Πέντε Ερωτήσεις
Του Χρήστου Αλεξάνδρου*
Μέλος Κ.Ε. ΕΔΕΚ
Κατα την διάρκεια του τελευταίου περίπου ενάμιση έτους, με την κορύφωση των διαπραγματεύσεων στο Μοντ Πελεράν, τη διάσκεψη στο Κραν Μοντάνα, όσο και κατά τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου φάνηκε για άλλη μια φορά το ψεύδος των φανατικών υποστηρικτών της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Εκμεταλλευόμενοι την περιπλοκότητα αυτής της λύσης, την σύγχυση και την έλλειψη ενημέρωσης του κόσμου, ωραιοποιούσαν, αποσιωπούσαν, και έλεγαν ψέματα ή μισές αλήθειες για διάφορες πτυχές της. Και επειδή ως γνωστό οι μισές αλήθειες αποτελούν τις περισσότερες φορές τα χείριστα ψεύδη, ποιο κάτω παραθέτουμε, μέσα από συγκεκριμένες ερωτήσει τις απαντήσεις για την πραγματική διάσταση κάποιων «αμφισβητούμενων» πτυχών, για τις οποίες η προπαγάνδα ανθεί.
Την Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία τη δέχθηκαν όλοι οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχής γενομένης από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ο οποίος και τη συμφώνησε το 1977. Είναι δυνατό να ζητούμε σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια, την εγκατάλειψη της;
Πρόκειται για μισή αλήθεια. Όσοι προβάλλουν αυτή την θέση παραβλέπουν επιτήδεια όσα μεσολάβησαν όλα αυτά τα χρόνια. Διαγράφουν όσα έκτοτε προέκυψαν ως καινούργια δεδομένα αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου όσες παραχωρήσεις έχουμε δεχθεί στην πορεία του χρόνου, αδιανόητες όταν η ελληνική πλευρά συμφωνούσε για Ομοσπονδία. Έχουμε δηλαδή μια πολύ μεγάλη αλλαγή σκηνικού και δεδομένων από τότε μέχρι σήμερα. Πράγματι όμως, αρχής γενομένης από τον Αρχιεπίκσοπο Μακάριο μέχρι και σήμερα η λύση αυτή γίνεται αποδεκτή από όλους τους Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κατά αρχάς, έχει σημασία να διευκρινιστεί ότι δεν επρόκειτο για «συμφωνία» με την πραγματική σημασία του όρου, αλλά για ένα ανακοινωθέν το οποίο εξεδόθη κατόπιν συμφωνίας των δύο μερών με το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στην Λευκωσία. Το ανακοινωθέν αυτό περιλάμβανε κάποιες «κατευθυντήριες γραμμές», οι οποίες αν και φωτογράφιζαν μια ΔΔΟ, δεν την ανέφεραν ως τίτλο της επιδιωκόμενης λύσης. Οι «γραμμές» αυτές είχαν αρκετά γενικό χαρακτήρα και ασφαλώς δεν επρόκειτο για επίσημη συμφωνία.
Όταν όμως την αποδέχτηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, και λίγο αργότερα στην ο Σπύρος Κυπριανού, κάποια θέματα που σήμερα είναι μείζονα, τότε ήταν ανύπαρκτα, ή ήταν δευτερεύοντα. Όπως για παράδειγμα το θέμα των εποίκων. Αλλά και όταν άρχισε να εποικίζεται η κατεχόμενη Κύπρος, η θέση όλων των πολιτικών δυνάμεων, βάση και του διεθνούς δικαίου, ήταν η πλήρης αποχώρηση τους. Σήμερα ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ αποδέχονται ουσιαστικά την παραμονή του συνόλου των εποίκων!! Τότε δεν ετίθετο, ούτε καν ήταν διεκδίκηση της τουρκικής πλευράς, η εκ περιτροπής προεδρίας. Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά άλλων θεμάτων, όπως η έκταση των τουρκικών veto, τα οποία, τα δύο προαναφερθέντα κόμματα σήμερα δέχονται για τους Τουρκοκύπριους σε όλες τις δομές εξουσίας ή με την επιστροφή προσφύγων κ.ά. Επομένως, το περιεχόμενο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας που σήμερα γίνεται αποδεκτό δεν έχει σχέση με τα δεδομένα αμέσως μετά το 1974, είναι πολλαπλασίως χειρότερο.
H Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα καταργηθεί αλλά θα μετεξελιχθεί.
Πρόκειται για το απόλυτο ψέμμα, το οποίο μάλιστα λέγεται συνειδητά. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ουσιαστικά απο το ’64, τουλάχιστον δεν την αποδεχόταν, ενώ ξεκάθαρα, δεν την αναγνωρίζει απο το 1974. H αποδοχή εκ μέρους της πλευράς μας της κατάργησης του κυπριακού κράτους, της ισχυρότερης ασπίδας προστασίας του Ελληνισμού της Κύπρου, και η συνίδρυση από τις δύο κοινότητες ενός νέου κράτους («παρθενογένεση») έχει γίνει αποδεκτή εδώ και δύο περίπου δεκαετίες, και επισφραγίστηκε με το Σχέδιο Ανάν. Ένα νέο κράτος το οποίο δεν θα πηγάσει από τον ένα ενιαίο λαό, Έλληνες και Τούρκους, αλλά εξίσου από τις δύο κοινότητες. Κάτι που σημαίνει ότι και η κυριαρχία του δεν θα ανήκει στο λαό αλλά εξίσου στις δύο κοινότητες, μια ρύθμιση πρωτοφανής στα νεωτερικά πολιτειακά δεδομένα. Αυτό θα συνέβαινε με τυχόν αποδοχή του Σχεδίου Ανάν, στο πλαίσιο του οποίου οι Τούρκοι θεωρούσαν και θεωρούν ότι έκαναν ήδη τις δικές τους παραχωρήσεις.
Στο ερώτημα, γιατί εφόσον δεν καταργείται η Κυπριακή Δημοκρατία, «πρέπει» τότε να αλλάξει όνομα, σημαία, και έμβλημα οι οπαδοί αυτής της λύσης σιωπούν, δεν έχουν τι να απαντήσουν. Μια σιωπή όμως εκκωφαντική. Αν η πλευρά μας επέμενε να μην αλλάξουν τα πιο πάνω, απλά οι Τούρκοι δεν θα συγκατένευαν σε λύση, ενδεχομένως να μην προσέρχονταν σε συνομιλίες. Το μοναδικό επιχείρημα που προβάλλουν οι διζωνιστές, προκειμένου να πείσουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δήθεν δεν καταργείται, είναι πως το κράτος που θα προκύψει δεν θα υποβάλει ξανά αίτηση ένταξης στον ΟΗΕ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλού. Πρόκειται όμως για κουτοπονηριά.
Γιατί οι διεθνείς παίκτες να ζητήσουν από το νέο κράτος αιτήσεις ένταξης, προκαλώντας «αναταράξεις» και απλώς να μην αντικαταστήσουν τις ετικέτες βολεύοντας τους όλους; Γιατί να δώσουν ερείσματα σε όσους αντιστρατεύονται την λύση που θα φέρουν; Όπως μας είπαν με τον ποιόν κυνικό τρόπο πριν μερικά χρόνια οι Ευρωπαίοι: «εσείς βρέστε λύση και εμείς θα τετραγωνίσουμε το κύκλο». Yπονοούσαν δηλαδή ότι για τις κατάφωρες καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θα περιλαμβάνει η λύση θα επινοήσουν και τις ανάλογες νομικές κατασκευές προκειμένου να τις υποστηρίξουν και να μην υπάρχουν «προεξοχές». Στα τυπικά και τα συμβολικά του νέου κράτους θα στέκονταν; H ουσία έχει σημασία, που είναι να «κλείσει» το πρόβλημα.
Υπάρχει ΔΔΟ με σωστό περιεχόμενο;
Και ναι και όχι. Ναι υπό την έννοια ότι, δεν είμαστε υποχρεωμένοι, δεν πηγάζει από την από τη «φιλοσοφία» της λύσης, η αποδοχή της εκ περιτροπής προεδρίας, η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα veto στους Τουρκοκύπριους για κάθε απόφαση σε όλες τις δομές εξουσίας, παραμονή εποίκων, πρώτο λόγο στις περιουσίες των προσφύγων από τους «χρήστες». Αυτά δεν θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται σε καμία Ομοσπονδία αφού είναι αχρείαστα, παράλογα και αντιβαίνουν πλήρως κάθε έννοια του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου. Πρόκειται για δικές μας παραχωρήσεις, οι οποίες θα έχουν ισχύ και «νομιμότητα» μόνο αν τις υπογράψουμε εμείς οι ίδιοι. Ουσιαστικά πρόκειται για τουρκικές θέσεις οι οποίες αποσκοπούν στην πλήρη καθυπόταξη του κυπριακού Ελληνισμού, έτσι ώστε να υλοποιηθεί ο στόχος για «επανάκτηση της Κύπρου».
Κάποιοι προσπαθούν να υπονοήσουν ότι τα πιο προκύπτουν, έστω και σε κάποιο βαθμό, από κάποια ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών που κάνουν λόγω ΔΔΟ με πολιτική ισότητα. Πρόκειται για άλλο ψεύδος. Η πολιτική ισότητα στα ψηφίσματα προσδιορίζεται ως «αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εξουσία». Τα πιο πάνω υπερβαίνουν κατά πολύ, και ποσοτικά και ποιοτικά, ότι θα μπορούσε να σημαίνει «αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εξουσία». Ως εκ τούτου μια ΔΔΟ χωρίς τα πιο πάνω μπορεί από κάποιους να θεωρηθεί ότι έχει «σωστό περιεχόμενο». Όμως τα δύο μεγάλα κόμματα αποδεχόμενα την παραμονή των εποίκων και όλα τα υπόλοιπα ουσιαστικά απεμπολούν μια ΔΔΟ «με σωστό περιεχόμενο». Στην πραγματικότητα όμως, στην περίπτωση της Κύπρου, μια ΔΔΟ, δεν μπορεί να έχει «σωστό περιεχόμενο», αφού για να εφαρμοστεί θα πρέπει αναπόφευκτα να υπάρξουν παραβιάσεις και περιορισμοί ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων στην βάση της εθνικής καταγωγής.
H Διεθνής Κοινότητα έχει υιοθετήσει την λύση ΔΔΟ, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ αναφέρονται σε αυτήν ρητά και ξεκάθαρα. Είναι εφικτό να ξεφύγουμε από αυτή την προοπτική;
H «διεθνής κοινότητα», κύρια οι Αγγλοαμερικανοί, ενδιαφέρονταν και ενδιαφέρονται να μην προκαλείται ένταση λόγω του κυπριακού και να αποφευχθεί ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος. Αυτό επιτάσσει το συμφέρον τους. Το περιεχόμενο και η ποιότητα της λύσης ποτέ δεν τους ενδιέφερε. Τα πιο πάνω σήμερα δεν είναι τόσο παγιωμένα όπως στο παρελθόν, είναι αρκετά πιο ρευστά, απροσδιόριστα, και με τάσεις αναπροσανατολισμού. Στο πλαίσιο αυτό η Ρωσία, και ιδίως το Ισραήλ, του οποίου η «στρατηγική σχέση» με την Τουρκία έχει προ πολλού διαλυθεί, δεν ευνοούν μια λύση τουρκικών προδιαγραφών, όπου η Κύπρος θα γίνει καταλήξει προτεκτοράτο της Τουρκίας.
Πέραν όμως από όλα αυτά, εκείνο το οποίο υποβάλλεται έμμεσα με την πιο πάνω διατύπωση δεν ισχύει. Αν δηλαδή φτάσουμε να πετύχουμε μια καλή λύση, πέραν από τη Διζωνική, δεν θα έρθει κανένας τρίτος να μας πει ότι δεν την δέχεται επειδή τα ψηφίσματα έκαναν λόγω για Διζωνική Ομοσπονδία. Το μείζον για όλους θα είναι το γεγονός της λύσης και όχι κάποια ψηφίσματα του παρελθόντος. Ή αν υποθέσουμε για παράδειγμα ότι τα μέρη (περιλαμβανομένης και της Τουρκίας) αποδεχτούν συμφωνημένη λύση δύο κρατών, δεν θα έρθει η «διεθνής κοινότητα» να μας το απαγορεύσει επειδή άλλα λένε τα ψηφίσματα. Αν υπάρξουν εντάσεις από τρίτους, π.χ. Βρετανία θα έχουν να κάνουν με τα συμφέροντα τους, και εν πάση περιπτώσει θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποτρέψουν τα μέρη από την μορφή λύσης που θέλουν.
Τι να κάνουμε;
Ένα είναι το βέβαιο, ότι δεν πρέπει να αποδεχτούμε την προδιαγραφόμενη λύση, η οποία θα σημάνει την απαρχή του τέλους του Ελληνισμού στην Κύπρο. Ακόμα και με το αισθητήριο του ένας απλός αγράμματος άνθρωπος, ανεπηρέαστος από την κομματική προπαγάνδα, μπορεί να το κατανοήσει. Δυστυχώς ποτέ όμως δεν υπήρξε μια ελεύθερη, πλατειά και απροκατάληπτη συζήτηση για το πώς πρέπει να προχωρήσουμε, όπου όλα τα ενδεχόμενα να είναι προς συζήτηση χωρίς αγκυλώσεις. Μια βαθιά ζύμωση, η οποία θα περιλάμβανε όλες τις απόψεις, θα μας έκανε όλους σοφότερους. Το γεγονός ότι δεν έγινε αυτό οφείλετε εν πολλοίς και στην «πολιτική ορθότητα» που εδώ και τόσα χρόνια έχουν επιβάλλει στον δημόσιο λόγο τα δύο μεγάλα κόμματα.
*O Χρήστος Αλεξάνδρου είναι συγγραφέας του βιβλίου Διζωνική – Δικοινοτική Ομοσπονδία, Νόημα και Αδιέξοδο που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr