Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Τρομοκρατία, δικαιωματισμός και η ένοπλη πάλη ως η άλλη όψη της μεταδημοκρατικής συναίνεσης

Στη δημοσιότητα έκανε προ ημερών την εμφάνισή της μια επιστολή, που την υπογράφουν η Επιτροπή για τη Χορήγηση Αδειών στους Πολιτικούς Κρατούμενους, η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Αθήνας και το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, στην οποία διατυπώνονται ερωτήματα σχετικά με την άρνηση να χορηγηθούν άδειες στον Δημήτρη Κουφοντίνα και στον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, παρότι τις δικαιούνται βάσει του νόμου.[i] Κοντά στα άλλα, στην επιστολή επισημαίνεται και πως η πολιτική ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου έχει υποστηρίξει για τον Δημήτρη Κουφοντίνα ότι «η συμπεριφορά του ως κρατουμένου δεν συνάδει στη χορήγηση άδειας, αφού “συνεχίζει με δημοσιεύματα να υποστηρίζει την τρομοκρατία”», πράγμα που ισοδυναμεί με απαίτηση για «δήλωση μετανοίας» ως προϋπόθεση αναγνώρισης βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Και οι συντάκτες της επιστολής αναρωτιούνται:

«Εντάξει, λοιπόν, το κράτος έχει συνέχεια… H Αριστερά, ο αντιεξουσιαστικός χώρος, οι δημοκρατικοί διανοούμενοι έχουν καμιά συνέχεια; Τόσες αριστερές οργανώσεις που υποστηρίζουν όπου γης αγωνιστές που διώκονται για “τρομοκρατία” μπορούν να συνεχίσουν να σιωπούν για αυτή την ακραία παραβίαση στοιχειωδών δικαιωμάτων του Δημήτρη Κουφοντίνα και του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου; Ως πότε η μνημονιακή λαίλαπα θα λειτουργεί ως άλλοθι για την εγκατάλειψη ζητημάτων που (θα έπρεπε να) έχουν οργανική σχέση με τον αξιακό πυρήνα της Αριστεράς; Ο μαχητικός –και πλέον ευαίσθητος απέναντι στους πολιτικούς κρατούμενους– αντιεξουσιαστικός-αναρχικός χώρος γιατί δεν έχει ιεραρχήσει αυτό το κομβικό ζήτημα ελευθερίας και αξιοπρέπειας; Όσοι διανοούμενοι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν περιττά δικαιώματα και αναλώσιμοι άνθρωποι, δεν πρέπει να μιλήσουν τώρα;»
Η επιστολή αυτή –που καταλαμβάνει, θα έλεγε κανείς, σχεδόν την αντίστροφη θέση στη δημοσιότητα προς αυτήν που καθόρισε την πρόσφατη αντίδραση εναντίον της παράστασης Η ισορροπία του Νας– αποτελεί εξαιρετική αφορμή να αποτολμήσουμε ορισμένες παρατηρήσεις, οι οποίες αυτή τη φορά δεν περιγράφουν τόσο την οργάνωση του ακροκεντρώου λόγου –που αποτελεί το βασικό θέμα έρευνάς μας– όσο την οργάνωση του δικαιωματικού λόγου, του λόγου που προσπαθεί να αντιπαρατεθεί στην αντιμετώπιση των «τρομοκρατών» από την πολιτεία και στις κυρίαρχες αντιλήψεις γι’ αυτήν την αντιμετώπιση.

Συναίνεση, ποινικότητα και ανατροπή
Η συλλογιστική της επιστολής είναι γνώριμη: Η δημοκρατική πολιτεία στερεί από τους πολιτικούς κρατούμενους τα δικαιώματά τους, προδίδοντας πως στην πραγματικότητα δεν είναι δημοκρατική. Τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων πρέπει να αποκατασταθούν, όπως επιβάλλεται σ’ ένα κράτος δικαίου, στο οποίο δεν είναι επιτρεπτό να υπάρχουν φρονηματικές διακρίσεις. Η δε Αριστερά, ο αντιεξουσιαστικός χώρος και η διανόησή τους οφείλουν να αντισταθούν σε αυτό το πρόβλημα στέρησης δικαιωμάτων, εξαιτίας των αξιών στις οποίες ομνύουν, όπως είναι η ελευθερία και η αξιοπρέπεια. (Υπονοείται βεβαίως –και όχι άστοχα– πως η αντίσταση αυτή εμβληματοποιείται στην περίπτωση του πολιτικού κρατούμενου/τρομοκράτη επειδή εκεί εμβληματοποιείται και η αποκάλυψη της δημοκρατικής πολιτείας ως αντιδημοκρατικής.)
Η αφετηριακή διαπίστωση εδώ αγγίζει πράγματι την καρδιά του ζητήματος: είναι προφανές πως ο αντάρτης πόλης σηματοδοτεί ένα ρήγμα στην καταστατική παραδοχή πως η δημοκρατική πολιτεία περιλαμβάνει ήδη πάντοτε εντός της την «αμφισβήτηση» και πως έχει τη διαρκή δυνατότητα να την εκτονώνει –«ειρηνικά»– στο πλαίσιο θεσμών της αντιπροσώπευσης και, αν χρειαστεί, του κράτους δικαίου. Ο αντάρτης πόλης εμφανίζεται ως η φυσιογνωμία στην οποία συμβολίζεται ό,τι διαφεύγει από τη συναίνεση της δημοκρατικής πολιτείας, ενώ ταυτόχρονα η δημοκρατική πολιτεία εμφανίζεται ως η συναίνεση που τίποτε δεν της διαφεύγει. Mε τα λόγια του Καρλ Σμιτ, «ο σύγχρονος αντάρτης δεν προσδοκά από τον εχθρό ούτε δικαιοσύνη, ούτε και έλεος. Έχει εγκαταλείψει την παραδοσιακή μορφή εχθρότητας του ελεγχόμενου και περιφρουρημένου πολέμου και έχει μεταβεί στη σφαίρα μιάς άλλης, της αληθινής εχθρότητας, η οποία μέσω της τρομοκρατίας και της αντιτρομοκρατίας, κορυφώνεται στην εξόντωση».[ii] Ενώ η δημοκρατική πολιτεία εμφανίζεται ως ο μετριασμός του ανταγωνισμού, ο αντάρτης επερωτά αυτήν την επιτευχθείσα συναίνεση ολοκληρωτικά, ήγουν επιχειρώντας να την εξοντώσει και βιολογικά.
Γι’ αυτό και, απέναντι στην προβληματοποίηση που συνιστά το αντάρτικο πόλης, η δημοκρατική πολιτεία διατείνεται πως το απορριπτέο και τελικά το κολάσιμο είναι η «πράξη βίας» και όχι η αμφισβήτηση της συναίνεσης ως πολιτικό φρόνημα. Είναι, ωστόσο, πασίδηλο πως η δημοκρατική πολιτεία νομοθετεί ως κολάσιμες τις «πράξεις βίας» μέσω της ερμηνείας τους ως πολιτικών απειλών, γεγονός που προκύπτει τόσο από τις ίδιες τις «ειδικές νομοθεσίες» όσο και από τις «έκτακτες εξουσίες» που αναγνωρίζονται στις διοικητικές/διωκτικές αρχές αλλά και από την εξαιρετική διαχείριση της δικαστικής εξουσίας. Απολύτως ταυτόχρονα, αρνείται την πολιτική υπόσταση των πράξεων αυτών και, σε μια εξόχως πολιτική κίνηση, τις βαφτίζει «κοινό ποινικό έγκλημα», το οποίο όμως έχει προσλάβει μέσω της πολιτικής του ερμηνείας, αυτής ακριβώς που αποκρύβεται, μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι την «τρομοκρατία», στο σημερινό δίκαιο της δημοκρατικής πολιτείας, την χαρακτηρίζει μια «εξαιρετική ποινικότητα», μια υπερ-ποινικότητα, στην οποία κατοικεί ο πολιτικός χαρακτήρας της αντιμετώπισής της. Στον βαθμό αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο πολιτικός χαρακτήρας ενός εγκλήματος φαίνεται ακριβώς από το σφιχτό πλέγμα ενός λόγου ποινικότητας που το περιβάλλει. Όσο πιο πολύ μιλάει κανείς για ποινικότητα τόσο πιο πολύ το έγκλημα είναι πολιτικό.

Το προφανές ερώτημα είναι πώς, αν ισχύουν τα παραπάνω, περιμένει κανείς ότι η πολιτεία θα αναγνωρίσει στον «τρομοκράτη» τα δικαιώματά του ως οφείλει; Και τι ακριβώς σημαίνει σε μια τέτοια περίπτωση το «οφείλει»; Ο μόνος τρόπος να αιτιολογηθεί μια τέτοια απαίτηση είναι το κλασικό σχήμα που λέει πως όσο κι αν η δράση ενός καταδικασθέντος στόχευσε να ανατρέψει το πολίτευμα, το πολίτευμα προβλέπει την τήρηση των ίδιων κανόνων για όλους. Το οποίο σχήμα τροποποιείται συχνά ως εξής: Δεν πιστεύουμε στο κράτος δικαίου αλλά χρησιμοποιούμε τις αντινομίες του συστήματος εναντίον του: η απαίτηση να ανταποκριθεί το κράτος στις υποχρεώσεις που το ίδιο αναγνωρίζει είναι μια μορφή πάλης εναντίον του.
Το πρόβλημα με αυτό το σχήμα είναι το ακόλουθο: Πρώτον, ασφαλώς αποτελεί μια μορφή πάλης η απαίτηση να ανταποκριθεί το κράτος στις υποχρεώσεις του και η εκμετάλλευση των όποιων αντινομιών για να υποχρεωθεί να το κάνει. Μια μορφή πάλης – αλλά τι είδους; Στην πραγματικότητα δεν την χωρίζουν πάρα πολλά από έναν λίμπεραλ (αριστεροφιλελεύθερο) δικαιωματισμό. Κι αυτό διότι όσο κι αν η αφετηριακή διαπίστωση διαφέρει, απαραίτητη προϋπόθεση για να απαιτήσεις από το κράτος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του είναι να αναπτύξεις και ένα επιχείρημα ότι μπορεί να το κάνει. Ένα επιχείρημα που προσλαμβάνει τη δημόσια λειτουργία να αποκρύβει την πολιτική υπόσταση των πράξεων βάσει των οποίων συμβαίνει η αποστέρηση των δικαιωμάτων, να επικυρώνει τη βασική αφήγηση της δημοκρατικής πολιτείας ως συναίνεσης δίχως διαφυγή, μ΄άλλα λόγια να αφήνει τη διαχείριση των αντινομιών ολοκληρωτικά στα χέρια της πολιτείας και των αρχών της. Κι έτσι δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ακόμη και στους κόλπους των μαχητικότερων δικαιωματικών αγωνιστών, σπάνια ακούγεται ηχηρά η απαίτηση μιας πολιτικής λύσης που να οδηγεί στην αποφυλάκιση των εγκλείστων για «τρομοκρατία». Οι αγωνιστές αυτοί αποτελούν έτσι, τρόπον τινά, την ένοχη συνείδηση μιας φιλελεύθερης κοινωνίας. Την συνείδηση που την προτρέπει να βρει τον πραγματικό εαυτό της, αυτόν που η πράξη του τρομοκρατή δεν επερωτά απλώς, αλλά αρνείται διαρρήδην.

Αριστερά, δικαιώματα και ένοπλη πάλη
Στον τρόπο με τον οποίο συζητούνται τα δικαιώματα των «τρομοκρατών», η Αριστερά εμφανίζεται ως αυτή που «αξιακά» θα έπρεπε να πρωτοστατεί –και συχνά πράγματι πρωτοστατεί– στη διεκδίκησή τους. Έχει ενδιαφέρον, όμως, να αναλογιστεί κανείς ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του «αξιακού» χαρακτήρα. Η προφανής απάντηση είναι: η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η ισονομία, η δικαιοσύνη κτλ. Πρόκειται εδώ για την γνώριμή μας «ηθική» Αριστερά, η οποία πράττει διότι δεν ανέχεται να αδικούνται οι άνθρωποι.
Αν κανένας αντιληφθεί, βέβαια, την Αριστερά ως τον ευρύ και πολυποίκιλο εκείνον ιστορικό χώρο που είναι, τότε δεν μπορεί παρά να φτάσει στην εξής διαπίστωση: η ένοπλη πάλη για την οποία μιλούμε είναι ιστορικά και οργανικά αριστερή. Το γεγονός ότι άλλα τμήματα της Αριστεράς απέρριψαν την «ατομική τρομοκρατία» καθιστά αυτού του είδους την ένοπλη πάλη ενδεχομένως μειοψηφική ή αποτυχημένη – αλλά όχι προσχηματικά αριστερή. Η «πρωτοπορία» του «ενόπλου λαού» είναι μια σύλληψη που προδίδει κάτι που σήμερα αποκρύβεται ολοένα περισσότερο: η Αριστερά δεν απορρίπτει την ανατροπή του υφιστάμενου συστήματος με βίαια μέσα. Μπορεί να προβληματίζεται ως προς το συγκεκριμένο είδος των μέσων αυτών, τις προϋποθέσεις, την νομιμοποίησή τους κτλ, αλλά δεν απορρίπτει καταρχήν την βίαιη σύγκρουση. Όπως διαυγώς παρατηρεί ο Γιοχάνες Ανιόλι στο δοκίμιό του για τον Μετασχηματισμό της δημοκρατίας, «όσο σημαντικό κι αν είναι ότι κανένας σκοπός δεν αγιάζει οποιαδήποτε μέσα· όσο κι αν είναι προφανές ότι “ένας ιερός σκοπός που χρειάζεται ανίερα μέσα είναι ένας ανίερος σκοπός” (Μαρξ), θα πρέπει κανείς προφυλαχθεί εξίσου από μια αφηρημένη μετατόπιση από την αξιολογική κρίση του σκοπού σε εκείνη των μέσων. Μια τέτοια μετατόπιση μπορεί να κρύβει μια πολύμορφη ανίερη σκοπιμότητα. Η αντίληψη ότι η η καταπίεση με “ειρηνικά” μέσα είναι πιο ανθρώπινη απ’ ότι η χειραφέτηση με βίαια μέσα προέρχεται, βεβαίως, από μια παραδοσιακή συνειδησιακή σύγχυση».[iii]
Το αντάρτικο πόλης είναι μια συγκεκριμένη μορφή αυτής της προσπάθειας για χειραφέτηση η οποία συνδέεται αξιακά –οποία ειρωνία!– με την Αριστερά. Σήμερα, μετά από σχεδόν έναν αιώνα μαζικής δημοκρατίας κατά τον οποίο για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία έγινε κοινή πεποίθηση η εκχώρηση του νόμιμου δικαιώματος άσκησης βίας στο κράτος, ξεχνούμε πως η Αριστερά όταν διεκδικούσε, διεκδικούσε με τον ορίζοντα της βίας στο προσκήνιο. Ο ενάντιος στην ατομική τρομοκρατία Λένιν γεμάτος χαρά θα αντικρύσει τα ένοπλα πλήθη της Ρωσικής Επανάστασης του 1905 και θα παρατηρήσει: «Ευτυχώς πέρασε ο καιρός που, επειδή δεν υπήρχε επαναστατημένος λαός, την επανάσταση την “έκαναν” μεμονωμένοι επαναστάτες τρομοκράτες. Η βόμβα έπαψε να είναι όπλο του μεμονωμένου-“βομβιστή”. Γίνεται απαραίτητο στοιχείο του εξοπλισμού του λαού».[iv]
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τη δυνατότητα του προλεταριάτου σήμερα να είναι παρόμοια οπλισμένο, για τις δυσκολίες και, πιθανότητα, για την αντικειμενική δυνατότητα μιας τετοιας σύγκρουσης. Το γεγονός όμως πως η απάρνηση της βίας ηγεμονεύει τον αριστερό λόγο δεν καθιστά την βία αδιανόητη, αλλά αντίθετα καλεί σε αναστοχασμό για τον τρόπο που αυτή η απάρνηση έχει φυσικοποιηθεί.
Οφείλει λοιπόν κανείς να προβληματιστεί ως προς το ποια είναι η λειτουργία της αναγόρευσης της Αριστεράς σε πρωταγωνιστή της δικαιωματικής υπεράσπισης των ανταρτών πόλης. Σίγουρα, το γεγονός αντανακλά μια λογική του επείγοντος: ακριβώς στη λογική της μορφής πάλης που απαιτεί από το κράτος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, η πολιτική δύναμη που αναλαμβάνει την ευθύνη της απαίτησης είναι εκείνη ακριβώς η ηθική δύναμη που δεν ανέχεται να αδικείται κανένας και συνεπώς (η άρρητη συνεπαγωγή είναι) δεν θα περιμένει να αλλάξουν οι συσχετισμοί, το σύστημα, ο κόσμος, αλλά θα απαιτήσει την βελτίωση –έστω και οριακά– της κατάστασης τώρα. Είναι, όμως, ακριβώς αυτή η λογική του επείγοντος που συνδέεται με την αποδοχή του πρωτείου της «ορθολογικής διακυβέρνησης» – και αυτός είναι ο πιο καίριος τρόπος να διαβαστεί μια δήλωση σαν αυτή του Νίκου Παρασκευόπουλου πως «στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι». Την αποδοχή, δηλαδή, της ιδέας ότι η διαχείριση του κρατικού μηχανισμού από την εκτελεστική εξουσία είναι μια διαδικασία που αποκόπτεται από την κοινωνική εκτύλιξη των ανταγωνισμών και της πάλης των διαφορετικών στρωμάτων και τάξεων. Είναι φανερό πως η ανάγκη οικοδόμησης μιας «ορθολογικά κυβερνώσας» Αριστεράς νομοτελειακά συναρτάται με την απόρριψη της προβληματοποίησης της βίας ανάμεσα στην εξεγερσιακή/επαναστατική, την πολιτική/ατομική και την ποινική, και την θεμελιώδη πλέον άρνηση του χειραφετητικού στοιχείου της βίας, της παραγωγικότητάς της. Κι αυτό καταλήγει να γίνεται ένα ζήτημα βαθιά ταυτοτικό: αν η βία δεν αποτελέσει αντικείμενο απάρνησης, τότε εγώ, που πλέον κυβερνώ και διαχειρίζομαι, τι Αριστερός θα είμαι; Αν δεν δεχθώ από την θέση του ισχυρού το κρατικό μονοπώλιο της βίας, διαχωρίζοντας ταυτόχρονα τη θέση μου από αυτό, στον βαθμό που υποστηρίζω πως δεν τον ελέγχω πλήρως, θα πρέπει να βρεθώ στην δύσκολη θέση να αποδεχθώ πως χρησιμοποιώ, λόγου χάρη, βία κατά των διαδηλώσεων.
Όταν λοιπόν ζητούμε από την Αριστερά να πρωτοστατεί στη διεκδίκηση δικαιωμάτων για τους πολιτικούς κρατούμενους, ίσως δεν πρέπει να βλέπουμε την άρνησή της να αναγνωρίσει την ύπαρξή τους ως μια διαφωνία μαζί μας αλλά ως μια συμφωνία – κι έτσι ίσως να αντιληφθούμε και τους εαυτούς μας ως συμμέτοχους στη διαδικασία μετάλλαξης του «αξιακού πυρήνα» της Αριστεράς από ένα περιεχόμενο που αναγνωρίζει πλευρές σε μια σύγκρουση σε ένα που διεκδικεί δικαιώματα για όλους.

Αντάρτικο πόλης και μεταδημοκρατία
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ιδέα μιας αναγνώρισης των δικαιωμάτων των «τρομοκρατών» δεν εντάσσεται στη συγκεκριμένη ιστορική και πολιτική συγκυρία μόνο ως στοιχείο ενός δικαιωματισμού που εμφανίζει μια περίπλοκη σχέση με την προσχώρηση της Αριστεράς στην «ορθολογική διακυβέρνηση»· ταυτόχρονα, παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια ότι στον λόγο των ίδιων των οργανώσεων της ένοπλης πάλης, η διεκδίκηση είτε της πρωτοπορίας του ένοπλου λαού είτε της αυτοτελούς επίθεσης στο κράτος, εκβάλλουν τελικά ολοένα λιγότερο είτε σε μια επαναστατική είτε σε μια ολοκληρωμένα αντικρατική ή και αντικοινωνική πάλη, αλλά πολύ περισσότερο σε μια καταγγελία του ελλείμματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως προς την εκπλήρωση των ίδιων των υποσχέσεών της: δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαίου, δίκαιη δίκη, ανθρωπιστικές συνθήκες κράτησης. Σε αυτή την καταγγελία πρωταγωνιστούν οι νεότεροι, όπως η Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», καθώς και αναρχικοί κρατούμενοι που δεν ανήκουν σε οργάνωση αλλά έχουν καταδικαστεί για άλλες πράξεις, όπως οι «ληστές του Βελβεντού», αλλά συνεπικουρούνται από μέλη της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» και του Επαναστατικού Αγώνα, με τη συμμετοχή τους, λόγου χάρη, σε απεργίες πείνας. Τα αιτήματα τέτοιων ενεργειών –καθώς και των αλληλέγγυων κινητοποιήσεων κυρίως του αντιεξουσιαστικού χώρου– πόρρω απέχουν από τον λόγο είτε της πρωτοπορίας του «ενόπλου λαού»[v] είτε των «ανταρτών της απόλαυσης»[vi] και εντάσσονται ακριβώς στην επίκληση του ελλείμματος που χωρίζει την βιωμένη φιλελεύθερη δημοκρατία από την ιδεώδη: ανάκληση της άδικης, μη αιτιολογημένης στέρησης εκπαιδευτικής άδειας, αποφυλάκιση για λόγους αναπηρίας, αλλαγή επιβαρρυντικών διατάξεων συγκεκριμένης («αντιδημοκρατικής») νομοθεσίας, διόρθωση του τρόπου λήψης και χρήσης γενετικού υλικού, κατάργηση συγκεκριμένου τύπου σωφρονιστικών καταστημάτων, απελευθέρωση συγγενών κρατουμένων – αιτήματα, δηλαδή, στα οποία αποκρυσταλλώνεται η υστέρηση του κράτους δικαίου σε σύγκριση με την καθαρή, αγνή, ιδανική αντίληψή του.
Το αντεπιχείρημα είναι και πάλι –διατυπωμένο συνήθως στο αναρχικό ιδιόλεκτο– πως πρόκειται όχι για αναγνώριση των νόμων και του κράτους δικαίου αλλά για έναν τακτικό πόλεμο που εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του αντιπάλου. Ωστόσο, εδώ ακριβώς είναι που ο ισχυρισμός αυτός μοιάζει αρκετά τόσο με το «επείγον» της υπεράσπισης του δικαιωματισμού όσο και με την επίκληση της «τακτικής» στο πλαίσιο των υποχωρήσεων της «ορθολογικά κυβερνώσας» Αριστεράς, γεγονός που μας υποχρεώνει να διαγνώσουμε σε όλους τους συμμετόχους μια ομοειδή ένταξη στις ιστορικοπολιτικές συνθήκες. Κι έτσι, να δούμε το αντάρτικο πόλης τα τελευταία χρόνια ως τη σκιά της μεταδημοκρατικής μετάλλαξης: απέναντι στη συνθήκη όπου η διατήρηση της τελετουργίας του δημοκρατικού λαϊκού ελέγχου συγκαλύπτει ότι η διακυβέρνηση κατοικεί ολοένα περισσότερο στους υπερκρατικούς κι εξωδημοκρατικούς θεσμούς, κλείνοντας το πολιτικό ως προς τη λαϊκή κυριαρχία, προβάλλει μια άλλη συνθήκη όπου η διεκδίκηση της τελετουργίας της αυτοτελούς πολιτικής βίας συγκαλύπτει τη φαντασίωση μιας ιδεώδους φιλελεύθερης δημοκρατίας, κλείνοντας το πολιτικό ως προς τη χειραφετητική βία. Ο αντάρτης πόλης της Ελλάδας της κρίσης εμφανίζεται, συνεπώς, τόσο βουτηγμένος στη μεταπολιτική όσο είναι και οι ακραιοκεντρώοι πολέμιοί του – όχι ένας σκοτεινός μαχητής αλλά ένα σκοτεινό μέλος της «κοινωνίας των πολιτών».
___
[i] Η επιστολή δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών: «Μια έντρομη και μνησίκακη δημοκρατία», 18.02.2016
[ii] Καρλ Σμιτ, Η θεωρία του αντάρτη. Παρεμβολή στην έννοια του Πολιτικού, μτφρ. Σ. Χασιώτη, Πλέθρον, Αθηνα 1990, σ. 14
[iii] Γιοχάνες Ανιόλι, Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας και άλλα παρεμφερή κείμενα, μτφρ. Θ. Γκιούρας, ΚΨΜ, Αθήνα 2013, σ. 40
[iv] Λένιν, «Από την άμυνα στην επίθεση», Άπαντα, τ. 11, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σ. 270
[v] Βλ. Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», «Απάντηση στα κόμματα και στις οργανώσεις», Απρίλιος 1977
[vi] Βλ. Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», «Ο ήλιος θα συνεχίσει να ανατέλλει», Μάιος 2011


Αυγουστίνος Ζενάκος και Χρήστος Νάτσης | 21/2/2016

Ανάρτηση από: http://unfollow.com.gr