Ο Τραμπ αντιμέτωπος με πολλαπλά αδιέξοδα τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο και στη διεθνή πολιτική σκηνή
Συνέντευξη στον Νίκο Ταυρή
Ο Δρόμος της Αριστεράς συνομίλησε με τον Αμερικανό διανοούμενο και συγγραφέα Τζέιμς Πέτρας σχετικά με την όξυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, του Ντ. Τραμπ, και των κυριότερων δομών του αμερικάνικου κατεστημένου. Υπό το βάρος αυτών των πιέσεων, σημειώνει ο Τζ. Πέτρας, ο Τραμπ εγκαταλείπει τις προεκλογικές του εξαγγελίες και στρέφεται ολοένα και περισσότερο στον μιλιταρισμό. Η στοχοποίηση του Ιράν, η ανάδειξη του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας σε βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή και οι απειλές πολέμου στη Β. Κορέα αποτελούν μεγάλη κλίμακας αυτοπαγίδευση για την πολιτική του Αμερικανού προέδρου. Καθώς ο Τραμπ χάνει την εξουσία και η αυτοκρατορία αρχίζει να νοιώθει ανίκανη να επιλύσει τα προβλήματα μέσω απειλών, η κατάσταση μπορεί να οδηγηθεί σε μία ακραία αντίδραση, σημειώνει ο Πέτρας, υπογραμμίζοντας την κρισιμότητα της περιόδου που ζούμε.
Παρά την φανερή εγκατάλειψη σημαντικών προεκλογικών αιχμών του προέδρου Τραμπ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, παρατηρούμε μια κλιμακούμενη αντιπαράθεση μεταξύ των μηχανισμών του βαθέως αμερικάνικου κράτος και του Προέδρου. Ποιο είναι το βάθος, οι σκοποί και το ζητούμενο αυτής της έντασης;
Η σύγκρουση επεκτείνεται σε όλες τις κρατικές δομές, το FBI, την CIA, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Δικαιοσύνη, που κυριαρχούνται από την προηγούμενη διοίκηση Ομπάμα και έχουν βάλει τον Τραμπ στο στόχαστρο, εξαιτίας των προσπαθειών του να επιβάλει μια νέα κοινωνική κατάσταση και να αντικαταστήσει το σημερινό κράτος με ένα κράτος περισσότερο ευθυγραμμισμένο με την δική του πολιτική κατεύθυνση. Πρόκειται για μία πολύ σοβαρή αντιπαράθεση, καθώς δεν είναι απλώς μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, αλλά ανάμεσα στον Πρόεδρο και σε αυτό που ονομάζουμε «βαθύ κράτος», στους κυρίαρχους θεσμούς, οι οποίοι εμπλέκονται σε μία συνεχή μάχη. Η αντιπαράθεση περιλαμβάνει την προσπάθεια εκκαθάρισης όλων των διορισμών του υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ, των ανώτερων συμβούλων του και, σε τελική φάση, το να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο ίδιος ο πρόεδρος, δηλαδή να υπάρξει ένα πραξικόπημα που θα τον οδηγήσει εκτός Λευκού Οίκου.
Υπό την πίεση του βαθέως κράτους, ο Τραμπ έχει χάσει πολλά από τα βασικά του στελέχη, τρία εκ των οποίων δικάζονται και απειλούνται με ποινές φυλάκισης. Παράλληλα συνεχίζεται και η έρευνα του ειδικού εισαγγελέα Μίλερ ο οποίος εξετάζει στοιχεία που αφορούν τον στενό προεδρικό κύκλο. Ο αρχικός σκοπός όλων αυτών ήταν να αποφευχθεί η ανάπτυξη μιας νέας σχέσης με τη Ρωσία. Η ιδέα ήταν, ότι ο Τραμπ επρόκειτο να άρει τις κυρώσεις και να συσφίξει τους δεσμούς με τη Ρωσία, με ίσως λιγότερη εμπλοκή στη Μέση Ανατολή. Τώρα, το αποτέλεσμα είναι, ο Τραμπ να υποχωρεί και να στρέφεται όχι μόνο προς πολιτικές πολέμου και κατά της Ρωσίας, αλλά να υποστηρίζει όλο και περισσότερο τον μιλιταρισμό. Πρόκειται για μία στροφή 180 μοιρών που αντικατοπτρίζει την προσπάθειά του να εμποδίσει την εκκαθάριση της κυβέρνησής του και τελικά να διασώσει την ίδια του την εξουσία, την θέση του. Η κατεύθυνση στην οποία κινείται τώρα είναι η εδραίωση της εξουσίας του στη Wall Street, ως όπλο για την καταπολέμηση του βαθέως κράτους, ενώ η φορολογική πολιτική του, έχει ως στόχο τη μείωση των φόρων για τους εκατομμυριούχους και την εξάλειψη των κοινωνικών προγραμμάτων αυξάνοντας την κερδοφορία της Wall Street. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ χρησιμοποιεί τις οικονομικές πολιτικές του ως ένα από τα όπλα για να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση εντός του κρατικού μηχανισμού.
Το Δημοκρατικό Κόμμα, δυστυχώς, δεν έχει καμία προοδευτική εναλλακτική λύση. Εξακολουθούν να είναι εχθροί της Ρωσίας και την βλέπουν ως ένα «ραβδί» για να χτυπήσουν τον Τραμπ.
Έχουμε λοιπόν ένα αντιδραστικό κράτος που αντιμάχεται έναν αντιδραστικό πρόεδρο για το ποιος θα κυριαρχήσει στις πολεμικές πολιτικές και ποιος θα έχει την υποστήριξη της Wall Street. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια προοδευτική σύγκρουση, αφού το βαθύ κράτος ζητά μεγαλύτερους περιορισμούς στο διαδίκτυο, μεγαλύτερους περιορισμούς στις συζητήσεις, και περιστολή των πολιτικών που αποσκοπούν στη διευθέτηση και συμφιλίωση με τη Ρωσία. Επομένως εδώ έχουμε μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση από κάθε άποψη.
Αν νικήσει το βαθύ κράτος θα είναι ένα κακό σημάδι για την εκλογική και προεδρική πολιτική, αν κερδίσει ο Τραμπ θα έχουμε μια πολύ αντιδραστική κυβέρνηση που θα επιτεθεί σε ό,τι απομένει από το κράτος πρόνοιας. Πρόκειται για μία δραματική κατάσταση και η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών ψηφοφόρων αντιτίθεται και στις δύο πλευρές και στέκεται ως θεατής.
Τα ΜΜΕ, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συντάσσονται με το βαθύ κράτος και ο Τραμπ έχει την υποστήριξη μόνο ενός μικρού κομματιού τους. Καθημερινά δημοσιεύονται σκάνδαλα στα οποία εμπλέκεται ο Τραμπ, σκάνδαλα πολιτικά, κοινωνικά ή και σεξουαλικά. Πρόκειται για μια συζήτηση πολύ χαμηλού επιπέδου η οποία δεν αγγίζει κανένα από τα ζωτικά ζητήματα για τα οποία ανησυχεί ο κόσμος.
Η ανάδειξη του Ιράν σε βασικό αντίπαλο των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή ολοκληρώνεται με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ σε πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ. Είναι αποφασισμένος ο Τραμπ να ανάψει μια νέα ανεξέλεγκτη φωτιά;
Πιστεύω ότι έχουμε μια πλήρη υποταγή του Τραμπ στον σύζυγο της κόρης του, ο οποίος είναι φανατικός Σιωνιστής. Πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό πρόσωπο στην κυβέρνηση, διατεθειμένο να πάρει οποιαδήποτε μέτρα του εισηγηθεί ο Νετανιάχου. Νομίζω ότι ο Τραμπ δεν γνωρίζει, ή δεν θέλει να δει, τις τεράστιες συνέπειες της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Είναι εντελώς μη ρεαλιστής, οι πολιτικές του για το Ιράν επίσης επηρεάζονται από το Ισραήλ, και δεν έχει καμία υποστήριξη από τις ασιατικές δυνάμεις, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ευρώπη ακόμη και η εταιρεία Μπόινγκ η οποία υπέγραψε συμφωνία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η πολιτική Τραμπ έναντι του Ιράν είναι ουσιαστικά πολιτική της κυβέρνησης Νετανιάχου.
Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ εκφράζει περισσότερο την ισραηλινή πολιτική και υποδηλώνει την τεράστια επιρροή που έχουν οι Ισραηλινοί στην πολιτική των ΗΠΑ, βασιζόμενοι όχι μόνο σε έναν φιλοσιωνιστικό κύκλο στην κυβέρνηση, αλλά και στην επιρροή τους στο Κογκρέσο και στους ισχυρούς της Ουάσινγκτον.
Αυτή η τύφλωση του Τραμπ είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει έκρηξη στη Μέση Ανατολή και έχουν ήδη αρχίσει μεγάλες διαδηλώσεις όχι μόνο στην Παλαιστίνη αλλά και στις γύρω χώρες. Ο Τραμπ διαμορφώνει τις θέσεις του, χωρίς να καταλαβαίνει τη δυναμικής της διαδικασίας. Πιστεύει ότι απλώς με την εξαγγελία πολιτικών θα κερδίσει αυτόματα τον σεβασμό και την υποστήριξη της εξουσίας του, αλλά η ισχύς του δεν είναι πλέον ακλόνητη και συντριπτική όσο σε μια προηγούμενη φάση. Η προσπάθειά του να επιβάλει πολιτική, κατέληξε σε καταστροφή με την Κίνα, οδήγησε σε ήττες στη Συρία, σε έκρηξη στη Μέση Ανατολή και σε αποξένωση από ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Είναι φανερό πως οδηγεί τη χώρα σε αδιέξοδο νέων πολέμων που θα αποδυναμώσουν τις ΗΠΑ.
Το μόνο πρόβλημα του Τραμπ είναι ότι δεν έχει καμία ικανότητα στο να δημιουργεί συμμαχίες. Έφερε κοντά το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, αλλά με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ αποξενώθηκε ακόμη και από τους Σαουδάραβες που ήταν οι πιο αντιδραστικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ. Με την κίνησή του αυτή αποξενώθηκε από το Ιράκ και ενίσχυσε το Ιράν και τις αντιστασιακές δυνάμεις στη Συρία. Τελικά ο Τραμπ, έγινε σύμμαχος των αντι-Τραμπικών δυνάμεων, μέσω της υπεράσπισης και της υποταγής του στο Ισραήλ.
Η περικύκλωση της Ρωσίας συνεχίζεται, μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια στην Κορέα, κλιμάκωση της αντιπαράθεσης στη Μ. Ανατολή. Μπορούν οι ΗΠΑ να υποστηρίξουν τόσα μέτωπα υψηλής έντασης και πιθανών πολεμικών συγκρούσεων;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την κατεύθυνση αυτοπαγίδευσης στην οποία κινείται ο Τραπ. Έχουμε το παράδειγμα του Ομπάμα που ξεκίνησε επτά πολέμους και είχε επτά ήττες. Στο Ιράκ επηρέασε τους Ιρακινούς να υιοθετήσουν μία στενότερη σχέση με το Ιράν. Στη Συρία ενίσχυσε τη Ρωσία και τον Άσαντ. Στη Λιβύη οδήγησε στην καταστροφή της προοδευτικής κυβέρνησης του Καντάφι και έδωσε δύναμη σε φυλετικές και τρομοκρατικές οργανώσεις. Η πίεση στη Β. Κορέα, εξώθησε τους Βορειοκορεάτες να κλιμακώσουν με επιτυχία τα πυρηνικά τους σχέδια. Η πολιτική της στρατιωτικοποίησης είχε αρνητικό αντίκτυπο στην πολιτική των ΗΠΑ και δείχνει ότι η χώρα δεν είναι σε θέση να διεξάγει πολλούς πολέμους ταυτόχρονα.
Όπως προανέφερα, η προσπάθεια αυτή έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ, υπονομεύει την ικανότητά συμμαχιών τους και έχει οδηγήσει σε μια αυξανόμενη απομόνωση και ενίσχυση της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα από την Ευρώπη. Οι Κινέζοι προχωρούν με τα «προγράμματα του μεταξιού» και αναπτύσσουν σχέσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ οι ΗΠΑ απομονώνονται. Κατάφεραν μόνο να σφυρηλατήσουν συμμαχίες με ένα πολύ απομονωμένο Ισραήλ και μια πολύ απομονωμένη Σαουδική Αραβία, ενώ δεν έχει οικοδομηθεί καμία τρομερή σύμπλευση στο εσωτερικό της χώρας.
Δεν είναι βιώσιμο για τις ΗΠΑ να επέμβουν ξανά στο Αφγανιστάν αυξάνοντας τους στρατιώτες, επειδή τα αμερικανικά στρατεύματα μπορούν να λειτουργήσουν μόνο σε λίγες πόλεις, με λίγα φρουραρχεία και έχουν χάσει τον έλεγχο του 80% της χώρας. Έτσι, ακόμα και στο Αφγανιστάν, ακόμα και στην Υεμένη, οι ΗΠΑ έχουν μια πολύ στενή βάση υποστήριξης που δεν αρκεί για να εδραιώσουν την εξουσία τους.
Τέλος, υπάρχει ένα πολύ επικίνδυνο και σημαντικό ζήτημα. Καθώς ο Τραμπ χάνει την εξουσία και η αυτοκρατορία αρχίζει να νοιώθει ανίκανη να επιλύσει τα προβλήματα μέσω απειλών, η κατάσταση μπορεί να οδηγηθεί σε μία ακραία αντίδραση, συμπεριλαμβανομένης και μιας πυρηνικής αντιπαράθεσης, ενός πυρηνικού πολέμου με τη Βόρεια Κορέα. Έτσι οι ήττες και η υποχώρηση μπορεί να οδηγήσουν σε εξτρεμισμό.
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr