Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου
Ο λαϊκός-πατριωτικός ριζοσπαστισμός που εκφράστηκε στα πρόσφατα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, στιγματίστηκε από την κυνική και αντικοινωνική κριτική του μεγαλύτερου μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και του «αντιεξουσιαστικού» χώρου. Σε συγχορδία με τους δεξιούς ψάλτες της νεοφιλελεύθερης νομαδικότητας του ανθρώπου, οι χώροι αυτοί εκδήλωσαν ανοικτά τα απωθημένα τους, για ζητήματα ταυτότητας και πρωτογενούς λαϊκής έκφρασης.
Η βρώμικη επίθεση στον Μίκη Θεοδωράκη, εκτός όλων των άλλων υποδηλώνει τη βαθύτατη αλλοτρίωση των χώρων αυτών καθώς και την επιβεβαίωση της υπερηδονιστικής νοοτροπίας ενάντια σε κάθε μέτρο. Είναι η εκδήλωση ενός ναρκισσισμού που λειτουργεί αντικοινωνικά και όχι ως μέρος μιας ισορροπημένης διαδικασίας που οικοδομεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Άλλωστε οι χώροι αυτοί επικαλούνται το λαό, αλλά στην ουσία δεν τον θέλουν να μπλέκεται στα πόδια τους. Υποτίθεται ότι αγαπούν όλους τους λαούς του πλανήτη, όλες τις πατρίδες του κόσμου (εκτός από τη δική τους, παραδόξως), μα όπως μας λέει η παράπλευρα ψυχολογική φράση του Ντοστογιέφσκι : «όποιος αγαπάει όλη την ανθρωπότητα, δεν αγαπάει παρά μόνο τον εαυτό του». Και δεν είναι τυχαίο ότι οι χώροι αυτοί ξεχειλίζουν από ναρκισσισμό, έπαρση και προκλητικότητα (εκδήλωση, βεβαίως ενός δραματικού προσωπικού και συλλογικού τραύματος ταυτότητας και σχέσεων).
Κι όσο να θέλω να το αποφύγω, δεν βγαίνει από τη διαίσθησή μου ότι η ανελέητη επίθεση στο Μίκη, εμπεριείχε όλα τα στοιχεία μιας ουσιαστικής και συμβολικής επίθεσης στον «πατέρα» ως φιγούρα σχέσης. Κι αν στη ζωή μας, μέχρις ενός σημείου αυτό είναι φυσιολογικό στάδιο της ενηλικίωσης, εδώ η κυριαρχία της αποδομητικής, μηδενιστικής ιδεολογίας και η υιοθέτηση ενός προτύπου πολιτικών Πήτερ Παν (εξαφανίζοντας κάθε εμπειρία ενηλικίωσης και ορίου, δηλαδή), οδηγεί στην αδυναμία να δεχτείς ότι μπορείς να είσαι κληρονόμος μιας σπουδαίας ιστορίας και κληρονομίας, κάποιων «γονιών», μιας πατρίδας εντέλει, χωρίς να παραιτείσαι από την «επιθυμία» σου, να είσαι διεθνιστής. Να μπορείς δηλαδή, να αγαπάς την πατρίδα σου και τις πατρίδες όλου του κόσμου, όπως είπε ο Μίκης, στη συνέντευξή του.
Το δυσλειτουργικό τραύμα και αδιέξοδο της μεταμοντέρνας αριστεράς σε Ελλάδα και Ευρώπη, οδηγεί σε μια κατάσταση μανιακή, επιθετική απέναντι στον Άλλον και στο ίδιο τον εαυτό. Πρόκειται για μια ψευδή και απατηλή αναζήτηση της ελευθερίας που οδηγεί στην ορφάνια, στην εξαφάνιση και στο μηδέν. Είναι μια «ελευθερία» εύκολη χωρίς ευθύνη, που οδηγεί και στο μίσος ενάντια στον εαυτό. Για να είσαι αλληλέγγυος σε μια άλλη χώρα, πρέπει να μισείς και να εξαφανίσεις τη γη σου, την πατρίδα σου, μας λένε οι εξουσιαστές αριστεροί μας. Για να είναι ένας άνδρας υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, χρειάζεται να ευνουχιστεί αλλιώς είναι …σεξιστής! Ακραίο το παράδειγμα, αλλά ενδεικτικό για να καταλάβουμε τις διεργασίες που διαπνέουν όλο το ιδεολόγημα του κοσμοπολιτισμού και του μηδενισμού, απότοκο της μετανεωτερικής αναζήτησης της ανθρώπου για ταυτότητα και διέξοδο.
Η επιδίωξη για εκδίκηση απέναντι στους «γονείς» ως υπέρτατη ηδονή, είναι η ένδειξη μιας ορφάνιας και εν προκειμένου μιας αξιακής, ιδεολογικής ορφάνιας και όχι η πεμπτουσία της «επανάστασης» και της ωριμότητας. Είναι μια φαντασίωση ωριμότητας και ελευθερίας και ίσως δεν είναι συμβολικά τυχαίο ότι η αριστερά αυτή έχει υιοθετήσει την θεωρία των εθνών ως «φαντασιακών» κοινοτήτων. Ο Νίτσε είχε μιλήσει για την τραγική υπόθεση της «πίστης στη γη», ως ευθύνη του ανθρώπου να την κατοικήσει με υποκείμενα υπεύθυνα και ώριμα να την κατοικούν, δίνοντάς της νόημα χωρίς είδωλα και ψευδαισθήσεις.
Αντίθετα, ο δρόμος της αποδομητικής αριστεράς οδηγεί στην εξαφάνιση της ίδιας της γης και του εδάφους και τρέφεται από τον λόγο του υπερκαπιταλιστή, που εναντιώνεται σε κάθε ρίζα και ευθύνη αλλαγής.
Ανάρτηση από: https://tokoinonikoodofragma.wordpress.com