Του Βασίλειου Χρ. Μπούτου
Στις Η.Π.Α, το κεϋνσιανής καταγωγής μετριοπαθώς φιλελεύθερο μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας σφραγίσθηκε ιστορικώς με το παράσημο του πραγματικού κοινωνικού αγαθού της λεγομένης ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας (upward social mobility), δηλ. της δυνατότητας του ατόμου να ανέλθει τα επίπεδα της κοινωνικοοικονομικής διαστρωμάτωσης χάρις στην ικανότητα, την εργατικότητα, τον μόχθο και την επιμέλεια που θα επεδείκνυε κατά το στάδιο της εκπαίδευσης όσο, βεβαίως, και της επαγγελματικής του πορείας.
Ως αποτέλεσμα, κατά την περίοδο της υψηλής μεταπολεμικής ανάπτυξης και, πιθανότατα, εν όψει αφ’ ενός μεν της σοφίας που είχε κληροδοτήσει η τραγωδία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αφ’ ετέρου δε του ανταγωνισμού με το σοσιαλιστικό μοντέλο εν όψει του εν εξελίξει τότε Ψυχρού Πολέμου, συντελέσθηκε η λεγομένη «Μεγάλη Συμπίεση», δηλ. η απομείωση της κοινωνικοοικονομικής ανισότητας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εδραιωθεί για τους περισσοτέρους Αμερικανούς η αίσθηση ότι πλέον ανήκαν στην μεσαία τάξη.
Ωστόσο, το εν λόγω αγαθό της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 και ιδίως την άνοδο τον Ρόναλντ Ρήγκαν στον προεδρικό θώκο και την έκτοτε επικράτηση και στο πολιτικό πεδίο της μονεταριστικής Σχολής του Σικάγο με προεξάρχοντα τον Μίλτον Φρίντμαν, τον θεωρητικό ηγέτη του Νεοφιλευθερισμού, βαίνει, όπως έχουν καταδείξει έγκριτες σχετικές μελέτες (βλ. ενδεικτικώς Τζόζεφ Στίγκλιτζ, Το τίμημα της ανισότητας, εκδ. Παπαδόπουλος), διαρκώς όσο και δραστικώς συρρικνούμενο.
Άλλωστε, η οικονομική μεγέθυνση αντικατοπτρίζει πραγματική κοινωνική ευημερία, υπό την προϋπόθεση ότι κατανέμεται ουσιαστικώς -έστω δε και ανισομερώς- μεταξύ των διαφόρων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. Χαρακτηριστικό είναι, ότι, κατά την περίοδο του μεταπολεμικού δυτικού καπιταλισμού, τα πλέον ευκατάστατα στρώματα καρπώνονταν μεγαλύτερο μεν μέρος της «πίτας» από τους υπολοίπους –σημαντικά, ωστόσο, μικρότερο από εκείνο της σημερινής, νεοφιλεύθερης κυριαρχίας τους-, όμως, ταυτόχρονα, ανελάμβαναν -θεωρητικώς τουλάχιστον- την ευθύνη της ενίσχυσης της ανάπτυξης, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, της καταβολής αξιοπρεπών μισθών και της διαμόρφωσης ενός πλαισίου εργασιακής ασφάλειας κλπ..
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, στο πλαίσιο της ως άνω μελέτης του, σχολιάζει σχετικώς: «Επί χρόνια υπήρχε μια συμφωνία ανάμεσα στην κορυφή και την υπόλοιπη κοινωνία μας, η οποία είχε περίπου ως εξής: εμείς θα σας παρέχουμε θέσεις απασχόλησης και ευημερία, κι εσείς θα μας αφήνετε να αρπάζουμε τα μπόνους. Όλοι σας θα πάρετε μερίδιο, παρ’ όλο που εμείς θα πάρουμε μεγαλύτερο μερίδιο». Αυτή ήταν ουσιαστικά η καπιταλιστική συμφωνία εκείνων των χρόνων, στους αντίποδες, ασφαλώς, εκείνης των σημερινών καιρών, τόσο σε διεθνή εν γένει κλίμακα όσο, βεβαίως, και στην Ελλάδα. Όπως χαρακτηριστικά επισημάνει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Τζέιμς Ρόμπινσον, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», υπογραμμίζοντας τις πρωτόγνωρες, ακόμη και γι’ αυτές τις Η.Π.Α., διαστάσεις του προβλήματος, «ο βαθμός στον οποίο έχει φτάσει η οικονομική ανισότητα στις Η.Π.Α. αποτελεί μία καταστροφή. Έχω περάσει πολύ χρόνο στη Λατινική Αμερική και έχω δει τί είδους κοινωνίες προκύπτουν από τέτοια επίπεδα ανισότητας. Οι ΗΠΑ πλέον θυμίζουν την Κολομβία ή τη Γουατεμάλα – ποτέ μου δεν πίστευα ότι θα έβλεπα αυτήν τη μέρα».Ως αποτέλεσμα, η κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση, εν όψει της όχι απλώς παγιουμένης αλλά και διαρκώς διογκουμένης ανισότητας -κομβικό βραχίονα και αποτελεσματικό μηχανισμό για την συνεχή αναπαραγωγή και διεύρυνση της οποίας, σημειωτέον, και αποτελεί η καταφανής ανισότητα ευκαιριών στον απολύτως καθοριστικό τομέα της εκπαίδευσης– φαίνεται να λαμβάνει βαθμηδόν τα χαρακτηριστικά ενός κλειστού κοινωνικού συστήματος, μίας κοινωνίας κλειστού τύπου με νεοφεουδαρχικά χαρακτηριστικά, τα οποία και δεν αποκλείεται να εξελιχθούν σε χαρακτηριστικά ενός συστήματος κάστας. Το γεγονός αυτό καθιστά σαφές, ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και δη σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας καταλήγουν να μάχονται τόσο τον οικονομικό όσο και τον πολιτικό φιλελευθερισμό, διαμορφώνοντας εν πολλοίς στον ανεπτυγμένο οικονομικά κόσμο αποβιομηχανοποιούμενες οικονομίες υπηρεσιών, τις οποίες διαγκωνίζεται να επανδρώσει ένα άρτια εκπαιδευμένο επιστημονικό προλεταριάτο.
Η αργόσυρτη πορεία των πραγμάτων φαίνεται να δικαιώνει τους σχετικούς φόβους που πολύ έγκαιρα διετύπωσε μία από τις εμβληματικότερες μορφές αυτής της Γαλλικής Επανάστασης, ο Ζαν Πολ Μαρά, ο οποίος, όπως λέγεται, διαβλέποντας την διαφαινομένη υποκατάσταση της nobilitas της καταγωγής από την nobilitas του κεφαλαίου, αναρωτήθηκε: «Αντικαταστήσαμε την αριστοκρατία των ευγενών από την αριστοκρατία των πλουσίων;» (βλ. Πρ. Γεώργιο Δ. Μεταλληνό, Ελληνισμός Μετέωρος, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 31).
Θα πρέπει δε να επισημανθεί, ότι της χρηματοπιστωτικής κρίσεως του 2008, στην οποία ακριβώς και εν πολλοίς οδήγησε η νεοφιλελεύθερη επιλογή της ουσιαστικά πλήρους απορρύθμισης των χρηματαγορών και της απόλυτης ασυδοσίας της Wall Street[1], στην πραγματικότητα και παρά την εξαιρετικά ελπιδοφόρα αρχική αντίδραση των ΗΠΑ[2], τελικώς δεν ακολούθησε ένα νέο New Deal, κατ’ αντιστοιχίαν, κατ’ αναλογίαν και στα πρότυπα της μεθόδου αντιμετωπίσεως του Κραχ του ’29[3]: Δηλαδή η Κρίση του 2008 τελικώς δεν αντιμετωπίσθηκε στις Η.Π.Α. μέσω μίας δέσμης μέτρων, η οποία και θα άγγιζε περισσότερο την πραγματική οικονομία (Main Street) -ιδίως μέσω πλέον εκτεταμένων δημοσίων (και κατ’ αποτέλεσμα ιδιωτικών) επενδύσεων, οι οποίες και θα οδηγούσαν σε μείζονα βαθμό σε πραγματική άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, καταπολέμηση της καλπάζουσας ανεργίας, προστασία των πλέον δοκιμαζομένων κοινωνικών ομάδων κλπ.- αλλά και θα έθετε το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό τους περιορισμούς ενός πλέον αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου και δη σε σταθερή βάση ∙ αντιθέτως, κρίθηκε προτιμητέα η εστίαση του ενδιαφέροντος και η απόδοση σκανδαλώδους έμφασης στην «βελτίωση» των ισολογισμών και εν γένει των οικονομικών καταστάσεων των γιγαντιαίων αμερικανικών τραπεζών, δηλαδή των βασικών υπευθύνων για την πρόκληση της Παγκόσμιας αυτής Κρίσης.
Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι, μετά την, κατ’ επίκλησιν της αίφνης επανανασυρθείσας έννοιας του «δημοσίου συμφέροντος», «κοινωνικοποίηση» των ζημιών, τις οποίες και υπέστησαν κολοσσοί του αμερικανικού καπιταλισμού -μέσω ιδίως της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με συμμετοχή του αμερικανικού Δημοσίου, του «κουρέματος» των χρεών τους όσο και της εφαρμογής ενός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE)-, οι οποίοι ούτως και κατόρθωσαν εν τέλει να επιβιώσουν (με βασική εξαίρεση την Lehman Brothers, η οποία και αφέθηκε να καταρρεύσει)[4], επανήλθε κατά το μάλλον ή ήττον η προτέρα κατάσταση: ο δικαιοπολιτικά -και πάλι- αποδεκτός πρωτογονισμός της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας ως αυτοσκοπού, περικαλυμμένου, βεβαίως, από -επίσης αίφνης επανακάμψασες- πύρινες διακηρύξεις περί ατομικής ελευθερίας, επιλογής και ευθύνης και δη επί τη βάσει -και πάλι- ενός αυτονομημένου από την πραγματική οικονομία «ιδιωτικού χρήματος» (βλ. ιδίως παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα).
Όπως είναι σαφές, παραμένει κραταιά η ηθική, δικαιοπολιτικη και νομική επιδοκιμασία της κυριαρχίας του financialization (χρηματιστικοποίησης) και δη της ρήξεως μεταξύ των επενδύσεων σε “χάρτινους” τίτλους και των παραγωγικών επενδύσεων (λ.χ. στην βιομηχανία) και, συνεπώς, της πλήρους αυτονόμησης τόσο των κερδών όσο και, βεβαίως, των αντιστοίχων χρεών από τις πραγματικές, παραγωγικές και, εν τέλει, κατά λόγον σχέσεις κοινωνίας, γεγονός με τρομακτικές συνέπειες όχι μόνον στο οικονομικό αλλά και σε αυτό το ανθρωπολογικό πεδίο. Και τούτο, διότι προωθείται ένα μοντέλο ανθρώπου, στο οποίο αναγνωρίζεται το ηθικό δικαίωμα να βασίζει την οικονομική του επιτυχία όχι στην εργασία του ή, έστω, σε ένα σωρευμένο κεφάλαιο, το οποίο, πάντως, και θέτει σε πραγματική παραγωγική κίνηση, αλλά σε μία κερδοφορία που διόλου σπάνια απορρέει αυτοτελώς από την -απολύτως για το ίδιο ευκταία!- υπερχρέωση ή και ολοκληρωτική κατάρρευση άλλων οικονομικών υποκειμένων, συμπεριλαμβανομένων και ολοκλήρων κρατών, αλλά και διότι ανάγεται σε πρότυπο μέσο βιοπορισμού ή, μάλλον πλουτισμού ο -αποστερημένος από κάθε έννοια αληθινής προσωπικής αξίας και κοινωνικής προσφοράς- κατ’ επάγγελμα τζόγος του «λευκού κολλάρου».
Στην πατρίδα μας πάλι και στο πλαίσιο των άγριων μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες ασφαλώς και εν πολλοίς παρέμειναν και μετά την τυπική λήξη των μνημονιακών προγραμμάτων, εφαρμόσθηκε ένα απολύτως παράδοξο, κωμικοτραγικό όσο και θανατηφόρο για την ελληνική οικονομία σύμφυρμα νεοφιλελεύθερης και σοσιαλίζουσας οικονομικής λογικής. Συγκεκριμένα:
Αφ’ ενός μεν νεοφιλελεύθερης, μέσω ιδίως:
α) της σε σημαντικό βαθμό απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της εν γένει απίσχνασης θεσμών του συλλογικού εργατικού δικαίου,
β) της μάλλον ευμενούς αποδοχής του ενδεχομένου μίας υψηλής ανεργίας ως συνεπαγομένου απομείωση του εργατικού κόστους των επιχειρήσεων,
γ) της απόρριψης της προοδευτικής – κλιμακωτής φορολόγησης του εισοδήματος των νομικών προσώπων και της επιβολής του σχετικού φόρου επί τη βάσει ενός απαρέγκλιτου ακέραιου φορολογικού συντελεστή,
δ) της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης επ’ ωφελεία των ανωτέρων και εις βάρος των κατωτέρων οικονομικών στρωμάτων μέσω ιδίως 1. της πλήρους εξάλειψης των αφορολογήτων ορίων εισοδήματος των –εξισουμένων υπό μία έννοια ούτως- ελευθέρων επαγγελματιών, 2. της επαύξησης των εξισωτικών εμμέσων φόρων κατανάλωσης (ιδίως Φ.Π.Α.) και 3. της αντικατάστασης του εξαιρετικού Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας από έναν απολύτως γενικευμένο φόρο «κατοχής» ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.),
ε) του υποτριπλασιασμού και πλέον του Φόρου Μεταβίβασης Ακινήτων, προς όφελος των όποιων -κατά τεκμήριο, οπωσδήποτε μη δυσπραγούντων οικονομικώς- επενδυτών,
στ’) της προωθουμένης ιδιωτικοποίησης όλων των δημοσίου ενδιαφέροντος οικονομικών μονάδων,
ζ) της βαθμιαίας όσο και προδήλως συστηματικής εγκατάλειψης εκ μέρους του Δημοσίου μίας σειράς αρμοδιοτήτων, οι οποίες και οφείλουν να ανήκουν στο σκληρό πηρήνα του ρόλου του, στο πλαίσιο, τουλάχιστον, της συνταγματικώς προβλεπομένης κοινωνικώς ελεγχομένης / διαπλασμένης οικονομίας της αγοράς,
η) της παράλειψης -ή, μάλλον, άρνησης- παροχής ρευστότητας στην αγορά μέσω σημαντικού εύρους δημοσίων επενδύσεων με πραγματική αναπτυξιακή προοπτική, η οποία (παράλειψη – άρνηση) μάλιστα, σε συνδυασμό με την εγγενή -λόγω της ένταξής μας στην Ευρωζώνη- θεσμική αδυναμία ανάπτυξης μίας εθνικής επεκτατικής νομισματικής πολιτικής όσον δε και την χρόνια καχεξία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, προκαλεί αφ’ ενός μεν συνθήκες μειωμένης ζήτησης στην αγορά αφ’ ετέρου δε φαινόμενα διαρκώς αυξανομένης εξαρτήσεως της ρευστότητας σε αυτήν από την εισροή ξένων κεφαλαίων ∙ τα τελευταία άγουν μεν ενδεχομένως στην δημιουργία νέων θέσεων μισθωτής -αν και κατά κανόνα χαμηλά αμειβομένης- εργασίας όσον δε και στην διαμόρφωση μίας εν γένει αναπτυξιακής δυναμικής, ταυτοχρόνως όμως επιτυγχάνουν κέρδη, τα οποία γεννά μεν η εγχώρια ζήτηση, δύνανται ωστόσο, όμως, ευχερώς να καταλήγουν εκτός των ελληνικών αγορών,
θ) της μετά τρόμου απώθησης -σε ενωσιακό εν γένει επίπεδο και δη εκ μέρους της ΕΚΤ- του ενδεχομένου πληθωριστικών πιέσεων, απόρροια και του σχετικού εμμονικού καταλοίπου που κληροδότησε στους Γερμανούς η σχετική τραυματική εμπειρία της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης»[5].
Αφ’ ετέρου δε σοσιαλίζουσας, μέσω ιδίως:
α) της εν γένει υπερφορολόγησης σε επίπεδο φυσικών, ιδίως, προσώπων,
β) της πρωτόγνωρα εντατικοποιημένης επιδοματικής πολιτικής,
γ) της διατήρησης ενός υπερβολικά εκτεταμένου δημοσίου τομέα, ο οποίος, μάλιστα, φαίνεται να βαίνει διαρκώς ογκούμενος στο κορυφαίο επίπεδο της διοικητικής πυραμίδας (νομενκλατούρας),
δ) της έκλειψης ή, πάντως, της δραματικής απομείωσης ενός ρεαλιστικού κινήτρου για την επαύξηση της παραγωγικότητας των επιτηδευματιών – φυσικών προσώπων, καθ’ όσον κατ’ ουσίαν αυτή συνεπάγεται την επαύξηση όχι τόσον της αγοραστικής δύναμης αλλά πρωτίστως της φοροδοτικής όσο -πλέον- και της εισφοροδοτικής ικανότητας του σχετικού οικονομικού υποκειμένου.
Ως αποτέλεσμα του εν λόγω πρωτόγνωρου συγκερασμού, βιώνουμε το ακριβές αντίρροπο της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Τούτο θα μπορούσε να αποδοθεί σχηματικά με την εικόνα ενός δρομέα που αγωνίζεται να τρέξει, όχι όμως επί δρόμου πραγματικού, έστω και δύσβατου, που θα επέτρεπε την διάνυση και κάλυψη πραγματικών αποστάσεων, ως εύλογη ανταμοιβή και αντίκρισμα της κοπιώδους, επίμοχθης προσπάθειάς του, αλλά επί διαδρόμου κυλιομένου, με μοναδικό κατ’ αρχήν ρεαλιστικό στόχο να κατορθώσει -τρέχοντας ασταμάτητα- να σταθεί απλώς όρθιος, παραμένοντας μάλιστα τελικώς στο αυτό ακριβώς σημείο (κατά “βήμα σημειωτόν”) ∙ κατά κανόνα, ωστόσο, όμως, ακόμη και το ανωτέρω σχήμα δεν φαίνεται να αποτελεί παρά μια ουτοπική φιλοδοξία, δεδομένου ότι η αληθινή όψη της πραγματικότητας “φωνάζει” διαρκή οπισθοχώρηση.
Τούτο δε, όχι απαραίτητα ως αποτέλεσμα ελλιπούς προσπάθειας, κακής ατομικής συγκυρίας, άστοχων ατομικών επιλογών · αλλά, κατά το μάλλον, ως συνέπεια μίας κεντρικά σχεδιασμένης -κι όμως, ναι- οικονομίας της αγοράς: η τελευταία πολεμά με μένος την ισότητα, μεταξύ άλλων, και διά της ίσης μεταχείρισης των ανίσων, που υπηρετεί κατ’ εξοχήν την ανισότητα, άρα δε και την αδικία [«οἷον δοκεῖ ἴσον τὸ δίκαιον εἶναι, καὶ ἔστιν, ἀλλ’ οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ἴσοις ·καὶ τὸ ἄνισον δοκεῖ δίκαιον εἶναι, καὶ γὰρ ἔστιν, ἀλλ’ οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις·», Αριστοτέλης, Πολιτικά ΙΙΙ, 9, 1280α,12-14, «εἰ γὰρ μὴ ἴσοι, οὐκ ἴσα ἔξουσιν, ἀλλ’ ἐντεῦθεν αἰ μάχαι καὶ τὰ ἐγκλήματα, ὅταν ἤ μὴ ἴσα ἴσοι ἤ μὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται (…) τὸ μὲν οὖν δίκαιον τοῦτο, τὸ ἀνάλογον · τὸ δ’ ἄδικον τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον», Αριστοτέλης, Ηθικὰ Νικομάχεια, 1131 a, 20 (…) 1131b, 15] ∙ καταλήγει δε αυτή, εν ονόματι -αλίμονο- της οικονομικής ελευθερίας, όχι απλώς να αποδυναμώνει τον ελεύθερο ανταγωνισμό αλλά και σχεδόν να αποκλείει και αυτήν ακόμη την δυνατότητα ύπαρξης ανταγωνισμού, μέσω της εισαγωγής ενός μοντέλου αντίστροφου «προστατευτισμού»: ήτοι του τασσομένου προς εξυπηρέτησιν και εύνοιαν όχι πλέον των εθνικών επιχειρήσεων –μέσω της επιβολής υψηλών δασμών επί των εισαγομένων προϊόντων, της επιδότησης εγχωρίων προϊόντων, της ποσόστωσης εισαγωγών και λοιπών εν γένει κρατικών ενισχύσεων, πολιτικές που στηλιτεύονται γενικά και απαρέγκλιτα από «την δικτατορία της ενιαίας σκέψης» όσο βεβαίως και την σχετική ενωσιακή νομοθεσία ως «νοθεύουσες τον ανταγωνισμό»– αλλά του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου.
Ειδικότερα δε, το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο δεν αφήνεται απλώς -εν όψει της κατά τα ανωτέρω κατ’ αρχήν απόρριψης των προστατευτικών πολιτικών- στον καλπασμό του από ασύγκριτα ευνοϊκότερη αφετηρία και με εξ ορισμού μη ανταγωνίσιμα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα αλλά και ανοιχτά πλέον εκλιπαρείται να επελαύσει, απολύτως ανενόχλητο, σε έναν ισοπεδωμένο προς τιμήν του δρόμο, όπως αναντίρρητα, ασφαλώς, αποδεικνύει η μετά πάθους απόδυση των εθνικών κυβερνήσεων σε έναν απολύτως ταπεινωτικό για τις ίδιες αγώνα γήτευσης – σαγήνευσης – προσέλκυσής του.
Οι τελευταίες, μετέχουσες σε ένα δικαιοπολιτικά απολύτως νομιμοποιημένο πια παίγνιο δημοπρασίας, διαγωνίζονται, αγωνιωδώς διαγκωνιζόμενες, σε μία, όπως ομολογείται διεθνώς, «κούρσα προς τα κάτω» (race to the bottom), που άγει στην διαμόρφωση ενός εκτεταμένου «φαινόμενου Delaware»: στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω κυβερνήσεις σπεύδουν δουλοπρεπώς να επιδοθούν σε ένα marketing κανόνων, ώστε να προσφέρουν στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο «γῆν καί ὕδωρ» υπό μορφή «κινήτρων» φορολογικού, κοινωνικοασφαλιστικού, εργατικού, τραπεζικού, δικονομικού ως και δικαίου αστικής και περιβαλλοντικής ευθύνης όσο και λοιπών «διευκολύνσεων» συνδεομένων με εξαιρετικά ευνοϊκές χρηματοδοτήσεις και παραχωρήσεις δημοσίας γής.
Οι εν λόγω κινήσεις των ως άνω εθνικών κυβερνήσεων αφ’ ενός μεν προβάλλονται ως απολύτως εύλογη όσο και ανεπίδεκτη κριτικής θυσία στον βωμό της ανάγκης ανταπόκρισης στους επαχθέστατους όρους, που επιβάλλει η σύγχρονη «ιερή αγελάδα» της ανταγωνιστικότητας[6], αφ’ ετέρου δε σαφώς καταδεικνύουν την τάση σταδιακής μεταλλαγής των «κυριάρχων κρατών» σε «πολιτείες ευκαιρίας», που διαμορφώνουν το δίκαιό τους με αποκλειστικό γνώμονα -όχι την κοινωνική ρύθμιση, αλλά- την ελκυστικότητα έναντι του διεθνούς κεφαλαίου, το οποίο με την σειρά του και κατά φυσική -ήτοι ενστικτώδους αναφοράς- αλληλουχία επιδίδεται σε law shopping (βλ. και Χαρ. Π. Παμπούκη, Νομικά πρόσωπα και ιδίως εταιρείες στις συγκρούσεις νόμων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, β’ έκδοση, σελ. 46επ.).
Και όλα ταύτα τελικώς, εν ονόματι -υποτίθεται- των ατομικών ελευθεριών επιλογής και φυσικά του περιλάλητου «συμφέροντος του καταναλωτή», ο οποίος, ωστόσο, -ασήμαντη προφανώς ανθυπολεπτομέρεια- καταναλώνει μεν σε διεθνές επίπεδο, κατ’ ατυχή όμως σύμπτωση συμβαίνει κατά τα λοιπά να διαβιεί ως πολίτης συγκεκριμένου κράτους, το οποίο και διαθέτει αυτοτελείς δείκτες ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ανεργίας, Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος και λοιπών μακροοικονομικών μεγεθών, δείκτες διαγενεακής κοινωνικής κινητικότητας, δημογραφικές καμπύλες όσον δε βεβαίως και αυτοτελή πολιτική οντότητα, ιστορία και πολιτισμό.
Όπως είναι πλέον σαφές και για τους πλέον μωρόπιστους, το «συμφέρον του καταναλωτή» μόνον κατ’ αποτέλεσμα δύναται να εξυπηρετείται, αλλά, πάντως, ουδόλως ασφαλώς ενδιαφέρει πραγματικά, ως αυτοτελής στοχοθεσία. Και πώς, άλλωστε, θα μπορούσε, στο πλαίσιο ενός σκληρού καπιταλιστικού μοντέλου, το οποίο και μονοσήμαντα χαρακτηρίζεται από το θυμικό του άπληστου χρυσοθήρα, στον οποίο και έχει απονεμηθεί το ανέλεγκτο προνόμιο να βλέπει, παντού και πάντοτε, αποκλειστικώς και μόνον «ευκαιρίες» και «δικαιώματα» προς διαρκή ανίχνευση νέων κερδών; Η έννοια του καθήκοντος ως και εν γένει κοινωνιοκεντρικές αναφορές φαντάζουν -στην καλύτερη περίπτωση- ως αναχρονιστικές και, πάντως, δυσχερώς εναρμονιζόμενες προς την σύγχρονη ατομοκεντρική – δικαιωματοκεντρική κοινωνία μας: Στο πλαίσιο αυτής, το ανιδιοτελές στοιχείο σαφέστατα προβάλλει τόσο μεν ως απολύτως ανορθολογικό όσο και σαφώς contranaturam του homo economicus, ήτοι εναντιούμενο στην αξιωματικά έλλογη και εύλογη φυσική ροπή του τελευταίου προς μεγιστοποίηση του ατομικού του συμφέροντος, κατά τις εύστοχες σχετικές επισημάνσεις του διακεκριμένου Καθηγητή Κοινωνιολογίας Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Άλλωστε, ακόμη και τα προγράμματα της περίφημης «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» προφανή στόχο έχουν να βελτιώσουν την εικόνα συγκεκριμένης επιχείρησης στα μάτια των καταναλωτών, προκειμένου να εδραιωθεί έτι περαιτέρω η θέση της στην αγορά.
Αποκλειστικό, λοιπόν, κίνητρο της εφαρμογής αναλόγων πολιτικών πλήρους απορρύθμισης και άρσεως εμποδίων στον ανταγωνισμό, ακόμη και αν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι δεν αποκλείεται να άγουν ad hoc και σε κοινωνικά ωφέλιμες κατευθύνσεις, δεν αποτελεί παρά η μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού κέρδους του διεθνούς κεφαλαίου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι οι διαπρύσιοι κήρυκες των αγαθών του ελευθέρου εμπορίου και των ανοιχτών αγορών και ομνύοντες στην ευημερία που εξασφαλίζει το -κατά τον Άνταμ Σμίθ- «αόρατο χέρι της αγοράς», οι Η.Π.Α. και η Μ. Βρετανία, εν όψει αντιστοίχως ιδίως αφ’ ενός μεν της ορμητικής ισχύος, με την οποία έχουν εισέλθει στις αγορές οι νεοαναδυθείσες οικονομίες (και δη εκείνη της Κίνας) αφ’ ετέρου δε της απόλυτης οικονομικής κυριαρχίας της Γερμανίας και των πλεονασμάτων που αυτή σταθερά επετύγχανε και εκαρπώνετο εν όψει του υπέρ αυτής ανοίγματος της ψαλίδας της ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιο Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι οι πρώτες που, αίφνης, έσπευσαν να αναδιπλωθούν και να επανέλθουν σε λογικές «προστατευτισμού», καθ’ ό μέτρο, τουλάχιστον, προβάλλει γι’ αυτές πραγματικά χρήσιμο, αναγκαίο και συμφέρον:
Οι μεν Η.Π.Α., κινούμενες υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τράμπ στην γραμμή της αρχής «America First», προκειμένου να ελέγξουν και περιορίσουν το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, παράλληλα με τις κατατείνουσες στην τόνωση των αμερικανικών εξαγωγών –ήτοι στην απολύτως κομβικής σημασίας διεύρυνση της ζήτησης των «αμερικανικών» προϊόντων– προσπάθειες υποτίμησης του δολαρίου έναντι ιδίως του κινεζικού γουάν, επανενεργοποίησαν την επιλογή της επιβολής υψηλών δασμών επί των κινεζικών ιδίως προϊόντων, προς τον σκοπό δραστικού περιορισμού των γιγαντιαίου εύρους σχετικών εισαγωγών. Χαρακτηριστικο δε είναι, ότι η ίδια γραμμήασφαλώς και τηρείται και επί Τζό Μπάιντεν, υπό την ηγεσία, μάλιστα, του οποίου και κλιμακώνεται έτι περαιτέρω η προσπάθεια ανάσχεσης, έως και στραγγαλισμού, της Κίνας εκ μέρους των Η.Π.Α.: η περίφημη συμφωνία AUKUS, η υψηλού συμβολισμού στρατηγική συμμαχία Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Η.Π.Α. στην περιοχή του Ινδο – Ειρηνικού, το πιστοποιεί εμφατικά.
Η δε Μ. Βρετανία σφράγισε εμφατικώς την αναθεωρητική της γραμμή μέσω της ιστορικής επιλογής του Brexit, το οποίο, εξάλλου, και δεν αποκλείεται εν τέλει να αναδειχθεί σε απαρχή της απομόνωσης τής κατ’ εξοχήν ωφελημένης από την υιοθέτηση ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος Γερμανίας εκ μέρους του λοιπού ευρωπαϊκού συστήματος, αν όχι και αυτής διάλυσης του όλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εν όψει και της τρομακτικής πίεσης που ασκεί στο διεθνές εν γένει περιβάλλον το ουκρανικό πλέον ζήτημα και η σχετικώς επερχομένη, γιγαντιαίων διαστάσεων, οικονομική κρίση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν χωρεί αμφιβολία: Είναι η ώρα της Κίνας[7] –παρά τα προβλημάτα του υπερδανεισμού της οικονομίας της, στοιχείο και αυτό της καπιταλιστικής οργάνωσης της, καθώς το χρέος αποτελεί δομικό στοιχείο της καπιταλιστικής οικονομίας– και των λοιπών νεοαναδυθεισών δυνάμεων, να δρέψουν τους καρπούς μίας ανοιχτής, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και, ως εκ τούτου, να σπεύσουν να υμνήσουν τα «κάλλη» της.
Βεβαίως, όμως, δεν θα πρέπει να προκαλείται η παραμικρή απολύτως έκπληξη: σχεδόν πάντα, τα προσχήματα καλύπτουν τους αληθινούς σκοπούς της υπέρτερης κοσμικής ισχύος, η οποία, ήδη από την εποχή της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, θέτει στην υπηρεσία της και κατά περίπτωσιν ως αρωγούς εύηχες λέξεις – κλειδιά: «Συμμαχία», «Ειρήνη», «Ελευθερία», «Ισότητα», «Δημοκρατία»|, «Δημόσιο συμφέρον», «Τάξη», «Πρόοδος», «Λαός» κ.ο.κ.. Η Ιστορία διδάσκει: τα μεγαλύτερα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στο όνομα των μεγαλύτερων ιδεών. Όπως, βεβαίως, και κάτι ακόμη: Το «Τέλος της Ιστορίας» δεν θα επέλθει ως καρπός ανθρώπινου σχεδιασμού, εξυφαίνοντος ένα αμετάβλητο, ακατάβλητο, ακατάρριπτο διαρκές παρόν, όπως εκείνο που περιέγραψε ο Φράνσις Φουκουγιάμα ∙ οι εκπλήξεις πάντοτε παραμονεύουν, για να ανατρέψουν -άλλοτε απροσδόκητα, κατά κανόνα όμως ανέλπιστα- το εκάστοτε στην διαδρομή του χρόνου θεωρούμενο ως απολύτως πανίσχυρο και κραταιό status quo κοσμικής ισχύος, πολλώ δε μάλλον τυραννικής…
[1] Βλ. χαρακτηριστικά και την εκ μέρους της Κυβέρνησης Κλίντον εν πολλοίς κατάργηση τού από του έτους 1933 ισχύοντος Glass – Steagall Act, δυνάμει του οποίου, μεταξύ άλλων, και διαχωρίζονταν οι τράπεζες σε «απλές», οι οποίες και δέχονταν αποταμιεύσεις του κοινού και χορηγούσαν δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, και σε επενδυτικές, οι οποίες και κέρδιζαν επενδύοντας – τζογάροντας σε χρηματιστηριακές αγορές ∙ ο ως άνω διαχωρισμός εξυπηρετούσε ακριβώς την διαφύλαξη των τραπεζικών καταθέσεων των αποταμιευτών από τοποθετήσεις σε επικίνδυνα χρηματιστηριακά προϊόντα, εν όψει της κακής σχετικής εμπειρίας που προηγήθηκε του Κράχ του ’29.
[2] Επί τη βάσει ιδίως:
α) μίας επιθετικά επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, προς ενίσχυση της ρευστότητας των αγορών, μέσω, κατ’ αρχάς, της ραγδαίας απομείωσης των επιτοκίων εκ μέρους της Fed προς τον σκοπό απομείωσης του εν γένει κόστους δανεισμού, και, κατόπιν, της εφαρμογής ενός προγράμματοςποσοτικής χαλάρωσης (QE), μέσω της εκ μέρους της Fed εξαγοράς τίτλων (ομολόγων κλπ.), που κρατούσαν εις χείρας τους τράπεζες και επιχειρήσεις ή και που είχαν οι ίδιες εκδώσει, με την ελπίδα να ακολουθήσει εκ μέρους, αντιστοίχως, αυτών των τελευταίων επαύξηση των δανειοδοτήσεων και των ιδιωτικών επενδύσεων, και
β) μίας ήπιας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία, ωστόσο, και δεν επέτυχε τελικώς τους αρχικούς στόχους της, τόσο μεν εν όψει τωνσφοδρών όσο και εν τέλει αποτελεσματικών σχετικών αντιδράσεων οργανωμένων ομάδων συμφερόντων, που επέφεραν την σχετικώς σύντομη διακοπή της άσκησής της, όσον δε και δεδομένου ότι η στοχευμένη επαύξηση των δημοσίων δαπανών εκ μέρους της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, σε κάθε περίπτωση, κατέληξε να αναιρείται ή, πάντως, να υπονομεύεται σοβαρά στην πράξη από την ραγδαία απομείωση των ιδιωτικών δαπανών εκ μέρους των σφυροκοπουμένων πολιτών.
[3] New Deal: Οι πολιτικές αντιμετώπισης της Κρίσης του ’29, τις οποίες εφάρμοσε η Κυβέρνηση Ρούσβελτ και οι οποίες είχαν τις εξής, κατά κύριο λόγο, κατευθύνσεις: α) την λήψη δέσμης μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα προς τον σκοπό στήριξης των ανέργων ως και εν γένει των πλέον πληττομένων από την Κρίση προσώπων, β) την εφαρμογή δημοσίων επενδυτικών προγραμμάτων υψηλής κλίμακας και σημασίας και γ) την θεσμική ενίσχυση του πλαισίου ρύθμισης – χαλιναγώγησης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Βεβαίως, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι, για την τελική υπέρβαση της Κρίσης, ούτε και τα ανωτέρω ακόμη μέτρα φάνηκε τελικώς να αρκούν, παρά, βεβαίως, την σημαντική σχετική συνεισφορά τους, ιδίως ως προς την επιβράδυνσή της · κατά κοινή ομολογία, αποφασιστικό σχετικώς ρόλο έπαιξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η άνευ προηγουμένου κίνηση της σχετικής πολεμικής βιομηχανίας ως και η εν γένει αύξηση των σχετικών δημοσίων δαπανών σε παγκόσμιο επίπεδο: κοινώς, δυστυχώς, η τεράστια ανάπτυξη της «πολεμικής οικονομίας».
Αξίζει δε στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι, μετά την κατά τα ανωτέρω, υπέρβαση της Κρίσης, ακολούθησε μία μακρά περίοδος (30 περίπου ετών) υψηλής και σταθερής μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Ευρώπη, για την οποία αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε, όπως γίνεται δεκτό, αφ’ ενός μεν το εισαχθέν διεθνές νομισματικό σύστημα σταθερών ισοτιμιών (σύστημα Bretton Woods, 1944)αφ’ ετέρου δε το περίφημο σχέδιο Marshall (1947), με το οποίο και σχεδιάσθηκε και δρομολογήθηκε η ανακύκλωση των αμερικανικών πλεονασμάτων στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα τόσο μεν την ανυπολόγιστη υποβοήθηση της οικονομικής ανασυγκρότησης της Ευρώπης όσον δεβεβαίως και την σημαντική επαύξηση της ευρωπαϊκής ζήτησης των αμερικανικών προϊόντων.
[4] Βλ. χαρακτηριστικά την περίπτωση της General Motors: όταν κατά το έτος 2009 περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών της, η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση των Η.Π.Α. μεσολάβησε για την αναδιάρθρωση του χρέους της ως άνω αυτοκινητοβιομηχανίας και κρατικοποίησε αυτήν σε μεγάλο ποσοστό, για να προβεί, δύο χρόνια αργότερα, σε μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών του Αμερικανικού Δημοσίου σε αυτήν, με αποτέλεσμα η General Motors να καταστεί και πάλι μία αμιγώς ιδιωτική εταιρεία, χωρίς τεράστια πλέον χρέη όσο και με ικανοποιητική κερδοφορία.
[5] Αξίζει να σημειωθεί, ότι, αντίθετα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η νομισματική πολιτική της οποίας αποβλέπει ουσιαστικά μονομερώς στη νομισματική σταθερότητα, την διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, ουσιαστικά δηλαδή την καταπολέμηση του πληθωρισμού, στόχος της νομισματικής πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας των Η.Π.Α. (Fed) δεν είναι μόνον η πάταξη του πληθωρισμού αλλά και η αποφυγή μίας ύφεσης, ουσιαστικά δηλαδή η καταπολέμηση της ανεργίας, απόρροια και του σχετικού συλλογικού τραύματος που άφησε στις Η.Π.Α. το Κραχ και η επακολουθήσασα Κρίση του 1929.
[6] Σημειωτέον δε, ότι, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος, την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της ήρθε να υπηρετήσει, κατ’ εφαρμογήν των μνημονιακών πολιτικών, και η αποδεδειγμένως πλέον ξεκάθαρα υφεσιακή ιδέα της εσωτερικής υποτίμησης (δια της απομειωσεως τιμών, μισθών κλπ.), ενώ, επιπλέον, δεν θα πρέπει να λησμονείται, ότι η, συγκριτικώς τουλάχιστον, πλέον πρόσφορη να υπηρετήσει την αναπτυξη λύση της νομισματικής υποτίμησης είχε πλέον -ήτοι στο πλαίσιο της Ευρωζώνης- καταστεί εξ αντικειμένου αδύνατη. Πόσο εύκολη ή και απλώς πιθανή προβάλλει, άραγε, γενικώς η παραγωγική αναδιάρθρωση μίας οικονομίας σε συνθήκες ύφεσης ή και, έστω, αναιμικής ανάπτυξης;
[7] «Αφήστε την Κίνα να κοιμάται. Γιατί όταν ξυπνήσει, θα σειστεί ο κόσμος.». Μ. Ναπολέων.
*Συμβολαιογράφος Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“The Writing Chair”, 1962) είναι έργο του, αμερικανού, Andrew Wyeth.
Ανάρτηση από: https://antifono.gr/