Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Τόπος και ουτοπία του τρόπου

Του Χρήστου Γιανναρά


Κενό νοήματος στις λέξεις δημιουργεί συγχύσεις, θολές ασυνεννοησίες, μάταιες διχοστασίες. Η ζωή παγιδεύεται στο μη-νόημα, δεν προχωράει.
Με την πάνδημη κραυγή «Η Μακεδονία είναι ελληνική», τι ακριβώς βεβαιώνουμε: πιστοποίηση, ευχή, απαίτηση, προειδοποίηση; Ποιο το νόημά της; Κάποτε και η Θράκη ήταν ελληνική, σήμερα είναι μόνο η μισή. Αν στήναμε συλλαλητήριο, «η Θράκη είναι ελληνική», και πτοημένοι οι Τούρκοι μας έδιναν πίσω το κομμάτι που ο Βενιζέλος τούς χάρισε χωρίς να το έχουν απαιτήσει, με ποιον πληθυσμό θα το εποικίζαμε; Η υπογεννητικότητα και η μετανάστευση μας έχουν καταδικάσει να έχουμε, σε σαράντα χρόνια, απομείνει τρία εκατομμύρια οι Ελληνες – δεν μοιάζει λογικό να ορεγόμαστε εδαφικές επεκτάσεις.
Οι Σκοπιανοί, παρδαλό τσούρμο από ξεσκλίδια φυλών, έχουν το τσαγανό να ονειρεύονται τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσά τους και τον Μεγαλέξανδρο προπάτορα, αψηφώντας κάθε λογική. Αν τους θεωρούμε απειλή, ας αγοράσουμε τανκς (κόβοντας τις αρπαχτές των κομματανθρώπων), όχι να οργανώνουμε συλλαλητήρια! Βέβαια οι Σκοπιανοί δεν νικώνται από τανκς, γιατί έχουν ακόμα πολιτισμό, δηλαδή στόχους που είναι πέρα από το χρήμα, ενώ εμάς δεν μας συνεπαίρνει πια τίποτα, μα απολύτως τίποτα που να μην είναι «μέγεθος οικονομικό», παράς. Ακόμα και τον συναισθηματικό πατριωτισμό που κραυγάζει, χωρίς νόημα, «η Μακεδονία είναι ελληνική», τον κατασυκοφαντούν οι άγλωσσοι και άξεστοι ιστορικο-υλιστές χρηματολάγνοι όλου του κομματικού φάσματος, σαν φασισμό και Ακροδεξιά και εθνικισμό.
Δεν είναι ρομαντική νοσταλγία, είναι πολιτικός και γλωσσικός ρεαλισμός να λειτουργεί με ενάργεια η ιστορική μνήμη. Ολόκληρη η Μικρασία, ο Πόντος, η Ανατολική Ρωμυλία ήταν κάποτε τόσο Ελλάδα όσο και η Θήβα, η Σπάρτη, οι Δελφοί – σήμερα πια δεν είναι. Αλλά και ποιο κριτήριο μας δικαιολογεί να λέμε ακόμα: η Αττική είναι ελληνική, η Αρκαδία, η Εύβοια ελληνικές, δεν χρειαζόμαστε συλλαλητήρια για να βροντοφωνάξουμε την ελληνικότητά τους. Ποια τα κριτήρια; Μήπως οι καρικατούρες σχολείων όπου κανένας, ούτε δάσκαλος ούτε παιδί, δεν κρίνεται ποτέ για τίποτα, δεν αξιολογείται καμιά ποιότητα, η αριστεία χλευάζεται, ο εθνομηδενισμός είναι η κυρίαρχη ιδεολογία, και για τον απόφοιτο του Λυκείου η γλώσσα του Παπαδιαμάντη ή του Ρωμανού του Μελωδού είναι ακατανόητη;
Ολα τα κόμματα, χωρίς καμιά εξαίρεση, συμπίπτουν στον ένα και μοναδικό «εθνικό» μας στόχο: Να γίνουμε «Ευρωπαίοι», δηλαδή να εξασφαλίσουμε αδιατάρακτη την οικονομική ευμάρεια, το χρήμα. Και επειδή ο πολιτισμός είναι ό,τι δεν καταξιώνεται με χρήμα, η ελευθερία από το αλισβερίσι και τον παρά της αμοιβής, γι’ αυτό και η Ελλάδα ολόκληρη (όχι η Μακεδονία επειδή τη διεκδικούν οι Σκοπιανοί) δεν είναι πια ελληνική. Οι λέξεις κυριολεκτούν, δεν υπάρχει κενό νοήματος.
Γράφοντας ο Καβάφης, το 1923, το «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής», του αναγνώριζε ότι «υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιωτέραν, εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν». Σήμερα, σε τι παραπέμπει η λέξη «ελληνικός»; Οταν παραπέμπει σε κρατική υπηκοότητα, φορτώνει τον υπήκοο ντροπή και μειονεξία. Αν παραπέμπει σε πολιτισμό προγόνων, βυθίζει τον σημερινό ελληνώνυμο σε οδυνηρότερο πένθος για την άγνοια και τον πρωτογονισμό της χρησιμοθηρίας, όπου τον καθήλωσε η εκπαιδευτική πολιτική της χώρας του. Είναι εξουθενωτική απόγνωση και κυριολεκτική συντριβή, να ταυτίζεται διεθνώς το όνομα της ιστορικής καταγωγής σου με την παρακμιακή κατρακύλα στη διαφθορά, τη λοβιτούρα, την πιο φτηνιάρικη εξουσιολαγνεία, την πιο αναιδή αγραμματοσύνη.
Με τέτοιους συνειρμούς, γίνεται ανάγκη πιεστική για τον σημερινό Ελλαδίτη ένα συλλαλητήριο, όπου με πάθος και οπωσδήποτε μια σημαία ελληνική στο χέρι, να κραυγάσει στεντόρεια ότι «η Ελλάδα δεν είναι πια ελληνική» – η Ελλάδα του Αλέξη και του Κούλη, της Φώφης και του Σταύρου και των υπόλοιπων ανεκδιήγητων παραβλάσταρων της συμφοράς. Οτι ποτέ δεν ήταν τόπος η Ελλάδα, ήταν τρόπος, «το άριστον εκείνο» που δεν καταξιώνεται με χρήμα – ήταν ο πολιτισμός: στοχεύσεις πριν από την οικονομία και πέρα από την οικονομία, η ζωή και η χαρά της ζωής όταν δεν μετριέται με το εισόδημα.
Ενδεικτικό της ελληνικής ου-τοπίας είναι το γεγονός ότι ο Ελληνισμός απέκτησε για πρώτη φορά σύνορα στον 19ο αιώνα, όταν έγινε «κράτος» μεταπρατικό και επιτροπευόμενο. Από τη μινωική και μυκηναϊκή εποχή ώς την ίδρυση του κρατιδίου, ποια σύνορα οριοθετούσαν τον Ελληνισμό; Η ελληνική «ιδιότητα», που «δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιωτέραν», ήταν πάντοτε συνάρτηση του τρόπου των Ελλήνων, όχι του τόπου. Η κτήση και χρήση του τόπου, όπως και η πληθυσμική σύνθεση, μεταβάλλονται με τις στρατιωτικές κατακτήσεις ή τα απάνθρωπα παιχνίδια λαών του «βαρβαρικού» τρόπου (ινδαλμάτων μας σήμερα). Η αντίσταση στη βαρβαρότητα είναι να σωθεί η «ιδιότητα»: η συνέχεια της ενιαίας γλώσσας, της ιστορικής συνείδησης, της κοινοτικής αυτοδιοίκησης – ό,τι ακριβώς ξεριζώνουν μεθοδικά με την κοινή πολιτική τους ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, σήμερα.
Συνεχίζουμε να λέμε ότι το κατεχόμενο από τους Τούρκους βόρειο τμήμα της Κύπρου, σαράντα τέσσερα χρόνια τώρα, «είναι ελληνικό»: Το λέμε και το πιστεύουμε, επειδή ζουν ακόμα, εξόριστοι, ξεριζωμένοι, οι Ελληνες που εκεί γεννήθηκαν και σώζουν στην ξενιτιά την αίσθηση από τα δικά τους σπίτια, τα κρεβάτια με τα στρωσίδια τους, τα κατσαρολικά και τα πιατικά τους, τα χωράφια και τα μποστάνια τους, τις εκκλησιές και τους τάφους των αγαπημένων τους. Οταν πεθάνουν αυτοί, οι άλλοτε γηγενείς, ποια πραγματικά δεδομένα, πέρα από τις δικηγορίστικες εξυπνάδες, θα σώζουν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια ελληνικότητας της Κύπρου;
Κι όταν εκλείψουν και οι τελευταίοι Ελλαδίτες που καταλαβαίνουν το «Τη υπερμάχω», τι θα διαφέρει η λέξη «Ελλάδα» από τη λέξη «Novartis»;
Ανάρτηση από: http://www.kathimerini.gr