Για το έργο της Χάνα Άρεντ
Του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 130
Η Χάνα Άρεντ και το έργο της αποτελεί σημείο αναφοράς, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις σημείο αντιλεγόμενο. Ανέπτυξε έναν κριτικό λόγο που επεκτάθηκε, σε διαφορετική αναλογία, σε όλα τα πολιτικά ρεύματα, στον καπιταλισμό, στον σταλινισμό, στον φασισμό. Στο τέλος δυσαρέστησε και το Ισραήλ, με αφορμή το έργο της για τη δίκη του Άιχμαν.
Στη χώρα μας έχουν μεταφραστεί πολλά από τα σημαντικά της δοκίμια όπως, «Περί βίας», «Για την Επανάσταση», «Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ» και η «Ανθρώπινη Κατάσταση». Το τελευταίο αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό από τα έργα της που μεταφράστηκαν. Διαβάζουμε, σε αυτό, εύστοχες επισημάνσεις για τη μοναξιά και το ξερίζωμα του σύγχρονου ανθρώπου που προεικονίζουν πολλές από τις σκέψεις που θα θεμελιώσουν ό,τι περιγράφει ως το ολοκληρωτικό σύστημα, όπως: «Στις σύγχρονες περιστάσεις, αυτή η αποστέρηση των ‘αντικειμενικών’ σχέσεων με τους άλλους και της πραγματικότητας που αυτοί εγγυούνται έχει καταστεί το μαζικό φαινόμενο της μοναξιάς κι έχει προσλάβει την πιο ακραία και πιο αντιανθρώπινη μορφή της. Ο λόγος της οξύτητας αυτού του φαινομένου είναι ότι η μαζική κοινωνία δεν καταστρέφει μόνο την δημόσια σφαίρα αλλά και την ιδιωτική, δεν στερεί από τους ανθρώπους μόνο την θέση τους μέσα στον κόσμο, αλλά τον ιδιωτικό τους οίκο, όπου κάποτε ένιωθαν προφυλαγμένοι από τον κόσμο και όπου, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όσοι αποκλείονταν από τον κόσμο μπορούσαν να βρίσκουν ένα υποκατάστατό του στην θαλπωρή της εστίας και στην περιορισμένη πραγματικότητα της οικογενειακής ζωής»1.
Η ισχύς ερμηνεύεται ως «ότι συντηρεί την ύπαρξη της δημόσιας
σφαίρας, τον δυνητικό χώρο δημόσιας εμφάνισης μεταξύ ενεργούντων και ομιλούντων
ανθρώπων»2. Ο ελεύθερος χρόνος είναι υποθηκευμένος, καθώς «ο ελεύθερος χρόνος
του animal laborans δεν ξοδεύεται πουθενά αλλού εκτός από την κατανάλωση, κι
όσος περισσότερος χρόνος του μένει τόσο πιο άπληστες και πιο ακόρεστες γίνονται
οι ορέξεις του»3.Του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 130
Η Χάνα Άρεντ και το έργο της αποτελεί σημείο αναφοράς, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις σημείο αντιλεγόμενο. Ανέπτυξε έναν κριτικό λόγο που επεκτάθηκε, σε διαφορετική αναλογία, σε όλα τα πολιτικά ρεύματα, στον καπιταλισμό, στον σταλινισμό, στον φασισμό. Στο τέλος δυσαρέστησε και το Ισραήλ, με αφορμή το έργο της για τη δίκη του Άιχμαν.
Στη χώρα μας έχουν μεταφραστεί πολλά από τα σημαντικά της δοκίμια όπως, «Περί βίας», «Για την Επανάσταση», «Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ» και η «Ανθρώπινη Κατάσταση». Το τελευταίο αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό από τα έργα της που μεταφράστηκαν. Διαβάζουμε, σε αυτό, εύστοχες επισημάνσεις για τη μοναξιά και το ξερίζωμα του σύγχρονου ανθρώπου που προεικονίζουν πολλές από τις σκέψεις που θα θεμελιώσουν ό,τι περιγράφει ως το ολοκληρωτικό σύστημα, όπως: «Στις σύγχρονες περιστάσεις, αυτή η αποστέρηση των ‘αντικειμενικών’ σχέσεων με τους άλλους και της πραγματικότητας που αυτοί εγγυούνται έχει καταστεί το μαζικό φαινόμενο της μοναξιάς κι έχει προσλάβει την πιο ακραία και πιο αντιανθρώπινη μορφή της. Ο λόγος της οξύτητας αυτού του φαινομένου είναι ότι η μαζική κοινωνία δεν καταστρέφει μόνο την δημόσια σφαίρα αλλά και την ιδιωτική, δεν στερεί από τους ανθρώπους μόνο την θέση τους μέσα στον κόσμο, αλλά τον ιδιωτικό τους οίκο, όπου κάποτε ένιωθαν προφυλαγμένοι από τον κόσμο και όπου, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όσοι αποκλείονταν από τον κόσμο μπορούσαν να βρίσκουν ένα υποκατάστατό του στην θαλπωρή της εστίας και στην περιορισμένη πραγματικότητα της οικογενειακής ζωής»1.
Στο έργο της Χ. Άρεντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα, που στη χώρα μας έχει κυκλοφορήσει μόνο το τρίτο μέρος, παρόμοιες σκέψεις χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν τον ναζισμό και τον σταλινισμό. Βεβαίως το γεγονός αυτό, της αποσπασματικής έκδοσης ενός σημαντικού έργου, που αποτελεί σημείο αναφοράς για την ερμηνεία του ολοκληρωτισμού, είναι άξιο απορίας, αφού, όπως είδαμε, έχουν κυκλοφορήσει αρκετά άλλα έργα της Άρεντ σε πλήρη μορφή αλλά και αφού πλέον αρκετοί εκδότες, παρά την οικονομική κρίση, έχει αποδειχθεί ότι μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας δαπανηρής έκδοσης.
Το έργο της Άρεντ θεωρείται πλέον κλασικό, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις που μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με την προσπάθειά της να ταυτίσει πλήρως τον ναζισμό, τον φασισμό και τον σταλινισμό και να παρακάμψει τις εμφανείς και ουσιαστικές διαφορές τους. Σε αυτό το σημείο διαφωνούν συντηρητικοί στοχαστές όπως ο Ρ.Αρόν, που καταλήγει ότι «η διαφορά ανάμεσα στον κομμουνισμό και στον ναζισμό είναι ουσιαστική, ανεξάρτητα από τις ομοιότητες. Η διαφορά είναι ουσιαστική εξαιτίας της ιδέας που εμπνέει το ένα και το άλλο εγχείρημα, στη μια περίπτωση η κατάληξη είναι το στρατόπεδο εργασίας, στην άλλη οι θάλαμοι αερίων»4.
Όμως, παρά την αποσπασματικότητα της έκδοσης, μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχει για την ερμηνεία του ολοκληρωτισμού. Ο χαρακτήρας των ολοκληρωτικών κινημάτων ορίζεται ως «μαζικές οργανώσεις ατόμων αλληλοαποξενωμένων και απομονωμένων. Σε σύγκριση με όλα τα άλλα κόμματα και κινήματα, χαρακτηρίζονται ολοφάνερα από την αξίωση μιας απεριόριστης, αναλλοίωτης και χωρίς όρους νομιμοφροσύνης από την πλευρά του ατομικού οπαδού»5 (σελ. 58).
Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι το σύνθημα του Χίμλερ, που επαναλαμβάνει η εγχώρια Χρυσή Αυγή: «Τιμή μου η πίστη».
Η Άρεντ συμπεραίνει πως ο ολοκληρωτισμός είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης της ταξικής κοινωνίας και της ανόδου του Ευρωπαίου «μαζανθρώπου»6, με κύριο χαρακτηριστικό του την έλλειψη κανονικών κοινωνικών σχέσεων. Συγχρόνως δικαιολογεί την αηδία που μπορεί να αισθάνονται έναντι «μιας κοινωνίας κορεσμένης από την αστική ιδεολογία και ηθική»7 στοχαστές όπως ο Νίτσε ή ο Μπρεχτ ή ο Μαλρώ.
Σε ένα άλλο σημείο, η Άρεντ τονίζει: «Οι ολοκληρωτικοί ηγέτες βασίζονται πάνω στον εξαναγκασμό που μπορούμε να επιβάλλουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, για την περιορισμένη κινητοποίηση των ανθρώπων, που έχουν ακόμα ανάγκη. Αυτός ο εσωτερικός εξαναγκασμός είναι η τυραννία της λογικότητας, στην οποία τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί, εκτός απ’ τη μεγάλη ικανότητα του ανθρώπου ν’ αρχίσει κάτι καινούριο. Η τυραννία της λογικότητας αρχίζει με την υποταγή του μυαλού στη λογική, σαν μια αστείρευτη διαδικασία παραγωγής σκέψεων. Μ’ αυτή την υποταγή, παραιτείται απ’ την εσωτερική του ελευθερία, όπως παραιτείται κι απ’ την ελευθερία κίνησής του όταν υποκλίνεται σε μια τυραννία εξωτερική απ’ αυτήν. Η ελευθερία, σαν εσωτερική δυνατότητα του ανθρώπου είναι ταυτόσημη με την ικανότητα για νέο ξεκίνημα, όπως η ελευθερία, σαν πολιτική πραγματικότητα, είναι ταυτόσημη μ’ ένα χώρο που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους για να μπορούν να κινηθούν»8.
Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο του ολοκληρωτισμού περιγράφονται αδρά: «Ο ιδανικός πολίτης της ολοκληρωτικής εξουσίας δεν είναι ούτε ο πεπεισμένος ναζί, ούτε πεπεισμένος κομμουνιστής, αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει το διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μύθου (δηλαδή αγνοεί την πραγματικότητα της εμπειρίας) και μεταξύ αληθινού και ψεύτικου (δηλαδή αγνοεί τους κανόνες της σκέψης)»9.
Σημειώσεις:
1. Χ. Άρεντ, Ανθρώπινη Κατάσταση, εκδόσεις Γνώση, μετ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, Σ. Ροζάνης, σελ. 86.
2. ό.π. σελ. 273.
3. ό.π. σελ. 185.
4. Αναφέρεται από τον Ζέεβ Στέρνχελ στο έργο του, Αντιδιαφωτισμός, εκδόσεις Πόλις, μετ. Α.Καρακατσούλη σελ. 535.
5. Χ.Άρεντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα, εκδόσεις Ευρύαλος, μετάφραση Γιάννη Λάμψα, σελ. 58.
6. ό.π. σελ. 49. 7. ό.π. σελ. 65.
8. ό.π. σελ. 271. 9. ό.π. σελ. 272.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr