Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Η Κύπρος μπορεί να μη συγκινεί αλλά εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται, πεισματικά


 Στον Βάσο Φτωχόπουλο

Του Τάσου Χατζηαναστασίου

1η Απριλίου είναι η μέρα έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959 για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Πόσοι όμως θα ασχοληθούν, πόσοι θα κάνουν έστω ένα σχόλιο; Ποια Μέσα ενημέρωσης θα αφιερώσουν έστω λίγο χώρο και χρόνο για την επέτειο; Ναι, ήταν ένας ωραίος, παλλαϊκός, συγκινητικός, σπουδαίος αγώνας με πολλές θυσίες και λαμπρούς ήρωες, κυρίως νέα παιδιά που έδωσαν τη ζωή τους για την Ελλάδα κι αξίζει την τιμή της μνήμης. Ωστόσο, κακά τα ψέματα, ελάχιστοι θα γράψουν, θα μιλήσουν, θα σκύψουν με σεβασμό κι αυθεντική συγκίνηση πάνω στα γεγονότα και στα πρόσωπα. Είναι γεγονός: η Κύπρος δεν «πουλάει», δε συγκινεί πλέον παρά ελάχιστους. Αντίθετα, μοιάζει σα να έχει κουράσει και τους ίδιους τους Κύπριους. Εξάλλου γιατί ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ έναν λαό που τα τελευταία χρόνια δείχνει σα να έχει παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μίας «δίκαιης και βιώσιμης λύσης»; Ακόμη κι αυτό το αίτημα μοιάζει να λέγεται για την τιμή των όπλων. Κανείς δεν πιστεύει ούτε ότι είναι εφικτή μία δίκαιη λύση ούτε ότι ακόμη κι αν υπογραφεί μια οποιαδήποτε συμφωνία, αυτή θα είναι βιώσιμη. Αρχικά ήταν το «κυπριακό θαύμα» που υπονόμευσε το λαΐκό αγωνιστικό ήθος προκαλώντας την απατηλή εντύπωση πως είναι δυνατόν μία ημικατεχόμενη χώρα να ζει μ’ ένα τόσο υψηλό επίπεδο κατανάλωσης για πάντα. Η επιβολή μέτρων λιτότητας, τα «μνημόνια» και η καταστροφή του κυπριακού τραπεζικού συστήματος επέφεραν και την κοινωνική και οικονομική κρίση που επέτειναν τον ηθικό ξεπεσμό. Το κίνημα επιστροφής στην κατεχόμενη πατρίδα ξεπεράστηκε εκ των πραγμάτων από τις καταναλωτικές επισκέψεις στα καταστήματα και στα καζίνο στις κατεχόμενες περιουσίες των Κυπρίων. Ποιος Αυξεντίου και ποιος Παλληκαρίδης σήμερα λοιπόν; Όταν η πολιτική ηγεσία σε Κύπρο και σε Ελλάδα συνομιλεί με τον κατακτητή σα να διαπραγματεύονται εμπορικές συμφωνίες και τουριστικά πακέτα. Όταν στη μεν Κύπρο, αναζητείται τρόπος να επανεκκινήσει ο «διάλογος» ενώ η Ελλάδα υπήρξε η ευρωπαϊκή χώρα που πρώτη έτεινε χείρα στήριξης σ’ έναν εκτεθειμένο στη Δύση για τους διεθνείς προσανατολισμούς του Ερντογάν. Με την Κύπρο «στο ράφι». Ήταν που ήταν «η Κύπρος που οι εμπόροι τη μισούνε και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει», δε θυμάμαι άλλη περίοδο τέτοιας απώθησης στην Ελλάδα για το Κυπριακό Ζήτημα σε επίπεδο δημόσιου λόγου.

Να όμως που ένα σίριαλ, όπως η Famagusta, έστω μέτριο και αισθητικά συζητήσιμο που έφερε όμως την Κύπρο στο σπίτι του μέσου Έλληνα, να που κάποια σχολεία, κάποιοι περιφερειακοί ραδιοσταθμοί, κάποιες κινήσεις, έντυπα και πρωτοβουλίες επιμένουν να θυμίζουν την επέτειο της 1ης Απριλίου και τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και να κάνουν αφιερώματα για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή. Κι όση αλλοτρίωση κι αν υφίσταται σήμερα ο κυπριακός λαός, όσα σκάνδαλα και φαινόμενα διαφθοράς κι αν αποκαλύπτονται σχεδόν καθημερινά σε πρόσωπα με εξουσία και σε θεσμούς, όση αλλοίωση εθνολογική κι αν συντελείται σταθερά λόγω της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης στις ελεύθερες περιοχές, η Κύπρος εξακολουθεί να αντέχει και ν’ αντιστέκεται. Ναι, μπορεί να μην έχουμε σήμερα ένα κίνημα που να γεννά έναν Μάτση, έναν Καραολή, έναν Δημητρίου είχαμε όμως σχετικά πρόσφατα έναν Σολωμού κι έναν Ισαάκ, κυρίως όμως εκείνο το «πνεύμα το αλήτικο, το ελλαδίτικο», όπως το έγραψε και πάλι ο Σαββόπουλος εξακολουθεί να υπάρχει, να δημιουργεί και να επιμένει.

Ανάρτηση από: https://ardin-rixi.gr/