Της Ειρήνης Σωτηροπούλου
1. Η χρήση της έννοιας της «αλληλεγγύης» στον δημόσιο λόγο τον τελευταίο χρόνο έχει καταστήσει την αλληλεγγύη κάτι σαν πολιτική μόδα, κυρίως όμως την έχει αφαιρέσει από το ιστορικό και κοινωνικό της πλαίσιο με βάση το οποίο όχι μόνο κρίνεται αλλά και ορίζεται στην ουσία της κάθε φορά. Με άλλα λόγια, αν είναι να μιλήσει κανείς για αλληλεγγύη, είναι απαραίτητο να εξηγήσει πρώτα για ποια κοινωνία πρόκειται, με ποιές πολιτικές δομές, με ποιούς οικονομικούς μηχανισμούς λειτουργεί και μετά να δούμε τί είναι αλληλεγγύη και πώς λειτουργεί πλέον αυτή ως δημόσια δράση.
2. Στην πραγματικότητα, όπως κάθε μόδα ή μοδάτη πολιτική λέξη, συσκοτίζει τις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν κάθε φορά σε μια κατάσταση. Αν κάτι οριστεί ως αλληλέγγυο ή έκφραση αλληλεγγύης, η σκέψη μας και ο έλεγχος αυτού του πράγματος σταματά. Ούτε κοιτάμε αν η χαρακτηριζομένη ως αλληλέγγυα δράση είναι όντως αλληλέγγυα και από ποιούς προς ποιους;;, ούτε κοιτάμε αν μια δράση που μπορεί να είναι αλληλέγγυα κατ’ αρχήν ή στις προθέσεις της, λειτουργεί όντως ως αλληλεγγύη στην ευρύτερη κοινότητα μέσα στην οποία λαμβάνει χώρα.3. Σαν να μην έφτανε η αοριστία της λέξης, κάνουμε και μια ρομαντική αναγωγή στο παρελθόν ή σε κοινωνίες λιγότερο ή καθόλου καπιταλιστικές, ως κατ’ εξοχήν αλληλέγγυες, ώστε να δείξουμε πόσο λίγη αλληλεγγύη έχουμε σήμερα στην ζωή μας. Αρκεί μόνο που το οικονομικό σύστημα είναι διαφορετικό και καταχωρείται η κοινωνία ως αλληλέγγυα. Σε αυτό συμβάλλει και η έλλειψη μελετών, ειδικά όμως οικονομικής ιστορίας, για τις μη καπιταλιστικές δομές στην Ελλάδα, ιδίως όμως για τα τελευταία εκατό χρόνια περίπου, οπότε είναι πολύ εύκολο να γενικεύει κανείς βασιζόμενος/η σε μια προσωπική εμπειρία ή σε αφήγηση – είτε για να καταδικάσει τις παλαιότερες δομές ως συλλήβδην καταπιεστικές και άδικες, είτε για να τις παρουσιάσει σαν τον χαμένο χρυσό αιώνα της κοινωνίας.
4. Στην πραγματικότητα, αν δεν παραμείνουμε σε περιπτώσεις μικροκλίμακας, δηλαδή ξεχωριστών κοινοτήτων, που μπορεί να έχουν πολύ ιεραρχικά ή ελάχιστα ιεραρχικά συστήματα, μπορεί να έχουν άγρια πατριαρχία ή κεκαλυμμένη μητροκεντρική δομή, εκείνο που ξέρουμε είναι ότι
α) στον καπιταλισμό και όσο κεφαλαιοποιείται η οικονομία, η επέκταση της ατομικής ιδιοκτησίας και η ιδιωτικοποίηση συλλογικών/κοινών πόρων θίγει ακριβώς τους δημόσιους ή/και συλλογικούς πόρους (από δημόσιους χώρους, μέχρι λαϊκές γνώσεις περί βοτάνων, και από την τέχνη μέχρι το νερό και τα δάση), που είναι πάντα μέσα παραγωγής, δηλαδή μέσα επιβίωσης των λιγότερο προνομιούχων μιας κοινωνίας.
β) πρέπει να διακρίνουμε την αλληλεγγύη που δείχνει ο άρχοντας ή ο αγάς του χωριού στους υπόλοιπους συγχωριανούς του, από τους οποίους εξαρτάται ουσιαστικά τόσο η κοινωνική του θέση και εξουσία, όσο και η συγκέντρωση πλούτου που τον καθιστά άρχοντα/αγά – από την αλληλεγγύη που δείχνει η μια γειτόνισσα στην άλλη, προκειμένου να φροντίσουν μαζί τα παιδιά τους, ή να καλύψουν τις ανάγκες τις κουζίνας τους σε υλικά.
5. Αυτό σημαίνει επομένως, ότι το να θεοποιούμε την αλληλεγγύη της στιγμή που ιδιωτικοποιούνται τα πάντα και εντείνονται οι επιθέσεις στα μέσα επιβίωσης των παραγωγών (κατοικίες, μικρές αποταμιεύσεις, ανεργία, μείωση μισθών, επιδείνωση εργασιακών συνθηκών, μείωση κοινωνικών παροχών), αποτελεί λανθασμένη ανάλυση. Στην πραγματικότητα η ιδιωτικοποίηση τόσο των δημοσίων αγαθών όσο και η επαναφορά στο νοικοκυριό υπηρεσιών που προηγουμένως παρέχονταν μέσω κοινωνικών υπηρεσιών, αποτελεί μείωση της δυνατότητας επιβίωσης των οικονομικά ασθενεστέρων. Η αλληλεγγύη που δεν στρέφεται σε λύσεις που προστατεύουν τα δημόσια αγαθά ώστε να μείνουν υπό συλλογική διαχείριση και που να επεκτείνουν τις συλλογικές λύσεις (κοινωνικές παροχές) αντί να τις μειώνουν, αποτελεί παυσίπονο. Στην πραγματικότητα, έχουμε αρκετές αληθινά αλληλέγγυες πρωτοβουλίες, στον δημόσιο λόγο όμως δεν έχει ξεκαθαριστεί καθόλου (με εξαίρεση ίσως τα κοινωνικά ιατρεία) τι σχέση έχει η αλληλεγγύη με την ιδιωτικοποίηση και την αντίσταση σε αυτήν.
6. Δεν έχει νόημα λοιπόν να μιλάμε για αλληλεγγύη, αν αποδεχόμαστε ένα άνισο ή εκμεταλλευτικό καθεστώς ως τέτοιο, και απλώς καλύπτουμε κάποιες ανάγκες τις οποίες αντιμετωπίζουμε ως παράπλευρες απώλειες γενικών επιλογών. Δεν έχει κανένα νόημα δηλαδή να λέμε ότι ο τσιφλικάς είναι αλληλέγγυος στους κολλίγους του, όταν τους δίνει λίγο στάρι παραπάνω μόλις πιάσει κακοκαιρία. Αυτή τη διάκριση πρέπει να την κάνουμε όχι μόνο για σήμερα, αλλά και για παλαιότερες εποχές, ιδίως για περιοχές όπου για διάφορους λόγους οι κοινότητες, οι λεγόμενες παραδοσιακές, μπορεί να απέτρεπαν τις γυναίκες από το να έχουν δικαίωμα σε γη, ή ακόμη και όλα τα παιδιά της οικογένειας εκτός από τον πρωτότοκο γυιό - αλληλεγγύη με την έννοια του να επιτρέψει ο γαιοκτήμονας να καλλιεργήσει ο ακτήμονας με αντάλλαγμα τη μισή του σοδειά, το χωράφι, απλώς δεν υπάρχει.
7. Επομένως, η απαίτηση ή αν θέλεις, η ιδέα ότι στην αλληλεγγύη είμαστε όλοι ίσοι και όλοι προσφέρουμε και δεχόμαστε, προϋποθέτει ότι είμαστε ίσοι από πριν, δηλαδή ότι έχουμε ήδη μέσα προσφοράς όλοι. Αν κάποιος δεν έχει αυτά τα μέσα δικαιωματικά, είμαστε ήδη σε μια μη αλληλέγγυα κατάσταση, ανεξάρτητα αν θα του παράσχουμε τροφή και στέγη. Επίσης, δεν είμαστε σε αλληλέγγυα κατάσταση αν υποτιμάμε την προσφορά κάποιων ανθρώπων, οπότε ξαφνικά ό,τι μπορούν να προσφέρουν καθίσταται «άνισο» με ό,τι μπορούν να λάβουν. Το να υποτιμούμε τους ηλικιωμένους ή τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, ότι αποτελούν μόνο κόστος!!!! στην κοινωνία, απλώς δημιουργεί μια μη αλληλέγγυα κατάσταση (που σε άλλες κοινωνίες ή εποχές ήταν ανύπαρκτη) όπου η «αλληλεγγύη» που θα προσφερθεί εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει ότι και αυτός που λαμβάνει την αλληλεγγύη προσφέρει ή έχει ήδη προσφέρει. Το να υποτιμούμε τον ξένο, τον μετανάστη ή την προσφυγα, επειδή δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα που μιλούν ή επειδή δέχονται την πιο δύσκολη και χειρότερα αμειβόμενη εργασία δεν σημαίνει ούτε ότι δεν έχουν ικανότητες και προσόντα ούτε ότι δεν έχουν να μας διδάξουν πολιτισμό που προφανώς αγνοούμε. Μετά θεωρούμε αλληλεγγύη να τρέχουμε να τους παρέχουμε κουβέρτες στα κέντρα «υποδοχής» ή να διαμαρτυρόμαστε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν είναι αλληλεγγύη αυτό, είναι υποχρέωσή μας.
8. Βεβαίως λοιπόν σήμερα μιλούμε πάρα πολύ για αλληλεγγύη, γιατί δεν έχουμε δομές που να αναγνωρίζουν τις αξίες της προσφοράς όλων μέσα στην κοινωνία, και δεν έχομε και μηχανισμούς αναδιανομής, οι οποίοι να είναι γενικοί και «αυτόματοι», δηλαδή χωρίς στίγμα ιεραρχίας ή ανισοτήτων, χωρίς να χρειαστεί να το κάνουμε θέμα ότι είμαστε αλληλέγγυοι και άρα καλοί άνθρωποι και ιδεολογικά προοδευτικοί. Για παράδειγμα, σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας ακόμη και σήμερα, το έθιμο είναι να πηγαίνουμε ένα πιάτο φαγητό στη γειτόνισσα ή σε μερικές γειτόνισσες – όχι ως ελεημοσύνη, ούτε καν ως συνδρομή, αλλά ως δείγμα για να δείξουμε τάχα τί νόστιμο φτιάξαμε. Αυτό και μόνο αποτελεί μηχανισμό αναδιανομής, αφ’ ενός γιατί δεν χρειάζεται να σχολιαστεί ποιος έχει και ποιος δεν έχει να φάει σήμερα, αφ’ ετέρου γιατί δίνει περιθώριο χρονικό μεγάλο σε όλα τα νοικοκυριά να προσφέρουν με τους δικούς τους ρυθμούς και εκ τρίτου, ούτε καν περνάει από το μυαλό των μελών της κοινότητας ότι αυτό είναι αλληλεγγύη. Είναι, αλλά είναι περισσότερο γιατί δεν παρουσιάζεται ως τέτοια αλλά ως μια καθημερινή επιλογή της κοινότητας να μοιράζεται το φαγητό της μακρυά από πολιτικές ανακοινώσεις και από πομπώδεις ταμπέλες.
9. Το άλλο θέμα που έχουμε με την αλληλεγγύη είναι το επιχείρημα ότι δεν είναι ανατρεπτική ή αντιστασιακή δράση καθ’ αυτή, κάτι που ακούμε συχνά και μέσα στα κινήματα – δηλαδή από την πλήρη προβολή πάμε στην πλήρη απαξίωση της αλληλεγγύης. Γράφοντας λοιπόν τα παραπάνω, θα χρειαστεί να σημειώσουμε ότι και η αντιστασιακή φύση της αλληλεγγύης κρίνεται από τις περιστάσεις και όχι έξω από το ιστορικό της πλαίσιο. Αν μη τι άλλο, αν ο καπιταλισμός έχει, όπως έλεγαν οι θεωρητικοί του τον 18ο και 19ο, ως εργαλείο πειθάρχησης την πείνα, τότε η διανομή φαγητού μπορεί να είναι από μόνη της πράξη αντίστασης – και σε αυτό το σημείο βεβαίως η κλασσική διάκριση μεταξύ φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης καταρρέει. Πόσο αλληλέγγυοι είμαστε αν ζητάμε από ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε, ούτε στέγη, ούτε μέσα να παράγουν ο,τιδήποτε και που δεν τους παρέχουμε τίποτε από αυτά που χρειάζονται, να μας δώσουν ή υποσχεθούν κάποιο αντάλλαγμα για ένα πιάτο φαγητό;
10. Μπορεί να μην αρέσει η πραγματικότητα όπως έχει εξελιχθεί και δεν μας επιτρέπει τα μεγάλα λόγια και τις ηχηρές δηλώσεις, αλλά μέσα σε έναν αγρίως καταρρέοντα καπιταλισμό, χρειάζεται να μην υπερθεματίζουμε με μια λέξη, καλύπτοντας τις πολύπλοκες συνθήκες μέσα στις οποίες λειτουργεί το κάθε τι. Από τη μια πλευρά, δεν μπορούμε να λέμε ότι η αλληλεγγύη είναι πανάκεια, αφήνοντας έξω από τη συζήτηση την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης εξαιτίας συγκεκριμένων καπιταλιστικών πολιτικών. Από την άλλη, δεν μπορούμε να σβήνουμε την αλληλεγγύη ως πολιτική πρακτική, ακόμη και όταν, στα μάτια ορισμένων αγγίζει την φιλανθρωπία, χωρίς να αναλύσουμε προσεκτικά με ποιούς όρους πραγματοποιείται – με αυτή τη λογική θα έπρεπε να καταδικάσουμε και τα συσσίτια του ΕΑΜ το 1941, κάτι που αποδείχτηκε όχι απλώς σωτήριο για χιλιάδες ανθρώπους, αλλά θεμέλιο της αντιστασιακής δράσης. Και τέλος, ας αναγνωρίσουμε πλέον τόσο σε επίπεδο κινηματικό όσο και σε επίπεδο ακαδημαϊκό το τεράστιο κενό σε μελέτες ή αρχειακό υλικό σχετικά με τις μη καπιταλιστικές κοινωνίες, τις συγκεκριμένες που υπάρχουν ή υπήρξαν γύρω μας και αποτελούν ιστορικά προηγούμενα ή ιστορικά πλαίσια για τις σημερινές μας κοινότητες.
*κείμενο για την εκπομπή της Άννας Θεμελή «Έμμονες Ιδέες», στο ελεύθερο Δεύτερο Πρόγραμμα, Μάρτιος 2014.
Ανάρτηση από: http://www.enallaktikos.gr
Ευχαριστώ τον φίλο Κοσμά Τ.