Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη
Γιατί τα Αύριο δεν έρχονται μόνα τους – δημιουργούνται από εμάς τους ίδιους…»
Μάριος Πλωρίτης,
Πρόλογος στο θεατρικό έργο «Ο Παγοπώλης Έρχεται»
Ο λεγόμενος δημοκρατικός πατριωτικός χώρος χαρακτηρίζεται από έναν κατακερματισμό τέτοιου μεγέθους που καθιστά θνησιγενείς σχεδόν όλες τις πολιτικές προτάσεις είτε προέρχονται από το χώρο της παραδοσιακής πατριωτικής δεξιάς, είτε προέρχονται από τον χώρο της πατριωτικής αριστεράς. Παράλληλα, μια πραγματικά ενωτική πρωτοβουλία η οποία αφουγκράζεται την κοινωνία στην οποία απευθύνεται, δεν μπορεί να αναιρεί αυτομάτως όλες τις ιδεολογικές περιχαρακώσεις «του παρελθόντος» λέγοντας πως πλέον «δεν υπάρχει ούτε δεξιά ούτε αριστερά», ούτε όμως έχει την ιστορική πολυτέλεια να μένει εγκλωβισμένη στο αριστερό ή δεξιό καβούκι της. Αντίθετα, οφείλει να αναλάβει πραγματικά τη δημιουργία μιας ενωτικής πολυσυλλεκτικής πρωτοβουλίας, έστω για εκλογικούς και μόνο λόγους, εντάσσοντας μέσα της ΚΑΙ τη δεξιά ΚΑΙ την αριστερά. Αξιοποιώντας δηλαδή τα πατριωτικά και δημοκρατικά τμήματα της κοινωνίας, από όποια ιδεολογική αφετηρία και αν προέρχονται. Συνεπώς, αναγνωρίζοντας πως η διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς εξακολουθεί μεν να υπάρχει, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνοντας την ανάγκη να πάρουμε κάποια απόσταση από αυτήν . Διότι η διάκριση αυτή ίσως έχει χάσει κάτι από την παλιά της ένταση και την εκλογική της δυναμική, αλλά δεν έχασε καθόλου τη δυνατότητά της να αποτελεί στοιχείο ταυτότητας για τα άτομα. Με άλλα λόγια, στο ατομικό πεδίο, οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως αριστερό ή δεξιό, ή έστω «προοδευτικό ή συντηρητικό». Θα λέγαμε ότι η διάκριση έχει πάψει ίσως να είναι μια σαφής και σταθερή στον χρόνο εκλογική κατηγορία, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί εμμέσως στο ψυχοπολιτικό πεδίο ως μια ταυτοτική κατηγορία.
Πρακτικά, τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; Ότι κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του συντηρητικό και τείνει να ψηφίζει δεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς, μπορεί στο πεδίο των νοοτροπιών του και του τρόπου ζωής του να είναι πολύ προοδευτικότερος κάποιων δήθεν αριστερών και αντιστρόφως, κάποιος που φαντάζεται ότι είναι πολύ προοδευτικός και κατά συνέπεια, τείνει να ψηφίσει προοδευτικο- αριστερούς σχηματισμούς, συχνά, στο πεδίο των αντιλήψεων και των νοοτροπιών, μπορεί να είναι επί της ουσίας πολύ συντηρητικότερος πολλών άλλων συντηρητικών. Οι αριστερές του εξάρσεις αποτελούν συχνά εκδηλώσεις ενός κομφορμισμού στην κυρίαρχη «νεοφιλελεύθερα προοδευτική» ιδεολογία της εποχής.
Βέβαια, η απόρριψη της διάκρισης της δεξιάς από την αριστερά υπήρξε ως γνωστόν στην μετεμφυλιακή Ελλάδα (αλλά και αλλού), το χαρακτηριστικό των παλαιών δεξιών, ίσως και ακροδεξιών νοοτροπιών, που πίστευαν ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος οι «ιδεολογικοί προσανατολισμοί» και οι «κοινωνιο - πολιτικές αντιθέσεις» να διαιρούν το έθνος. Ας θυμίσουμε ότι ορισμένα πολιτικά καθεστώτα με διατάγματα επιδίωκαν να καταργήσουν την ταξική πάλη. Η συστηματική επανάληψη αυτού του συνθήματος ουσιαστικά ενίσχυσε αυτή τη διάκριση και διαίρεσε ακόμα περισσότερο το έθνος. Θα λέγαμε τηλεγραφικά ότι η δεξιά είναι αυτή που αυθόρμητα προσανατολίζεται στο να δώσει έμφαση στην ομόνοια και στην εσωτερική ειρήνη ανάμεσα στις διάφορες συνιστώσες ή τάξεις που συγκροτούν την κοινωνία, άλλοτε τονίζοντας την έννοια του έθνους άλλοτε τη σημασία της συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας. Αντίθετα, η αριστερά δεν ορίζεται μόνον από την κίνηση και τα κινήματα, αλλά ακόμα περισσότερο από την σύγκρουση και τον αγώνα· ίσως διότι η κίνηση και τα «κινήματα» θα μπορούσαν να υπάρχουν από μόνα τους, αλλά η αριστερά είναι αυτή που εξ ορισμού επιδιώκει να τα οργανώνει και να τα καθοδηγεί.
Σήμερα, στην μνημονιόπληκτη και κορωνοϊόπληκτη Ελλάδα και οι δεξιόστροφοι και οι αριστερόστροφοι πολιτικοί σχηματισμοί και μορφώματα υπόσχονται συνεργασίες, μιλάνε για συνεργασίες «ούτε δεξιές, ούτε αριστερές», αλλά αυτοαναιρούμενοι στην πράξη τις αρνούνται μετά βδελυγμίας. Και είναι να αναρωτιέται κανείς την «ισχύ» που προκύπτει από την «ένωση» σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό ρητό, δεν την θέλουν; Ενδεχομένως, κάποιοι από αυτούς την θέλουν, αλλά γύρω από τον εαυτό τους τον οποίο φαντασιώνουν ως αναντικατάστατο και ανεπανάληπτο…
Μέσα λοιπόν σε αυτό το πολιτικό κλίμα της παρακμής, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς γιατί άραγε η παραδοσιακή δημοκρατική πατριωτική προοπτική έχει τόσες δυσκολίες να συγκροτηθεί πολιτικά με τη δέουσα πολιτική σοβαρότητα και να πείσει τους πολίτες;
Ίσως, επειδή οι θεσμοί της εκπαίδευσης και της ενημέρωσης βρίσκονται στα χέρια του φιλελεύθερα διεθνοποιημένου καθεστώτος πολιτικής κυριαρχίας. Ίσως επίσης επειδή οι λέξεις έχουν χάσει τα παραδοσιακά νοήματά τους, έχουν απεκδυθεί το εσωτερικό τους περιεχόμενο και έχουν απομείνει «κενά κελύφη». Αυτά τα κελύφη παραγεμίζονται σήμερα με νέα περιεχόμενα, δημιουργώντας έτσι μια γλώσσα που ακούγεται σαν την παλιά, αλλά μιλάει για άλλα πράγματα χρησιμοποιώντας παρόλα αυτά ίδιες λέξεις. Ίσως είναι επίσης ότι τα νέα κοινωνικά και πολιτικά νοήματα που αναδύονται στο δημόσιο λόγο κατά το διάστημα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν έχουν ακόμα εντοπίσει και καθιερώσει τις κατάλληλες λέξεις που απαιτούνται σε κάθε συν-εννόηση.
Παράλληλα, πολλά από αυτά τα πατριωτικά δημοκρατικά μορφώματα που εμφανίζονται στην νεοελληνική πολιτική σκηνή διεκδικώντας την είσοδό τους στη Βουλή δεν διαθέτουν πολιτικά όργανα εκλεγμένα δημοκρατικά στα πλαίσια ενός ιδρυτικού συνεδρίου (Πολιτική Επιτροπή, Εκτελεστική γραμματεία, Γραφείο Τύπου κλπ.), γεγονός που εγείρει όχι μόνο ζητήματα δημοκρατίας στη λειτουργία των κομμάτων αυτών, αλλά θέτει συγχρόνως και ένα σοβαρό ζήτημα αποτελεσματικότητας επί του πολιτικού σχεδιασμού και της υλοποίησής του. Ταυτόχρονα είναι αριθμητικά πολλά, χωρίς να είναι πάντα ευδιάκριτες οι επιμέρους διαφορές τους, οι οποίες όμως εφευρίσκονται ή διογκώνονται (εφόσον και αν υπάρχουν) την στιγμή ακριβώς που έρχεται η ώρα να ενώσουν το παζλ του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου.
Πού θα μπορούσαμε μεταξύ άλλων να αποδώσουμε την αδυναμία να συμπληρωθεί το παζλ συνθέτοντας ένα ενιαίο όλον;
Μήπως στην έλλειψη πολιτικής παιδείας των εμπλεκόμενων στελεχών και ιδρυτών των παραπάνω πολυάριθμων δημοκρατικών πατριωτικών μορφωμάτων; Μήπως σε μια ένδειξη ερασιτεχνισμού του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου είτε αυτός προέρχεται από την αριστερά είτε από τη δεξιά; Μήπως σε υφέρπον μικροπολιτικό δόλο ή επιδιώξεις οικονομικών ανταλλαγμάτων, αφού ένα κόμμα χωρίς οργανωτικό μηχανισμό, χωρίς πολιτικό πρόγραμμα είναι ένα πολιτικό μόρφωμα που ελίσσεται κατά πως φυσά ο άνεμος των συγκυριακών συμφερόντων; Μήπως σε κάποια «ναρκισσευόμενη ακαμψία» και κονταροχτύπημα των «καχεκτικών» Εγώ των αρχικών ιδρυτών των καπετανάτων που κατεβαίνουν κατά καιρούς στις εκλογές και δυσκολεύονται να πλησιάσουν το 1% ;
Σε κάθε περίπτωση, η ανυπαρξία πολιτικών προοπτικών συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών οργάνων ικανών να επεξεργαστούν αξιόπιστες και βιώσιμες φιλολαϊκές πολιτικές , εγείρει για όλους σχεδόν αυτούς τους φορείς ζητήματα αξιοπιστίας. Διότι προφανώς, οι οργανωτικές αδυναμίες και δυσλειτουργίες αντανακλούν συνήθως μια πολιτική ένδεια και η ένδεια αυτή, καθώς και η ανικανότητα να πείσουν για την αξιοπιστία τους, δεν είναι ασφαλώς ανεξάρτητη, ούτε από τους κοινούς ιδεολογικούς τόπους και τις πολιτικές νοοτροπίες που επικρατούν σε κάθε εποχή, ούτε όμως από τις δογματικές αγκυλώσεις ή τις αχαλίνωτες φιλοδοξίες των επίδοξων πολιτικών ηγεσιών που τροφοδοτούνται και τροφοδοτούν αυτούς τους κοινούς τόπους.
Είναι επομένως ηλίου φαεινότερον πως εντός των δημοκρατικών συνιστωσών και της πατριωτικής δεξιάς και της πατριωτικής αριστεράς, παρατηρείται σήμερα ένας ανάλογος κατακερματισμός. Και είναι να αναρωτιέται κανείς αν αυτός ο κατακερματισμός είναι άσχετος με το γεγονός ότι η πατριωτική, δημοκρατική προοπτική, δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη, μοιάζει δυστυχώς κάπως περιθωριακή στην κοινή γνώμη, ιδίως δε, δεν φαίνεται να συγκινεί σχεδόν καθόλου τις νεότερες ηλικίες των πολιτών και τις γυναίκες. Για τον λόγο αυτό, οι συγκεκριμένοι πολιτικοί χώροι εύκολα φολκλοροποιούνται και χαρακτηρίζονται από ένα μεγάλο κομμάτι του ενεργού πληθυσμού ως μάλλον γραφικοί. Ίσως για να προτείνουμε μια διάκριση συστημικών κομμάτων και πατριωτικοδημοκρατικών, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε ότι ιδεολογικά, ανεξάρτητα από το δεξιό ή αριστερό πρόσημο, για την κοινή γνώμη που συγκεντρώνεται γύρω από τα συστημικά λεγόμενα κόμματα, η νεοφιλελευθερίζουσα προτεραιότητα των δικαιωμάτων του κάθε ατόμου επί των δικαιωμάτων του συνόλου έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση της νομιμότητας των αποφάσεων στο όνομα μιας συλλογικότητας.
Σε κάθε περίπτωση ο κατακερματισμός φέρνει τον διαμελισμό· των συνειδήσεων(;), των ταυτοτήτων(;), των κοινωνικών σχέσεων(;), των κοινωνιών(;), ενδεχομένως, των εδαφών(;). Και αν αυτός ο κατακερματισμός στρώσει το δρόμο του διαμελισμού τότε θα ξανασυναντήσουμε τον Πλωρίτη στον πρόλογο του θεατρικού έργου «Ο Παγοπώλης έρχεται» να μας σχολιάζει την οπτική του δραματουργού Ο’ Νηλ με τα κάτωθι λόγια: «Όσο περνάν τα χρόνια βλέπω πως κάτι αστείο, ακόμα και φαρσικό, μπορεί να «σπάσει» ξαφνικά και να γίνει ζοφερό και τραγικό. Οι άνθρωποι κωμικοί, σχεδόν γελοίοι μέσα στις αυταπάτες τους, γίνονται «τραγικοί», όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα η πραγματικότητα. Τραγικοί, όχι μόνο επειδή τσακίζονται από αυτήν. Μα κι επειδή μη μπορώντας να την υποφέρουν, λιθοβολούν εκείνον που τους την αποκάλυψε. Οι αδύναμοι άνθρωποι δεν αντέχουν τους «σωτήρες». Τους σταυρώνουν. Και ξαναγυρίζουν στην «κωμωδία» τους και στη γελοιότητά τους – πιο υποφερτές από το ασήκωτο βάρος της Αλήθειας.»
Ίσως πολιτικά, η δημοκρατική πατριωτική ενότητα να μην είναι… ακόμα για αύριο. Ίσως, να είναι κάτι που θα πρέπει συστηματικά να καλλιεργηθεί με το διάλογο περί όλων των θεμάτων της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας από δεξαμενές σκέψεις «αντι-εθνομηδενιστικές», ανοιχτές σε όλους όσους ισχυρίζονται ότι επιθυμούν κάποια στιγμή να απευθυνθούν με αξιώσεις εκλογικής επιτυχίας στο δημοκρατικά σκεπτόμενο ελληνικό λαό. Ή σε ότι θα έχει απομείνει από αυτόν.