Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Οι φάρσες της Ιστορίας και η αναγκαιότητα μιας πολιτιστικής επανάστασης

Του Γεράσιμου Δεληβοριά

Η Ιστορία είναι ένα άτακτο και πολύ σκανταλιάρικο κορίτσι. Φέρνει τα πάνω κάτω, ανακατώνοντας συνεχώς καταστάσεις και πρόσωπα, σκαρώνοντας φάρσες παντού και πάντα.
 Κι αυτό δεν συμβαίνει μονάχα σε μας, τους Έλληνες, που είμαστε πάντα παιδιά όπως είπαν οι Αιγύπτιοι ιερείς στον Σόλωνα, αλλά και στις καλύτερες ευρωπαϊκές οικογένειες.
 Μια τέτοια φάρσα σκάρωσε πριν από διακόσια τέσσερα χρόνια στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ανήμερα της μάχης του Βατερλό, μια φοβερή αιμορροϊδική κρίση τον εμπόδισε να ιππεύσει, ώστε να μπορεί να εποπτεύει την εξέλιξη της μάχης. Βασίστηκε έτσι στις πληροφορίες που του έδιναν άλλοι κι αυτό σίγουρα επηρέασε την έκβαση μιας από τις πιο πολυσυζητημένες μάχες στην Ιστορία.
 Οι αριστεροί πάλι, δεν συζητάνε ποτέ γι αυτό που έγινε στην Πολωνία το 1980 και μετά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας (και του κόσμου ολόκληρου), η βιομηχανική εργατική τάξη, επικεφαλής ολόκληρης σχεδόν της πολωνικής κοινωνίας, ζήτησε την απελευθέρωση της. Ήταν η τελευταία και πιο καθαρή προλεταριακή επανάσταση και συνέβηκε εκεί, σε μια χώρα του «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Και το χειρότερο, αντί να οδηγήσει στον σοσιαλισμό γύρισε την Πολωνία πίσω, στον καπιταλισμό και μάλιστα σε μιαν άγρια εκδοχή του.
 Σ’ εμάς όμως τους Έλληνες, η Ιστορία δείχνει πάντοτε ιδιαίτερη προτίμηση. Ίσως γιατί σαν τον Πήτερ Παν αρνούμαστε να ωριμάσουμε.
 Και φυσικά, ο πρώτος ομοεθνής μας που γεύτηκε τα χάδια της σκανδαλιάρας κόρης, ήταν ο…. Σόλωνας. Ο οποίος είχε την φαεινή ιδέα να εκμυστηρευθεί το σχέδιο του για διαγραφή των χρεών (σεισάχθεια) σε δύο κολλητούς του φίλους, γνήσιους ευγενείς κι αριστοκράτες όπως κι ο ίδιος. Κι επειδή οι φίλοι στην ανάγκη φαίνονται, τον διαβεβαίωσαν ότι το σχέδιο του ήταν υπέροχο και εξαιρετικά ωφέλιμο για την πόλη. Και σαν γνήσιοι αριστοκράτες από σόι, έσπευσαν αμέσως να ζητήσουν υπέρογκα δανεικά από πολλούς, μεταξύ αυτών κι από τον ίδιο τον Σόλωνα. Τα οποία φυσικά αρνήθηκαν στη συνέχεια να πληρώσουν, αφού σύμφωνα με τον νόμο είχαν διαγραφεί.

 Δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά, οι φοιτητές νεολαίοι της ΕΔΑ αρχίζουν διαδηλώσεις στην Αθήνα με το σύνθημα 1-1-4! Βρισκόμαστε στα 1961 και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, νικητής στις εκλογές της βίας και της νοθείας, ανακοινώνει την πρόθεση του να αναθεωρήσει το Σύνταγμα του 1952.
 Με τις προτάσεις του Καραμανλή, περιορίζονταν δραστικά οι βασιλικές εξουσίες και αρμοδιότητες, οι οποίες μεταβιβάζονταν στην κυβέρνηση, δηλαδή τον πρωθυπουργό, δηλαδή τον Καραμανλή. Πρότυπο του Καραμανλή ήταν ο Ντεγκώλ, που μόλις είχε αναστήσει τον βοναπαρτισμό στη Γαλλία.
 Μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν ήταν ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής ισχυρίστηκε πως «εάν είχε πραγματοποιηθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1961, θα είχαμε αποφύγει την δικτατορική εκτροπή της 21ης Απριλίου 1967».
 Αν κάτι τέτοιο πραγματικά ισχύει, τότε οι φοιτητές νεολαίοι της ΕΔΑ, αλλά και η ηγεσία του ΚΚΕ που τους οδήγησε στον αντικαραμανλικό αγώνα, υπήρξαν πιόνια στα χέρια αυτού του τρελοκόριτσου, σε μιαν ακόμη μακάβρια φάρσα του, που οδήγησε στην διατήρηση των βασιλικών εξουσιών και προνομίων. Εξουσίες και προνόμια που σύμφωνα με όλους τους έγκριτους δημοσιογράφπυς και αναλυτές, οδήγησαν στα Ιουλιανά του 1965 και την 21η Απριλίου δύο χρόνια μετά. Είναι όμως έτσι;
 Τόσο κατά την πρώτη (1935), όσο και στην δεύτερη (1946) μοναρχική παλινόρθωση, οι κύριες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα είναι οι στρατιωτικοί, το παλάτι και φυσικά ο ξένος παράγοντας. Τα πολιτικά κόμματα είναι ανύπαρκτα στην πρώτη παλινόρθωση, ενώ στην πρώτη δεκαετία της δεύτερης, απλώς διακοσμητικά.
 Την πραγματική εξουσία ασκεί το στρατιωτικό και βασιλικό υπερκράτος, πάντα σε στενή συνεργασία με τους ξένους προστάτες. Η πιο τρανή απόδειξη είναι η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, παρά τη  αντίθετη απόφαση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Πλαστήρα.
 Όταν, μετά τον θάνατο του Παπάγου, τα ανάκτορα αναθέτουν την πρωθυπουργία στον Καραμανλή, παρακάμπτοντας τα πρωτοκλασάτα στελέχη της Δεξιάς, η βασίλισσα Φρειδερίκη δήλωσε κυνικά ότι μπορούσε να κάνει Πρωθυπουργό ακόμα και τον κηπουρό της, αν το επιθυμούσε.
 Οι πολιτικές ελίτ αρχίζουν να αποκτούν κάποια αυτοπεποίθηση και έναν ουσιαστικότερο ρόλο μονάχα προς το τέλος της δεκαετίας του ΄50, όμως και πάλι κανείς δεν τολμά να τα βάλει με το Παλάτι και η πρόταση Καραμανλή απορρίπτεται από την Βουλή.
  Η πεποίθηση πως ήταν ο αγώνας των φοιτητών και της νεολαίας που απέτρεψαν την καραμανλική απόπειρα αναθεώρησης, ήταν απλώς ένας μύθος που ένα τμήμα των πολιτικών κομμάτων φρόντισε να συντηρήσει, καθώς έτσι έκρυβε την ανικανότητα ολόκληρου του πολιτικού κόσμου. Η ανικανότητα και η δειλία των πολιτικών φάνηκε για μιαν ακόμη φορά τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ο Παπανδρέου προτίμησε την άτακτη φυγή από την σύγκρουση με το Παλάτι.
 Αν υπήρξαν «πιόνια» στα χέρια της Ιστορίας, αυτά ήταν οι αρχηγοί, υπαρχηγοί και κομματάρχες των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, ΕΡΕ και Ένωσης Κέντρου, αλλά και η τότε ηγεσία της Αριστεράς.
 Ο Καραμανλής, χάρη στην εύνοια της Φρειδερίκης γίνεται παντοδύναμος αρχηγός στο κόμμα του και πιστεύει πως κυβερνά πραγματικά την Ελλάδα, για να ξυπνήσει έντρομος από την δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη, αναφωνώντας το πασίγνωστο «ποίος κυβερνά αυτόν τον τόπον;»
 Ο ίδιος όμως και οι κυβερνήσεις του, διατήρησαν, συντήρησαν, επαύξησαν και χρησιμοποίησαν εναντίον όλων των αντιπάλων τους το βασιλικό και στρατιωτικό υπερκράτος, η πρωτοβουλία ενός τμήματος του οποίου στάθηκε μοιραία για τον ίδιο τον Καραμανλή τον Μάϊο του 1963.
 Με την βασιλική εύνοια πάλι γίνεται πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου το 1963. Η βασιλική εύνοια φανερώνεται καλύτερα τον Φεβρουάριο του 1964, όταν ο βασιλιάς του «επιτρέπει» να κάνει δεύτερες εκλογές ώστε να αποκτήσει αυτοδυναμία και να μην εξαρτάται από τους βουλευτές της ΕΔΑ.
 Έτσι, η διατήρηση του βασιλικού- στρατιωτικού υπερκράτους είναι και για τον Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου ύψιστη προτεραιότητα και συνεχίζεται χωρίς  ενδοιασμούς.
 Ο ίδιος ο Παπανδρέου σταμάτησε στις αρχές του 1965 τον υπουργό Άμυνας Π. Γαρουφαλιά, ο οποίος μετά το «σαμποτάζ» στον Έβρο είχε ετοιμάσει ΕΔΕ και αποστρατεία του Παπαδόπουλου με τα εξής ακλόνητα επιχειρήματα: «Πρώτον είναι βαφτιστήρι μου, δεύτερον είναι ο καλύτερος αντικομμουνιστής διαφωτιστής στο στρατό και τρίτον, ο πατέρας του, ο παπάς στο Ελαιοχώρι είναι ο καλύτερος κομματάρχης μου στην Αχαϊα».
 Στις αρχές του 1967,  επιβολή της δικτατορίας είχε γίνει πλέον μονόδρομος. Παλάτι και  στρατιωτικοί ανησυχούσαν – και με το δίκιο τους- για το αποτέλεσμα των εκλογών το Μαϊου, καθώς όλα έδειχναν μια σίγουρη νίκη του Παπανδρέου – Ένωσης Κέντρου και την ταπείνωση του βασιλιά, που με τους άστοχους χειρισμούς του προκάλεσε τη λαϊκή έκρηξη.
 Το ίδιο ανήσυχοι ήταν και οι Αμερικανοί, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια είχαν αποδυθεί σε μια προσπάθεια περικύκλωσης του σοβιετικού συνασπισμού, είτε με την ανατροπή καθεστώτων φίλα προσκείμενων στην ΕΣΣΔ (Μπεν Μπελά στην Αλγερία, Σουκάρνο στην Ινδονησία), είτε με την ενίσχυση φιλικών προς αυτούς καθεστώτων (το 1965 άρχισε η μαζική αποστολή αμερικανών στρατιωτών στο Νότιο Βιετνάμ).
 Καθώς η επόμενη κίνηση τους ήταν στο χώρο της Μέσης Ανατολής, το μόνο που δεν επιθυμούσαν ήταν να ξαναρχίσουν οι πολιτικές ταραχές στην Ελλάδα.
 Όπως αποκαλύφθηκε μετά την πτώση της Χούντας, την δικτατορία ετοίμαζε η ανώτατη ηγεσία του «υπερκράτους», οι ίδιοι οι στρατηγοί δηλαδή με επικεφαλής το Παλάτι. Μόνο που η σκανδαλιάρα κόρη, σκαρώνοντας μια από τις  φάρσες της, έδωσε τη νίκη σε μια συμμορία φιλόδοξων και αδίστακτων μεσαίων αξιωματικών, που εκμεταλλεύθηκαν την οργανωτική δομή του υπερκράτους για να καταλάβουν οι ίδιοι την εξουσία, παραμερίζοντας τους στρατηγούς και το Παλάτι.
 Φτάνουμε έτσι στα 1972-1973, χρονιές φοιτητικών αγώνων που κορυφώνονται με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Και να που ένα από τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου, ο Κυριάκος Σταμέλος που πέθανε πρόσφατα δηλώνει πριν από κάποια χρόνια τα εξής:
«Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι, αν δεν είχαν γίνει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, πιθανότατα δε θα είχαμε χάσει την Κύπρο. Δηλαδή δεν ήταν στις προθέσεις βεβαίως των επαναστατημένων να χαθεί η Κύπρος, αλλά υπήρξε τέτοια ροή στην εκμετάλλευση διότι εμείς δε ρίξαμε τον Παπαδόπουλο. Φέραμε τον Ιωαννίδη, πάντως. Και ο Ιωαννίδης δεν έπεσε μόνος του, έπεσε λόγω των γεγονότων της Κύπρου. Άρα λοιπόν, ένα αυθόρμητο κίνημα μετετράπη σ’ έναν μοχλό εναντίον της πατρίδος. Δεν έχω καμιά διάθεση αποδόμησης της εξέγερσης, απλά θέλω να πω την αλήθεια».
Είναι η δεύτερη φορά που οι αριστερών κυρίως φρονημάτων φοιτητές και νεολαίοι κατηγορούνται πως γίνανε – άθελα τους βέβαια- όργανα σκοτεινών δυνάμεων σε μια μακάβρια ιστορική φάρσα.
 Οπωσδήποτε, η πικρή αυτοκριτική του Σταμέλου απέχει πολύ από την αλήθεια. Στην πραγματικότητα, η τύχη του Παπαδόπουλου είχε κριθεί από την ώρα που ο ίδιος και η μικρή ομάδα που τον περιέβαλλε είχε αποσχισθεί από τον κορμό των υπολοίπων χουντικών συνωμοτών. Οι οποίοι είχαν πιστέψει ότι ή εξουσία τους – και τα προνόμια τους φυσικά - θα ήταν παντοτινά και τώρα έβλεπαν το όνειρο τους να γκρεμίζεται και τον Παπαδόπουλο να τους εγκαταλείπει σε μιαν αβέβαιη μοίρα.
 Με τον ίδιο τρόπο είχε κριθεί η τύχη της Κύπρου και του ελληνισμού από την ώρα που οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίας όχι μονάχα επέτρεψαν, αλλά και βοήθησαν όπως αποδείχθηκε  τη συμμορία των συνταγματαρχών να πραγματοποιήσουν το δικό τους κίνημα το 1967.
  Άλλωστε με κυβέρνηση Παπαδόπουλου δεν αποσύρθηκε η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο; Η διχοτόμηση της Κύπρου ήταν μέσα στα σχέδια των Αμερικανών και οι κολονέλοι ήταν οι πιο εύκολοι για την πραγματοποίηση των σχεδίων τους.
 Υπάρχει μια πιθανότητα και οι ίδιοι οι Αμερικανοί να θορυβήθηκαν με τα σχέδια του Παπαδόπουλου για «ομαλοποίηση» και «ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό». Μια τέτοια εξέλιξη παρόλο που θα ήταν παρωδία, μπορεί και να δυσχέραινε τα σχέδια τους, βάζοντας το κυπριακό σε μιαν ατέρμονη διαπραγμάτευση όπως η σημερινή.
 Όπως πάντα, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ποντάρανε σε περισσότερους από έναν παίκτες.
 Όλα αυτά όμως θα τα μάθουμε μονάχα αν ανοίξει και γίνει κτήμα ολωνών ο φάκελος της Κύπρου. Κι αυτό απαιτεί ριζική αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος της χώρας μας.
 Αν υπάρχουν υπεύθυνοι που επέτρεψαν στη χούντα του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη να θυσιάσει τα εθνικά συμφέροντα, αυτοί είναι σίγουρα οι έλληνες πολιτικοί. Η παρουσία τους την ώρα και στον χώρο της φοιτητικής εξέγερση, θα ήταν σίγουρα καθοριστική. Όμως εκείνοι, για μιαν ακόμη φορά προτίμησαν την σιωπή.
 Για τους πολιτικούς μας, διαδηλώσεις στους δρόμους και καταλήψεις σχολών σήμαιναν αναβίωση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Και μπροστά του προτιμούσαν την χούντα. Ακόμα και μετά την πτώση της χούντας, τις πρώτες και απόλυτα κρίσιμες οκτώ βδομάδες της μεταπολίτευσης και ενώ η ηγεσία της χούντας παραθέριζε στην Τζιά, αντί να επιδιώκουν το ξερίζωμα των χουντικών από τον στρατό και την Δημόσια Διοίκηση, ασχολούνταν με την αντιμετώπιση ενός πιθανού «κομμουνιστικού κινδύνου»!
 Όπως αποκάλυψε το περιοδικό ΑΝΤΙ, στις συνεδριάσεις της ανεκδιήγητης  κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» Καραμανλή - Μαύρου, το κύριο θέμα των συζητήσεων ήταν η αντιμετώπιση ενός πιθανού Λαϊκού Μετώπου της Αριστεράς! Κι αυτό όχι μονάχα από τους δεξιούς υπουργούς, αλλά και από «σοσιαλιστές» του Κέντρου.
 Και μονάχα τον Σεπτέμβριο του 1974, όταν πια έγινε φανερό πως τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρχε, αποφασίσανε οι «δημοκράτες» υπουργοί και πρωθυπουργοί να στραφούνε εναντίον των χουντικών και να τους οδηγήσουν στην φυλακή.
 Και φτάνουμε αισίως στα 1992 και στο ξεκίνημα του «νέου Μακεδονικού αγώνα», που έμελλε να εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες φάρσες της ελληνικής ιστορίας. Η «εθνική έξαρση» είχε φυσικά μοναδικό σκοπό την ανάδειξη του Σαμαρά, στον οποίο επένδυαν αρκετοί οικονομικοί μεγαλοπαράγοντες της χώρας. Και όπως ήταν φυσικό, η «εθνική έξαρση» εξανεμίστηκε αμέσως μετά την απότομη προσγείωση των ελπίδων του Σαμαρά και των υποστηρικτών του. Η εκμετάλλευση των εθνικών θεμάτων για ιδιοτελείς σκοπούς είναι παλιά συνήθεια των πολιτικών της χώρας μας. Όπως και οι καταστροφές που παθαίνουμε σαν έθνος κάθε φορά που καταφέρνουν να παρασύρουν τα πλήθη στα τυχοδιωκτικά τους σχέδια.
 Τις πατριωτικές ιαχές διαδέχθηκαν αμέσως μετά τα  ταξίδια αναψυχής στην Οχρίδα, οι αγορές φθηνών σκοπιανών προϊόντων και το γέμισμα των ρεζερβουάρ με σκοπιανή βενζίνη, που εκτός από το ότι είναι οικονομική, έχει και περισσότερα οκτάνια.
 Είκοσι έξη όμως χρόνια μετά, μια νέα εθνική έξαρση, ξανά για το Μακεδονικό, απείλησε να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα της, ξαφνιάζοντας με την ορμή της τους πάντες, πατριώτες και εθνομηδενιστές, ιδεολόγους και καιροσκόπους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
 Η πρώτη αντίδραση από τη μεριά της κυβέρνησης ήταν η αμηχανία, για να περάσει στη συνέχεια στην προσπάθεια υποβάθμισης και λασπολογίας. Μέχρι και την ματαίωση του συλλαλητηρίου της Αθήνας αποπειράθηκε, στην αρχή με την περίεργη περίπτωση του Αφγανού με τις κροτίδες που «πιθανόν» προορίζονταν για το συλλαλητήριο της Αθήνας και ύστερα με τον αχυράνθρωπο Καμίνη και την κωμική του προσπάθεια να κάνει κλήρωση, γιατί δήθεν υπήρχε και άλλη πρωτοβουλία που ήθελε το Σύνταγμα για τον ίδιο σκοπό. Η μία φάρσα μετά την άλλη, για να καταλήξει στην αριθμομαντεία, με τα τετραγωνικά μέτρα και τα άτομα που χωρούν σ’ αυτά.
 Ο ίδιος ο Τσίπρας πάντως, κράτησε κάποιες αποστάσεις από τις κινήσεις των υποτελών του, ίσως γιατί πίστευε πως τα συλλαλητήρια μπορεί τελικά να του χρειαστούν για μιαν ακόμη θεατρική επίδειξη αγωνιστικότητας στις διαπραγματεύσεις για το Σκοπιανό ζήτημα.
 Παρόμοια αμήχανη ήταν και η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας. Έχοντας ουσιαστικά πειστεί - από την συμπεριφορά των Ελλήνων καταναλωτών εδώ και είκοσι έξη χρόνια- πως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δίκιο όταν έλεγε πως το θέμα του ονόματος θα έχει ξεχαστεί σε δέκα χρόνια, βρέθηκαν ξανά με την καυτή πατάτα στα χέρια τους.
 Η παράταξη τους, απόγονος των νικητών του εμφυλίου, στήριξε για δεκαετίες την προπαγάνδα της στην απόφαση του ΚΚΕ για ανεξάρτητη Μακεδονία, εμφανιζόμενη σαν ο μοναδικός υπερασπιστής της ελληνικότητας της. Ο ιδρυτής του κόμματος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εμφανιζόταν σαν απόγονος Μακεδονομάχων, ντυμένος και φωτογραφημένος στα μικράτα του με την απαραίτητη στολή.
 Σε μια από τις ατέλειωτες φάρσες της, η Ιστορία θέλησε αρχηγός της παράταξης να είναι σήμερα ο γιός του ανθρώπου που πρέσβευε την μείωση της μνήμης με την πάροδο του χρόνου.  Προσπαθώντας αδέξια να συναγωνιστεί τον Τσίπρα στον οπορτουνισμό, ο υιός Μητσοτάκη διακήρυξε την ανάγκη δέσμευσης για εξάλειψη του αλυτρωτισμού από το Σύνταγμα των Σκοπιανών, χωρίς όμως να  βάλει ακόμη κι αυτό σαν όρο για την ψήφο που θα δώσει στην συζήτηση της Βουλής. Έτσι η αμηχανία εντάθηκε ακόμη περισσότερο, με τον Νικήτα Κακλαμάνη να μιλά «για δύο γραμμές» και την καρέκλα του Κυριάκου να τρίζει επικίνδυνα. Σύρθηκε έτσι στο συλλαλητήριο της Αθήνας.
 Μετά την επιτυχία της Θεσσαλονίκης όλοι έσπευσαν να δώσουν το δικό τους νόημα και τη δική τους εξήγηση, όπως συμβαίνει πάντα με γεγονότα και επετείους.
 Ακραιφνείς κομμουνιστές όπως ο  Ρινάλντι έβγαλαν το συμπέρασμα πως «το συλλαλητήριο ήταν μια έκφραση οργής δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που δεν θέλουν να φάνε ακόμα μια ήττα που θα συμπληρώσει τη συνολικότερη απαξίωση της ζωής τους». Αυτή η τοποθέτηση άρεσε πάρα πολύ κι επαναλήφθηκε σχεδόν ατόφια από πάρα πολλούς, κυρίως από όσους οραματίζονται «την ορμητική είσοδο των μαζών στην σκηνή της Ιστορίας», πάντα φυσικά κάτω από την καθοδήγηση και ηγεσία τους. Η άποψη της «οργής»  δεν εξηγεί όμως γιατί αυτές οι δεκάδες χιλιάδες (εκατοντάδες χιλιάδες στην περίπτωση της Αθήνας), είναι τόσο επιλεκτικοί στις ήττες που απαξιώνουν τη ζωή τους.
 Ο Ρινάλντι όπως και πολλοί άλλοι δεν παρέλειψαν να αναφερθούν νοσταλγικά στις «πλατείες», αποσιωπώντας και πάλι το γεγονός πως το «κίνημα των πλατειών» και ειδικά οι «συνελεύσεις των πλατειών» του 2010-2011 ήταν  μια σειρά από στημένες  φάρσες, καθώς ήταν καπελωμένες από Κατρούγκαλους, Βαρουφάκηδες και Χριστοδουλοπουλίνες και εξαφανίστηκαν σαν Δροσουλίτες  με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση.
 Ο Λαφαζάνης και η ΛΑΕ πάλι, προτίμησαν να οχυρωθούν πίσω από το γεγονός πως στο συλλαλητήριο συμμετέχει ο Σαμαράς και άλλοι αντιδραστικοί και υπερεθνικόφρονες. Σαν τους ορθόδοξους Εβραίους που δεν μπαίνουν σε σπίτια εθνικών για να μην μολυνθούν, άφησαν τον λαό στις πλάνες και τις αυταπάτες του.
 Ο Μανώλης Αναγνωστάκης φοβόταν και με το δίκηο του εκείνους που μέσα στην δικτατορία σου γυρνούσαν την πλάτη μόλις μυριζόντουσαν αντίσταση και μετά το 74 ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας «δώστε την Χούντα στο λαό!».
 Και να, μόλις τα πλήθη πλημμύρισαν τις πλατείες και μόλις η επίσημη προπαγάνδα των ΜΜΕ συγκατάνευσε υπέρ των συλλαλητηρίων, μια «κοινή δήλωση πρώην πρέσβεων της Ελλάδος» έκανε την εμφάνιση της.
 «Ολες οι ενδείξεις ενισχύουν την πεποίθηση μας πως τα Σκόπια»- λένε οι εξοχότατοι πρώην πρέσβεις μας -«ό,τι και αν δεχθούν να πουν η να κάνουν για να μπουν στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, δεν θα εγκαταλείψουν το επεκτατικό τους ιδεολόγημα. Θα συνεχίσουν, κατά συνέπεια, να το προβάλλουν χρησιμοποιώντας το όνομα "Μακεδονία", έστω και αν σε αυτό προστεθεί γεωγραφικός, εθνικός η χρονικός προσδιορισμός».
 Φάρσα ή θράσος; Είναι τάχα το ξεκίνημα της «πατριωτικής επανεθνικοποίησης» που οραματίζεται το ΑΡΔΗΝ;  Από τον τάφο του ο Βασίλης Ραφαηλίδης προειδοποιεί: «Πάντα καιροσκόποι οι Έλληνες διπλωμάτες και πάντα ανίκανοι να χαράξουν πολιτική που να ξεπερνάει πρόβλεψη εξαμήνου, κάνουν την πάπια και περιμένουν τις εξελίξεις. Που ήρθαν αλλά πάρα πολύ καθυστερημένα. Και το σημαντικότερο, με μια διαφοροποίηση των πρώην κομμουνιστικών καθεστώτων από μέσα κι όχι απ’ έξω. Δηλαδή, όχι με μια άμεση επέμβαση των δυτικών, οπότε αυτοί θα μπορούσαν να επιβάλουν όρους και να κάνουν περίπου ό,τι θέλουν με την ανακατανομή των εδαφών, όπως γίνεται πάντα με τους νικητές, αλλά με μια καπιταλιστική διαφοροποίηση των πρώην κομμουνιστικών χωρών».
 Το κείμενο των πρέσβεων ήρθε να προστεθεί στην φαρέτρα του νέου Μακεδονικού Αγώνα και αναμεταδόθηκε με πολλά «λάϊκ» στα κοινωνικά δίκτυα. Κανείς όμως δεν ρώτησε αυτούς τους ηρωικούς  πρωτεργάτες της πατριωτικής επανεθνικοποίησης,  τι απέγιναν οι Έλληνες τηςF.Y.R.OMacedonia, ποιοι ήταν οι Γκραικομάνοι και γιατί ο Τίτο κατασκεύασε το ιδεολόγημα του μακεδονισμού;
 Διότι, όπως γράφει ο κ. Βλάσης Αγτζίδης στην Μηχανή του Χρόνου (mixanitouxronou.com), ο Κίρο Γκλιγκόροφ παραδέχθηκε το 1991 ότι στην «Μακεδονία» των Σκοπίων είχαν απογραφεί 100,000 άτομα που δήλωναν Ελληνική εθνική συνείδηση! , ενώ πολλοί στη γείτονα χώρα πιστεύουν πως το νούμερο ήταν διπλάσιο, επρόκειτο δηλαδή για 200,000 ανθρώπους!
 «Είμαστε Έλληνες και θέλουμε να παραμείνουμε Έλληνες στα χώματα που γεννηθήκαμε», έγραφε ένας απ’ αυτούς το 2003, έντεκα χρόνια μετά τα πρώτα συλλαλητήρια. Τι έκαναν λοιπόν οι «εξοχότατοι πρέσβεις», που πριν από τρείς μήνες όλοι έτρεχαν να τους αγκαλιάσουν, τι έκαναν για να βοηθήσουν, να προφυλάξουν αυτούς τους ομοεθνείς μας;
 Και όχι μονάχα αυτούς, αλλά και τους εκατοντάδες χιλιάδες που είναι σκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο και πρώτα απ’ όλα στην Βαλκανική, τη Μαύρη Θάλασσα και την Εγγύς Ανατολή. Πριν από κάμποσα χρόνια, όταν η Μάγια Τσόκλη επισκέφθηκε την πρώην Ανατολική Ρωμυλία, επαρχία σήμερα της Βουλγαρίας, συνάντησε χωριά που ο πληθυσμός τους ήταν ακόμη αμιγώς ελληνικός.  Πόσοι έχουν απομείνει ακόμη στη χώρα των Σκοπίων, τη Βουλγαρία, τη Μαύρη Θάλασσα; Πόσοι ακόμη μιλάν ελληνικά;
 Η «οργή» του Ρινάλντι και η «πατριωτική επανεθνικοποίηση» του ΑΡΔΗΝ εξατμίστηκαν πολύ γρήγορα, καθώς δεν κράτησαν ούτε δέκα μέρες μετά το συλλαλητήριο της Αθήνας. Μια απόπειρα, αμέσως μετά την Αθήνα για συλλαλητήριο στην Πάτρα, ακυρώθηκε στα γρήγορα και χωρίς καν προσχήματα.
 Άλλωστε δεν χρειαζόταν πια. Το γλυκό είχε δέσει. Όπως αποκαλύφθηκε μετά τον αγώνα του ΠΑΟΚ και την ένοπλη εισβολή του προέδρου του στο γήπεδο, εκείνος που κινούσε τα νήματα των κινητοποιήσεων του «νέου μακεδονικού αγώνα» δεν ήταν άλλος από τον Ιβάν Σαββίδη, ο οποίος φαίνεται να έχει και σοβαρές πολιτικές φιλοδοξίες.
 Πίσω από τις κουρτίνες, το τρελοκόριτσο χτυπιέται από τα γέλια. Κομμουνιστές κι εθνικιστές, πατριώτες και παπάδες, φασίστες και αμεσοδημοκράτες, όλοι αγκαλιασμένοι δουλέψανε για τον έλληνα Μπερλουσκόνι.
 Και για να αποτελειώσουν ίσως την φάρσα, παράγοντες του ΠΑΟΚ δήλωσαν «πως αν πάθει κάτι ο Πρόεδρος τους (αν καταδικαστεί για την ένοπλη εισβολή εννοούσαν), να μην περιμένει κανείς πως θα πειθαρχήσουμε σε περίπτωση επιστράτευσης (!)». Καθώς όπως αποκαλύφθηκε, οι παράγοντες αυτοί όπως και οι οπαδοί του ΠΑΟΚ που τους ακολουθούν, έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στην πραγματοποίηση και επιτυχία των δύο συλαλλητηρίων, είναι φανερό πως την «πατριωτική επανεθνικοποίηση» την αντιλαμβάνονται σαν «ποδοσφαιρική επανεθνικοποίηση».
  Όλες αυτές οι τραγελαφικές καταστάσεις κι άλλες πολλές που μπορεί ο καθένας να ανακαλύψει, φανερώνουν την κρίση ταυτότητας που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, εδώ και διακόσια χρόνια, αποτέλεσμα της πολιτιστικής καχεξίας που μας χειμάζει.
 Ο νεοελληνικός διαφωτισμός, ασθενικός από τη γέννηση του, ακυρώθηκε με την συντριβή της επανάστασης και την εγκαθίδρυση του κράτους προστασίας. Μαζί του χάθηκε το απελευθερωτικό όραμα του Ρήγα, που έβλεπε τον ελληνισμό να ηγείται μιας συμμαχίας όλων των λαών και εθνοτήτων της Βαλκανικής, στην  προσπάθεια ελευθερίας και κοινής ζωής. Άλλωστε, τα Βαλκάνια ήταν και είναι εδώ και χιλιετίες, ο ιστορικός χώρος όπου έζησε και έδρασε ο ελληνισμός, συγκατοικώντας με τους ίδιους λαούς και εθνότητες.
Το ίδιο αναιμικό ήταν και το κίνημα του δημοτικισμού, που ναυάγησε στην ξέρα της 4ης Αυγούστου και της μοναρχικής παλινόρθωσης.
 Μια ακόμη απόπειρα, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης, συντρίφτηκε κι αυτή στην δίνη του εμφυλίου, συνδεδεμένη καθώς ήταν με την εαμική πλευρά.
  Η τελευταία προσπάθεια ήταν αυτή του Μίκη Θεοδωράκη. Ο «ψηλός», όπως τον αποκαλούσαν οι αιθεροβάμονες της «δίχως Κατοχή και πείνα/ αδικημένης γενιάς του εξήντα», αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, αρχές της δεκαετίας του 60, έβαλε σκοπό του την πολιτιστική αναβάθμιση του ελληνικού λαού.
 Μόνο που την έβλεπε στενά, κυρίως μέσα από τον δρόμο της μουσικής που ήταν και το δικό του πεδίο δράσης και φυσικά κάτω από την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και του ίδιου. Οι δύο τελευταίοι περιορισμοί στάθηκαν και οι αιτίες της αποτυχίας του.
 Από τη μια η πολεμική από την Δεξιά που κορυφώθηκε με τις απαγορεύσεις της δικτατορίας. Από την άλλη η στείρα λογική της Αριστεράς, που το χρησιμοποίησε μονάχα για προπαγανδιστικούς σκοπούς εκχυδαϊζοντας το, το πολιτιστικό αυτό κίνημα δεν μπόρεσε να διαποτίσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και να την οδηγήσει στον δρόμο μιας ιστορικής αυτογνωσίας.
 Το νήμα κόπηκε πολλές φορές και κάθε φορά ο ελληνισμός παράδερνε από τις συμφορές που τον φορτώνανε η «ηγέτιδα τάξη» του και οι ξένοι προστάτες.
 Είναι ανάγκη ωστόσο, να ξαναρχίσει η προσπάθεια από κει που σταμάτησε. Και η ανάγκη αυτή γίνεται επιτακτικότερη σήμερα, καθώς τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονται απειλητικότερα στη γειτονιά μας. Και σήμερα, όπως και πάντα εξακολουθεί να ισχύει η αλήθεια, πως καμμιά πολιτική ή κοινωνική αλλαγή δεν πρόκειται να υπάρξει, αν δεν προηγηθεί μια σοβαρή και πιθανώς μακρόχρονη πολιτιστική επανάσταση, που θα ξαναπροσδιορίσει αξίες και οράματα.
 Μια πολιτιστική επανάσταση φυσικά δεν ξεκινά και δεν πραγματοποιείται με διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις. Είναι πρώτα απ’ όλα υπόθεση των ίδιων των δημιουργών, αυτών που ήδη υπάρχουν κι αυτών που θα αναδειχθούν μέσα από το ίδιο το πολιτιστικό κίνημα.
 Από την άλλη, όπως κάθε επανάσταση, για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί, πρέπει νάχει γίνει απαίτηση της ίδιας της κοινωνίας την οποία θα μεταμορφώσει και πρώτα των ίδιων των δημιουργών της.
 Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται η θέληση και η δράση του καθενός μας.
 Κατόπιν αρκεί μια αφορμή, μια σπίθα.