Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Ποιο είναι λοιπόν το δύσκολο, αλλά αναγκαίο; Να μην αναιρεθεί η προτεραιότητα του κοινωνείν. Να αποτολμηθούν, δηλαδή, οι ρυθμίσεις οι οποίες θα διακονούν αλλιώτικες μορφές του κοινωνείν, και οι οποίες ακριβώς θα μαρτυρούν τη δίψα για κοινωνείν. Εδώ, η γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί θα φανερώσει πολλά. Υπάρχει η γλώσσα του πεισματάρη ήρωα, υπάρχει και η γλώσσα του μάρτυρα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Μάρτυρας είναι εκείνος που κινητήρια δύναμή του είναι η (αυτο)θυσιαστική αγάπη. Η αγάπη, έλεγε ο Χρυσόστομος (και τον επαναλάμβανε ο Νικόδημος ο Αγιορείτης) κάνει τον άνθρωπο μαθητή του Χριστού και χωρίς μαρτύριο. Το μαρτύριο όμως χωρίς αγάπη, δεν κάνει τον άνθρωπο μαθητή του Χριστού. Και νομίζω ότι σήμερα ένα βαρύ μαρτύριο της εκκλησιαστικής κοινότητας είναι η εκούσια κένωση, το τσαλάκωμα της «κανονικότητάς» της. Αυτή η κένωση φαίνεται έκπτωση, αλλά στην πραγματικότητα είναι διακονία του ουσιώδους. Η κένωση δεν είναι «οικονομία». Είναι «ακρίβεια», εφόσον πραγματώνει την αποστολή. Η δε κένωση είναι συνυφασμένη με το τραύμα και την οδύνη. Με την αδιανόητη παραδοξολογία του Παύλου: «Λέω την αλήθεια -μάρτυράς μου ο Χριστός- δεν λέω ψέματα… Λυπούμαι πάρα πολύ, και μια θλίψη βαραίνει αδιάκοπα την καρδιά μου. Φτάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από τον Χριστό [“ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ”], αρκεί να πήγαιναν κοντά του οι ομοεθνείς αδερφοί μου» (Ρωμ. 9:1-3).
Μέσα σε λίγες μέρες έχουν γραφτεί πάρα πολλά, με το σκηνικό της πανδημίας να αλλάζει δραματικά κάθε ώρα (στις 27 Φεβρουαρίου είχα κάνει την πρώτη ανάρτηση, και τα μέτρα της σοφής Ορθόδοξης Μητρόπολης Κορέας τότε φάνταζαν… αλλόκοτα).
Δυο σκέψεις ακόμη καταθέτω στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.
Η παράδοση της Εκκλησίας βοά ότι η γλώσσα δεν είναι μέρος της αποκάλυψης. Την αποκάλυψη την κάνει ο Θεός, και μετά είναι δουλειά του ανθρώπου να την διατυπώσει με τις ανθρώπινες γλώσσες˙ ουδεμία γλώσσα μονοπωλεί ιερότητα ή αποτελεί αποκάλυψη.
Παρόμοια, ο τρόπος τέλεσης της Ευχαριστίας και τα αντικείμενα που υπηρετούν το κοινωνείν δεν ταυτίζονται με την Ευχαριστία. Έχει επισημανθεί κατά κόρον αυτές τις μέρες ότι οι χριστιανοί δεν κοινωνούσαν πάντα με κοινό κουταλάκι, ούτε και σήμερα στη λειτουργία του αγίου Ιακώβου. Η επίσης κατά κόρον ανασυρθείσα σύσταση του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη για απολύμανση (σε ξύδι) των σκευών με τα οποία κοινώνησε ασθενής σε καιρό επιδημίας, δείχνει ομοίως την μη-ταύτιση Ευχαριστίας και τρόπων της. Το να κανονιστούν λοιπόν τώρα τρόποι διαφορετικοί από τους καθιερωμένους, είναι και θεμιτό και ζητούμενο. Αλλά, προσοχή: Για ποιον λόγο; Εδώ είναι τα δύσκολα. Για να παραμένει η κοινότητα πιστή στην ταυτότητά της και στον Κύριό της. Όχι για να ενδώσει στην όποια δημαγωγία, ούτε για να πλειοδοτήσει στην ψευδαίσθηση αθανασίας, την οποία καλλιεργεί η ναρκισσιστική εποχή μας. Το να παραμείνει η Εκκλησία πιστή στην ταυτότητά της σημαίνει πολλά, και οπωσδήποτε σημαίνει να μην ταυτίσει την λειτουργική ζωή με μία μόνο έκφρασή της. Όχι για να κάνει τη μοντέρνα ή την προοδευτική. Αλλά για να μην προσχωρήσει στην αίρεση των «ιερών γλωσσών» και στην ειδωλοποίησή τους.
Ποιο είναι λοιπόν το δύσκολο, αλλά αναγκαίο; Να μην αναιρεθεί η προτεραιότητα του κοινωνείν. Να αποτολμηθούν, δηλαδή, οι ρυθμίσεις οι οποίες θα διακονούν αλλιώτικες μορφές του κοινωνείν, και οι οποίες ακριβώς θα μαρτυρούν τη δίψα για κοινωνείν. Εδώ, η γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί θα φανερώσει πολλά. Υπάρχει η γλώσσα του πεισματάρη ήρωα, υπάρχει και η γλώσσα του μάρτυρα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Μάρτυρας είναι εκείνος που κινητήρια δύναμή του είναι η (αυτο)θυσιαστική αγάπη. Η αγάπη, έλεγε ο Χρυσόστομος (και τον επαναλάμβανε ο Νικόδημος ο Αγιορείτης) κάνει τον άνθρωπο μαθητή του Χριστού και χωρίς μαρτύριο. Το μαρτύριο όμως χωρίς αγάπη, δεν κάνει τον άνθρωπο μαθητή του Χριστού. Και νομίζω ότι σήμερα ένα βαρύ μαρτύριο της εκκλησιαστικής κοινότητας είναι η εκούσια κένωση, το τσαλάκωμα της «κανονικότητάς» της. Αυτή η κένωση φαίνεται έκπτωση, αλλά στην πραγματικότητα είναι διακονία του ουσιώδους. Η κένωση δεν είναι «οικονομία». Είναι «ακρίβεια», εφόσον πραγματώνει την αποστολή. Η δε κένωση είναι συνυφασμένη με το τραύμα και την οδύνη. Με την αδιανόητη παραδοξολογία του Παύλου: «Λέω την αλήθεια -μάρτυράς μου ο Χριστός- δεν λέω ψέματα… Λυπούμαι πάρα πολύ, και μια θλίψη βαραίνει αδιάκοπα την καρδιά μου. Φτάνω στο σημείο να εύχομαι να χωριζόμουν εγώ από τον Χριστό [“ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ”], αρκεί να πήγαιναν κοντά του οι ομοεθνείς αδερφοί μου» (Ρωμ. 9:1-3).
Και αναρωτιέμαι: Είναι, άραγε, εκκλησιαστικά συνεπές να διακηρύττεται (αναμφίβολα, με τις καλύτερες των προθέσεων), «όποιος θέλει ας προσέρχεται στην θεία Κοινωνία, όποιος δεν θέλει ας μην προσέρχεται»; Άραγε η «ανακάλυψη» αυτού του «ελευθεριασμού» (λες και δεν ισχύει ανέκαθεν) κρατά αλώβητο το ιδεώδες του κοινωνείν; Ή μήπως, αντιθέτως, το θραύει; Μήπως η τόλμη της παράδοσης για ποικιλία τρόπων, οφείλεται ακριβώς στο ότι βασική έγνοια της είναι η κ ο ι ν ή κοινωνία, κι όχι η «προαιρετικοποίησή» της ή ο πρωταθλητισμός; «Γιατί λοιπόν εσύ, ο ασθενικός στην πίστη, κατακρίνεις τον αδερφό σου; Κι εσύ ο ισχυρός στην πίστη, γιατί περιφρονείς τον αδερφό σου; Όλοι μας θα σταθούμε μπρος στον Χριστό, για να δώσουμε λόγο» (Ρωμ. 14:10).
Στα ήδη κατατεθειμένα λοιπόν (θεία λειτουργία του Ιακώβου, Νικόδημος Αγιορείτης, τέλεση των ακολουθιών κατ’ οίκον κλπ.) καταθέτω και τα εξής παράπλευρα:
Σε επιστολή του ο Μ. Βασίλειος (στην οποία εξαίρει ως υπέροχο αυτονόητο την καθημερινή συμμετοχή στην θεία Κοινωνία) σημειώνει το εξής: Σε καιρό διωγμού, με αραιή την προσέλευση στη θεία λειτουργία, οι πιστοί μπορούν να παίρνουν από τον ιερέα πολλές «μερίδες» θείας Κοινωνίας και να τις κοινωνούν στο σπίτι τους όποτε θελήσουν, με το ίδιο τους το χέρι και απόντος ιερέα. Αναρωτιέμαι: Είναι άραγε αυτό μειοδοσία των βολεψάκηδων που δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν εκκλησιαζόμενοι με κανονική συχνότητα; Ή μήπως γονεϊκή αγωνία της Εκκλησίας, να μη μείνει νηστικός από την κατεξοχήν Τροφή κανένα παιδί της – ακόμα και το ασθενέστερο; Στο τέλος της ανάρτησής μου παραθέτω το κείμενο, και ας προσεχτεί η αφοβία του Βασιλείου, όταν χρησιμοποιεί τις λέξεις «αναγκάζεσθαι», «μηδαμώς είναι βαρύ», «περιττόν εστιν αποδεικνύναι», «ταυτόν εστί τη δυνάμει». Ενδεχόμενο ερώτημα, αν ο Μ. Βασίλειος είχε υποστεί δυτικές επιδράσεις και αν είχε υποκύψει στον επάρατο προτεσταντικό ατομικισμό, με ξεπερνά.
Μαζί μ’ αυτό, ας σκεφτεί κανείς και την εξής παραδοσιακή τόλμη, πάλι σε έκτακτες συνθήκες: Ο Μ. Φώτιος δεχόταν ότι σε αποκλεισμένους χριστιανούς τη θεία Ευχαριστία μπορούσαν να τη μεταφέρουν όχι κληρικοί, αλλά γυναίκες διακόνισσες. Βέβαια δεν είναι τυχαίο, ότι σήμερα οι ενορίες δεν έχουν διακόνισσες – η ανδροκρατία θεωρείται παραδοσιακότητα. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι ο Φώτιος προχωρεί παραπέρα. Ποιες άλλες γυναίκες μπορούσαν να μεταφέρουν την Ευχαριστία; Α λ λ ό θ ρ η σ κ ε ς , οι οποίες με την καλοψυχία τους προσφέρονταν να βοηθήσουν! (PG 102, 780-781). Η δίψα του κοινωνείν και το να πραγματώνεται το κοινωνείν με ποικίλους τρόπους (ακόμα και με γεωγραφική απόσταση), είναι η καρδιά αυτών των τολμηρών ρυθμίσεων! Και μάλιστα, στην περίπτωση των αλλοθρήσκων γυναικών έχουμε, κατά κάποιον τρόπο, μια ευλογημένη αντιστροφή της γνωστής αφήγησης του Ευσεβίου για την αλληλέγγυα στάση των Χριστιανών προς τους ασθενείς εθνικούς σε καιρό λιμού. Ο ανυπότακτος ελεύθερος Θεός γαρ δεν αλυσοδένεται - ούτε με ιερά δεσμά.
Τα γράφω αυτά με δυσκολία μεγάλη. Γιατί σε κάθε λέξη νιώθω τα θηριώδη ελλείματά μου και τη σχοινοβασία με τη διαψευσιμότητα. Εν μέσω μιας πανδημίας που μπορεί να είναι μια οδυνηρή πολύτιμη ευκαιρία: Να θυμηθεί ο κόσμος, να θυμηθούν οι Χριστιανοί, να θυμηθούν όλοι ότι το αντίθετο του φόβου δεν είναι η αφοβία. Είναι η αγάπη (1 Ιω. 4:18)!
Θ.Ν.Π. / 14-3-2020
ΥΓ.1: Το κείμενο του Μ. Βασιλείου:
«Τὸ κοινωνεῖν καθ' ἑκάστην ἡμέραν καὶ μεταλαμβάνειν τῶν θείων μυστηρίων καλὸν καὶ ἐπωφελές, αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Ἡμεῖς μέντοι τέταρτον καθ' ἑκάστην ἑβδομάδα κοινωνοῦμεν, τῇ Κυριακῇ, τῇ τετράδι, τῆ παρασκευῇ καὶ τῷ σαββάτῳ, καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἡμέραις, ἐὰν ᾖ μνήμη ἁγίου τινός. Τὸ δὲ ἐν τοῖς τοῦ διωγμοῦ καιροῖς ἀναγκάζεσθαί τινα, μὴ παρόντος ἱερέως ἢ λειτουργοῦ, τὴν κοινωνίαν ἰδίᾳ χειρὶ λαμβάνειν, μηδαμῶς εἶναι βαρύ, περιττόν ἐστιν ἀποδεικνύναι, διὰ τὸ καὶ τὴν μακρὰν συνήθειαν τοῦτο δι᾽ αὐτῶν τῶν πραγμάτων πιστώσασθαι. Πάντες γὰρ οἱ κατὰ τὰς ἐρήμους σχολάζοντες, ἔνθα μή ἐστιν ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες ἀφ’ ἑαυτῶν μεταλαμβάνουσιν. Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δὲ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ ἕκαστος καὶ τῶν ἐν λαῷ τελούντων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχει κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ ὅτε βούλεται μεταλαμβάνει δι' ἑαυτοῦ. Ἅπαξ γὰρ τοῦ ἱερέως τὴν θυσίαν τελειώσαντος καὶ δεδωκότος, ὁ λαβὼν αὐτὴν καὶ μεταλαμβάνων, ὡς παρὰ τοῦ ἱερέως μεταλαμβάνειν πιστεύειν ὀφείλει. Καὶ γὰρ καὶ νῦν τῇ ἐκκλησίᾳ, ὁ ἱερεὺς ἐπιδίδωσι τὴν μερίδα, καὶ κατέχει αὐτὴν ὁ ὑποδεξάμενος μετ' ἐξουσίας ἁπάσης, καὶ οὕτω προσάγει τῷ στόματι τῇ ἰδίᾳ χειρί. Ταὐτὸν οὖν ἐστι τῇ δυνάμει, εἴτε μίαν μερίδα δέξεταί τις παρὰ τοῦ ἱερέως, εἴτε πολλὰς μερίδας ὁμοῦ» (PG 32, 484B-485B).
ΥΓ.2: Προσημείωση για άλλη φορά: Η τραγική φράση της μακαρίτισσας Θάτσερ, πρωθιέριας του νεοφιλελευθερισμού, ότι δεν υπάρχει κοινωνία, αλλά μόνο άτομα, θα έπρεπε να παιανίζεται σαρκαστικά όποτε οι νεοφιλελεύθεροι ταγοί απευθύνουν διαγγέλματα στην κοινωνία και δοξολογούν την κοινωνική συνοχή…
Ευχαριστώ τον φίλο Κοσμά Τ.
Ευχαριστώ τον φίλο Κοσμά Τ.