Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Πολιτικές που χρεοκοπούν, πολιτικές που χρειαζόμαστε

Του Ρούντι Ρινάλντι

Εισερχόμαστε σε έναν νέο κύκλο, όχι γιατί βγήκαμε από τα οικονομικά μνημόνια αλλά επειδή ζούμε την «επικαιρότητα του εθνικού». Αυτό αναδεικνύει η ανακατανομή ισχύος στην ευαίσθητη περιοχή που βρισκόμαστε. Με άλλα λόγια, πέρα από τα οικονομικά μνημόνια, τώρα θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι υπάρχουν και τα εθνικά μνημόνια. Εκεί οδηγούν οι στρατηγικές μεγάλων διεθνών ή τοπικών, περιφερειακών, επεκτατικών δυνάμεων. Πρόκειται για νέες στρατηγικές αναδιανομής ισχύος, επαναχάραξης συνόρων και πολέμων.
Η «Λωζάννη» έχει στην πράξη τελειώσει σε ορισμένες περιοχές. Τώρα επιχειρείται η αλλαγή της και βέβαια στις περιοχές αυτές περιλαμβάνεται η χώρα μας. Το γκριζάρισμα ζωνών της Ελλάδας, ακόμα και η συρρίκνωση του εθνικού της χώρου, ο διαμελισμός της, είναι στην ατζέντα διεθνών και περιφερειακών δυνάμεων. Όποιος το θεωρεί υπερβολικό, μπορεί να «διαβάσει» το μάθημα της Γιουγκοσλαβίας και της περαιτέρω συρρίκνωσης της Σερβίας. Τέτοια ζητήματα θα τεθούν στη Βαλκανική την επόμενη δεκαετία, με την Ελλάδα να δοκιμάζεται από πολλές πλευρές.
Ένα μοντέλο σε κρίση
Στο έδαφος των οικονομικών μνημονίων, έγιναν πολλές ανακατατάξεις στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Απειλήθηκε η συνοχή του πολιτικού κόσμου, ο οποίος απαξιώθηκε για τον θλιβερό του ρόλο να επικυρώνει τα μνημόνια. Εκτινάχθηκαν δυνάμεις που από το «σχεδόν τίποτα» έγιναν πρωταγωνιστικές (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και Χ.Α.), ενώ καταβαραθρώθηκαν άλλες (τυπικότερο παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ).
Παρ’ όλες αυτές τις ανακατατάξεις, που έγιναν υπό τη λαϊκή πίεση και κινητοποίηση, το μοντέλο πολιτικής έμεινε ίδιο: Οι «θεσμοί» αποφασίζουν. Τα Eurogroup συγκεκριμενοποιούν. Οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί Οικονομικών πρωταγωνιστούν σε διαρκείς επαφές και ταξίδια. Τα υπουργικά συμβούλια, όποτε συνεδριάζουν εγκρίνουν ομόφωνα και τα κοινοβούλια απλά επικυρώνουν ό,τι έχει αποφασιστεί από τα οικονομικά επιτελεία των θεσμών (Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ).
Το μοντέλο αυτό στηρίζεται σε έναν τεράστιο δογματισμό: Οι αγορές διευθύνουν, δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική, πρέπει να ακολουθηθεί ο μονόδρομος του οικονομικού αυτοματισμού και της πλήρους υπαγωγής της πολιτικής σφαίρας σε αυτόν. Το μοντέλο αυτό, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δείχνει τα όρια του. Η πανευρωπαϊκή εμφάνιση του «εθνολαϊκισμού», όπως τον ονομάζουν, αποτελεί εκδήλωση της κρίσης του κυρίαρχου μοντέλου της οικονομικής τεχνοπολιτικής.
Στην περίπτωση της χώρας μας, η κρίση του μοντέλου της οικονομικής τεχνοπολιτικής, που οργανώνεται μάλιστα στο Χίλτον (δείγμα υποτέλειας και εξάρτησης πρώτου μεγέθους), εντείνεται. Κι αυτό γιατί η «εισβολή» των εθνικών θεμάτων (ζήτημα με ΠΓΔΜ, απειλή της επεκτατικής Τουρκίας, Κυπριακό) είναι έντονη, μόνιμη πλέον, και σημειώνεται σε μια περίοδο παροξυσμού μεγάλων ανακατατάξεων και αντιθέσεων στη Βαλκανική, τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Σε τέτοιες συνθήκες, το «όραμα» των διαχειριστών του συστήματος στην Ελλάδα (κεντροαριστερών ή κεντροδεξιών) για «επιστροφή στην κανονικότητα», αποτελεί μια πρώτης τάξεως αυταπάτη. Ένα άπιαστο όνειρο.
Ζώντας στην «επικαιρότητα του εθνικού», η οικονομική τεχνοπολιτική αποδεικνύεται  εντελώς ανεπαρκής και αναγκαστικά ο επόμενος κύκλος θα οδηγήσει σε προσαρμογές και αλλαγές συνθημάτων, πολιτικών, στόχων.

2 + 1 τεστ αντοχής

Ο πολιτικός κόσμος όλων των αποχρώσεων, υπηρέτησε την οικονομική τεχνοπολιτική και ακόμα παραμένει στο νεφέλωμα των μνημονιακών συνταγών ή αντιπαραθέσεων. Ποιος τα εφαρμόζει καλύτερα, ποιος εξασφαλίζει λιγότερο «πεζοδρόμιο» ή, από την άλλη, ποιος εκφράζει το «όχι», ποιος είναι περισσότερο «αντιμνημονιακός». Ή ποιος θα πάει καλύτερα στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Ζώντας στην «επικαιρότητα του εθνικού», η οικονομική τεχνοπολιτική αποδεικνύεται  εντελώς ανεπαρκής και αναγκαστικά ο επόμενος κύκλος θα οδηγήσει σε προσαρμογές και αλλαγές συνθημάτων, πολιτικών, στόχων
Η πραγματικότητα έχει προχωρήσει σε άλλο πεδίο και έτσι θα υπάρξουν δοκιμασίες και τροποποιήσεις. Για παράδειγμα, πώς θα αντιμετωπιστεί το παράγωγο της κρίσης αυτών των πολιτικών που είναι η εν δυνάμει δυσαρέσκεια και η εκφρασμένη ποικιλοτρόπως αντίθεση των λαϊκών τάξεων προς τις πολιτικές και τους προσανατολισμούς του πολιτικού κόσμου;
Πάμε στα πιο συγκεκριμένα. Οι θεσμοί, καθαρά και κυνικά, τις τελευταίες μέρες ζήτησαν και πήραν δηλώσεις από κυβέρνηση και υπουργό Οικονομικών ότι οι συντάξεις θα μειωθούν από 1/1/2019. Κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ απέφευγε να κάνει για να θολώνει τα νερά και να υπόσχεται ψέματα. Μέχρι τότε μπορεί να διασκεδάζουν, αλλά όταν θα περικοπεί η σύνταξη σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, το γέλιο θα τους κοπεί και η τιμωρία τους (ας πούμε, εκλογικά) θα είναι σκληρή. Το φάντασμα του ΓΑΠ θα κυνηγά τους κυβερνώντες που τώρα ανοίγουν σαμπάνιες βλέποντας να συγκεντρώνουν ένα 20% στις δημοσκοπήσεις. Τότε αυτά τα νούμερα θα είναι άπιαστα και το ξέρουν. Αλλά και στην περίπτωση που μέχρι τότε αναλάβει ο Μητσοτάκης (αν γίνουν εκλογές μέσα στο 2018), πόσο κι αυτός θα μπορεί να πείθει ότι δεν φταίει, τα είχαν συμφωνήσει όλοι μαζί ή περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ; Θα εισπράξει κι εκείνος  μέρος της οργής.
Αυτά όλα σχετίζονται πράγματι με το «οικονομικό μνημόνιο». Πολύ πριν μπούμε στο 2019 όμως, πρέπει να «κλείσει» το θέμα της ΠΓΔΜ. Ας υποθέσουμε ότι φτάνουν σε συμφωνία, κάτι που οι πάντες εκτιμούν σήμερα και για το οποίο πιέζουν έντονα ΗΠΑ και Γερμανία. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το καλοκαίρι ψηφίζεται μια συμφωνία, με την οποία θα παραδίδεται το όνομα «Μακεδονία» με κάποιο προσδιοριστικό και με υποσχέσεις ότι σε δύο χρόνια θα αλλάξουν το Σύνταγμα κ.λπ. Κάτι τέτοιο δεν θα έχει πολιτικό (και εκλογικό) κόστος; Για τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο για αυτόν.
Ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος είχε υποτιμήσει το ζήτημα στις αρχές του χρόνου. Εισέπραξε δύο συλλαλητήρια που οδήγησαν σε προσαρμογές. Τώρα το επιχειρούν ξανά, χωρίς να λογαριάζουν αντιδράσεις. Θα τους βγει ή θα τιμωρηθούν σκληρά; Για να περάσει μια τέτοια συμφωνία πρέπει να συρθούν σε αυτήν και η Ν.Δ. (ή μέρος της) και το ΚινΑλ (ή μέρος του). Η Ν.Δ. θέλει προεκλογικά να αποφύγει τη φθορά που επιφέρει το θέμα, αλλά ο Μητσοτάκης προωθεί ενεργά τη γερμανική πολιτική στο ζήτημα αυτό. Δεν είναι διόλου τυχαίο που Ε.Ε. ζήτησε πλειοψηφία 180 ψήφων στη Βουλή.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη μεταβλητή, αυτή των θεμάτων που βάζει όποτε θέλει στην πολιτική ατζέντα της χώρας ο τούρκικος παράγοντας με τις πρωτοβουλίες, τις απειλές και τις ενέργειές του. Αυτός ο «τρίτος παράγοντας», ίσως δημιουργήσει και τις μεγαλύτερες περιπλοκές.

ΠΓΔΜ και Δημοψήφισμα

Ο πολιτικός κόσμος ξέρουμε πάνω-κάτω πώς θα κινηθεί. Με την οικονομική και πολιτική μειοδοσία που παραδοσιακά δείχνει προς τους ισχυρούς. Η αντίθεση του ελληνικού λαού στο «κλείσιμο» του ζητήματος της ΠΓΔΜ έτσι όπως πάει να γίνει, είναι δεδομένη. Και είναι λογικό το επιχείρημα ότι η Βουλή δεν είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίσει για ένα τόσο σοβαρό θέμα. Τίθεται θέμα να προσφυγής στον λαό με καθαρό και δεσμευτικό τρόπο. Καμιά κυβέρνηση και καμία πλειοψηφία μέσα στην Βουλή δεν μπορεί να στηρίξει μια συμφωνία που έρχεται σε αντίθεση με την εκφρασμένη διάθεση του λαού, επειδή έτσι το θέλουν οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί, το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. Γιατί όχι λοιπόν; Δημοψήφισμα! Να εκφραστεί δημοκρατικά ο λαός.
Σε μια στιγμή που το σύνολο του πολιτικού κόσμου σύρεται και παραδίδει στοιχεία κυριαρχίας, έσχατη γραμμή άμυνας είναι να μιλήσει ο λαός!
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr