Του Γιώργου Μαργαρίτη
Τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα στην στρατηγική -και ως εκ τούτου εξαιρετικά εύφλεκτη- ζώνη της Μέσης Ανατολής διαμορφώθηκε μια ιδιαίτερη κατάσταση την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως «στρατηγικό κενό». Με το τελευταίο εννοούμε την απουσία μιας δύναμης ή ενός συστήματος δυνάμεων που θα είχε τη ισχύ να επιβληθεί στα τοπικά και στα επιμέρους συμφέροντα επιβάλλοντας το δικό της νόμο και, κάτω από αυτόν, την σταθερότητα στην περιοχή. Για πολλούς αιώνες στην ζώνη αυτή η σταθερότητα εξασφαλιζόταν από την ισχύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτήν από το αποικιακό ευρωπαϊκό σύστημα και, τέλος, στα πιο κοντινά στα δικά μας χρόνια από τον ισχυρό «δυτικό» συνασπισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στον τελευταίο δέσποζε η υπερδύναμη Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Οι καιροί όμως αλλάζουν και οι συσχετισμοί μεταβάλλονται. Οι δημογραφικές μεταβολές, τα οικονομικά μεγέθη, οι στρατιωτικές δυνατότητες ανέτρεψαν σε βάρος του δυτικού συνασπισμού δυνάμεων τις ισορροπίες. Η αλλαγή των δεδομένων εμφανίστηκε δραματικά στο προσκήνιο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ακριβώς τη στιγμή που στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ θριαμβολογούσαν για την επικράτηση και την επιβολή του δικού τους καπιταλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Σχεδόν απρόσμενα, σε καιρούς ευδαιμονίας, οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου έχασαν όλους τους θερμούς πολέμους που εξαπέλυσαν στην περιοχή. Για την ακρίβεια κέρδισαν όλες τις μάχες, ανακάλυψαν όμως με έκπληξη ότι τα μεγέθη δεν τους επέτρεπαν πλέον να κερδίσουν τον πόλεμο. Από τις επιβλητικές εκστρατείες, τύπου Αφγανιστάν και Ιράκ, περιορίστηκαν στους δι’ αντιπροσώπων πολέμους και σε αντίστοιχους σχεδιασμούς: η «Αραβική Άνοιξη» ήταν η ελπιδοφόρα καινοτομία που όμως οδήγησε στο κενό και στη απογοήτευση.Η αποτυχία των δυτικών δυνάμεων και των μηχανισμών τους -Ενωμένης Ευρώπης, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ- και η συνακόλουθη αποκάλυψη των περιορισμένων δυνατοτήτων τους, ανέδειξε στη στρατηγική αυτή περιοχή περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες έσπευσαν, με ολοένα και πιο αποφασιστικούς τρόπους να διεκδικήσουν τα όσα οι «δυτικοί» δεν μπορούσαν πλέον να ελέγξουν: η πλέον αποφασιστική των αναμετρήσεων μεταξύ των νέων μνηστήρων λαμβάνει χώρα στην πολύπαθη Συρία, όπου όλοι οι παλαιοί και νέοι διεκδικητές κυριαρχίας αναμετριόνται πάνω στα πτώματα και στα ερείπια των Σύρων και της Συρίας: Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Ισραήλ είναι άμεσοι συμμέτοχοι στο πολεμικό παιχνίδι. Η παραγκωνισμένη στα 1990 Ρωσία βρήκε μέσα από το ίδιο παιχνίδι την ευκαιρία να μπει και πάλι στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ενώ οι ΗΠΑ και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί της κάνουν και αυτοί τον πόλεμο που μπορούν: κυρίαρχοι του αέρα βομβαρδίζουν δικαίους και αδίκους σε ένα παράξενο είδος πολέμου –«αντιποίνων» θα λέγαμε- όπου ελλείψει δυνατοτήτων χερσαίας επέμβασης – κατάκτησης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποφασιστικό αποτέλεσμα.
Το παιχνίδι είναι πολεμικό. Ως εκ τούτου κερδίζει αυτός που βάζει στρατιώτες και όπλα στο σκηνικό. Το Ιράν το κατάλαβε πρώτο αυτό, η Ρωσία επίσης, η Σαουδική Αραβία με αυτό που μπορεί, τους μισθοφόρους. Με κάποια καθυστέρηση λόγω του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, το κατάλαβε και η Τουρκία. Διστακτικά στην αρχή, σε κλίμακα αληθινού πολέμου στη συνέχεια, ο τουρκικός στρατός βρίσκεται σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ. Φυσικά ο πόλεμος έχει απώλειες, στρατιώτες σκοτώνονται, δάκρυα και πόνος γονέων συγγενών, φίλων, εμφανίζονται στις τηλεοπτικές εικόνες. Δεν είναι έξω από τις πολιτικούς σχεδιασμούς η θλίψη για τους πεσόντες. Εισάγει την κοινωνία ολόκληρη στην «κανονικότητα» του πολέμου, την εθίζει στις μικρές δόσεις σε τρόπο ώστε να μπορεί να δεχθεί τις μεγαλύτερες. Η Τουρκία με τον τεράστιο στρατό, με την φιλόδοξη στρατιωτική βιομηχανία, με οικονομία που χωρίς να είναι ακόμα «οικονομία πολέμου», τείνει προς τα εκεί, βρίσκει στη Συρία τον τρόπο να αξιοποιήσει πολιτικά τα στρατιωτικά της επιχειρήματα. Να προωθεί δηλαδή τα συμφέροντα και τα σχέδια της άρχουσας τάξης της χώρας δια του πολέμου.
Ερχόμαστε στο σημείο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη δική μας χώρα και το δικό μας λαό. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ζώνες αστάθειας. Από βορρά τα Βαλκάνια, από τα ανατολικά το μεσανατολικό κενό. Η ίδια η χώρα είναι ο ορισμός της γεωπολιτικής «μαύρης τρύπας». Το πρόβλημα είναι το ακόλουθο: στο νομικό πεδίο -στο διεθνές δίκαιο- η χώρα κατέχει μια πολλά υποσχόμενη θέση. Τα χωρικά της ύδατα σε συνδυασμό με την ζώνη «Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης» (ΑΟΖ), εκτείνονται σε έκταση 500.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο ένα πέμπτο της Μεσογείου. Δεν πρόκειται για «άγονες» εκτάσεις. Οι ενεργειακές ανακαλύψεις ή έστω οι βάσιμες προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί καθιστούν ετούτες τις θαλάσσιες εκτάσεις το ίδιο ενδιαφέρουσες για τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό με τις ερήμους της Σαουδικής Αραβίας. Ως εκεί η τύχη δείχνει να χαμογελά στην χώρα μας.
Φαίνεται όμως ότι η τύχη αυτή χαμογελά στην Ελλάδα όσο η αντίστοιχη των γερμανο-ολλανδών αγροτών εποίκων στη Νότιο Αφρική, στην Οράγγη και στο Τρανσβαάλ. Και αυτοί κατέκτησαν-απέκτησαν μια τεράστια επικράτεια όπου έβοσκαν τα κοπάδια τους και καλλιεργούσαν τη γη τους. Όταν σε αυτή βρέθηκαν κοιτάσματα χρυσού η τύχη έγινε ατυχία. Αιματηρός πόλεμος και τελικά κατάκτηση από τους ισχυρούς γείτονες, τους Βρετανούς του Ακρωτηρίου. Ο φυσικός πλούτος είναι τελικά κατάρα για τις χώρες και τους λαούς που διαθέτουν αναντίστοιχη με τα εμπλεκόμενα συμφέροντα ισχύ. Η Ελλάδα θυμίζει στο ζήτημα αυτό τους δυστυχισμένους Μπόερς του 1900.
Πρόκειται για μια χώρα αδύναμη κοινωνικά και, ως εκ τούτου, πολιτικά. Την κυβερνά μια αστική τάξη «μετεμφυλιακή» που έκτισε την οικονομική, κοινωνική και πολιτική της κυριαρχία υπηρετώντας κατακτητές. Που έμαθε να ζει και να πορεύεται στη σκιά των «μεγάλων», στην υπηρεσία τους, και που, χάρη στα όπλα και στα χρήματα των τελευταίων, δεν δίστασε να συντρίψει τον λαό της χώρας κάθε φορά που αυτός σήκωνε κεφάλι. Μια αστική τάξη που έχει στις ρίζες της την απάνθρωπη συντριβή ενός λαϊκού κινήματος που, μεταξύ πολλών άλλων, δίδαξε αυτό που είναι ο πατριωτισμός. Ετούτο τον πατριωτισμό του λαού ποικιλότροπα απεχθάνεται η κυρίαρχη αστική μας τάξη. Πότε πιθηκίζοντας όσα «κοσμοπολίτικα» συναντά, πότε ομνύοντας πίστη και αφοσίωση στους «αφέντες-προστάτες», πότε καταθέτοντας στα πόδια και στα συμφέροντά τους τις τύχες της χώρας, του λαού, του μέλλοντος μας.
Ας δούμε τι είναι για ετούτη την αστική τάξη -και τις συνακόλουθες κυβερνήσεις, «αριστερές» ή δεξιές, που την εκφράζουν- η «άμυνα» της χώρας. Ένα πλέγμα «εξυπηρετήσεων» των ισχυρών της προστατών με το αζημίωτο γι αυτήν και με γνώμονα μοναδικό την ικανοποίηση των ισχυρών μητροπόλεων της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής «δύσης». Η μόνη «στρατηγική» συνίσταται στην επίκληση της παρέμβασης και της προστασίας των «ισχυρών» κάθε φορά που αναδεικνύεται η εθνική αδυναμία.
Η πολιτική των εξοπλισμών αποτυπώνει εύγλωττα την κατάσταση. Τα εξοπλιστικά «προγράμματα» ανακοινώνονται συνήθως μετά από κάποια «επίσημη» και επικοινωνιακή συνάντηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας με αντίστοιχη της όποιας δυτικής μητρόπολης. Μέσα στο πακέτο των «συμφωνηθέντων» περιλαμβάνεται συνήθως και το όποιο «συμβόλαιο» στα εξοπλιστικά. Η επίσκεψη του Τσίπρα στον Τραμπ συνοδεύτηκε από ανακοινώσεις για την αναβάθμιση των F-16 και ακολουθήθηκε από την ανεκδιήγητη απόκτηση ελικοπτέρων Kiowa προερχόμενα από τον χώρο απορριμάτων προς καταστροφή του αμερικανικού στρατού! Ο απληροφόρητος αναγνώστης οπωσδήποτε θα έχει δει τα ελικόπτερα αυτά είτε στην ταινία «Αποκάλυψη τώρα» είτε στην «Black Hawk down!”. Πραγματικά ετούτα τα οπλικά συστήματα πρωταγωνιστούσαν σε πολέμους που έγιναν πενήντα ή εικοσιπέντε χρόνια πριν από τις μέρες μας!
Οι καλές σχέσεις με τη Γαλλία του Μακρόν οδήγησαν στην εμμονή για την αγορά γαλλο-ιταλικών φρεγατών FREMM. Το τι ακριβώς θα κάνουν στο κλειστό Αιγαίο πανάκριβα πλοία των 7.000 τόνων παραμένει τακτικά, στρατηγικά και λογικά αδιευκρίνιστο. Παράλληλα η χώρα παραδίδει με απλή αίτηση και χωρίς περαιτέρω διαδικασίες βάσεις και «διευκολύνσεις» σε όποια νατοϊκή δύναμη το αιτηθεί. Διαφημίζει δε τα πλεονεκτήματα θέσεων όπως η Σκύρος, η Κάρπαθος, η Καλαμάτα, έτσι ώστε οι «ισχυροί» να ενδιαφερθούν και για αυτά. Ένα στρατιωτικό ΤΑΙΠΕΔ έχει δημιουργηθεί σε αυτόν τον χώρο! Το προφανές γεγονός ότι η «συνδιοίκηση» -τουλάχιστον- των στρατιωτικών βάσεων μειώνει κατά πολύ την σημασία τους για την πραγματική άμυνα της χώρας, απλά δεν σχολιάζεται. Δεν σχολιάζεται διότι απλά δεν υπάρχει ούτε καν η υποψία ότι η άμυνα της εθνικής επικράτειας είναι αποκλειστικά και μόνο υπόθεση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ασυνείδητα ή ενσυνείδητα ετούτο το καθήκον έχει παραχωρηθεί σε «φίλους», «συμμάχους» και «προστάτες». Και αυτό σε εποχές όπου τα δρώμενα στη Συρία μαρτυρούν καθημερινά το πόσο ευμετάβλητη είναι η στάση και οι προθέσεις των μεγάλων σε κατάσταση «στρατηγικού κενού».
Ακόμα και οι «επικοινωνιακές» τακτικές προδίδουν τις βαθύτερες σκέψεις. Τα δάκρυα που χύθηκαν για τον εμβολισμό του περιπολικού «Γαύδος» του Λιμενικού Σώματος από τουρκικό πολεμικό (το TCSG703 Umut δηλώνεται ως σκάφος του λιμενικού από τους Τούρκους, σε ολόκληρο τον κόσμο όμως είναι πολύ σπάνιο φαινόμενo να εξοπλίζονται σκάφη του λιμενικού με πυροβόλο των 76 χλστ!) επικεντρώνονταν στο γεγονός ότι το πληγέν σκάφος χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό 80% περίπου. Η ιδέα και η ελπίδα ότι οι Ευρωπαίοι θα ένοιωθαν κάποιο είδος οργής για την καταστροφή της «δικής τους» περιουσίας φαίνεται πως διακατέχει τους «επικοινωνιακούς υπεύθυνους», ένστολους και μη.
Η όλη συνταγή ήταν από καιρό προφανές ότι είχε ημερομηνία λήξης. Η τελευταία προσδιορίστηκε από τη στιγμή που η Τουρκία αισθάνθηκε αρκετά δυνατή ώστε να προσθέσει το στρατιωτικό χαρτί στο πολιτικό της οπλοστάσιο. Πολύ λίγοι μπορούν να ακολουθήσουν σε αυτό το πεδίο. Και η Ελλάδα βρίσκεται απόλυτα απροετοίμαστη μπροστά σε αυτό. Οι συμμαχίες και οι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί στους οποίους οι αστικές κυβερνήσεις εναπόθεσαν την προστασία των εθνικών συμφερόντων αδυνατούν επίσης να ακολουθήσουν στο δρόμο αυτό. Οι πόλεμοι τους γίνονται σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή «δι αντιπροσώπων» (proxy–wars στην αγγλοσαξωνική ορολογία). Αυτό σημαίνει ότι οι συμμαχίες τους και οι εγγυήσεις που αυτές παράγουν είναι ασταθείς και διαρκώς μεταβαλλόμενες. Με άλλα λόγια ελάχιστα πράγματα αξίζουν. Το μόνο «όπλο» των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων είναι απλά άσφαιρο.
Κάθε φορά που κατεδαφίζονται “εθνικά” δίκαια και περικόπτεται η εθνική κυριαρχία και η εθνική επικράτεια, οι φωνές για τα “εθνικά ζητήματα” φθάνουν ως τον ουρανό. Μη νομίσει κανείς ότι αφορούν τη συγκεκριμένη απειλή και τον πραγματικό ένοχο της επιβουλής. ‘Οχι! Οι φωνές αφορούν πάντα ένα θέμα άσχετο, μια απειλή που δεν υπάρχει (το εάν θα υπάρξει στο μέλλον είναι άλλη υπόθεση – για το παρόν μιλούμε τώρα). Υπαινίσσομαι το περίφημο «όνομα»… Στην Κατοχή, θυμίζω, οι παράγοντες του ναζιστικού καθεστώτος της Ελληνικής Πολιτείας -οι δωσίλογοι- έκαναν “εθνικό αγώνα” ενάντια στους πάντες εκτός από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που κατείχαν, λεηλατούσαν και διαμέλιζαν τη χώρα. Παλιές τακτικές, παλιά τεχνογνωσία της άρχουσας τάξης.
Στις βραχονησίδες του Αιγαίου ΣΗΜΕΡΑ, στα κυπριακά πελάγη ΣΗΜΕΡΑ δημιουργούνται κάθε μέρα τετελεσμένα σε βάρος των λαών της Κύπρου και της Ελλάδας – της επικράτειας και των δικαιωμάτων των χωρών αυτών. Επειδή σε αυτά τα σπουδαία η αστική τάξη ελάχιστα έχει να πει και λιγότερα να πράξει, το «όνομα» προσφέρεται ως ιδανική δίοδος απόδρασης από την σκληρή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που και αυτής το κόστος οι λαοί θα αναλάβουν να το πληρώσουν.
Ανάρτηση από: http://www.katiousa.gr