καταδύσει και να δράσουν, ήθελαν
πέντε μέρες. Σπεύδοντας εν αναδύσει ως τη Ρόδο μπορούσαν να βρεθούν στις ακτές της
Κυρήνειας το μεσημέρι της 22ας. θα ήταν αργά για τον Αττίλα-1 (αφού τα F-84 που
βρίσκονταν στην Κρήτη δεν στέλλονται) αλλά προλάβαιναν το δεύτερο κύμα αποβάσεως,
το οποίο μπορούσαν να πλήξουν με τη μοίρα αεροσκαφών F-4E που όμως μόλις στις
22 στέλλεται στην Κρήτη. Αν δε απέπλεαν από τις 15 Ιουλίου, θα ήσαν στην Κύπρο από
τη μέρα της πρώτης απόβασης. Δυστυχώς, μόλις το μεσημέρι της 20ης τα δύο εξ αυτών
θα διαταχθούν να πλεύσουν προς την Κύπρο για να ανακληθούν την επομένη.
Νύχτα της 19ης
Ιουλίου. Ο τουρκικός στόλος με την αποβατική δύναμη πλησιάζει ανενόχλητος τις ακτές
της Κύπρου παρότι εντοπίζονται από τα ραντάρ των ακτών. Η μη εκμετάλλευση αυτής
της νύχτας θα αποδειχθεί μοιραία. Ο Σίσκο προσπαθεί στην Άγκυρα να αποτρέψει την
επιχείρηση χωρίς όμως εξουσιοδότηση για μια σαφή απειλή παρεμπόδισης της. Και στην
Κύπρο; Αδράνεια εν όψει του επερχόμενου κινδύνου, ανικανότητα στην εκτίμηση της
κατάστασης και τη λήψη αναγκαίων μέτρων, ανικανότητα στην αντιμετώπιση της έκτακτης
κατάστασης. Η εσχάτη προδοσία δεν είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτά. Προδότης δεν
είναι μόνο ο συνειδητός και ο αμειβόμενος πράκτορας. Μπορεί να είναι και ένας ηλίθιος
εθνικόφρων. Οι μονάδες αποκοιμίζονται από το ΓΕΕΦ, που καθησυχάζει ακόμη και τους
διοικητές ταγμάτων. Μάταια φωνάζουν οι σταθμοί έγκαιρης ειδοποίησης και οι διευθύνσεις
πληροφοριών: Οι Τούρκοι φτάνουν!
Στις πέντε το
πρωί τουρκικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν ελληνοκυπριακούς στόχους. Πέφτουν οι πρώτοι
αλεξιπτωτιστές στο θύλακα της Λευκωσίας στο Κιόνελι, και τα αποβατικά κινούνται
προς την ακτή ενώ ξημερώνει. Ο πρώτος καταπέλτης αποβατικού πέφτει στην παραλία
Πεντεμίλι Κυρήνειας, σε περιοχή όπου αναμενόταν κατά τα ελληνικά σχέδια. Οι άνδρες
αποβιβάζονται από τα αποβατικά με άνεση μεγαλύτερη και από εκτέλεση άσκησης. Κατέρχονται
σε μπουλούκια, μέσα σε σύγχυση όλες οι μονάδες σε έναν αιγιαλό πλάτους 200 μ. Πρωτοφανής
υπήρξε η απόβαση τόσων δυνάμεων σ’ ένα μόνο αιγιαλό. Τόσο σίγουροι ήσαν την έλλειψη
αντίστασης. Τα πυρά υποστήριξης του στόλου τους ήσαν αναπάντεχα άστοχα. «Αραιά που
ακούγονταν ριπές αυτομάτων», θα γράψει ο Μπιράντ. Ήσαν οι λιγοστοί γενναίοι που
αυτοβούλως αμύνονταν αφού μόλις στις 10 εμφανίστηκε τμήμα της Εθνοφρουράς, το γενναίο
251 του Κουρούπη. Στο μεταξύ οι αλεξιπτωτιστές και καταδρομείς ενισχύουν το θύλακο
Λευκωσίας.
Ο εκτελών χρέη
διοικητού της Εθνοφρουράς (ο αφελέστατος στρατηγός Ντενίσης είχε κληθεί στην Αθήνα),
ο θλιβερός ταξίαρχος Γεωργίτσης που είχε ξοδέψει όλο του το πάθος στις συνωμοσίες
και το πραξικόπημα και δεν είχε καιρό για την απόκρουση της εισβολής, αντιλαμβάνεται
την πραγματικότητα. Ενημερώνει τον Μπονάνο (που το βράδυ της 19ης άνετος κοιμόταν
στο θέρετρο του Αγ. Ανδρέα) ότι πραγματοποιείται τουρκική απόβαση στην Κερύνεια
και πέφτουν αλεξιπτωτιστές στον θύλακο Λευκωσίας – Αγύρτας ενώ η τουρκική αεροπορία
βομβαρδίζει τον Πενταδάκτυλο και στόχους της ελληνικής Λευκωσίας. Ο Μπονάνος αρνείται
ακόμη και τότε να δώσει διαταγές για αντεπίθεση λέγοντας χαρακτηριστικά στον αντιπλοίαρχο
Νικολόπουλο (ένορκη κατάθεση τελευταίου) ότι «η Τουρκία χτυπά την Κύπρο και εμείς
είμαστε Ελλάς;»!! Η ΕΛΔΥΚ, για την ενέργεια της οποίας απαιτείται διαταγή του ΑΕΔ,
ολιγωρεί και χάνονται πολύτιμες ώρες. Λίγες ώρες πριν, ο Μπονάνος έχει διατάξει
το αρματαγωγό «Λέσβος», που έφτασε με 450 άνδρες της ΕΛΔΥΚ για να αντικαταστήσουν
τη σειρά που απολυόταν, να γυρίσει στην Ελλάδα παρότι έβλεπε πως οι άνδρες αυτοί
ήσαν παραπάνω από απαραίτητοι εν όψει της τουρκικής θέσης! Ακόμη και τα πυρομαχικά
που μετέφερε το αρματαγωγό διέταξε να μην εκφορτωθούν!
Η εθνοφρουρά
αναλαμβάνει αυτοβούλως να αμυνθεί αφού βάλλεται και η ΕΛΔΥΚ. Αλλά είναι ήδη αργά.
Μια μερική έστω επιστράτευση την προηγούμενη θα επέτρεπε το πρωί της 20ης Ιουλίου
να υπάρχουν τα προβλεπόμενα δύο τάγματα στον χώρο απόβασης και την Κυρήνεια, να
είχε οργανωθεί επάκτιο πυροβολικό και να συμπληρωνόταν η εμπόλεμη σύνθεση των μονάδων.
Η μόνη μονάδα ακτής, το ηρωικό 251 Τ.Π., δεν θα σφαγιαζόταν φεύγοντας από την εν
ειρήνη έδρα του. Η ταυτόχρονη αντιμετώπιση θυλάκων και απόβασης απαιτούσε επιστράτευση,
η Εθνοφρουρά των 10.000 δεν μπορούσε και τον επιθετικό ελιγμό κατά των θυλάκων και
κατά των εισβολέων να ενεργήσει συγχρόνως, με την Ελλάδα παρατηρητή.
Όταν οι ελληνοκυπριακές
μονάδες το πρωί της εισβολής σπεύδουν να βγουν από τα στρατόπεδα, δέχονται τα καταστρεπτικά
πυρά της τουρκικής αεροπορίας. Τα ελληνικά τάγματα που περισφίγγουν τον θύλακο
Λευκωσίας – Αγύρτας έχουν χάσει την υπεροχή. Το χειρότερο είναι ότι, λόγω του πραξικοπήματος,
δεν βρίσκονται ούτε αυτά ούτε οι μοίρες καταδρομών στις προβλεπόμενες από τα σχέδια
θέσεις αφού ασχολούνταν με την επιβολή του νέου καθεστώτος. Οι τρεις μοίρες καταδρομών,
που θα επετίθεντο στο βόρειο ορεινό τμήμα του θυλάκου στον Πενταδάχτυλο, είναι
στη Λευκωσία για την ασφάλεια του πραξικοπήματος από το οποίο και έχουν μειωμένη
μαχητική ικανότητα.
Στο μεταξύ στην Αθήνα ο Σίσκο διαβεβαιώνει ότι θα σταματήσει τους
Τούρκους αν δεν κηρύξει η Ελλάδα τον πόλεμο. Η στρατιωτική ηγεσία και το «υπουργικό
συμβούλιο» των ασπαλάκων συνέρχεται, κουβεντιάζει και κηρύσσει γενική επιστράτευση.
Ο Ιωαννίδης απειλεί με πόλεμο επειδή τον «εξαπάτησαν» ενώ ο στρατός θέλει δυο μέρες
για να προετοιμαστεί. Ο «πρόεδρος της δημοκρατίας» Γκιζίκης, οι μεγαλόσχημοι ως
τότε υπουργοί και στρατηγοί, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων (ΓΕΕΘΑ) στρατηγός Μπονάνος
οι αρχηγοί των Επιτελείων (Γαλατσάνος, Παπανικολάου, Αραπάκης), άβουλα ανθρωπάκια
ως τότε στα χέρια του ταξιάρχου Ιωαννίδη, θα του αντιταχθούν για τον ίδιο λόγο που
τον υπάκουαν. Για τη σωτηρία του ασήμαντου τομαριού τους. Ο Αραπάκης προτείνει
ανοιχτά την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς.
Τα περί πολέμου ήσαν ανοησίες αφού ο όγκος των ελληνικών μονάδων
είναι στην… Αθήνα και όχι στον Έβρο όπου ο εχθρός έχει προετοιμαστεί και είναι τριπλάσιος
σε μεραρχίες και τετραπλάσιος σε άρματα μάχης. Η σωτηρία της Κύπρου μπορούσε να
προέλθει μόνο με την πρόβλεψη της εισβολής ή έστω την αποστολή των υποβρυχίων και
των F-84 ή των F-4Ε αμέσως μετά την εκδήλωση της και χωρίς να κηρυχθεί πόλεμος.
Έτσι την ευθύνη για κήρυξη πολέμου θα την είχε η Τουρκία, πράγμα απίθανο. Αλλά τα
22 υπερσύγχρονα F-4 Ε μόλις στις 22 Ιουλίου θα σταλούν από την Ανδραβίδα στην Κρήτη!
Απόγευμα της 20ης Ιουλίου, θαυμάστε την
περιγραφή του Μεχμέτ Αλή Μπιράντ: «Ο Μεχμέτ κλείνει το ραδιόφωνο του. Γύρω απλώνεται
μια περίεργη νεκρική σιωπή. Πού είναι αυτοί οι Έλληνες τέλος πάντων; Οι Τούρκοι
δεν είχαν συναντήσει καμιά σοβαρή αντίσταση κατά την προέλαση τους». Χωρίς ενόχληση
τα αποβατικά γυρίζουν στη Μερσίνα για να… φέρουν και το δεύτερο κύμα της επίθεσης!
Η αντεπίθεση που θα εξαπολύσουν μετά το απόγευμα και το βράδυ οι ελληνικές δυνάμεις
είναι ισχνότατη (από τα 27 άρματα στη Λευκωσία, ακινητοποιούνται τα 23 αφού οι
διοικητές τους. Λαμπρινός και Κορκόντζελος, ήξεραν μόνο κατά του Μακαρίου να τα
χρησιμοποιούν και να πολιτικολογούν αντί να κάνουν συντήρηση), με εξαίρεση την
επίθεση των καταδρομέων που γρήγορα διατάσσονται να υποχωρήσουν. Από τις 04:30
το πρωί, με την τουρκική αεροπορία να κυριαρχεί, η πίεση χαλάρωσε.
Ο Αττίλας τόσον
από πλευράς σχεδίου όσον και εκτέλεσης αποδείχθηκε απίστευτα πρόχειρος και ερασιτεχνικός.
Αποβιβάστηκε ευχερώς επειδή δεν συνάντησε αντίσταση. Δεν διέθετε επαρκείς και κατάλληλες
δυνάμεις (αποβιβάστηκαν μόλις 6.000 άνδρες), δεν μερίμνησε για τον απαιτούμενο στρατηγικό
εδαφικό χώρο, ακριβώς επειδή ήταν ενήμερος ότι δεν θα συναντούσε αντίσταση. Οι σποραδικές
αντιστάσεις των γενναίων τού δημιουργούν αμηχανία. Αδρανεί καίτοι επιτιθέμενος,
ζητεί απεγνωσμένα ενισχύσεις που χρειάζονται 48 ώρες για να φτάσουν. Και γι’ αυτό
τρέμει το πρώτο βράδυ της εισβολής, φοβάται νυχτερινή αντεπίθεση της Εθνοφρουράς.
Παρά ταύτα δεν περιφρουρεί το χώρο του με προφυλακές μάχης ούτε κάνει προσπάθεια
διεύρυνσης του μετά την αποβίβαση. Ποιοι τον καθησυχάζουν;
Η μάχη που θα
μπορούσε να κερδηθεί από την πρώτη νύχτα δεν δόθηκε ποτέ από την Εθνοφρουρά. Την
είχαν διαλύσει τα εμφύλια πάθη, το πραξικόπημα και η χουντική αβελτηρία. Δεν εφαρμόστηκαν
τα προβλεπόμενα σχέδια. Η μάχη αυτή δεν δόθηκε ποτέ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας ζητεί
κατάπαυση του πυρός και απόσυρση των ξένων δυνάμεων από την Κύπρο. Ο Κίσινγκερ
πέτυχε αυτό που ήθελε, τώρα έπρεπε να αποτραπεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και να
αρκεστούν οι Τούρκοι σε όσα είχαν κατακτήσει. Ο Σίσκο μεταφέρει στην Άγκυρα ότι
η χούντα συμφώνησε να παραμείνουν στην Κύπρο αλλά εντός των θυλάκων τα τουρκικά
στρατεύματα που είχαν αποβιβαστεί, να αντικατασταθεί ο Σαμψών και να αποσυρθούν
οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα. Οι Τούρκοι έχουν υλοποιήσει την
πρώτη φάση του σχεδίου τους που προέβλεπε διέξοδο του θυλάκου στη θάλασσα και δημιουργία
προγεφυρώματος, ώστε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για το νέο κυπριακό κράτος ή τη
διπλή ένωση.
Η κατάπαυση του πυρός είναι μια καλή λύση και για τον Αττίλα που
βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Η οδός Κερύνειας – Λευκωσίας δεν έχει τεθεί ακόμη υπό
έλεγχο, στον Πενταδάχτυλο συνεχίζονται συγκρούσεις, οι θύλακοι πολιορκούνται (έχουν
πέσει Λεμεσού, Λάρνακας και Πάφου). Την ίδια μέρα (21 Ιουλίου), τουρκικά αεροσκάφη
βομβαρδίζουν μοίρα του στόλου τους, την οποία εκλαμβάνουν ως ελληνική νηοπομπή
και βυθίζουν το αντιτορπιλικό Κοτζάτεπε. Τι είχε συμβεί; Το αρματαγωγό «Λέσβος»,
που απέπλευσε μετά τη διαταγή της Αθήνας για να επιστρέψει με τους άνδρες της
ΕΛΔΥΚ που απολύονταν, σταματά στην Πάφο, βομβαρδίζει τον τουρκοκυπριακό θύλακο και
αποβιβάζει τους άνδρες. Την ενέργεια αυτή εξέλαβαν οι Τούρκοι ως άφιξη ενισχύσεων
από την Ελλάδα και, αναζητώντας τη νηοπομπή, εβύθισαν το «Κοτζάτεπε».
Στην Αθήνα οι αρχηγοί
των επιτελείων αποκρούουν την ανόητη εισήγηση Ιωαννίδη για πόλεμο (ανόητη διότι
ήταν αργά και όχι γιατί δεν έπρεπε) και ο Μπονάνος ζητεί από τον Αραπάκη να ανακληθούν
τα υποβρύχια. Όντως αυτά διατάσσονται μεσημέρι 21ης να επιστρέψουν, για να διαταχθούν
και πάλι στις 22 να πλεύσουν προς Κύπρο και να… ανακληθούν εκ νέου στις 23! Ο Μπονάνος
διατάσσει και την επιστροφή του οχηματαγωγού «Ρέθυμνο» που είχε φτάσει 100 μίλια
νότια της Λεμεσού με το 537 Τ.Π. και ένα τάγμα Κυπρίων εθελοντών. Η ελληνική μοίρα
καταδρομών, που ξεκινά με 15 Νοράτλας από την Κρήτη, φτάνει νύχτα 21 προς 22 με
απώλειες λόγω της κατάρριψης ενός και των ζημιών σε τρία αεροσκάφη από κακή συνεννόηση
με τις φίλιες δυνάμεις. Δεν ξέρανε καν αν έρχονταν μαχητικά ή μεταγωγικά! Υπεύθυνος
και για αυτό το αίμα υπήρξε ο θλιβερός Μπονάνος που δεν θεώρησε σωστό να βρίσκεται
στο γραφείο του τη νύχτα για να συντονίσει τις επιχειρήσεις και να ενημερώσει το
ΓΕΕΦ για την αποστολή της μοίρας. Επιπρόσθετα ας σκεφτούμε και κάτι άλλο: Αφού
έφθασαν τα Νοράτλας, γιατί δεν μπορούσαν να φτάσουν και μαχητικά, να ανεφοδιαστούν
και να αρχίσουν δράση το πρωί της 22ας;
Οι Τούρκοι εκμαιεύουν το βράδυ από τον Κίσινγκερ κατάπαυση πυρός
(από τις 16:00 της επομένης όμως!) για να σταθεροποιηθούν στο προγεφύρωμα. Ο Κίσινγκερ
τους διαβεβαιώνει ότι, αφού οι ενισχύσεις από το δεύτερο κύμα με τα άρματα μάχης
φτάνουν από ώρα σε ώρα, είναι εφικτή η εκεχειρία το απόγευμα της επομένης. Ρητά
δε τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν την αποστολή ενισχύσεων και μετά την κατάπαυση
του πυρός! Το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου καταλαμβάνεται η περικυκλωμένη Κερύνεια
και αποβιβάζεται το δεύτερο κύμα. Η Αθήνα διά στόματος Αραπάκη (κυβέρνηση και Ιωαννίδης
έχουν εξαφανιστεί) αποδέχεται στη διάρκεια της νύχτας τη σχετική μεσολάβηση, τα
υποβρύχια διατάσσονται να επιστρέψουν αφήνοντας ελεύθερο το χώρο μεταξύ Μ. Ασίας-
Κύπρου προ και κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας.
Η «τρίτη χούντα», που
επέζησε μόλις δυο μέρες και αποτελείτο από τους Μπονάνο- Αραπάκη- Γαλατσά-νο- Παπανικολάου
συνεχίζει κι αυτή εν αγνοία της το σχέδιο των Αμερικανών. Η Ελλάδα αντί να αντεπιτεθεί
και να εξαλείψει το αδύνατο προγεφύρωμα, απαγορεύοντας συνάμα την ενίσχυση του
από την Ανατολία αναζητεί τη λύση στην πολιτική μεταβολή. Η χούντα είναι πια άχρηστη
για τους πάτρωνες της. Οι Τούρκοι, παρά την εκεχειρία, μετά την Κυρήνεια και τη
συνένωση της με το θύλακο της Λευκωσίας, καταλαμβάνουν την Άσπρη Μούττη στον Πενταδάχτυλο
και την πεδιάδα του Δικώμου. Ολοκληρώνεται η μεταφορά της 39ης μεραρχίας και μεταφέρεται
απρόσκοπτα και άλλη μία, η 28η. Έρχονται άρματα. Η εκεχειρία είναι απαραίτητο
στάδιο του σχεδίου για τη σταθεροποίηση και ενίσχυση των Τούρκων, αλλά και για
τη δρομολόγηση των μεταπολιτευτικών διαδικασιών στην Ελλάδα.
23 Ιουλίου. Στρατιωτική
ηγεσία και υπουργικό συμβούλιο αγνοούνται, τα έχουν χαμένα. Η Ελλάδα δεν εκπροσωπείται
από κανέναν. Ο ναύαρχος Αραπάκης αναλαμβάνει πρωτοβουλία, μη υπάρχοντος άλλου,
διαπραγματεύεται και αποφασίζει. Το μείζον είναι να παραδώσουν την ευθύνη της
εξουσίας άρον – άρον κι όχι η σωτηρία της Κύπρου. Το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.
Οι χουντικοί ασπάλακες ενδιαφέρονται πια μόνο για τη σωτηρία του τομαριού τους.
Οι «αρχηγοί» αποφασίζουν πολιτικοποίηση και ο Μπονάνος σπεύδει στον Γκιζίκη, ο
οποίος καλεί το μεσημέρι τους άλλους αρχηγούς και εν συνεχεία τον Ιωαννίδη που ζητεί
48ωρη άδεια αφού υπόσχεται πως δεν θα αντιδράσει! Η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών
με τον Γκιζίκη οδηγεί σε εντολή προς τον Π. Κανελλόπουλο. Αραπάκης και Αβέρωφ όμως
επικοινωνούν με τον Καραμανλή, η εντολή προς Κανελλόπουλο αίρεται.
Τη νύχτα της 23ης Ιουλίου οι Έλληνες
με τα κεράκια γιορτάζουν το τέλος της χούντας. Ο Κίσινγκερ ανασαίνει με ανακούφιση.
Το χειρότερο, η λαϊκή εξέγερση του ένοπλου επιστρατευμένου λαού είχε αποφευχθεί.
Με την υψηλή αμερικανική εποπτεία δίνονται οι σχετικές διαβεβαιώσεις και η τρίτη
χούντα παραδίδει την πολιτική εξουσία αφού παραμένει επικεφαλής του στρατού- προφανώς
λόγω των μέχρι τότε θριάμβων της. Η αλλαγή φρουράς αποκαλείται «αποκατάσταση της
δημοκρατίας». Η νέα ηγεσία κράτησε την υπόσχεση της, δεν έθιξε τους υπεύθυνους
της τραγωδίας, άλλωστε σε λίγες εβδομάδες κατέστη συνένοχη μέσω της ανοχής του
Αττίλα-2. Φροντίζει να εντάξει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας τους αφελείς του
Κέντρου παραδίδοντας μάλιστα στο Γ. Μαύρο την ηλεκτρική καρέκλα του υπουργείου
Εξωτερικών για να τον καταστήσει συνένοχο της εγκατάλειψης της Κύπρου. Όπερ και
εγένετο.
Στις 25 Ιουλίου αρχίζει η διάσκεψη της Γενεύης, χωρίς τον χουντικό
ΥΠ.ΕΞ. Κυπραίο που δήλωνε ότι προτιμά τη Γενεύη γιατί του αρέσει το ελβετικό «φοντί».
Δεν πρόλαβε να το απολαύσει. Οι Τούρκοι προελαύνουν και ενισχύουν τις δυνάμεις τους
παραβιάζοντας χωρίς προσχήματα την εκεχειρία. Ο Γ. Μαύρος απειλεί με αποχώρηση
αλλά οι Τούρκοι συνεχίζουν να προωθούνται αφού ο θύλακος Κερύνειας – Λευκωσίας
δεν ικανοποιεί τα σχέδια τους. Ζητούν να αποσυρθούν οι ελληνικές δυνάμεις από τους
θυλάκους της Νότιας Κύπρου. Οι Τούρκοι ζητούν προκειμένου να σταματήσουν την
προώθηση τους, την εκκένωση των τουρκικών χωριών από τις ελληνικές δυνάμεις. Το
προγεφύρωμα διευρύνεται συνεχώς.
Στις επίμονες διαπραγματεύσεις
για κατάπαυση πυρός, η Ελλάδα δέχεται να παραμείνουν οι τουρκικές δυνάμεις στη
γραμμή που θα υπάρχει όταν υπογραφεί η συμφωνία! Η μεγάλη νεκρή ζώνη θα επιτρέπει
την περαιτέρω προέλαση ενώ οι Τούρκοι αρνούνται και την παρουσία ειρηνευτικής
δύναμης στη νεκρή ζώνη. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Γκιουνές τη χαρακτηρίζει
«χαλκά στο λαιμό του τουρκικού στρατού». Αρνείται και την παρακολούθηση των ακτών
από τον ΟΗΕ που θα απέτρεπε την άφιξη νέων ενισχύσεων. Οι Αμερικανοί που έχουν
τη δυνατότητα να σταματήσουν έστω τους Τούρκους στην περιοχή που κατέχουν αναπτύσσοντας
ειρηνευτικές δυνάμεις πέριξ αυτών, δεν πιέζουν ούτε κατ’ ελάχιστον.
Η Ελλάδα αποδέχεται την παραμονή τουρκικών δυνάμεων ακόμη και μετά
την ανακωχή και γίνεται μνεία για «αποχώρηση όλων των ξένων (sic) στρατευμάτων μόνο
μετά τη λύση και της συνταγματικής πτυχής του κυπριακού» και «όταν δημιουργηθούν
συνθήκες αμοιβαίας εμπιστοσύνης»! Όμως ούτε αυτή τη διατύπωση ανέχεται ο Ετζεβίτ
που διατάσσει τον Γκιουνές να αποσυρθεί από τη διάσκεψη αν η Αθήνα δεν αποδεχθεί
επίσημα τα τετελεσμένα και την εγκαθίδρυση ενός νέου ομοσπονδιακού κράτους στην
Κύπρο, με δύο αυτόνομες διοικήσεις. Ομολογεί ο Μπιράντ: «Κατά τη διάσκεψη της Γενεύης
ο Ετζεβιτ προσπάθησε σκληρά για την επίτευξη ενός και μόνο σκοπού. Να παραστεί ανάγκη
δεύτερης στρατιωτικής επιχείρησης».
Ο Μαύρος δέχεται
ακόμη και την αναφορά σε δύο διοικήσεις για να σαποτρέψει το ναυάγιο της διάσκεψης
και τη νέα προέλαση. Με παρέμβαση του Κίσινγκερ η αναφορά στην αποχώρηση των ξένων
στρατευμάτων παίρνει έναν εντελώς άχρωμο χαρακτήρα («σταδιακή» και «σε εύθετο χρόνο»
αφού ληφθούν εκείνα «τα μέτρα που θα συνέβαλλαν σε αποκατάσταση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης»).Η
Ελλάδα αποδέχεται και το νέο κείμενο. Η συμφωνία της Γενεύης (30 Ιουλίου) υπήρξε
αναμφισβήτητα μια πολιτική νίκη της Τουρκίας ανώτερη των στρατιωτικών ως τότε επιτυχιών.
Πανηγυρίζει η Αθήνα γιατί δεν χρειάζεται να πολεμήσει. Τους προδότες έχουν διαδεχτεί
οι δειλοί ενώ στην αντιπολίτευση μονάχα πατριδοκάπηλοι και καιροσκόποι φωνασκούν.
Καμία ψυχωμένη πατριωτική πρόταση. Ένας λαός αθλίων που ανέχτηκε (τουλάχιστον…
) τη χούντα των πατριδοκάπηλων και τους Παττακούς κάνοντας αντίσταση με ανέκδοτα,
δοξολογεί τώρα τον Καραμανλή που «μας έσωσε από τον πόλεμο».
Εκμεταλλευόμενοι
την εκεχειρία οι Τούρκοι αποβιβάζουν συνεχώς δυνάμεις και εφόδια, προωθούν τις γραμμές
τους. Η Ελλάδα αντίθετα δεν εκμεταλλεύεται την εκεχειρία για την αποστολή ενισχύσεων
και βαρειά εξοπλισμένων μονάδων. Όταν εξαπολυθεί ο Αττίλας-2 είναι πια αργά. Τις
πρώτες μέρες του Αυγούστου καταλαμβάνονται Καραβάς, Λάπηθος και το ανατολικά αυτής
ζωτικής σημασίας ύψωμα του Πενταδάκτυλου Κόρνος (1023). Μάταια ο ΟΗΕ καταγγέλλει
τις τουρκικές δυνάμεις για συνεχείς παραβιάσεις της εκεχειρίας. Η Βρετανία απορρίπτει
πρόταση της Αθήνας για αεροπορική κάλυψη μιας νηοπομπής με ενισχύσεις.
Στις 8 Αυγούστου συγκαλείται και η δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης με
τους Τούρκους να έχουν καταλάβει 100 τ. χλμ. από την ημέρα της εκεχειρίας της
30ης Ιουλίου. Οι Τούρκοι θέτουν πλέον ανοιχτά τις πολιτικές και συνταγματικές τους
αξιώσεις για εγκαθίδρυση μιας ομοσπονδίας με καντόνια. Η Άγκυρα προτείνει σύστημα
με έξι τουρκικά καντόνια στο βορρά αλλά και στο νότο, συνολικής εκτάσεως 34% της
νήσου ενώ εναλλακτικά ο Ντενκτάς προτείνει διζωνική ομοσπονδία με όρια από το Λιμνίτη
στα δυτικά και, μέσω της κατεχόμενης κατά το ήμισυ Λευκωσίας, ως το λιμάνι Αμμοχώστου
στα δυτικά. Ακριβώς δηλαδή τη γραμμή που επρόκειτο να καταλάβουν μερικές μέρες
αργότερα οι τουρκικές δυνάμεις αλλά και τα όρια του σχεδίου Ανάν!
Όταν είδαν ότι η Ελλάδα δεν επρόκειτο να πολεμήσει για την Κύπρο
αποθρασύνθηκαν. Έτσι από το 5% του εδάφους έφτασαν στο 35%. Στις 01:45 της 14ης
Αυγούστου, 45 λεπτά πριν δοθεί το σύνθημα για τη νέα επίθεση του Αττίλα, ο Γκιουνές
παρουσίαζε το τουρκικό τελεσίγραφο για μεταβίβαση σε 24 ώρες στην τουρκοκυπριακή
διοίκηση της περιοχής που απέμενε για να συμπληρωθεί το κύριο καντόνι Λευκωσίας-
Κυρήνειας (που κάλυπτε το 17% της νήσου). Ζητούσε επίσης την άμεση παράδοση των
τουρκικών τομέων Λευκωσίας και Αμμοχώστου και σε τρεις μέρες των υπολοίπων «καντονιών»
που θα αποτελούσαν το 34% της Κύπρου. Κληρίδης και Μαύρος ζητούν 48 ώρες προθεσμία
αλλά ο Γκιουνές εν όψει της επιθέσεως αποχωρεί από τη διάσκεψη.
Στις 04:30 η τουρκική
αεροπορία εξαπολύει σφοδρό βομβαρδισμό. Ακολουθεί η προέλαση των τεθωρακισμένων
και του πεζικού που προχωρεί κατά μπουλούκια, οι πεδιάδες Μόρφου και Μεσαυρίας
παραδίδονται αμαχητί αφού η γραμμή αμύνης ορίζεται στους πρόποδες του Τροόδους.
Οι Αβέρωφ, Αραπάκης και Παπανικολάου μεταπείθουν τον Καραμανλή να μη σταλούν υποβρύχια,
αεροσκάφη ή ενισχύσεις κατά των Τούρκων! Ήταν αργά. Είκοσι μέρες είχαν χαθεί χωρίς
σοβαρή ενίσχυση της Κύπρου. Ένδεκα χρόνια περίμενε την επιστροφή ο Κ. Καραμανλής,
δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει έναν πόλεμο που έχει πάντα την πιθανότητα ήττας.
«Η Κύπρος κείται μακράν» δηλώνει και η Ελλάδα αντί να δώσει τον αγώνα της τιμής
εξαπολύει την τρακατρούκα της αποχώρησης από το NATO. H ελλαδική αριστερά τσιμπά
το δόλωμα και θυσιάζει κι αυτή τον κυπριακό ελληνισμό. Οι Τούρκοι θα καταλάβουν
περισσότερα εδάφη από τα προκαθορισμένα για διαπραγματευτικούς λόγους, όπως ομολογούν
ο Μπιράντ από τότε, ο Εβρέν πρόσφατα. Σε 48 ώρες (ως τη νέα εκεχειρία) η Β. Κύπρος
είχε παραδοθεί.
Με το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης
μπορούμε σήμερα να πούμε την αλήθεια. Δεν ηττηθήκαμε στρατιωτικά. Ηττηθήκαμε πολιτικά
και ηθικά. Και αυτό υπήρξε απείρως χειρότερο. Την προδοσία της στρατιωτικής χούντας
διαδέχθηκε η αναξιότητα και η αναξιοπρέπεια ενός πολιτικού εσμού που για μήνες
βάδισε χέρι – χέρι με τους επικεφαλής των επιτελών της χούντας, των ίδιων ανθρώπων
που δεν έπραξαν τίποτε για να εμποδίσουν την εισβολή. Χρόνια ολόκληρα δεν ομολόγησαν
την ήττα γιατί φοβούνταν ότι ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού, μέσα στη ηθική
ανάταση της δημοκρατικής απελευθέρωσης, θα αξίωνε μιαν ιστορική απάντηση, θα
επέβαλλε την πολιτική της ρεβάνς.
Αυτό έτρεμε το μεταπολιτευτικό κατεστημένο. Να καταστεί στη
λαϊκή συνείδηση η Κύπρος μια νέα Αλσατία -Λωρραίνη που θα έσυρε τους πολιτικούς
στη μόνη αξιοπρεπή πολιτική, την ανατροπή των τετελεσμένων. Σήμερα που ο λαός αυτός
εκφυλίστηκε οριστικά και δεν υπάρχει φόβος πατριωτικής αντίδρασης, θρασύτατα αποφαίνονται
ότι «ηττηθήκαμε το 1974» για να εκμαιεύσουν τη συναίνεση στη νέα εθνική ταπείνωση.
Κανένα δάκρυ μάνας αγνοούμενου δεν φτάνει για να ταράξει την ευωχία αυτού του
λαού και των αντάξιων του ηγετών.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr