Ο συνδυασμός
οικονομικής στασιμότητας και πληθωρισμού ρίχνει το βάρος του και στο μέτωπο της
εργασίας. Η ύφεση στην παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία
(προβλέψεις) πιθανόν να είναι ελαφρότερη από αυτή που προβλεπόταν την
προηγούμενη περίοδο, αλλά η γενική επιβράδυνση θα εξαναγκάσει όλο και
μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων να αποδεχθούν θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας,
χαμηλών αποδοχών, χωρίς καμία ασφαλιστική ή θεσμική κάλυψη.
Μια
συνέχιση των διαφορών που έγιναν εκρηκτικές την περίοδο της πανδημίας με την
τρομακτική αύξηση των ανισοτήτων. Σύμφωνα με την έκθεση της Oxfam, (Survival of
the richest, Oxfam briefing paper – January 2023) που παρουσιάστηκε στις
16/01/2023 στο World Economic Forum στο Davos, οι ανισότητες την περίοδο
2019-2021 παρουσίασαν μεγάλη αύξηση, κάτι που δεν είχε συμβεί στο πρόσφατο
παρελθόν.
ΜΕΤΑΞΥ του τέλους 2019 και 2021 το πιο πλούσιο 1,0% του παγκόσμιου πληθυσμού εισέπραξε ποσοστό της αύξησης του παραχθέντος πλούτου σχεδόν διπλάσια από αυτή που εισέπραξε το υπόλοιπο 99,0% του πληθυσμού. Για κάθε αύξηση κατά 100 δολάρια του παγκόσμιου πλούτου, την περίοδο 2019-2021, τα 63 δολάρια εισπράχθηκαν από το 1,0% (σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Oxfam, αυτό μεταφράζεται σε 26 τρισ. δολάρια) και μόνο 10 δολάρια εισπράχθηκαν από το φτωχότερο 90,0%. Λόγω του πληθωρισμού, της επισιτιστικής κρίσης, και πανδημίας λόγω Covid, το 2022 έπεσαν στην ακραία φτώχεια μεταξύ 75 και 95 εκατομμύρια άνθρωποι. Αντιστοίχως οι δισεκατομμυριούχοι, που δημοσιεύει το Forbes, κάθε μέρα του 2022, εισέπραξαν περίπου 2,7 δισ. δολάρια.
Είναι γνωστό ότι η κρίση των πολλών πάντοτε φέρνει κέρδη σε ολίγους. Οι αναλυτές της Oxfam έχουν υπολογίσει ότι το 2022 οι μέτοχοι των 95 μεγαλύτερων πολυεθνικών της ενέργειας και των τροφίμων έχουν εισπράξει μέσω μερισμάτων το 84,0% των πραγματοποιηθέντων κερδών, που ανήλθαν σε 257 δισ. δολάρια. Ενώ για 1,7 δισ. εργαζόμενους ο πληθωρισμός έχει υπερβεί τη μέση αύξηση των μισθών τους.Η χρήση επιδομάτων
προκειμένου τα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα να αντεπεξέλθουν στις
τεράστιες δυσκολίες της πανδημίας, της ενεργειακής και της επισιτιστικής κρίσης,
έχουν προκαλέσει πολλά δημοσιονομικά προβλήματα στις χώρες που βρίσκονται στη
διαδικασία ανάπτυξης και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Το 25% των χωρών σε
διαδικασία ανάπτυξης και το 60,0% των χωρών χαμηλού εισοδήματος βρίσκονται σε
μέγιστη απειλή αθέτησης πληρωμών λόγω της μεγάλης αύξησης του δημοσίου χρέους.
Αυτή η πίεση οδηγεί αυτές τις χώρες να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες δηλαδή να
μειώσουν την κοινωνική προστασία για τους πιο αδύνατους.
Σε
αυτή την απαισιόδοξη εικόνα ήλθε να προστεθεί η ετήσια έκθεση του Διεθνούς
Γραφείου Εργασίας για το 2023 (World Employment and Social Outlook Trends 2023,
International Labour Office – Geneva), η οποία εκτιμά την αύξηση της παγκόσμιας
απασχόλησης μόνο στο 1,0% αυτό το έτος, λιγότερο από το μισό της αύξησης το
2022. Αντιστοίχως η ανεργία θα αυξηθεί: 3 επιπλέον εκατομμύρια εργαζόμενοι θα
αναζητούν εργασία που, προστιθέμενα στα ήδη υπάρχοντα, θα ανεβάσουν τον
συνολικό αριθμό στα 208 εκατομμύρια ανέργων. Οι απώλειες των θέσεων εργασίας
κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της επιβράδυνσης του 2023 δύσκολα θα
καλυφθούν πριν το 2025.
Στη φετινή
έκθεση για πρώτη φορά εισάγεται το μέγεθος «global jobs gap», το οποίο
αναφέρεται όχι μόνο στους άνεργους που ζητούν εργασία, αλλά και σε όσους ενώ
είναι άνεργοι δεν βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας για διαφόρους λόγους (ο
βασικός λόγος είναι η απογοήτευση από την μη εύρεση μιας θέσης εργασίας). Ο
αριθμός των ανθρώπων της κατηγορίας «global jobs gap» ανήλθε το 2022 σε 437
εκατομμύρια, 33 εκατομμύρια παραπάνω από το 2019.
ΑΛΛΑ ΔΕΝ πρόκειται μόνο
για θέματα που αφορούν ποσοτικά στοιχεία. Πρόκειται και για ποιοτικά
χαρακτηριστικά που βαραίνουν την αγορά εργασίας. Η χειροτέρευση των ποιοτικών
χαρακτηριστικών αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση των τελευταίων χρόνων. Όμως από
την περίοδο της πανδημίας και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας οι
εξελίξεις επιβαρύνονται και γίνονται πολύ χειρότερες. Ειδικά τα κοινωνικά
στρώματα χαμηλού εισοδήματος βρίσκονται ευθέως εκτεθειμένα στη συρρίκνωση της
οικονομίας. Επίσης εκτός από τους ανήκοντες σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα,
αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο είναι οι γνωστές κατηγορίες: οι γυναίκες και
οι νέοι. Σύμφωνα με την έκθεση, και σε παγκόσμιο επίπεδο, το ποσοστό συμμετοχής
των γυναικών στην εργατική δύναμη το 2022 ανήλθε στο 47,4%, έναντι του 72,3%
των ανδρών. Οι νέοι (ηλικίας 15-24 ετών) αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες να
βρουν και να διατηρήσουν μια αξιοπρεπή θέση εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας των
νέων είναι τρεις φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο των μεγαλύτερων ηλικιών. Το
23,5% των νέων δεν εργάζεται, δεν σπουδάζει και δεν μαθαίνει κάποια τέχνη.