Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Φάκελος Κύπρου: Μαρτυρία-σοκ «Κομάντο ‘74» για την πτήση θανάτου – Το ντοκουμέντο της προδοσίας

ΣΟΥΔΑ-ΛΕΥΚΩΣΙΑ: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «ΝΙΚΗ»
ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΡΟΜΩΝ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1974, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΕΤΑΞΕ Η ΧΟΥΝΤΑ
Της Πέννυς Κροντηρά
Το «Καρφί», συνεχίζοντας το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου, φωτίζει τα δραματικά γεγονότα του 1974 και αποκαλύπτει την πτήση θανάτου των 13 Noratlas από τη Σούδα των Χανίων προς τη Λευκωσία της Κύπρου, στις 21 προς 22 Ιουλίου το ξημέρωμα. Η χουντική στρατιωτική ηγεσία του δικτάτορα Ιωαννίδη έστειλε τους κομάντο μας σε επιχείρηση αυτοκτονίας. Για να μην εγκλωβιστούν από τα εχθρικά ραντάρ, τα αεροπλάνα πέταξαν χωρίς φώτα, με σιγή ασυρμάτου, χωρίς ραντάρ, χωρίς συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών, χωρίς σωσίβια οι καταδρομείς, σε πτήση 4 ωρών, σε ύψος μόλις 100 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Η έλλειψη συντονισμού, λόγω του εγκληματικού πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, είχε ως αποτέλεσμα να χτυπηθούν και τα 13 αεροσκάφη από ελληνικά αντιαεροπορικά πυρά στον αέρα της Λευκωσίας, καθώς θεωρήθηκαν ότι ήταν τουρκικά!
Αποκαλύψεις έπειτα από 40 χρόνια
Ο Ηρακλειώτης στην καταγωγή Χαράλαμπος Αποστολάκης, σήμερα συνταξιούχος καθηγητής Φυσικής, ήταν τότε έφεδρος ανθυπολοχαγός της ένδοξης Α’ Μοίρας Καταδρομών και τώρα μέλος του συλλόγου «Κομάντο 1974», που πολέμησαν ηρωικά τους Τούρκους. Η συνάντησή μας έγινε στα γραφεία του συλλόγου, στην οδό Θεμιστοκλέους, εκεί όπου είναι το «φυλάκιο μνήμης» των τελευταίων τουρκομάχων. Σε κλίμα συναισθηματικά φορτισμένο, μας περιέγραψε την επιχείρηση «Νίκη» σαν να την ξαναζούσε τώρα, αποκαλύπτοντάς μας ότι μιλάει για πρώτη φορά έπειτα από 40 χρόνια!
«Στις 21 Ιουλίου 1974 και ώρα 16.30, ο διοικητής μας, ταγματάρχης Γεώργιος Παπαμελετίου, έλαβε προφορική εντολή από τον ταξίαρχο Γιάννακα της Διοίκησης Καταδρομών να αναδιατάξουμε τις δυνάμεις μας, να αναπροσαρμόσουμε τους φόρτους και τον οπλισμό μας, προκειμένου να αναλάβουμε αποστολή στην Κύπρο, για να υπερασπιστούμε την ανεξαρτησία και ελευθερία της. Είχαμε πληροφορηθεί ότι η Τουρκία είχε κάνει στρατιωτική εισβολή, το πρωί της 20ής Ιουλίου. Ο διοικητής κάλεσε τους αξιωματικούς στο γραφείο του και μας ενημέρωσε ότι τα πράγματα άλλαξαν. Ενώ ήμασταν προετοιμασμένοι πολεμικά για τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, μας είπε ότι αποστολή μας ήταν πλέον η Κύπρος, στην οποία θα μεταβαίναμε με αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας που είχαν ήδη απογειωθεί από τα αεροδρόμια της Ελευσίνας και του Βόλου και πετούσαν προς τη Σούδα. Μάλιστα, μόλις τελείωσε η ενημέρωση, με κάλεσε ο αξιωματικός επιχειρήσεων και εκπαιδεύσεως, ταγματάρχης Βασίλειος Μανουράς, από τα Ανώγεια της Κρήτης, και μου ανέθεσε τα καθήκοντα του βοηθού του, αφήνοντας τα καθήκοντα του διμοιρίτη στον 43ο Λόχο».
Τραγουδώντας «Πότε θα κάμει ξαστεριά»
«Αναπροσαρμόσαμε λοιπόν το σχέδιο, πήραμε τον ατομικό μας οπλισμό, πυρομαχικά, χειροβομβίδες και έναν ορισμένο αριθμό αντιαρματικών όπλων και πυρομαχικών. Ο διοικητής μάς τόνισε να εμψυχώσουμε τους καταδρομείς όσο γινόταν, για να έχουμε μια πολύ καλή ετοιμότητα και ένα καλό αποτέλεσμα. Επίσης, να τους ενημερώσουμε ότι η αποστολή άλλαζε, αλλά χωρίς να τους πούμε ότι θα πηγαίναμε στην Κύπρο. Πράγματι αυτό έγινε. Εκ των υστέρων, επειδή εγώ προηγήθηκα με τον ταγματάρχη Βασίλειο Μανουρά, έμαθα ότι έξω από το προαύλιο της Μοίρας ο διοικητής είπε στους καταδρομείς “παιδιά, πάμε για Κύπρο”, αλλά δεν το άκουσα εγώ ο ίδιος. Εμείς καλέσαμε στο προαύλιο όλη τη δύναμη της Μοίρας που ήταν σε ετοιμότητα, έγινε η αναφορά και, συντεταγμένα πλέον και πειθαρχημένα, γύρω στις 19.30, επιβιβαστήκαμε στα επιταγμένα λεωφορεία του ΚΤΕΛ και των ιδιωτών από τα Χανιά που είχαν φτάσει. Ο ενθουσιασμός των καταδρομέων ήταν τόσο μεγάλος, που εμείς, έχοντας εκπαιδευτεί στα βουνά σε πραγματικές συνθήκες πολέμου, με αναπτερωμένο ηθικό, όλοι μας τραγουδούσαμε τα τραγούδια της Κρήτης, αντάρτικα και το επαναστατικό τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά», με το βαρύνοντα συμβολισμό του. Περνούσαμε μέσα από την αγορά των Χανίων και ο κόσμος που ήταν ενημερωμένος χειροκροτούσε και μας έλεγε “στο καλό, παιδιά, και καλό βόλι!”»
Με ηθικό υψηλότατο…
«Φτάνοντας στο αεροδρόμιο της Σούδας γύρω στις 20.00-20.30, είδαμε ότι είχαν αφιχθεί τα περισσότερα αεροσκάφη και μέσα βρισκόταν μόνο ένα μέρος του πληρώματος. Οι χειριστές είχαν ήδη μεταβεί στο κέντρο επιχειρήσεων, για να ενημερωθούν από τον ταξίαρχο Στεφαδούρο για τις συνθήκες της αποστολής. Πήρα εντολή από τον ταγματάρχη Μανουρά να συντονίσω και να οργανώσουμε γρήγορα την επιβίβαση των καταδρομέων στα αεροσκάφη μαζί με τους διοικητές των λόχων και τους διμοιρίτες. Η επιβίβαση στα αεροσκάφη έγινε συντονισμένα και πειθαρχημένα σε χρόνο ρεκόρ. Το ηθικό ήταν υψηλότατο. Σε κάθε αεροσκάφος επιβιβάζονταν ο διμοιρίτης με μια διμοιρία και τον οπλισμό. Όταν είχαμε συμπληρώσει το έβδομο στη σειρά αεροσκάφος, και πηγαίνοντας για το όγδοο, είδα να έρχεται προς το μέρος μου ο διοικητής της Μοίρας μαζί με τον ταγματάρχη Μανουρά και συζητώντας είπαν “θα επιβιβαστούμε τώρα εμείς στο όγδοο αεροσκάφος, για να αντιμετωπίσουμε πιθανά προβλήματα…” Αμέσως, με διέταξαν να επιβιβαστώ και εγώ μαζί τους και ανέθεσαν σε άλλο αξιωματικό την επιβίβαση των υπόλοιπων καταδρομέων στα επόμενα αεροσκάφη».
ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΑΡ, ΦΩΤΑ ΚΑΙ ΣΩΣΙΒΙΑ…
Όσον αφορά τις οδηγίες πτήσης και τα δεδομένα που αντιμετώπισαν στον αέρα, καθώς βάλλονταν από τα φίλια πυρά των Ελληνοκυπρίων, ο κ. Αποστολάκης αφηγείται με ζωντάνια: «Το πρώτο αεροσκάφος πρέπει να απογειώθηκε γύρω στις 21.00, με κατεύθυνση από το αεροδρόμιο στον κόλπο της Σούδας, ανατολικά των Λευκών Ορέων, και στη συνέχεια κατεβήκαμε σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η ενημέρωση που είχε γίνει από τον ταξίαρχο Στεφαδούρο, που ήταν απεσταλμένος από το Αρχηγείο της Αεροπορίας, προς τους αεροπόρους και το διοικητή της Μοίρας ήταν ότι θα υπήρχε πλήρης σιγή ασυρμάτου, φώτα πλεύσεως σβηστά, απόλυτο σκοτάδι και ότι μέσα στα αεροσκάφη δεν θα κινούνταν ούτε κουνούπι. Δεν θα άναβε κανένα φως, ούτε τσιγάρο ή αναπτήρας, τίποτε! Ήταν πραγματικά ηρωική αυτή η αποστολή, με την έννοια ότι έγινε από πιλότους που, στο σύνολό τους, δεν είχαν δει ποτέ την Κύπρο και πήγαιναν, για πρώτη φορά, μόνο με χάρτη και πυξίδα! Την εποχή εκείνη, ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν εντελώς δύσκολο, ήταν μια αποστολή θανάτου, και με το δεδομένο ότι τα αεροσκάφη ήταν παλιά και με πτητικά προβλήματα. Γι’ αυτό και από το διεθνή Τύπο και πολλούς στρατιωτικούς κύκλους, αλλά και από το δημοσιογράφο Αλί Μπιράντ της Τουρκίας, ονομάστηκε “αποστολή αυτοκτονίας”. Εάν οι Τούρκοι μέσα από τα ραντάρ έβλεπαν την αποστολή, αρκούσε ένα αεροσκάφος αναχαίτισης για να μας ρίξει όλους κάτω. Και ενώ ειπώθηκε ότι εμείς θα είχαμε συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών, ώστε τελικά να γίνουν αναχαιτίσεις σε περίπτωση προσβολής από τουρκικά αεροσκάφη, εκ των υστέρων μάθαμε ότι τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε. Γιατί εμείς πετούσαμε στα 80-100 μέτρα, ίσως και χαμηλότερα, πάνω από τη θάλασσα, κάτι απαγορευτικό για τα μαχητικά αεροσκάφη, που δεν έχουν τέτοια δυνατότητα, καθώς υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Και δεύτερον, έπρεπε να παραμείνουν στον αέρα πάνω από 5 ώρες, για να συνοδεύσουν το πήγαινε αλλά και την επιστροφή των Noratlas, και δεν υπήρχε δυνατότητα ανεφοδιασμού. Παράλληλα, πετώντας σε μεγαλύτερα ύψη, θα γίνονταν αντιληπτά και από τα ραντάρ και η Τουρκία θα σήκωνε αεροσκάφη. Έτσι θα υπήρχε εναέρια εμπλοκή, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν».
Δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο
«Συναισθήματα των καταδρομέων μέσα στο αεροσκάφος δεν μπορούσε να διαπιστώσει κανείς, λόγω του απόλυτου σκοταδιού. Δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο καθόλου. Δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε λόγω του βόμβου, που ήταν τόσο δυνατός, ώστε ήταν απαγορευτική οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ μας. Εγώ ένιωθα καλά, γιατί είχα περάσει αρκετά σχολεία των Ειδικών Δυνάμεων. Υπήρχε μόνο μια αγωνία για το άγνωστο, καθώς δεν ξέραμε και τις δυνατότητες των τουρκικών αεροπορικών δυνάμεων. Είχαμε ένα συγκρατημένο φόβο για μια εναέρια εμπλοκή, καθώς δεν είχαμε σωσίβια και ήμασταν φορτωμένοι με 30-40 κιλά ο καθένας μας. Μια ανησυχία για το πώς θα εξελισσόταν η επιχείρηση. Και, σε περίπτωση αεροπορικής προσβολής, ο κίνδυνος να καταλήξουν τα αεροσκάφη αύτανδρα στο βυθό της θάλασσας ήταν πάρα πολύ μεγάλος».
Πώς γλιτώσαμε τη συντριβή
«Η πτήση διήρκεσε περίπου 3,5-4 ώρες. Τα αεροσκάφη μεταξύ τους είχαν χρονικό διαχωρισμό 5 λεπτών για λόγους ασφαλείας. Ήμουν συνεχώς όρθιος, με ελάχιστο χρόνο ξεκούρασης, για να βλέπω τι γίνεται κάτω από το φινιστρίνι του αεροσκάφους. Προσπαθούσα να εντοπίσω φώτα, πλοία, δυνάμεις ναυτικές. Έξω λοιπόν από τις κυπριακές ακτές εντοπίσαμε μια ναυτική δύναμη. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι ήταν αγγλικά πλοία. Δεν μας αναχαίτισαν με πυρά ή με αεροσκάφη. Μάλιστα, έμαθα ότι κάποιοι πιλότοι είδαν να πετά δίπλα τους ένα αεροσκάφος αναγνωριστικά. Ξαναζώ τα γεγονότα! (χαμογελάει) Αργότερα, από τους ίδιους τους χειριστές διαπιστώθηκε ότι όλα τα αεροσκάφη δέχτηκαν φίλια πυρά. Είμαι αγχωμένος γιατί ξαναζώ τα γεγονότα, συγγνώμη. Ύστερα από πολύ λίγο χρόνο, διαπιστώνω ότι έχουμε βρεθεί πάνω από έδαφος. Δεν ήξερα αν ήταν η Κύπρος ή κάποιο άλλο νησί. Στις ακτές φαίνονται φώτα εγκαταστάσεων. Καταλαβαίνω ότι το αεροσκάφος παίρνει θέση για προσγείωση, μάλλον οι χειριστές πίστεψαν ότι βρίσκονταν σε κάποιο αεροδρόμιο. Αλλά μας έκανε εντύπωση, γιατί το αεροδρόμιο της Λευκωσίας είναι στο κέντρο, έχει γύρω γύρω ξηρά και όχι θάλασσα, όπως εκεί. Αμέσως, είπα μέσα μου ότι ο πιλότος έχει κάνει λάθος και κάπου αλλού πηγαίνει. Τη στιγμή λοιπόν που πήγαινε να κατεβάσει τροχούς, ξαφνικά φουλάρει τις μηχανές και ανεβαίνει προς τα πάνω. Διαπίστωσε ότι δεν ήταν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, αλλά στις εγκαταστάσεις των Άγγλων στη Δεκέλεια. Μετέπειτα, από συζητήσεις με χειριστές που έκανα, έμαθα ότι, αν δεν έκανε αμέσως αυτή την άνοδο, μάλλον θα συντριβόμασταν πάνω από τις εγκαταστάσεις. Αυτό που σας λέω είναι μια μαρτυρία που δεν έχει καταγραφεί πουθενά και, επειδή ο χειριστής του αεροσκάφους Νικόλαος Τζανάκος είναι μακαρίτης, εγώ τιμώ τη μνήμη του και δεν θέλω με αυτό που λέω να βεβηλωθεί. Θέλω μόνο να τονίσω ότι οι πιλότοι αυτοί ήταν πραγματικοί ήρωες, διότι κατόρθωσαν το ακατόρθωτο».
Οι σφαίρες χτυπούσαν σε διάφορα σημεία τα αεροσκάφη
«Αμέσως μετά, κινηθήκαμε βόρεια. Την ίδια μέρα οι Άγγλοι έστειλαν στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων ένα σήμα διαμαρτυρίας, ότι παραβιάσαμε τον εναέριο χώρο τους και ότι, αν αυτό ξανασυμβεί, θα υπάρξει αναχαίτιση. Μάλιστα, δήλωσαν ότι δεν ήταν ενήμεροι γι’ αυτή την αποστολή και ότι αυτό που έγινε τους αιφνιδίασε και οι συμφωνίες ήταν να μην επιτραπεί σε καμία περίπτωση βοήθεια από την πλευρά της Ελλάδας, ούτε διά θαλάσσης ούτε από αέρος. Ύστερα από λίγο, είδαμε τα φώτα διαφόρων οικισμών της Λευκωσίας και, φτάνοντας στο αεροδρόμιο, παντού υπήρχαν φωτιές, σε λόφους, σε πλαγιές βουνών, σε οικισμούς. Δεν είχαν ανάψει ακόμα τα φώτα του αεροδρομίου, πυκνό σκοτάδι, και ξαφνικά άρχισαν να μας χτυπούν με αντιαεροπορικά πυρά. Διαπιστώνουμε ότι τα πυρά ήταν από πολλές κατευθύνσεις, από μπροστά, από το πλάι, από αριστερά, από δεξιά, από διάφορες τοποθεσίες. Ήταν διασταυρούμενα και αυτά τα βλέπαμε εξαιτίας των τροχειοδεικτικών βλημάτων. Κοιτάζαμε λοιπόν τις φωτεινές βολίδες, όπως το θέαμα στο Βροντάδο της Χίου. Ήταν ένα τρομακτικό θέαμα. Ήμασταν όρθιοι, έτοιμοι για το καθετί πάνω στο αεροσκάφος, το οποίο βουτούσε και δεν είχε σταθερή πορεία. Προσπαθούσαν οι πιλότοι να αποφύγουν τα πυρά. Ήταν ένα δραματικό βράδυ. Οι σφαίρες περνούσαν δίπλα μας, πολλές χτυπούσαν σε διάφορα σημεία τα αεροσκάφη. Στο δικό μας αεροσκάφος δεν πάθαμε μεγάλη ζημιά, είχε αρκετές τρύπες στη δεξιά πτέρυγα, στην πίσω πόρτα, και είχε χτυπηθεί ένα τμήμα των δεξαμενών, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαρροή καυσίμου».
Πηδούσαμε εν κινήσει από τα αεροπλάνα
«Παρ’ όλα αυτά, το αεροσκάφος προσγειώθηκε και, μόλις πιάσαμε διάδρομο, άνοιξαν οι πόρτες και δώσαμε εντολή στους καταδρομείς να είναι έτοιμοι. Τότε, σχεδόν εν κινήσει, πηδούσαμε από τις πόρτες του αεροσκάφους. Όλες οι αντιδράσεις ήταν αντανακλαστικές. Πηδώντας άλλοι έπεσαν στο έδαφος, άλλοι χτυπούσαν, άλλοι έχασαν πράγματα. Αμέσως μετά, το αεροσκάφος φούλαρε τις μηχανές και έφυγε, γιατί από πίσω ακολουθούσαν και άλλα. Δεν γνωρίζαμε, εκείνη τη στιγμή, ότι είχε πέσει το τέταρτο, το οποίο είχε αλλάξει θέση, από τρίτο που ήταν στη σειρά, και είχαν σκοτωθεί όλοι πλην ενός ατόμου. Ούτε και ότι ένα άλλο είχε βληθεί τόσο έντονα, ώστε τραυματίστηκαν εννέα άτομα και σκοτώθηκαν δύο, καθώς είχε ανοίξει στο κάτω μέρος μια μεγάλη τρύπα από βλήμα αντιαεροπορικού Bofor».
ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΑΝ ΓΙΑ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥΣΑΝ
Το χρονικό της προσγείωσης και τα τραγικά νέα της πτώσης του «Νίκη 4» έχουν χαραχτεί βαθιά στην ψυχή του κ. Αποστολάκη. «Εμείς, όταν προσγειωθήκαμε, έπρεπε να πάρουμε θέσεις μάχης, γιατί δεν ξέραμε, βλέποντας αυτή τη μαζική προσβολή από αντιαεροπορικά πυρά και ελαφρά όπλα, αν το αεροδρόμιο μέσα σε αυτές τις 3,5 ώρες πτήσης είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Προσπαθούσαμε να έρθουμε σε επαφή με τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Τότε ακούσαμε, σε μια απόσταση 100 μέτρων, μια ελληνική φωνή και πλησιάσαμε προσεχτικά να δούμε τι γίνεται, γιατί πιστεύαμε ότι το αεροδρόμιο είχε καταληφθεί από τουρκικές δυνάμεις. Ήμασταν προσεχτικοί, κινηθήκαμε έρποντας, γιατί μπορεί να ήταν δυνάμεις εχθρικές και να υπήρχε συμπλοκή. Τότε, στην αναγνώριση, κάποιος φωνάζει: “Eίμαι Έλληνας υπολοχαγός”. Tον πλησίασα, τον χαιρέτησα και με αγκάλιασε. Μου είπε: “Εμείς δεν ξέραμε ότι ήσασταν Έλληνες, νομίζαμε ότι ήσασταν Τούρκοι και γι’ αυτό ακριβώς δεχτήκατε αυτόν το μεγάλο όγκο πυρών. Και εγώ ήμουν έτοιμος να εκτοξεύσω πυρά εναντίον σας”. Aλλά ήταν ψύχραιμος, πλησίασε τόσο κοντά, έκανε αναγνώριση και γι’ αυτό δεν υπήρξε μεταξύ μας συμπλοκή. Διαφορετικά, θα μπορούσαμε να έχουμε αλληλοεκτοξευόμενα πυρά και με ελληνικές δυνάμεις».
 ΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ ΤΟΥ «ΝΙΚΗ 4» ΘΑΦΤΗΚΑΝ ΣΕ ΕΝΑΝ ΟΜΑΔΙΚΟ ΤΑΦΟ
«Μετά από αυτό, ήρθαμε σε επαφή με τη φρουρά του αεροδρομίου και με τον επικεφαλής συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο, που ήταν σε μια κατάσταση αλλοφροσύνης, δεν ήξερε τι του γινόταν και τα είχε χαμένα. Εκείνος μας είπε ότι γνώριζε ότι ήμασταν Έλληνες, αλλά δεν είχε ληφθεί το σήμα από τις υπόλοιπες δυνάμεις γύρω από το αεροδρόμιο. Μας προέτρεψε να κινηθούμε γρήγορα σε μια άκρη του αεροδρομίου, γιατί κατέφθαναν στρατιωτικά οχήματα να μας παραλάβουν και να μας οδηγήσουν εκτός αεροδρομίου, καθώς η ώρα πλησίαζε 05.30 και η τουρκική αεροπορία ξεκινούσε τους βομβαρδισμούς. Αν μας εντόπιζαν, θα είχαμε απώλειες. Όπως φεύγαμε, έπεσε πάνω μας ένα φορτηγάκι που ήταν γεμάτο τραυματίες και, όπως έμαθα αργότερα, προέρχονταν από το έκτο στη σειρά αεροσκάφος με επικεφαλής τον αείμνηστο υπολοχαγό Σταύρο Μπένο. Το “Νίκη 6” είχε δεχτεί πάρα πολλά αντιαεροπορικά πυρά και ένα βλήμα στο κάτω μέρος από αντιαεροπορικό Bofor, με αποτέλεσμα να ανοίξει μια μεγάλη τρύπα, να σκοτωθούν δύο άτομα και να τραυματιστούν εννέα. Το αεροσκάφος που είχε πέσει δεν το είχαμε δει και φλεγόταν στο λόφο της Μακεδονίτισσας, που απείχε 3 χιλιόμετρα. Αργότερα, αυτόπτες μάρτυρες μας είπαν ότι είχε δεχτεί πυρά στις δεξαμενές καυσίμων και φλεγόταν ήδη στον αέρα. Ο έλεγχος είχε χαθεί, καθώς οι πιλότοι είχαν τραυματιστεί ή ήταν νεκροί. Η δε αναγνώριση των νεκρών ήταν αδύνατη, γιατί οι περισσσότεροι είχαν καεί. Και, για να μη γίνουν βορά στα σκυλιά, δόθηκε εντολή να πάει ένα γκρέιντερ και να σκεπάσει τα συντρίμμια σε έναν ομαδικό τάφο. Μάλιστα, σήμερα μαθαίνουμε ότι δόθηκε εντολή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να εκταφεί το αεροσκάφος, να γίνει DNA και να αναγνωριστούν οι νεκροί. Μόνο ένας καταδρομέας σώθηκε, ο Θανάσης Ζαφειρίου, με πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας, που δεν του επέτρεψαν να είναι ποτέ όπως πριν. Δυστυχώς, οι αείμνηστοι ήρωες σύντροφοί μας με τους ήρωες χειριστές του αεροσκάφους “Νίκη 4” πέρασαν δραματικές στιγμές».
Ανάρτηση από: http://www.tokarfi.gr