Ο αγώνας για τον έλεγχο της πρόσβασης στην τεχνολογία των ημιαγωγών είναι η τελευταία εκδοχή της ιμπεριαλιστικής προσπάθειας να διατηρήσει την τεχνολογική του κυριαρχία επί του αναπτυσσόμενου κόσμου – μια κυριαρχία που είναι απαραίτητη για τη συνέχιση της δυνατότητάς του να αποσπά υπερκέρδη.
Καθώς αποτελεί βασικό μοχλό της παραγωγικής και τεχνολογικής προόδου, οι αστοί οικονομολόγοι δίνουν όλο και μεγαλύτερη προσοχή στην ανάπτυξη και κατασκευή των νέων γενεών μικροεπεξεργαστών ημιαγωγών, και δεν είναι οι μόνοι. Οι νομοθέτες και η άρχουσα τάξη των κυριότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδίως των ΗΠΑ και της Βρετανίας, επιθυμώντας διαρκώς να αναχαιτίσουν την άνοδο της Κίνας ως οικονομικού ανταγωνιστή, επιδιώκουν να αξιοποιήσουν το τεχνολογικό τους πλεονέκτημα σ’ αυτόν τον τομέα για να διατηρήσουν την κατά τα άλλα φθίνουσα παγκόσμια οικονομική και στρατιωτική ηγεμονία τους.
«Στις 7 Οκτωβρίου [2022] κηρύχθηκε ένας παγκόσμιος πόλεμος. Κανένας ειδησεογραφικός σταθμός δεν αναφέρθηκε σε αυτόν, παρόλο που όλοι θα πρέπει να υποστούμε τις επιπτώσεις του. Εκείνη την ημέρα, η κυβέρνηση Μπάιντεν εξαπέλυσε τεχνολογική επίθεση εναντίον της Κίνας, θέτοντας αυστηρά όρια και εκτεταμένους ελέγχους στις εξαγωγές όχι μόνο ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, αλλά και στο σχεδιασμό τους, στις μηχανές που χρησιμοποιούνται για να τα «εγγράψουν» στο πυρίτιο και στα εργαλεία που παράγουν αυτές οι μηχανές. Στο εξής, εάν ένα κινεζικό εργοστάσιο χρειάζεται οποιοδήποτε από αυτά τα εξαρτήματα για την παραγωγή προϊόντων – όπως τα κινητά τηλέφωνα της Apple ή τα αυτοκίνητα της GM – οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να ζητούν ειδική άδεια για την εξαγωγή τους.
«Γιατί οι ΗΠΑ εφάρμοσαν αυτές τις κυρώσεις; Και γιατί είναι τόσο αυστηρές; Επειδή … [τα τσιπ] αποτελούν μέρος … όλων όσων κατασκευάζει η Κίνα – από αυτοκίνητα μέχρι τηλέφωνα, πλυντήρια ρούχων, τοστιέρες, τηλεοράσεις και φούρνους μικροκυμάτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κίνα χρησιμοποιεί περισσότερο από το 70% των παγκόσμιων προϊόντων ημιαγωγών, αν και -παρά την επικρατούσα εντύπωση- παράγει μόνο το 15%. Στην πραγματικότητα, το τελευταίο αυτό νούμερο είναι παραπλανητικό, καθώς η Κίνα δεν παράγει κανένα από τα πιο μοντέρνα τσιπ, αυτά που χρησιμοποιούνται στην τεχνητή νοημοσύνη ή σε προηγμένα οπλικά συστήματα». («Κυκλώματα πολέμου» του Marco d’Eramo, New Left Review, 14 Νοεμβρίου 2022)
Η βιομηχανία ημιαγωγών ακολουθεί ένα απλό δόγμα: μικρότεροι, ταχύτεροι και φθηνότεροι.
Η επιτυχία στη βιομηχανία ημιαγωγών εξαρτάται από τη δημιουργία μικρότερων, ταχύτερων και φθηνότερων προϊόντων.
Το πλεονέκτημα των μικροσκοπικών τρανζίστορ είναι ότι μπορεί να τοποθετηθεί περισσότερη επεξεργαστική ισχύς σ’ ένα μεμονωμένο τσιπ και σε μικρότερο χώρο. Όσο περισσότερα τρανζίστορ σ’ ένα τσιπ, τόσο πιο γρήγορα μπορεί το τσιπ να κάνει τη δουλειά του. Αυτό δημιουργεί έντονο ανταγωνισμό στον κλάδο και οι νέες τεχνολογίες μειώνουν το κόστος παραγωγής ανά τσιπ.
Παραγωγή και οικονομία κλίμακας
Επί του παρόντος, τα μικροτσίπ βασίζονται στη λεπτή εκτύπωση ή χάραξη κυκλωμάτων τρανζίστορ σε ολοκληρωμένα συστήματα τσιπ, με ολοένα και μικρότερα στοιχεία τρανζίστορ σε στρώματα επιμελώς επεξεργασμένης λεπτής κρυσταλλικής σιλικόνης.
Η ίδια η τεχνολογία για την εκτέλεση αυτής της λεπτής εκτύπωσης είναι απίστευτα περίπλοκη, εξειδικευμένη και δαπανηρή, καθώς το μέγεθος των μεμονωμένων μονάδων τρανζίστορ εντός του ολοκληρωμένου κυκλώματος έχει διαδοχικά συρρικνωθεί σε εκατοντάδες και στη συνέχεια σε δεκάδες νανόμετρα (ένα νανόμετρο είναι ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου ή 1×10-9m).
Μονοπώλιο και outsourcing της παραγωγής μικροτσίπ
«Η βιομηχανία μικροτσίπ διακρίνεται για τη γεωγραφική διασπορά και την οικονομική της συγκέντρωση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή είναι κατεξοχήν εντάσεως κεφαλαίου. Επιπλέον, η ένταση κεφαλαίου επιταχύνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς η δυναμική του κλάδου βασίζεται στη συνεχή βελτίωση των «επιδόσεων»: δηλαδή της ικανότητας επεξεργασίας ολοένα και πιο πολύπλοκων αλγορίθμων με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
«Τα πρώτα στερεά ολοκληρωμένα κυκλώματα που αναπτύχθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχαν 130 τρανζίστορ. Ο αρχικός επεξεργαστής της Intel του 1971 είχε 2.300 τρανζίστορ. Στη δεκαετία του ’90, ο αριθμός των τρανζίστορ σε ένα μεμονωμένο τσιπ ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο. Το 2010, ένα τσιπ περιείχε 560 εκατομμύρια και ένα iPhone της Apple του 2022 έχει 114 δισεκατομμύρια.
«Δεδομένου ότι τα τρανζίστορ γίνονται διαρκώς μικρότερα, οι τεχνικές για την παρασκευή τους σε ημιαγωγό έχουν γίνει όλο και πιο εξελιγμένες- η ακτίνα φωτός που ιχνηλατεί τα μοτίβα πρέπει να έχει όλο και μικρότερο μήκος κύματος. Οι πρώτες ακτίνες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν του ορατού φωτός (από 700 έως 400 δισεκατομμυριοστά του μέτρου, νανόμετρα, nm). Με την πάροδο των ετών αυτό μειώθηκε στα 190nm, στη συνέχεια στα 130nm, πριν φτάσουμε στην ακραία υπεριώδη ακτινοβολία: μόλις 3nm. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ένας σωματίδιο του Covid-19 έχει περίπου δεκαπλάσιο μέγεθος.
«Για την επίτευξη αυτών των μικροσκοπικών διαστάσεων απαιτείται εξαιρετικά πολύπλοκη και ακριβή τεχνολογία [λιθογραφία ακραία υπεριώδους ακτινοβολίας]: λέιζερ και οπτικές συσκευές απίστευτης ακρίβειας καθώς και τα πιο εξαιρετικά διαμάντια. Ένα λέιζερ ικανό να παράγει ένα επαρκώς σταθερό και εστιασμένο φως αποτελείται από 457.329 μέρη, τα οποία παράγονται από δεκάδες χιλιάδες εξειδικευμένες εταιρείες διάσπαρτες σε όλο τον κόσμο (ένας μεμονωμένος «εκτυπωτής» μικροτσίπ με αυτά τα χαρακτηριστικά κοστίζει 100 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το τελευταίο μοντέλο προβλέπεται να κοστίζει 300 εκατομμύρια δολάρια).
«Αυτό σημαίνει ότι το άνοιγμα ενός εργοστασίου τσιπ απαιτεί επένδυση περίπου 20 δισ. δολαρίων, που αντιστοιχεί στο ποσό που θα χρειαζόταν για ένα αεροπλανοφόρο. Αυτή η επένδυση πρέπει να αποδώσει καρπούς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, διότι σε λίγα χρόνια τα τσιπ θα έχουν ξεπεραστεί από ένα πιο προηγμένο, συμπαγές, μικροσκοπικό μοντέλο, το οποίο θα απαιτεί εντελώς νέο εξοπλισμό, αρχιτεκτονική και διαδικασίες.
«(Υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί σε αυτή τη διαδικασία- μέχρι τώρα έχουμε φτάσει σε στρώματα πάχους μόλις μερικών ατόμων, γι’ αυτό και γίνονται τόσες πολλές επενδύσεις στην κβαντική πληροφορική, στην οποία το φυσικό όριο της κβαντικής αβεβαιότητας κάτω από ένα ορισμένο όριο δεν αποτελεί πλέον περιορισμό, αλλά ένα χαρακτηριστικό προς αξιοποίηση).
«Αυτό καταδεικνύει το παράδοξο που βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης τεχνολογικής μας εξέλιξης: η όλο και πιο απειροελάχιστη σμίκρυνση απαιτεί όλο και πιο μακροσκοπικές, τιτάνιες υποδομές, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και το Πεντάγωνο δεν μπορεί να τις αντέξει οικονομικά, παρά τον ετήσιο προϋπολογισμό του των 700 δισ. δολαρίων.
«Υπάρχουν μόνο δύο πραγματικοί γίγαντες στην υλική παραγωγή: ο ένας είναι η Samsung της Νότιας Κορέας, η οποία πριμοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του ’90 για να αντισταθμίσει την άνοδο της Ιαπωνίας…Ο άλλος είναι η TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company)…η οποία παράγει το 90% των πιο εξελιγμένων τσιπ του πλανήτη…
«Οι ΗΠΑ [επιδιώκουν] ουσιαστικά να εμποδίσουν την κινεζική τεχνολογική πρόοδο, καθώς καμία χώρα στον κόσμο [επί του παρόντος] δεν διαθέτει την ικανότητα ή τους πόρους που απαιτούνται για την ανάπτυξη αυτών των εξελιγμένων συστημάτων [μεμονωμένα]. Οι ίδιες οι ΗΠΑ πρέπει να βασίζονται σε τεχνολογική υποδομή που έχει αναπτυχθεί στη Γερμανία, τη Βρετανία και αλλού. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα τεχνολογίας- χρειάζονται επίσης εκπαιδευμένοι μηχανικοί, ερευνητές και τεχνικοί. Για την Κίνα, λοιπόν, το βουνό που πρέπει να ανέβει είναι απότομο, ακόμη και ιλιγγιώδες. Αν καταφέρει να προμηθευτεί ένα εξάρτημα, θα διαπιστώσει ότι λείπει ένα άλλο, και ούτω καθεξής. Σε αυτόν τον τομέα, η τεχνολογική αυτάρκεια είναι αδύνατη». (ο.π. «Κυκλώματα πολέμου»…)
Κυρώσεις για τα τσιπ σιλικόνης – ο πόλεμος έχει αρχίσει
Σαν να αντιλαμβάνεται ξαφνικά την πραγματικότητα των συνεπειών του outsourcing της παραγωγής, η αμερικανική κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι «το προβάδισμα της Αμερικής εξασθενεί, υπονομευμένο από ανταγωνιστές στην Ταϊβάν, την Κορέα, την Ευρώπη και, πάνω απ’ όλα, την Κίνα… Η Κίνα, η οποία ξοδεύει κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα για την εισαγωγή τσιπ απ’ όσα ξοδεύει για την εισαγωγή πετρελαίου, ρίχνει δισεκατομμύρια σε μια διαδικασία κατασκευής τσιπ για να καλύψει το έδαφος έναντι των ΗΠΑ. Διακυβεύεται η στρατιωτική υπεροχή και η οικονομική ευημερία της Αμερικής …
«Η ανάπτυξη και η παραγωγή τσιπ είναι πλέον ο βασικός τομέας στην προσπάθεια των ΗΠΑ να απομονώσουν, να αποδυναμώσουν και να μειώσουν την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Κίνας και άλλων χωρών που θεωρούν ότι αντιτίθενται στα παγκόσμια συμφέροντα τους. Στο παρελθόν, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη δύναμη του δολαρίου για να αποκόψουν αντιπάλους από την παγκόσμια χρηματοδότηση. Ο νέος αμερικανικός νόμος για τα τσιπ στοχεύει στην απομόνωση της Ρωσίας και της Κίνας από την παγκόσμια τεχνολογική οικονομία και στην αναχαίτιση των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων». («Τσιπς: η νέα κούρσα εξοπλισμών», ιστολόγιο του Michael Roberts, 11 Δεκεμβρίου 2022)
Φυσικά, όπως και οι πετρελαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αυτός ο οικονομικός πόλεμος θα έχει βαθύτατες συνέπειες για τις ΗΠΑ και τον δυτικό ιμπεριαλισμό, με πιθανώς μεγαλύτερο αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο από την επίδρασή τους στην Κίνα.
Πρώτον, ο αποκλεισμός της Κίνας από τα προηγμένα τσιπ που κατασκευάζονται εκτός των συνόρων της – αν υποθέσουμε ότι αυτό θα αποδειχθεί τελικά εφικτό – θα είχε βαθιές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και στις τιμές καταναλωτή. Και αυτό σε έναν κόσμο που ήδη ταλανίζεται από τις παρατεταμένες επιπτώσεις μιας κρίσης υπερπαραγωγής που επιδεινώθηκε από τον πόλεμο κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Δεύτερον, η μετεγκατάσταση αμερικανικών βιομηχανιών στην Κίνα ήταν και παραμένει πηγή τεράστιου κέρδους για τους Αμερικανούς βασιλιάδες της χρηματοοικονομίας, οι οποίοι θα έχουν πολλά να χάσουν εάν αναγκαστούν να αποχωρήσουν. Επιπλέον, «οι αμερικανικές κυρώσεις για τα τσιπ θα πλήξουν την παραγωγή και τα κέρδη αμερικανικών εταιρειών, με κάποιους να εκτιμούν ότι θα μπορούσαν να μειώσουν το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς των ΗΠΑ κατά 18% και να πλήξουν το 37% των εσόδων τους μακροπρόθεσμα». (ο.π «Τσιπς: η νέα κούρσα εξοπλισμών»)
Επίσης, αν και ο Μπάιντεν ελπίζει να εφαρμόσει την πολιτική του «Να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη» με την επαναφορά στις ΗΠΑ των βιομηχανιών που είχαν μεταφερθεί στο εξωτερικό, το σχέδιο αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ανέφικτο υπό τις συνθήκες του καπιταλισμού.
«Δύο μήνες πριν από την ανακοίνωση των κυρώσεων για τα μικροτσίπ στην Κίνα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θέσπισε έναν ‘νόμο για τα τσιπ και την επιστήμη’, ο οποίος διέθετε 50 δισ. δολάρια για τον επαναπατρισμό τουλάχιστον μέρους της παραγωγικής διαδικασίας, αναγκάζοντας ουσιαστικά τη Samsung και την TSMC να κατασκευάσουν νέες εγκαταστάσεις παραγωγής (και να αναβαθμίσουν τις παλιές) σε αμερικανικό έδαφος. Η Samsung έκτοτε δεσμεύτηκε να επενδύσει 200 δισ. δολάρια για 11 νέες εγκαταστάσεις στο Τέξας μέσα στην επόμενη δεκαετία – αν και το χρονοδιάγραμμα είναι πιθανότερο να είναι ‘δεκαετίες’, πληθυντικός.
«Όλα αυτά υποδεικνύουν ότι, μολονότι οι ΗΠΑ προτίθενται να «αποπαγκοσμιοποιήσουν» μέρος του παραγωγικού τους μηχανισμού, είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο να αποσυνδεθούν οι οικονομίες της Κίνας και των ΗΠΑ μετά από σχεδόν 40 χρόνια αλληλοδιασύνδεσης. Και θα είναι ακόμη πιο περίπλοκο για τις ΗΠΑ να πείσουν τους άλλους συμμάχους τους -την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ευρώπη- να αποσυνδέσουν τις οικονομίες τους από την οικονομία της Κίνας, δεδομένο ότι αυτά τα κράτη έχουν ιστορικά χρησιμοποιήσει αυτούς τους εμπορικούς δεσμούς για να χαλαρώσουν τον αμερικανικό ζυγό». (Marco d’Eramo, ό.π.)
Τρίτον, η προσπάθεια ανάσχεσης της Κίνας είναι απίθανο να λειτουργήσει για πολύ: οι Κινέζοι έχουν επενδύσει τεράστια ποσά για να καλύψουν το τεχνολογικό χάσμα και να αυξήσουν την ανεξάρτητη εγχώρια ικανότητά τους να παράγουν εξελιγμένα ολοκληρωμένα κυκλώματα ημιαγωγών – ιδιαίτερα επηρεασμένοι από τις κυρώσεις που υπέστησαν προηγουμένως σχετικά με τη βιομηχανία τηλεπικοινωνιών Huawei. ((New sanctions deal ‘lethal blow’ to Huawei. China decries US bullying, Sherisse Pham, CNN Business, 17 Αυγούστου 2020)
«Η παραγωγή τσιπ που είναι εγκατεστημένη στην Κίνα θα μπορούσε να αυξηθεί στο 21,2% της κινεζικής ζήτησης έως το 2026 από 16,7% το 2021». (Michael Roberts, ό.π.)
Επιπλέον: «‘Ο ρυθμός με τον οποίο οι Κινέζοι κατασκευαστές τσιπ έχουν καλύψει τη διαφορά είναι πολύ ταχύτερος από ό,τι περίμενε κανείς, όσον αφορά το μερίδιο αγοράς των παλαιότερων τσιπ’, λέει ο Donghwan Kim, διευθύνων σύμβουλος της Hana Ventures, μιας εταιρείας επιχειρηματικών κεφαλαίων με επίκεντρο την τεχνολογία.» (The cost of America’s ban on Chinese chips, June Yoon, Financial Times, 24 Νοεμβρίου2022) (…)
Πηγή: thecommunists.org, μετάφραση: Θ.Ν.
Ανάρτηση από: https://avantgarde2009.wordpress.com/