Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Απολογισμός και προοπτική

Του Λευτέρη Ριζά

       Το κείμενο που ακολουθεί το βρήκα μέσα σε ένα ντοσιέ μου, που απέξω έγραφε ΑΚΕ. Το ΑΚΕ – Αντιφασιστικό Κίνημα Ελλάδας – ήταν μια μικρή οργάνωση που έδρασε την περίοδο της δικτατορίας και στην οποία φυσικά συμμετείχα και εγώ. Στην δημιουργία του πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι Φ.Ν.Χ. (Φίλοι Νέων Χωρών-Κίνηση Αντιαποικιακής Αλληλεγγύης). Στο ΑΚΕ προσχώρησαν και πολλοί άλλοι αντιφασίστες που ήθελαν να αγωνιστούν κατά της φασιστικής δικτατορίας μεν, αλλά όχι εντασσόμενοι σε κάποια από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν από τα κόμματα που ευθύνονταν για την πορεία της Ελλάδας και του λαϊκού κινήματος από το 1945 και μετά. Όσοι πήραν μέρος στον Αντιδικτατορικό – Αντιφασιστικό αγώνα ενεργά όλο και κάτι θα έχουν ακούσει ή διαβάσει για αυτήν την οργάνωση[1]

       Το βρήκα χωρίς τίτλο και δεν είμαι βέβαιος για το ποιος το έγραψε. Δεν θυμάμαι ούτε αν είναι δικό μου ούτε ποιανού άλλου. Έχουν περάσει άλλωστε από τότε 35 χρόνια. Το ξαναδιάβασα και πιστεύω ότι αξίζει να δημοσιευτεί (ή αναδημοσιευτεί) τώρα. Είναι «δραματικά» επίκαιρο, δυστυχώς, ύστερα από 35-36 χρόνια.

        Βρίσκεται στην «γραμμή» ανάλυσης της ελληνικής πραγματικότητας, όπως είχε παρουσιαστεί το 1966 (Μάϊος-Ιούλιος) στο πρώτο – και όπως αποδείχτηκε και μοναδικό – τεύχος του «θεωρητικού» «Αντιιμπεριαλιστή» ,  που αποτέλεσε μια «…προσπάθεια της «Κίνησης Αντιαποικιακής Αλληλεγγύης (ΦΝΧ)» για την δημιουργία πραγματικής λαϊκής αντι-ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας στη χώρα μας….. Η έκδοση αυτή θα είναι παράλληλη με την τακτική έκδοση του μηνιάτικου περιοδικού. Σε αυτή θα δημοσιεύονται αυτοτελείς μελέτες θεωρητικού χαρακτήρα». 

           Στην πρόθεση μας είναι να παρουσιάσουμε ολόκληρο το περιεχόμενο αυτού του τεύχος όσο πιο σύντομα μπορούμε, από εδώ, τον ΟΙΣΤΡΟ, για να θυμηθούνε οι «παλιοί» και να μάθουν και οι «νέοι» αγωνιστές. Προς το παρόν, όμως, δημοσιεύουμε εδώ, στον ΟΙΣΤΡΟ, το «ανώνυμο» κείμενο που ανακάλυψα στα «αρχεία» του παρελθόντος. Αν και όποτε μάθω το όνομα του, θα σας το κάνω γνωστό. 

Απολογισμός και προοπτική
«Ανώνυμου»

       Το 1949 το λαϊκό κίνημα ηττήθηκε. Ένα κοινωνικό σύστημα, ριζωμένο στο ελλαδικό χώρο, γνώρισε προηγουμένως ένα ανεπανάληπτο τράνταγμα. Όμως η προσπάθεια να δημιουργηθεί, να καταξιωθεί και να στεριώσει μια εναλλακτική πραγματικότητα, απέτυχε.
       Σε όλη αυτήν την προσπάθεια πήραν μέρος πλατιές λαϊκές μάζες. Αυτές έβαζαν αντικειμενικά μα και υποκειμενικά σε μεγάλο βαθμό, σε αμφισβήτηση την προπολεμική ελληνική καπιταλιστική πραγματικότητα. Όμως, χτυπήθηκαν από τη νικηφόρα αντεπίθεση του συστήματος, τόσο με φυσική βία όσο και ιδεολογικά. Και όταν ένοιωσαν  έτσι την ανημποριά τους και είδαν το όνειρο της εναλλακτικής λύσης να γκρεμίζεται, οδηγήθηκαν να εκφράσουν τους πόθους τους (που ποτέ δεν χάνονται) μέσα από κοινωνικές σχέσεις και αξίες κοινωνικά αποδεκτές. Έπρεπε αυτοί οι «πολίτες β’ κατηγορίας» να παλέψουν, να αποκτήσουν τα απαραίτητα για την ζωή τους, να φροντίσουν για τις οικογένειες τους. Αντίθετα οι καταξιωμένοι «εθνικόφρονες», τα στηρίγματα των ελλήνων αστών και των κηδεμόνων τους, βγαίνουν προνομιούχοι στην μεταπολεμική Ελλάδα. Στελεχώνουν και απομυζούν τον κρατικό μηχανισμό, καταλαμβάνουν θέσεις κλειδιά στην ελληνική κοινωνία. 

       Για τις υπόλοιπες μάζες απέμεινε να επωφεληθούν στις συνεχώς διαμορφωνόμενες συνθήκες, για να μπορέσουν, έξω από τα ήδη πιασμένα πόστα, να χαράξουν κάποια προοπτική. 
       Παράλληλα η Ελλάδα γνωρίζει μεταπολεμικά μια ανάπτυξη της ναυτιλίας και βιομηχανίας της και ανανεώνεται η στρατηγική της σημασία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της. Αργότερα, κάπως αρχίζουν τα ξανοίγματα προς την Μέση Ανατολή, Β. Αφρική και Βαλκάνια. Όλα αυτά βέβαια γίνονται καθώς η θέση της ελληνικής άρχουσας τάξης βελτιώνεται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. 
       Μέσα σ’ αυτό το χοντρικό πλαίσιο ανοίγονται ευκαιρίες και για τον «πολίτη β’ κατηγορίας». Ο οικοδομικός οργασμός απορροφάει ένα μεγάλο μέρος. Οι βιοτεχνίες ξεπετάγονται σαν μανιτάρια και το εμπόριο ευδοκιμεί. Σιγά – σιγά διαμορφώνεται το ιδεολογικό πλαίσιο «κοινωνική άνοδος και ευημερία». 
       Ο φτωχός και κακομοίρης μεροκαματιάρης, μέσα στη φτώχεια και κακομοιριά όλου του λαού, κατορθώνει στη συνέχεια να «φτιαχτεί» και σιγά-σιγά να τα βολέψει σε κάποια δουλίτσα. Προδομένος, εξουθενωμένος και κουρασμένος από το απερίγραπτο ανθρωποκυνηγητό, που εξαπόλυσε μετά την ήττα του λαϊκού κινήματος η κυβέρνηση, με τους ταγματασφαλίτες, τους δολοφόνους και τους καταδότες, συμμορφώθηκε σε νόμιμο, πια, πολίτη. Έβαλε τα δυνατά του να κάνει μια δουλειά, να τα «δώσει όλα για την οικογένεια του», να «διάγει νόμιμον βίον». Πιάστηκε σχετικά καλά, δουλεύοντας σκληρά και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, μέσα στο γενικότερο κλίμα οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, που ακολούθησε το τέλος του εμφυλίου πολέμου, κατόρθωσε να κάνει, ίσως, και περιουσία (διαμέρισμα, οικόπεδο, μαγαζί). 
       Στον γιό του φρόντισε να μεταδώσει ταυτόχρονα – πάντα μέσα στο κλίμα της εποχής – μια μανία για καριέρα, για κοινωνική άνοδο, προκοπή και αναγνώριση. Την κόρη του να την προικίσει και να της βρει έναν «καλό γαμπρό». Αυτά, που κάποτε αυτός δεν μπορούσε να απολαύσει – μια ζωή κυνηγημένος – φροντίζει με κάθε τρόπο να αποκτήσουν τα παιδιά του.    
       Μέσα, λοιπόν, από την ήττα του λαϊκού κινήματος, από την τότε φτώχεια και εξαθλίωση των μαζών, ξεθυμαίνουν οι κρυφοί καημοί για ανάπτυξη, πρόοδο και προκοπή του τόπου. Μα όλα αυτά μέσα σ’ ένα σύστημα, που δεν μπορεί πια να αμφισβητηθεί, αφού οι αξίες του γίνονται αποδεκτές. 
       Όλα αυτά αντανακλούνται (δεν θα αναφερθούν εδώ οι λόγοι, που αυτό έγινε δυνατό) και εκφράζονται μέσα από την γραμμή των πολιτικά συγκροτημένων δυνάμεων της αριστεράς (ΚΚΕ, ΕΔΑ). Τα κόμματα αυτά τραβούν με ένα «ριζοσπαστικό» τρόπο, την γραμμή του εκσυγχρονισμού και της «κοινωνικής προκοπής», μέσα από έναν αγώνα για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία, για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πατώντας πάνω στον κρυφό πόθο και επιθυμία των μαζών. ‘Όμως, το ζήτημα της ανατροπής του κοινωνικού συστήματος πάει περίπατο και η βελτίωση και μεταρρύθμιση παίρνουν το πάνω χέρι. Αυτός ο μικροαστισμός, που συμβαδίζει με την ανάπτυξη και διόγκωση των μεσοστρωμάτων της Ελλάδας, συγκροτείται σε μια συνειδητή γραμμή  αποπροσανατολισμού των εργαζομένων. 
       
       Αυτή η εγκατάλειψη των επαναστατικών στόχων αποκόπτει κάθε πολιτικό και οικονομικό αγώνα από το βαθύτερο κοινωνικό ζήτημα, από την αμφισβήτηση και ανατροπή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, από την δημιουργία σοσιαλιστικών προοπτικών. Οι οικονομικοί αγώνες δεν ξεπερνούν τον διεκδικητικό τους χαρακτήρα. Οι πολιτικοί αγώνες στοχεύουν κυρίαρχα στη μεταβολή της κοινοβουλευτικής ισορροπίας (όχι στο μονοκομματικό κράτος της δεξιάς ή/και πιο ισχυρή στην βουλή η παρουσία της αριστεράς). Ο εργάτης, ο φτωχός αγρότης, ο νεολαίος, η καταπιεσμένη γυναίκα, μάταια περιμένουν κάτι ν’ αλλάξει μέσα από τους αγώνες αυτούς ουσιαστικά και ποιοτικά στην καθημερινή τους ζωή. Εξακολουθούν να είναι ασφυκτικά εγκλωβισμένοι μέσα σε σάπιες κοινωνικές σχέσεις και αξίες, στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας. 
       Ο εκσυγχρονισμός και η τεχνικο-επιστημονική ανάπτυξη, με πρότυπο την Ευρώπη, προτείνονται από την αστική τάξη σαν εναλλακτικές λύσεις για την οικονομικά καθυστερημένη Ελλάδα. Λύσεις που επικροτούνται και υιοθετούνται σαν στόχοι από τα κόμματα της αριστεράς, «πιάνουν», με ακόμα πιο πολύ ζήλο, σαν αισιόδοξες προοπτικές στις φτωχές και διψασμένες για πρόοδο μάζες, που από τον εργάτη, τον αγρότη, το μικροαστό μέχρι τον μεσοαστό και επιχειρηματία, βλέπουν στο πρόσωπο του επιστήμονα τεχνικού τον πετυχημένο και αναγνωρισμένο πρωτομάστορα του παραδεισένιου μέλλοντος της κοινωνικής ευημερίας και προκοπής. Η επιστημονική καριέρα γίνεται το όνειρο του κυνηγημένου και καταπονημένου πατέρα για τον γιό του, που κι αυτός με την σειρά του γαλουχείται μ’ αυτό το ιδανικό. 
       Η κοινωνική καταξίωση περνά τόσο μέσα από την προσπάθεια για κατάληψη «καλών θέσεων περιωπής», όσο και μέσα από μια οικονομική αποκατάσταση και ακτινοβολία πάση θυσία (από βιοτέχνης βιομήχανος, από οικοδόμος εργολάβος, από καλύβι σπίτι από τετράποδο τετράτροχο). Όλα αυτά τον καταδικάζουν σε ένα άγχος στη ζωή, σε μια δουλική στάση για χάρη της επιβίωσης ή και ακόμα για του κυνηγιού του κέρδους. 
       Αυτά βέβαια δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν έξω από τον κατεστημένο τύπο οικογένειας, που βγαίνει μέσα από την αναζήτηση του καλού και πετυχημένου γάμου, του ή της πιστής συζύγου, του νοικοκυρέματος, που εξασφαλίζει την «ήρεμη» κοινωνική ζωή, την ανάλωση και τις θυσίες των γονιών για το «καλό» των παιδιών τους.
       Ο ρόλος της γυναίκας είναι αυτός, που από την κούνια την κάνει να αναζητά τον «ιδανικό» (ή αποκατεστημένο) σύζυγο, να τον επικροτεί και να του συμπαραστέκεται τυφλά στη δουλειά του και την κοινωνική του ζωή. Να είναι καλή νοικοκυρά και να φροντίζει δουλικά τα παιδιά της. Κομπάρσος στο θέατρο της οικογένειας και της κοινωνίας, άβγαλτη στη ζωή, χωρίς προσωπικότητα και πρωτοβουλία.
       Το σύνθημα λοιπόν «κοινωνική πρόοδος και ευημερία του λαού» ξεκόβεται από το βαθύτερο κοινωνικό του περιεχόμενο και αποδέχεται έτσι ένα αστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο, λόγω συγκυρίας, είναι δυνατή, βραχυπρόθεσμα, μια κάποια υλοποίηση του. Βραχυπρόθεσμα, γιατί και η ίδια η αριστερά δεν ξεπερνά την κοντοφθαλμία αυτή. Το «μια ζωή κακουχία και στερήσεις, ας εκμεταλλευτώ την ευκαιρία τώρα» για το ατομικό συμφέρον, γίνεται γενική έκφραση της κυρίαρχης ιδεολογίας των μαζών.
       Η ήττα του λαϊκού κινήματος ακολουθείται από μια γενική επίθεση του καπιταλισμού πέρα από το πολιτικό, σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής. Παρόμοια είναι και η κατάσταση των δυτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Βγήκαν καταστραμμένες  από τον πόλεμο. Η προπολεμική τους κατάσταση άθλια, λόγω των πολλαπλών οικονομικών κρίσεων. Τα διάφορα λαϊκά κινήματα, προπολεμικά κιόλας ηττημένα, δεν προβάλλουν καμιά εναλλακτική λύση για προσανατολισμό. Οι λαϊκοί πόθοι για κοινωνική πρόοδο και ευημερία ενσωματώνονται στην ανάπτυξη των δυτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών μέσα στα καπιταλιστικά-βιομηχανικά πλαίσια. 
       Παράλληλα η ιδιότυπη εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού διαπλάθει την επόμενη ελληνική γενιά. Οι εξελιγμένες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις δείχνουν το απώτατο στάδιο σήψης του συστήματος που συγκροτούν. Χαρακτηριστικό του είναι όμως η καθυστέρηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και το συνεχές συμβάδισμα των ελληνικών αστικών συμφερόντων (οικονομικών και πολιτικών) με κάποιο ισχυρό προστάτη, στην τωρινή ιστορική περίοδο, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η ανάγκη να επωφεληθεί όσο γίνεται από τα πλεονεκτήματα που απορρέουν στο επίπεδο του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, μέσα από ένα τέτοιο συμβάδισμα, κάνει τη «φωτισμένη» δεξιά του «εκσυγχρονισμού» να προσπαθεί ορθολογικότερα, για το συμφέρον της ελληνικής αστικής, να οργανώσει την ελληνική κοινωνία στα πρότυπα των μητροπολιτικών χωρών. Να εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα αυτοδύναμου ξανοίγματος στην παγκόσμια αγορά, απ’ όπου θα μπορούσε να αποκομίσει οφέλη. Αυτό βέβαια την φέρνει σε αντίθεση με την «παραδοσιακή» δεξιά, που προωθεί τους παραδοσιακούς δουλικούς δεσμούς με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.        
              
       Έτσι από τη μια μεριά προβάλλουν στο προσκήνιο τις λαϊκές κινητοποιήσεις για εθνική ανεξαρτησία (αποδέσμευση από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό), δημοκρατία (κατάργηση του διαχωρισμού σε «εθνικόφρονες» και πολίτες «β’ κατηγορίας», της καταπίεσης και αδικίας των πρώτων σε βάρος των δεύτερων), αξιοκρατία (ενάντια στη μονοπώληση των κύριων πόστων της κοινωνίας από τους «εθνικόφρονες»), ευημερία (νέες δουλειές). Από την άλλη εκδηλώνεται η γραμμή του εκσυγχρονισμού. που συγκυριακά μπορεί να αφομοιώσει πολλά από τα πιο πάνω αιτήματα των λαϊκών μαζών.
               
       Οι συνθήκες διάπλασης της επόμενης γενιάς είναι διαφορετικές. Δεν έχει πια την άμεση ανάγκη να αντιμετωπίσει ζωτικά υπαρξιακά προβλήματα (πείνα, κακουχίες, κλπ.) στο βαθμό που είχε να τα αντιμετωπίσει η προηγούμενη γενιά. Αυτό της δίνει τα περιθώρια να συγκρουστεί και με άλλα ζωτικά υπαρξιακά ανθρώπινα ζητήματα, να αμφισβητήσει το ιδεολογικό οικοδόμημα, που περιέβαλε τις προσπάθειες της προηγούμενης γενιάς για την επιβίωση της. Αυτή η συνθήκη επιδρά καταλυτικά στην όξυνση των αντιφάσεων μέσα στη νέα γενιά, αντιφάσεις σύμφυτες με το καπιταλιστικό σύστημα. 
       Πέρα από αυτά, ο συνειδητός εγκλωβισμός των παραδοσιακών κομμάτων της αριστεράς στα αστικά πλαίσια, που αποστερεί από τις μάζες κάθε προοπτική, καταδείχνει και πάλι τη σήψη των αστικών αξιών και πλαισίων, μέσα στα οποία κινούνται τα κόμματα αυτά.
       Ιστορικά γεγονότα σ’ όλο τον κόσμο προωθούν την αμφισβήτηση των κατεστημένων αξιών του συστήματος, που είτε ανοιχτά αυτό προβάλλει, είτε έμμεσα μέσω της ξεπερασμένης αριστεράς του. Αποκαθήλωση του Στάλιν, ιμπεριαλιστική εισβολή «σοσιαλιστικών» τανκς σε Ουγγαρία και αργότερα Τσεχοσλοβακία, Πολιτιστική Επανάσταση και Σινο-σοβιετική διένεξη, Κούβα, Τσε Γκεβάρα, Βιετνάμ, Χο-Τσι Μίνχ, αντιαποικιακά κινήματα Μ. Ανατολής (Παλαιστίνη) και Αφρικής, είναι μια σειρά τέτοιων γεγονότων.
       Η γενιά του πολέμου, μπλοκαρισμένη μέσα στην πεπατημένη, που αναγκάστηκε να ακολουθήσει, παραμένει ένας γεμάτος απορίες, μα διστακτικός παρατηρητής όλων αυτών των διαφοροποιήσεων. Σ’ αυτό την ακολουθεί και ένα μεγάλο κομμάτι της νέας γενιάς, το πιο καθυστερημένο.
       Στο πιο προχωρημένο, όμως, κομμάτι της νεολαίας, κυρίως της διανοούμενης, οι διαφοροποιήσεις αυτές ξυπνούν μια νέα αγωνιστικότητα, που πολλές φορές διασταυρώνεται με αυθόρμητα κινήματα της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων και σε κάποια στιγμή, σε ορισμένες χώρες (π.χ. Γαλλία, Γερμανία, Μάης ‘ 68), φτάνει μέχρι και να κλονίσει το σύστημα.
       Στην Ελλάδα, το μαζικό ξέσπασμα μετά το 1960 γνωρίζει μια καινούρια ήττα και χτυπιέται από μια φασιστική δικτατορία. Η στυγνή καταπίεση και βία, οι εθνοπροδοσίες (Κυπριακό) και η αμερικανική εξάρτηση, δημιουργούν ένα καινούργιο αγωνιστικό ρεύμα. Σ ‘ αυτό το ρεύμα ο πρόσφατος απόηχος της Ευρώπης του ‘ 68 και των διεθνών γεγονότων, ριζοσπαστικοποιεί κομμάτια της διανοούμενης νεολαίας πέρα από τα παραδοσιακά αγωνιστικά πλαίσια. Θέτει όλο και περισσότερο σε αμφισβήτηση αστικές κοινωνικές σχέσεις, πρακτικές και αξίες. Αμφισβήτηση, που πάνω απ’ όλα ο ίδιος ο ελληνικός καπιταλισμός, μέσα από τις αντιφάσεις του, πυροδοτεί. Το υπόλοιπο κομμάτι της νεολαίας και των λαϊκών αγωνιστών παραμένει, με τη σύσσωμη φροντίδα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ιδεολογικά εγκλωβισμένο στα λαϊκοδημοκρατικά, αντιδικτατορικά, αντιαμερικανικά εθνικοαπελευθερωτικά συνθήματα (ψωμί-παιδεία-ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία), κληρονομιά της παλιάς αγωνιστικής γενιάς. 
       Μέσα στο αγωνιστικό αυτό ρεύμα, που εκφράζεται έντονα στις κινητοποιήσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, μορφοποιείται ένας ιδεολογικά συγκεχυμένος και οργανωτικά διασκορπισμένος πολιτικός χώρος. Αυτός ο χώρος, συγκρούεται με τα παραδοσιακά οργανωμένα σχήματα της αριστεράς. Η οξυμένη πολιτική κατάσταση, που διαμορφώνεται προς το τέλος της δικτατορίας και με τη μεταπολίτευση, οριοθετεί τη σύγκρουση αυτή σε επίπεδο πολιτικών συνθημάτων και βαθμού αγωνιστικότητας. Σπρώχνει καταρχήν στο περιθώριο (η «πολυτέλεια» αυτή δεν φαίνεται να ταιριάζει στα οξυμένα πολιτικά προβλήματα) το κοινωνικό «ανθρωπολογικό» περιεχόμενο της αμφισβήτησης. Και όσο αυτό το περιεχόμενο παραμελείται, ο χώρος αυτός κουβαλά μέσα του όλες εκείνες τις ιδεολογικές καταβολές των παλιών ξεπερασμένων πολιτικών και κοινωνικών πρακτικών της παραδοσιακής αριστεράς (χαρακτηριστικές περιπτώσεις καταρχήν η ΟΜΛΕ, μετά ΕΚΚΕ κά.). Αυτές οι καταβολές δεν του επιτρέπουν, ούτε καν και στο πολιτικό επίπεδο, να έρθει σε ουσιαστική ρήξη με αυτήν. Η αποτυχία αυτή, η επαναδιαπίστωση της αδυναμίας του λαϊκού κινήματος να παρέμβει καθοριστικά στην κατάρρευση της δικτατορίας και στη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης κατά και μετά τη μεταπολίτευση, η επερχόμενη άμβλυνση της ταξικής πάλης, που καταλήγει στην «εθνική ενότητα» (όπως το βλέπει το παραδοσιακό αριστερό μάτι) ή στο «ήπιο κλίμα» (όπως το βλέπει η δεξιά) και, τέλος, η δυσμενής επίδραση των διεθνών εξελίξεων (ήττα της Πολιτιστικής Επανάστασης, Καμπότζη, Βιετνάμ κλπ), μεγαλώνουν την σύγχυση του χώρου αυτού. Σπάνε την αγωνιστικότητα του και τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό και την ιδεολογία του. Η συνειδητοποίηση ότι το «τρένο χάθηκε» γι αυτή τη φάση, βγάζει από το περιθώριο αυτό, που παλιά του φαινόταν πολυτέλεια να ασχοληθεί: την αμφισβήτηση πολιτικών και κοινωνικών πρακτικών του, όσο αυτές αποτελούσαν κληρονομιά παλαιότερων αγωνιστικών γενιών. Η στείρα πολιτική συνθηματολογία πάει περίπατο. Η οργάνωση τύπου «μαντρί-κάστρου» απομυθοποιείται. Οργανωτικά σχήματα διασπώνται και διαλύονται. Χαοτικές ιδεολογικές συζητήσεις φθείρουν αγωνιστές, μέχρι σημείου να εκδηλώνονται προσωπικές έχθρες και να κόβονται «καλημέρες» μεταξύ συντρόφων. Σήμερα πια τα άτομα αμφισβητούν άτομα. Απορρίπτονται αγωνιστές, η εμπιστοσύνη μετατρέπεται σε «κούμπωμα», το καθημερινό «στυλ ζωής» γίνεται – στις περισσότερες περιπτώσεις – το αυστηρό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ή τον αφορισμό σημερινών ακόμα ή παλιών συντρόφων και συναγωνιστών.

       Η επιτυχία χαρισματικών προσωπικοτήτων στην ζωή, με αρετές σπάνιες, που μαγεύουν τα πλήθη, προσωπικότητες που εξυψώνονται σε ινδάλματα θρησκευτικού χαρακτήρα, που κατορθώνουν να επιβάλλονται κι έτσι «καβαλούν το καλάμι», αποτελεί φαινόμενο και μέσα στις οργανώσεις ή ομάδες, σαν σχέση επιβολής ατόμων ή στελεχών σε άλλα άτομα ή στελέχη. Σχέση αστική, που καθώς φανερώνεται μέσα στο γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης, τινάζει στον αέρα οργανώσεις και ομάδες, και εξαιτίας της κρίσης και ανημποριάς του κινήματος οδηγεί στην ιδιώτευση, στον ατομικισμό, στην άρνηση της συλλογικής ζωής και δουλειάς, στην άρνηση της οργάνωσης.
       Γυναίκες, που δεν μπορούν να βρουν κοινωνική αναγνώριση και ισότητα στην κοινωνία και που δουλεύουν σε οργανώσεις για την επαναστατική ανατροπή του κοινωνικού συστήματος, που θα λύσει και το δικό τους πρόβλημα, δεν βλέπουν ακόμα και μέσα στις οργανώσεις να αναπτύσσονται οι συνθήκες για τη λύση του προβλήματος αυτού. Συνειδητοποιούν, πως ακόμα και στη ζωή της πολιτικής οργάνωσης ή της ομάδας προορίζονται να παίξουν το ρόλο που τους όρισε η αστική κοινωνία και όλες οι προγενέστερες ταξικές κοινωνίες. Ακόμα και μέσα στην οργάνωση είναι «γυναίκες» με την κοινωνική σημασία του όρου και η σχέση αυτή αναπαράγεται και ενισχύεται, αντί να καταπολεμιέται.  
       Αυτή η αμφισβήτηση, που είναι αντικειμενική και   θεμιτή, οδηγεί, όμως, στην παραχάραξη των στόχων του επαναστατικού κινήματος, καθώς παραμένει να είναι μια περιορισμένη ενασχόληση με τα «γυναικεία» προβλήματα. Παραμένει ένας στείρος φεμινισμός, χωρίς καθολικό πολιτικό αντίκρισμα, όσον αφορά τους επαναστατικούς σκοπούς. Έτσι ο αποσπασματικός τρόπος ενασχόλησης με όλα αυτά τα υπαρκτά κοινωνικά ζητήματα, συντελεί ώστε να ατομικοποιείται η πολιτική. Το ενοποιητικό στοιχείο εξανεμίζεται. Ο διασκορπισμός και κατακερματισμός των προβλημάτων απομονώνει τις δραστηριότητες. Οι πρακτικές αποπροσανατολίζονται. Οι «χώροι» συντεχνιοποιούνται. Ισχύει το «ο καθένας με τα προσωπικά του, με τα ιδιαίτερα του». Καμιά συλλογικότητα, καμιά συγκέντρωση της σκόρπιας δουλειάς και εμπειρίας.

       Η πικρή αποκάλυψη, μετά το σπάσιμο του πρώτου ενθουσιασμού, που κυριαρχούσε όταν η πολιτική κατάσταση ήταν οξυμένη, πώς δεν υπάρχουν κοινά σημεία μεταξύ πολιτικών συνεργατών και συντρόφων, όσον αφορά το «στυλ ζωής» και τον τρόπο που ο καθένας αντιμετωπίζει τα προσωπικά του προβλήματα, σαν προβλήματα με γενικότερο κοινωνικό περιεχόμενο, φέρνει την αποστροφή στην πολιτική γενικά. Δεν μπορούν πια να πετύχουν ενότητες μόνο στο «σοσιαλισμό», στην «δικτατορία του προλεταριάτου», στο «Κυπριακό», ενότητες που δεν απόδωσαν αποτελέσματα. Ο απογοητευμένος αγωνιστής ζητά κατανόηση στα προβλήματα του και ψάχνει φίλους και παρέα, που είναι σε θέση να τον κατανοήσουν, που θα συζητήσει μαζί τους τα καθημερινά του συναισθηματικά, ψυχολογικά προβλήματα. Να τον καταλάβουν, να τον νοιώσουν, κι ας μην συμφωνεί για το Κυπριακό. Ψάχνει συντροφιά, όπου θα νοιώθει άνετα, κι όχι πολιτικούς συνεργάτες, με τους οποίους θα νοιώθει  μοναξιά.
       Η ανάγκη οργάνωσης της ζωής, τώρα που οι γενικές συνελεύσεις, οι πολιτικές εκδηλώσεις, η πολιτική καθηκοντολογία, η ζωή της οργάνωσης, η μελέτη ιδεολογικο-πολιτικών κειμένων έπαψαν να γεμίζουν αποκλειστικά την καθημερινή ζωή, γίνεται πρώτη ανάγκη.    
        Επανεξετάζονται σχέσεις, είτε πρόκειται για τις φιλικές σχέσεις, είτε πρόκειται για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, μέσα από μια κριτική θεώρηση της βάσης πάνω στις οποίες αυτές κτίστηκαν και της διαδικασίας που οδήγησε σε αυτές. Παλιές σχέσεις δεν «γεμίζουν» πια. Νέες αναζητούνται  επειγόντως. Το ερώτημα που βασανίζει είναι: «ποια είναι τα κριτήρια, η βάση, που μπορεί να κινηθεί κανείς;»     
       Η κουλτούρα που προσφέρεται λειτουργεί πολλές φορές σαν κάτι το ξένο προς τον χώρο αυτό, ο οποίος δεν μπορεί να έχει καταξιωμένους εκπροσώπους στο πεδίο της τέχνης. Σπάνιο πράγμα να τον εκφράσει κάποιο θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο. Μια έντονη στροφή προς τη λογοτεχνία διαδέχεται την στείρα ανάγνωση βιβλίων βαριού πολιτικού περιεχομένου, ενώ στη μουσική η εξέλιξη σταμάτησε στην προηγούμενη δεκαετία και αφομοιώθηκε στο κοινωνικό σύστημα. Το παλιό ρεμπέτικο και το ροκ, σε ορισμένους  κύκλους εξακολουθούν να συγκινούν, σαν έκφραση ανθρώπων του παρελθόντος, που σπρώχτηκαν κι αυτοί στο περιθώριο της κοινωνίας, και για διαφορετικές αλλά και για κοινές αιτίες.
       Η έλλειψη έμπρακτης ιεράρχησης στόχων στην ζωή φέρνει στην επιφάνεια τα προβλήματα των σπουδών, του επαγγέλματος, της οικογένειας και φυσικά άλλο τόσο κάνει δύσκολη την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, στα οποία ο καθένας βλέπει τον κίνδυνο της ανάλωσης του, όταν η αντιμετώπιση αυτή αποκόβεται από κάποιες γενικότερες κοινωνικές διεργασίες.
       Η πολιτική δραστηριότητα παραμένει σαν κάτι το αναγκαίο και γενικά σωστό για τον καθένα, όμως έχει χάσει τη θέση του στην ιεράρχηση, μιας και αντικειμενικά άλλα ενδιαφέροντα προωθούνται προς τα πάνω. Η ανάγκη της ενεργούς συμμετοχής σε διάφορα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα δεν χάνεται, όμως δεν υπάρχει τάση για δέσμευση. Μια κατάσταση «με το ένα πόδι μέσα, και το άλλο έξω» από τις διαδικασίες του κινήματος. Η συμμετοχή αυτή λειτουργεί συγχρόνως και σαν ένα μεγάλο άλλοθι: ότι υπάρχουμε και δεν έχουμε πάει σπίτι μας.

       Έτσι η πολιτική δραστηριότητα μεταξύ «Εξαρχείων και Νομικής» παίρνει τις διαστάσεις πολιτικού καφενείου, που πότε παίρνει σοβαρή όψη, όταν υπάρχει κάποιο τσίμπημα από γεγονότα, και άλλοτε τη φαιδρή του όψη με την πλάκα, το βρισίδι, και χίλια δυο άλλα. Παράλληλα παρατηρείται και τάση προς κύκλους που δεν είναι τόσο άμεσα «πολιτικοί», όσο αυτοί των αμφιθεάτρων και των γραφείων ομάδων και οργανώσεων, και που δεν βάζουν τόσο οξυμένα το ζήτημα της συνεπούς, δεσμευτικής συμμετοχής και σύγκρουσης, όπως οι πολιτιστικοί κύκλοι, γυναικείες ομάδες και διάφορες άλλες κινήσεις, που όμως σαφώς έχουν σαν περιεχόμενο τους προβλήματα, για τα οποία τόσο έντονα ο καθένας νοιάζεται · προβλήματα γενικότερα, που είτε στην καθημερινή ζωή είτε ακόμη και στην ζωή της οργάνωσης ή ομάδας δεν φάνηκε να διαμορφώνονται οι συνθήκες για την λύση τους.
       Η κρίση του εξωπαραδοσιακού χώρου γενικεύεται λοιπόν ακολουθώντας κατά γράμμα την κρίση του καπιταλισμού και των αξιών του. Και είναι μια κρίση, που πέρα από κάποιο περιεχόμενο κριτικής σ’ αυτές τις αξίες, αναπαράγεται όσο καιρό τίποτα δεν καταξιώνεται σαν κάτι το εναλλακτικό.
       Η κρίση αυτή περνά στο μεδούλι του καθένα και εισχωρεί βαθειά μέσα στην προσωπική ζωή του. Γίνεται καθοριστική όχι μόνο για την λειτουργία καθενός σαν άτομο αλλά και στην πολιτική έκφραση αυτού του χώρου. Έτσι όλα αυτά συνιστούν μια γενικότερη κρίση, ένα κλαψούρισμα, ένα μοιρολόγι που σιγοτρώει κάθε αγωνιστικότητα, που παθητικοποιεί, απογοητεύει και διασπείρει την ηττοπάθεια. Ο εξωπαραδοσιακός χώρος, σαν ο πιο χαρακτηριστικός χώρος όλης αυτής της αμφισβήτησης, έστω και κατακερματισμένος και ανήμπορος, περνά στο περιθώριο της κοινωνίας, παραμένοντας όμως μέσα σε αυτήν εγκλωβισμένος. Καταντά κι αυτός το απαραίτητο για την κοινωνία του μονοπωλιακού καπιταλισμού περιθώριο της, στην εποχή της εντονότερης κρίσης του.
       
       Στις πλατειές εργαζόμενες μάζες, η αμφισβήτηση δεν εκφράζεται ανοικτά και με συνέπεια στην καθημερινή τους ζωή. Ο φόβος για την περιθωριοποίηση και επομένως ο φόβος για την διάψευση των ψευδαισθήσεων τους είναι μεγάλος. Σπάνια τολμά κανείς να καταγγείλει τον γάμο, βλέποντας πόσο ψεύτικη σχέση είναι, όμως εκφράζει κρυφά την αμφισβήτηση του, δημιουργώντας άλλες σχέσεις μακριά από τα αυστηρά και αμείλικτα μάτια της κοινωνίας. Ανθρώπινες σχέσεις (οικογενειακές, φιλικές, σεξουαλικές) τυποποιούνται σε ορισμένα πρότυπα, από τα  οποία υπάρχει φόβος για παρέκκλιση, που, όμως, δημιουργούν στον καθένα εκρηκτικές καταστάσεις και τρομακτικές εκτονωτικές ενέργειες (έδειρε τη γυναίκα του, κακοποίησαν τα παιδιά τους, ξυλοφόρτωσε τον φίλο του για ασήμαντη αφορμή). Χαρακτηριστικό ότι οι σχέσεις πουλιούνται για ένα στιγμιαίο προσωπικό συμφέρον.
       Η χριστιανική αστική ηθική έμεινε και αυτή ένας τύπος ακόμη και στους θρήσκους (από τη μια σταυροκόπημα και από την άλλη κατεβαίνουν χριστοπαναγίες). Και όλες αυτές οι κατηγορίες της ηθικής: «τίμιος», «φιλαλήθης», «δίκαιος» παίρνουν την ερμηνεία που συμφέρει στον καθένα στη συγκεκριμένη στιγμή.
       Όμως και το σύστημα έχει πολλές φορές την διορατικότητα να προβλέπει και να διαπιστώνει τις κρίσεις των αξιών που το απαρτίζουν, από τις λαϊκές μάζες. Έτσι «προσφέρει» και αυτό την «απελευθέρωση» σε αυτές, μόνο βέβαια με την μορφή ενός καταναλωτικού αγαθού (κλασσική περίπτωση η σεξουαλική απελευθέρωση, που ονειρεύονται οι φιλελεύθεροι αστοί, που καταλήγει στην «τσόντα» και το πορνό). 
       Απ ‘ όλα αυτά λοιπόν είναι φανερό πόσο πλατύ είναι το φάσμα της αμφισβήτησης από τον υπόκοσμο, το μηχανόβιο, το ναρκομανή, τον περιθωριοποιημένο εξωκοινοβουλευτικό αριστερό μέχρι τους οικογενειακούς τραγέλαφους στις γειτονιές. Παράλληλα διαφαίνεται η κοινή βάση που υπάρχει από την περιθωριοποιημένη ως την ενσωματωμένη αμφισβήτηση. Οι χώροι επομένως κάτω από αυτή την οπτική γωνιά δεν έχουν στεγανά, όσο και αν διαφέρουν οι εκφράσεις τους. 
       Ποια είναι, όμως, η δυναμική αυτής της αμφισβήτησης; Η εξάρτηση του δυνατοτήτων του εκσυγχρονισμού από το παζάρι στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και την παγκόσμια συγκυρία και το μικρό ειδικό βάρος της ελληνικής αστικής τάξης, καθιστά την ελληνική κοινωνία ανήμπορη να διαθέτει την σταθερότητα άλλων μητροπολιτικών χωρών. Οικονομικά, πολιτικά γεγονότα επηρεάζουν την κατάσταση ισορροπίας της ελληνικής κοινωνίας, οξύνουν ή αμβλύνουν αντιθέσεις και δημιουργούν κοινωνικές ανακατατάξεις. Βέβαια, στην σημερινή φάση, η μη καθοριστική παρέμβαση του λαϊκού κινήματος  κάνει τις πιο πάνω διαδικασίες ανεξέλεγκτες από αυτό. Στους χώρους, όμως, της αμφισβήτησης μπορούν και συμβαίνουν διαφοροποιήσεις.
       Η δυνατότητα που είχε ο αμφισβητίας νεολαίος κάποια στιγμή να εξασφαλίζει τα προς το ζην με  μερικά μεροκάματα τον μήνα, μπορεί ξαφνικά να χαθεί. Έτσι η επιβίωση θα του γίνει το υπ. αριθ. 1  πρόβλημα του. Τι ανακατατάξεις μπορεί αυτό να προκαλέσει στον κόσμο των αξιών του; Θα πέσει στην δουλειά και η αμφισβήτηση θα αλλάξει τρόπο έκφρασης ή θα ατονήσει, θα γυρίσει πάλι στον καλά αποκατεστημένο μπαμπά του και θα ξεχάσει τους λόγους που τον απομάκρυναν από αυτόν; 
       Οι σπουδές εντατικοποιούνται. Πως θα αλλάξει αυτό την καθημερινή ζωή του αμφισβητία φοιτητή, όταν θα μπει στο δίλημμα «ζωή καθορισμένη από τις σπουδές ή ελεύθερη ζωή με καταλήψεις και πορείες;»
       Τι σημαίνει για τις εργαζόμενες μάζες το σταμάτημα της δυνατότητας, μέσα από διάφορα επαγγέλματα, να πετύχουν κάποια κοινωνική άνοδο (π.χ. όταν ο οικοδόμος χάνει την προοπτική κάποτε να γίνει εργολάβος); Τι σημαίνει για μια σειρά τουριστικών περιοχών η κάμψη του τουρισμού; Πως διαψεύδονται εκεί ορισμένες ελπίδες και ποιες άλλες γεννιούνται; Ποιες αξίες πεθαίνουν; 
       Ποιες αμφισβητήσεις γεννιούνται στον μετανάστη που γυρνά και διαπιστώνει ότι δεν γύρισε και πολύ πιο αποκαταστημένος  απ’ ό,τι έφυγε; 
       Τι σημαίνουν η ένταξη στην ΕΟΚ και η επανένταξη στο ΝΑΤΟ ή η πιθανή εκλογική πτώση της δεξιάς για όλη την εξέλιξη των ρευμάτων της αμφισβήτησης σε όλα τα λαϊκά στρώματα; 
       Απάντηση, εδώ, δεν θα δοθεί. Όμως, σαν συμπέρασμα θα διατυπωθεί ότι τόσο η μορφή όσο και το πλάτος και βάθος της αμφισβήτησης, δεν εξελίσσονται γραμμικά (οι δυο αμφισβητίες να γίνουν τέσσερεις και να βαθαίνουν συγχρόνως την αμφισβήτηση τους και ούτω καθ’ εξής), αλλά ότι αυτά είναι συνάρτηση της συγκυρίας των διαδικασιών του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. 
       Αυτό γίνεται ακόμα πιο σημαντικό, όταν θυμηθούμε, πως ο ελληνικός καπιταλισμός έχει μικρή αφομοιωτική ικανότητα σε σχέση με αυτό που μπορεί να συμβεί σε άλλες μητροπόλεις. Αυτό σημαίνει ότι οι προσπάθειες των λαϊκών μαζών για «ευημερία και κοινωνική προκοπή» (κύριο περιεχόμενο των προσπαθειών της παλιάς αγωνιστικής γενιάς μεταπολεμικά) θα συνεχίσουν να έχουν έδαφος. Έτσι και ένα ρεφορμιστικό αίτημα μπορεί να βάλει φουρνέλο στις δομές του ελληνικού καπιταλισμού (π.χ. ένα αίτημα για αυξήσεις μισθών), όταν μπορέσει και ενταχθεί στα πλαίσια της αμφισβήτησης των κοινωνικών αξιών και σχέσεων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
       Στην ελληνική κοινωνία λοιπόν υπάρχει η βάση πάνω στην οποία μπορεί να κτισθεί μια διαλεκτική ενότητα μεταξύ της πάλης που αμφισβητεί όλο το σύστημα αναφοράς των καπιταλιστικών αξιών και σχέσεων, και της πάλης που, επιδιώκοντας μεταρρυθμίσεις, βελτιώνει τη θέση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, σε σχέση με την σοσιαλιστική προοπτική.
       Δεν νοείται λοιπόν λαϊκό κίνημα σήμερα, που πέρα από πολιτικούς ή διεκδικητικούς αγώνες, δεν παίρνει και ένα βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο, που να ανοίγει νέες προοπτικές για την ανθρώπινη ζωή, βάζοντας την βάση πάνω στην οποία θα κτιστούν οι νέες αξίες της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ο νέος τύπος εργασίας, το νέο περιεχόμενο των ανθρώπινων σχέσεων, οικογένειας, κουλτούρας, ο νέος τρόπος οργάνωσης της ζωής.
       Σήμερα οι κύριες πολιτικές οργανώσεις – εκπρόσωποι της παραδοσιακής αριστεράς είναι συνεχιστές της γραμμής πάνω στην οποία κινήθηκε η παλιά αγωνιστική γενιά.
       Ο Κνίτης, ο πιο συνεπώς συνεχιστής της γραμμής αυτής, που εγκλωβισμένος σε μια λογική που δεν βλέπει την ωρίμανση και σήψη των παραγωγικών σχέσεων του συστήματος και που, παράλληλα μπλοκαρισμένος σε μια κοινοβουλευτική αντίληψη, τρέχει πίσω από την καθυστέρηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα για να τις ωθήσει προς τα εμπρός, δεν φορά το περιβραχιόνιο της περιφρούρησης για τους φασίστες αλλά για τους «αριστεριστές» και «αναρχικούς». Κάτω από αυτούς τους δύο όρους καταλαβαίνει τους «χασικλήδες», τους «αλήτες», τους «διεφθαρμένους», «ανήθικους», τους «καταστροφείς», τους «πρόξενους ανωμαλίας», τους «παρασυρμένους» ίσως από τα μητροπολιτικά κινήματα των χίππυς φρήκς, ρόκερς κλπ. Έχει μάθει μέσα από τον διαφωτιστικό μηχανισμό του κόμματος του, για χάρη της «κοινωνικής ευημερίας και προκοπής» (= ώθηση από πίσω των παραγωγικών δυνάμεων), πως ο αγωνιστής πρέπει να φορά το φωτοστέφανο της «ηθικής» (ποιάς ηθικής άραγε;), να είναι «καλός» μαθητής και φοιτητής, «καλός» γιός ή κόρη, εργατικός και καλός σύζυγος, να αγαπά την επιστημο-τεχνική επανάσταση, να μεριμνά για την τάξη και να πολεμά την ανωμαλία. Έτσι δεν μπορεί να καταλάβει πως ο βαθμός σήψης του συστήματος επιτρέπει σήμερα να υπάρχουν άνθρωποι που να μην θέλουν τέτοια προκοπή, εκσυγχρονισμό, πρόοδο, μεταρρύθμιση και νομιμότητα, που θέλει αυτός. 
       Απορεί πως υπάρχουν άνθρωποι που, σε τελική ανάλυση, μέσα από την καθημερινή ζωή και σύγκρουση συνειδητοποίησαν πως προκοπή στον καπιταλισμό σημαίνει άγχος, μηχανοποίηση του ανθρώπου, αλλοτρίωση, μείωση της προσωπικότητας, απομόνωση, άθλια, μονότονη, χωρίς νόημα ζωή για χάρη των αμέτρητων κερδών, που η καπιταλιστική παραγωγή παρέχει στους μεγιστάνες της. Πως εκσυγχρονισμός σημαίνει καταστροφή του περιβάλλοντος, αποβλάκωση του ανθρώπου σ’ ένα μόνο τομέα απασχόλησης, στέρηση της ζωής του. Πως «ήρεμη» οικογενειακή ζωή και «νομοταγής» πολίτης σημαίνει μοναξιά, σκλαβιά, δουλικότητα, αποδοχή της  ηθικής τάξης πραγμάτων, ενός οπίου, με το οποίο η αστική τάξη κοινωνεί τις υποτακτικές μάζες, για να τις κρατεί δέσμιες της και να μπορεί να τις εκμεταλλεύεται.
       Αυτοί λοιπόν είναι οι «αναρχικοί», οι «αλήτες», οι «καταστροφείς», οι «πρόξενοι ανωμαλίας». Αυτός ο μικροαστικός κρετινισμός καταδικάζει αυτή την κνίτικη ιδεολογία σαν μια από τις πιο αντιδραστικές «αριστερές» ιδεολογίες του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα. Οργανωμένη σε μια άψογα δομημένη ιεραρχία μετατρέπεται σε ένα φασισμό νέου τύπου, που τις περισσότερες φορές αντικαθιστά με τον καλύτερο τρόπο το καπιταλιστικό αππαράτ της άρχουσας τάξης, απολαμβάνοντας με χαρά και περηφάνια τα συγχαρητήρια μηνύματα της. 
       Ο λεγόμενος χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς εκφράζει ένα ρεύμα κοινωνικής αμφισβήτησης. Το ρεύμα αυτό έχει αποτύχει ως τώρα να βρει τον πολιτικό εκφραστή και να μετατρέψει την αμφισβήτηση αυτή σε ανατρεπτική επανάσταση. Βρίσκεται κατακερματισμένο και λειτουργεί ή σε ένα ατομικό επίπεδο ή σε υποτυπώδη οργάνωση (ομάδες, αυτόνομοι, κλπ). Υπάρχουν και οι ενδιάμεσες καταστάσεις των οργανώσεων Μ-Λ, όπου φιλοδοξούν να κινηθούν σε αυτόν τον χώρο. Η λαϊκοδημοκρατική τους, όμως, προοπτική, που δεν διαφέρει και πολύ από την παραδοσιακή αντίληψη του ΚΚΕ για την ελληνική κοινωνία, τους εμποδίζει να δουν ουσιαστικά αυτή την αμφισβήτηση. Η έλλειψη του πολιτικού εκφραστή καταδικάζει αυτόν τον χώρο να είναι επίσης αποκομμένος από τις πλατειές λαϊκές μάζες, παρόλο που μια τέτοια αμφισβήτηση θα μπορούσε κάτω από συνθήκες να λειτουργήσει ενοποιητικά, μια, και όπως είδαμε, είναι διάχυτη σε όλα τα λαϊκά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, με την ιδιότυπη του λειτουργία αυτός ο λιγότερο ή περισσότερο περιθωριακός δεν παύει να παραμένει στο περιθώριο του συστήματος. Καμιά δυναμική ενάντια στο σύστημα δεν έχει μπει μέσα στις μέχρι τώρα διαμορφωμένες συνθήκες σε διαδικασία.      Σήμερα, ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα είναι αυτά που βάζουν τον χώρο σε μια πολιτική λειτουργία, ενοποιώντας τον πάνω σε μια κοινή αντιμετώπιση ορισμένων προκλήσεων του κράτους (αστυνομία, ΜΑΤ, συλλήψεις,  δίκες) και απέναντι στην κνίτικη περιφρούρηση. Η πολιτική του αδυναμία είναι τέτοια, που μόνο από τα «κενά» η παραδοσιακή αριστερά, μπορεί να γαντζωθεί και να λειτουργήσει ¨εναλλακτικά» (π.χ. η υπαναχώρηση του ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ από την πορεία στην πρεσβεία – 17 Νοέμβρη 1980 – διαχώρισε τον χώρο από τα κόμματα αυτά). Η αντιπαράθεση μόνο γύρω από έναν τρόπο ζωής δεν αρκεί, όχι μόνο σαν αντιπαράθεση προς την παραδοσιακή αριστερά αλλά ούτε και σαν εγγυητής κάποιων ενοποιητικών προσπαθειών μέσα στον χώρο. Αυτά φάνηκαν ξεκάθαρα στα τελευταία γεγονότα της πορείας της 17ης Νοέμβρη, όπου παρά την ευκαιρία που κυριολεκτικά πρόσφερε η παραδοσιακή αριστερά για αντιπαράθεση προς αυτήν, καμιά προοπτική πολιτικής υπόστασης αυτού του χώρου δεν μπήκε στα σκαριά. Τούτο φάνηκε μέσα από την αδυναμία εκτίμησης της κατάστασης, τόσο πριν όσο και μετά την σύγκρουση, την αδυναμία να τραβήξει τις συνέπειες της πολιτικής του πράξης και την αδυναμία αυτοκριτικής του χώρου.[2]

       Άνθρωποι, που για μια στιγμή βγήκαν έξω από την καθημερινή τους μιζέρια και πύκνωσαν τις γραμμές του μπλοκ που ήθελε να κινηθεί προς την αμερικανική πρεσβεία και που γέμισαν κατόπιν τα αμφιθέατρα θέλοντας νάναι από κοντά στην εξέλιξη των γεγονότων, ξέχασαν προς στιγμή το κλαψούρισμα, το μοιρολόι, την παθητικότητα και την απογοήτευση και ένοιωσαν για λίγο την συγκίνηση του να βρίσκονται στο επίκεντρο μιας διαδικασίας και όχι στο περιθώριο της, όπως τόσον καιρό. Όμως γρήγορα διαπίστωσαν άλλη μια φορά, πως, αν δεν υπάρχουν διαδικασίες με συνέχιση και συνέπεια, ούτε τα εξωτερικά ερεθίσματα θα είναι η διέξοδος του χώρου, ούτε η ενότητα του πάνω σε μερικά σημεία για την αυτοάμυνα του θα είναι εφικτή. 
       Το ετώτημα: «συμβιβασμός μ’ ένα κατεστημένο (έστω και ρεφορμιστικό!!) ή «περιθώριο» είναι λοιπόν ψευδές δίλημμα για τον χώρο της αμφισβήτησης. Οι διαδικασίες για την δημιουργία, καταστάλαγμα και καταξίωση τόσο πολιτικών όσο και κοινωνικών κριτηρίων, αναγκαίων για την συγκρότηση ενός κινήματος επαναστατικού, όχι περιθωριακού αλλά αποφασιστικού μέσα στην κοινωνική εξέλιξη, περιμένουν το ξεκίνημα τους.                                                  


[1] Περισσότερα στο Monthly  Review  Νο 12 / 2005 στο Λ. Ριζάς – Βαγγ. Χωραφάς «30 χρόνια Μηνιαία Επιθεώρηση». http://www.monthly-review.gr/antilogos/greek/periodiko/arxeio/article_fullstory_html?obj_path=docrep/docs/arthra/MR12_30years/gr/html/index

[2] Σημείωση Λ.Ρ: το πιο τρανταχτό παράδειγμα ήταν «εξαφάνιση» του χώρου στην αντιμετώπιση της δολοφονίας δύο νέων αγωνιστών: της Κανελλοπούλου και του Ιάκωβου Κουμή. Την ημέρα της κηδείας του στην Κύπρο, οι φίλοι και συναγωνιστές του είχαμε καλέσει σε συγκέντρωση μπροστά στα Προπύλαια. Η συμμετοχή ήταν απογοητευτική. Καμιά 300 με 400 ριά άτομα!!!

Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr