Του Βασίλη Ασημακόπουλου
«Σαν
βραχυπρόθεσμοι στόχοι η συγκυριαρχία στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, η
διχοτόμηση της υφαλοκρηπίδας, η συνιδιοκτησία του πετρελαίου, η
αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου και η διχοτόμηση της Κύπρου. Σαν
μακροπρόθεσμοι στόχοι η κατάληψη νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Δυτικής
Θράκης». Αυτό ήταν η απόφαση-συμπέρασμα της 2ης Συνόδου
της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ το 1978 σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και την τουρκική απειλή
όπως εκδηλώθηκε έντονα τη δεκαετία του 1970.
Ένας
από τους ενδιαφέροντες “διαλόγους” που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ κομμάτων στη
διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι εκείνος ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το
ΚΚΕ για τα ελληνοτουρκικά, το 1978. Ο “διάλογος” έχει ενδιαφέρον αφενός γιατί
αφορά σε καίριας σημασίας ζήτημα, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τη διαλεκτική
μεταξύ των κομμάτων, ιδίως απ’ όταν άρχισε να κυριαρχεί η
τηλεοπτική-επικοινωνιακή διαχείριση επί της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αφετέρου
γιατί διατυπώνονται και σχηματοποιούνται με σαφήνεια αντίθετες κατευθύνσεις,
απόρροια διαφορετικών αναλυτικών σχημάτων μεταξύ των πολιτικών ρευμάτων της
Αριστεράς. Πρόκειται για μια συζήτηση που η σημασία της δεν περιορίζεται στο
αριστερό πολιτικό φάσμα, αν και είναι βέβαια χαρακτηριστική πολλών
στερεοτυπικών ιδεολογημάτων, ενώ έχει και επίκαιρες διαστάσεις.
Αρχές του 1978, το ΚΚΕ πορεύεται προς το 10ο συνέδριό του, το πρώτο, μετά το 7ο το 1945, που πραγματοποιείται στην Ελλάδα και στο πλαίσιο αυτό δημοσιοποιεί τις θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του. Μεταξύ άλλων, οι θέσεις περιλαμβάνουν αναφορές ή αιχμές για την ιδεολογικο-πολιτική διαμόρφωση του ΠΑΣΟΚ, τη θεωρία του και την κοινωνική του θεμελίωση.
Επιπλέον, το ΚΚΕ διατυπώνει τη θέση του για το Αιγαίο και τα ελληνοτουρκικά. Στα ζητήματα αυτά, το ΠΑΣΟΚ θα διατυπώσει την κριτική του απέναντι στις θέσεις του ΚΚΕ, με την απόφαση της 2ης Συνόδου της ΚΕ «Εθνική Λαϊκή Ενότητα-Ανοιχτή Δημοκρατική Πολιτική Δράση» (2ος/1978) και ειδικότερα στο Παράρτημα “Οι θέσεις μας και το ΚΚΕ”. Θυμίζουμε ότι το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν ήδη στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1977.Δεν θα ασχοληθούμε
στο παρόν κείμενο με τη βάσιμη κατά την άποψή μας θεώρηση του ΚΚΕ για το ΠΑΣΟΚ
ως κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού ή ιδιότυπο σοσιαλρεφορμιστικό κόμμα με
αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία, όπως ήταν η θέση του στο 11ο συνέδριο (1982).
Ούτε θα μας απασχολήσει η αντίκρουση του ΠΑΣΟΚ για την υπεράσπιση του σχήματος
μητρόπολη-περιφέρεια/θεωρία εξάρτησης ως αναλύσεις γόνιμες για την ελληνική
εμπειρία.
Ούτε θα
αναλύσουμε το σχήμα της παλλαϊκής εθνικής ενότητας, την κοινωνική συμμαχία των
μη προνομιούχων σε ισότιμη, παρατακτική, σχεσιακή, ταξική βάση και την
αμφισβήτηση του σχήματος “ηγεμονία της εργατικής τάξης και οι σύμμαχοί της” ως
ακατάλληλο για την ελληνική πραγματικότητα. Ούτε την θεμελιακή θέση για την
ενότητα εθνικού-δημοκρατικού-κοινωνικού στον αγώνα για τη σοσιαλιστική αλλαγή.
Επίσης δεν
θα σχολιάσουμε τη θέση για την ΕΣΣΔ ως δύναμη μη ιμπεριαλιστική αλλά ηγεμονική
σε παγκόσμια κλίμακα με γνησιότητα στις προτάσεις της για τη διεθνή ύφεση και
ειρήνη που ξεπηδάει από την εσωτερική δυναμική-αδυναμία του συστήματός της. Με
τις παραπάνω απόψεις κατά βάση συμφωνούμε. Θα εστιάσουμε στο θέμα των
ελληνοτουρκικών.
Που
οφείλεται η ελληνοτουρκική διαμάχη
Το ΚΚΕ
αναφέρει στο συνεδριακό του κείμενο ότι η κρίση στο Αιγαίο είναι αποτέλεσμα των
σοβινιστικών κηρυγμάτων της άρχουσας τάξης σε Ελλάδα και Τουρκία, που ωθεί στο
κυνηγητό των εξοπλισμών, τα οποία ενθαρρύνονται από τον αμερικανικό
ιμπεριαλισμό.
Το Αιγαίο
πρέπει να γίνει θάλασσα ειρήνης και ειρηνικής επικοινωνίας των λαών και στη
βάση αυτή πρέπει να αντιμετωπισθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας με ειρηνικές
διαπραγματεύσεις, στηριγμένες στις αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας και της
εδαφικής ακεραιότητας, χωρίς τις επεμβάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Σημειώνουμε
ότι ήδη από το 1973, η Τουρκία είχε αρχίσει την αμφισβήτηση του νομικού
καθεστώτος του Αιγαίου, ενώ ήταν πρόσφατη η κρίση στο Αιγαίο με το Χόρα το
1976.
Το κρίσιμο
στοιχείο στη συγκεκριμένη θέση του ΚΚΕ, ήταν ουσιαστικά ότι η ελληνοτουρκική
διαμάχη στο Αιγαίο είναι προϊόν του ανταγωνισμού μεταξύ δύο εξίσου επιθετικών
αρχουσών-αστικών τάξεων, υπό την ενθάρρυνση του επιτήδειου τρίτου ιμπεριαλιστή
ηγεμόνα, προκειμένου να κάνει διαχείριση του ζητήματος και οι πολεμικές του
βιομηχανίες να κερδίζουν.
Όσον αφορά
ειδικά στο σκέλος του κέρδους των πολεμικών βιομηχανιών και των συμφερόντων των
ισχυρότατων στρατιωτικο-βιομηχανικών συμπλεγμάτων δεν διαφωνούμε. Μετά το 1989,
το σχήμα αυτό του ΚΚΕ έχει υιοθετηθεί στο σύνολό του από την υπόλοιπη
κομμουνιστική ή κομμουνιστογενή ή ριζοσπαστική-ανανεωτική αριστερά με λίγες
εξαιρέσεις.
Το σχήμα
αυτό, απέτρεψε την πλειοψηφία των κομμουνιστογενών ή ριζοσπαστικών-ανανεωτικών
αριστερών σχημάτων να αναδείξουν τα ζητήματα έλλειψης δημοκρατίας και
καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, τα
αριστερά αυτά σχήματα δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν το διεθνιστικό τους καθήκον
απέναντι στα αγωνιζόμενα τμήματα του τουρκικού λαού. Το δε κουρδικό κίνημα
“ανακαλύφθηκε” από το ΣΥΡΙΖΑ μόλις το 2014, όταν διαφάνηκε αλλαγή στάσης του
αμερικανικού παράγοντα λόγω της ιμπεριαλιστικής επίθεσης στη Συρία.
Παράλληλα
από τους χώρους αυτούς υπήρξε υποστήριξη προτάσεων όπως το Σχέδιο Ανάν στο
Κυπριακό, ενώ ζητήματα όπως η αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας συναντούσαν
εχθρότητα, η δε διεθνοποίησή της αδιαφορία. Όσον αφορά τη στάση της
σοσιαλδημοκρατικής ή σοσιαλφιλελεύθερης αριστεράς μετά το 1996 ΠΑΣΟΚ, είναι
άλλη η συζήτηση. Έχει ενδιαφέρον ότι το ΚΚΕ από το 1991 και μετά
αποστασιοποιείται και κατά καιρούς εμφατικά από τη γραμμή των ίσων αποστάσεων
απέναντι σε δύο εξίσου επιθετικές άρχουσες-αστικές τάξεις στο συγκεκριμένο
ζήτημα.
Ο
παρασιτικός εξευρωπαϊσμός
Η
ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο αλλά και γενικότερα, από τη δεκαετία του ’50
και ύστερα ή από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, δεν είναι αποτέλεσμα
του ανταγωνισμού δύο εξίσου επιθετικών αρχουσών-αστικών τάξεων που με
σωβινιστικά κηρύγματα επιδιώκουν να ενσωματώσουν τις λαϊκές τάξεις των χωρών
τους.
Από το 1974,
η κυρίαρχη ιδεολογία της ελληνικής αστικής τάξης, ως αποτέλεσμα της κίνησής
της, είναι ο παρασιτικός εξευρωπαϊσμός ή ευρωατλαντισμός. Αυτό συνέβη αφού η
μετεμφυλιακή εθνικοφροσύνη/αμερικανοσύνη κατέρρευσε στην Κύπρο, έχοντας ήδη
σιωπηλά στο πλαίσιο της νατοϊκής αλληλεγγύης και με τα δόγματα του από Βορρά
κινδύνου, αποδεχθεί την εξαφάνιση των ελληνικών κοινοτήτων της
Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Η ελληνική
αστική τάξη παράλληλα με τον παρασιτικό εξευρωπαϊσμό/ευρωατλαντισμό έχει ως δευτερεύουσα
συνιστώσα της τον εθνικισμό για εσωτερική κατανάλωση πολλαπλών χρήσεων και
διαφόρων εκδοχών. Για παράδειγμα, θυμόμαστε ότι μία ήταν η “Ισχυρή Ελλάδα” του
ψευδώνυμου εκσυγχρονισμού ενώ άλλη ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες “Αθήνα 2004”. Στο
ίδιο μοτίβο, είναι και μία πολύ πρόσφατη: η «Με εθνική αυτοπεποίθηση
κερδίζουμε τις μάχες απέναντι στον λαϊκισμό», όπως ήταν ο τίτλος μιας
κεντρικής θεματικής στο 13ο συνέδριο της ΝΔ κλπ.
Η
αναθεωρητική τουρκική άρχουσα τάξη
Απεναντίας,
η τουρκική άρχουσα τάξη, ακολούθησε άλλη πορεία. Μετά τη μικρασιατική
γενοκτονική μαζική εξολόθρευση των αυτοχθόνων αλλοεθνών στις αρχές του 20ου
αιώνα –δίνοντας έτσι μια αντιδραστική λύση στο Ανατολικό Ζήτημα– αναπαρήγαγε
τις δομές ιμπεριαλιστικής εξάρτησης στην περιοχή, οικοδομώντας ένα
αυταρχικό-στρατοκρατικό καθεστώς. Ύστερα από τη μεταποικιακή εισβολή και κατοχή
του βόρειου τμήματος της Κύπρου το 1974 η Τουρκία ξανάγινε μια αναθεωρητική
επεκτατική δύναμη.
Οι κυρίαρχες
κρατικές ιδεολογίες, ο κεμαλισμός (τουρκική κεντροαριστερά) και ο
νεο-οθωμανισμός (τουρκική κεντροδεξιά), είναι ολοκληρωτικές, ενώ η εσωτερική
δυναμική του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού είναι επεκτατική, εδραζόμενη σε
υλικούς όρους (δημογραφικούς, γεωπολιτικούς, οικονομικούς, στρατιωτικούς),
ολοένα και δυσμενέστερους για την ελληνική πλευρά.
Η Τουρκία
δεν είναι μόνον ιμπεριαλιστικός υποσταθμός σε συνεργασία-συνεταιρισμό με
ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, αλλά περιφερειακή ηγεμονική δύναμη. Ο ρόλος ενός
δημοκρατικού-προοδευτικού κινήματος στην Τουρκία είναι η εναντίωση απέναντι
στον ολοκληρωτισμό και τον σωβινισμό του τουρκικού κράτους. Αυτό είναι και το
δημοκρατικό αδιέξοδο της τουρκικής κοινωνίας, με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες
για τους λαούς και τα έθνη της περιοχής. Είναι αδιέξοδο διότι δεν διαμορφώνεται
ένα μαζικό σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης αντίστοιχο πολιτικό ρεύμα,
ανταγωνιστικό προς τον κεμαλισμό και τον νεο-οθωμανισμό.
Τουρκική
απειλή, Πουλαντζάς και ΠΑΣΟΚ
Απεναντίας
οι δημοκρατικές-προοδευτκές δυνάμεις στην Ελλάδα πρέπει να έχουν ανεπτυγμένη
την εθνικο-αμυντική συνιστώσα και συνείδηση, που συνδέεται άρρηκτα με την
αμυντική ικανότητα της χώρας. Στο σημείο αυτό το ΠΑΣΟΚ του 1978 τα είχε
αναλύσει σωστά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακριβώς εκείνη την περίοδο
(4ος/1978), ο Νίκος Πουλαντζάς είχε παρέμβει ουσιαστικά στον δημόσιο διάλογο
δημοσιεύοντας στα “Νέα” το περίφημο άρθρο του για την Ενότητα των δυνάμεων της
Αλλαγής.
Σε αυτό,
πέραν της θεώρησης του ΠΑΣΟΚ ως αριστερού σοσιαλιστικού κινήματος και γρήγορης
αποδόμησης των επιχειρημάτων περί λαϊκισμού που είχαν ήδη αρχίσει να διατυπώνονται
έντονα στο χώρο της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς, επιλέγει την αντίθεση
απέναντι στις κατακτητικές επιδιώξεις της Τουρκίας όπως εκδηλώνονται στο
Αιγαίο, τη στάση της ΕΣΣΔ και του ΚΚΕ. Επίσης είχε αρνηθεί και τα άλλα σχήματα
περί δύο εξίσου επιθετικών σοβινιστικών αστικών τάξεων (Ελλάδος-Τουρκίας). Αυτό
ήταν και το πρώτο ζήτημα στη συγκυρία εκείνη για την προοπτική ενότητας των
δυνάμεων της Αλλαγής, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση του Νίκου Πουλαντζά.
Τα ζητήματα
που άπτονται του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της Θάλασσας –που δεν
αναγνωρίζει η Τουρκία– των ειδικότερων θεμάτων της υφαλοκρηπίδας ή της ΑΟΖ
πιθανόν να μην δικαιώνουν συνολικά τις ελληνικές θέσεις. Ούτε η νομολογία των
Διεθνών Δικαστηρίων είναι απαλλαγμένη από διεθνοπολιτικούς συσχετισμούς ισχύος.
Αν ο ανατολικός μας γείτονας δεν ήταν μια εγγενώς και ιστορικά διαμορφωμένη
επιθετική-αναθεωρητική δύναμη, η κίνηση της οποίας προέρχεται από τις
εσωτερικές της δομές, τότε τα πράγματα θα ήταν εύκολα.
Ή αν το
ζήτημα προέκυπτε από τον ανταγωνισμό δύο εξίσου επιθετικών-σοβινιστικών
αρχουσών τάξεων θα ήταν βολικό για μια δυτική ή μεσευρωπαϊκή ριζοσπαστική
αριστερή συνείδηση της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επειδή όμως τα
πράγματα μάλλον δεν είναι έτσι, η συζήτηση και οι αποφάσεις είναι δύσκολες και
χρόνος δεν υπάρχει πλέον, σε γεωπολιτικές συνθήκες μεγάλης ρευστότητας,
ανακατανομής κέντρων ισχύος, διανομής αγαθών και αυξημένων μετακινήσεων
πληθυσμών.
Η περίοδος
των βραχυπρόθεσμων ωφελημάτων από την κίνηση της διεθνούς οικονομίας έχει προ
πολλού παρέλθει και η ελληνική κοινωνία βιώνει οδυνηρά το αντάλλαγμα αυτών, που
είναι ο μακροπρόθεσμος υποβιβασμός της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας σε
συνθήκες εθνικής εκποίησης, για τα οποία προειδοποιούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης
και λίγοι ακόμα αυτόνομοι αναλυτές ήδη από 25-30 χρόνια.