Κακά τα ψέματα, η επιτυχία στο Πανεπιστήμιο είναι ο ελληνικός οικογενειακός μύθος.
Του Δημήτρη Τσιριγώτη
Πρόσφατα συνάντησα στο δρόμο έναν παλιό μου μαθητή από ένα Λύκειο των βορείων προαστίων. Όταν τον ρώτησα «πως πάει το πανεπιστήμιο» πήρα μια απάντηση που με άφησε εμβρόντητο: «Κύριε το παράτησα. Εγώ πάντα ήθελα να γίνω μάγειρας. Γράφτηκα σε μια σχολή μαγειρικής την οποία τελείωσα και ήδη δουλεύω σε ένα εστιατόριο ως βοηθός σεφ. Είμαι πολύ ευχαριστημένος». Αφού ξεπέρασα το αρχικό σοκ, μετά προσπάθησα να κρύψω την συγκίνησή μου από τα λεγόμενά του. Βλέπετε σκέφτηκα ότι ο μαθητής μου είχε πολλά κότσια για να τα βάλει με ένα ολόκληρο καθιερωμένο μοντέλο εκπαίδευσης.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από έναν γενικευμένο αποπροσανατολισμό για το ρόλο του σχολείου, των εκπαιδευτικών και γενικότερα της σχολικής εκπαίδευσης. Στην κοινή γνώμη επικρατεί η άποψη ότι το σχολείο είναι επαγγελματική κρησάρα στα χέρια της οικονομίας της αγοράς, ότι δηλαδή έχει σκοπό να δώσει έναν προσανατολισμό στον κάθε μαθητή ώστε να επιλέξει το επάγγελμα που του αξίζει. Έτσι λοιπόν αφού τα καλά επαγγέλματα απαιτούν τριτοβάθμια εκπαίδευση, η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση θεωρούνται απλοί προθάλαμοι του Πανεπιστημίου και τίποτα περισσότερο.
Κακά τα ψέματα, η επιτυχία στο Πανεπιστήμιο είναι ο ελληνικός οικογενειακός μύθος. Ως εκ τούτου είναι και η πιο σημαντική αιτία της απαξίωσης που επικρατεί για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κυρίως του Λυκείου. Οι γονείς είναι αποφασισμένοι να δαπανήσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού τους σε φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα κ.α. Φωνάζουν δε ότι είναι αναγκασμένοι να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για φροντιστήρια και κατηγορούν γι’ αυτό τους εκπαιδευτικούς των σχολείων χωρίς να αναλογίζονται ότι αυτοί οι ίδιοι είναι εκείνοι που εκτρέφουν την παραπαιδεία αφού λόγω της εμμονής για την επιτυχία των παιδιών τους αυξάνουν την ζήτησή της. Στην ελληνική πραγματικότητα φαίνεται ότι έχουμε μανία με την εκπαίδευση αλλά δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο και με τη παιδεία. Όλα τα βλέπουμε χρησιμοθηρικά και δεν μας ενδιαφέρει πραγματικά η καλλιέργεια και η ολοκληρωμένη μόρφωση των παιδιών μας και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι λειτουργούμε με στερεότυπα. Βάση αυτών των στερεότυπων έχουμε κατηγοριοποιήσει τα επαγγέλματα σε καλά επαγγέλματα (επιστήμονες) και σε κακά. Κυριαρχεί ένας ελιτισμός επαγγελμάτων. Τα «καλά επαγγέλματα» είναι ο δεύτερος ελληνικός οικογενειακός μύθος μετά τις «υψηλόβαθμες σχολές». Άλλη αξία δίνουμε σε ένα γιατρό, σε ένα δικηγόρο και σε ένα μηχανικό και άλλη σε ένα τεχνίτη, σε ένα γεωργό και σε ένα μάγειρα. Αυτό έχει ολέθρια αποτελέσματα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία : Δεν μπορούν να απορροφηθούν όλοι οι πτυχιούχοι (εκτίναξη της ανεργίας) και δεν υπάρχει επάρκεια στα υπόλοιπα επαγγέλματα (εγκατάλειψη). Το κυριότερο όμως πρόβλημα είναι ότι ελάχιστοι μόνο μαθητές επιλέγουν να κάνουν το επάγγελμα που πραγματικά επιθυμούν.
Από την άλλη μεριά το σχολείο και κυρίως το Λύκειο καλείται να παίξει διπλό ρόλο: να προετοιμάσει τους μαθητές για εξετάσεις πιεζόμενο από τις επιθυμίες και τις απόψεις των γονέων και ανταγωνιζόμενο την παραπαιδεία σε έναν άνισο και χαμένο από χέρι αγώνα και ταυτόχρονα να επιτελέσει τον κοινωνικό και παιδαγωγικό του ρόλο. Ο διχασμός αυτός είναι η αιτία της ανεπάρκειας και στους δύο ρόλους που το σχολείο καλείται να διαδραματίσει.
Οι μαθητές επιλέγουν σχολές βάσει των προτιμήσεων των άλλων
Ας αναλογιστούμε λίγο με ποιο σκεπτικό επιλέγει σχολές προτίμησης η πλειοψηφία των μαθητών της Γ΄ Λυκείου μετά την διενέργεια των πανελλαδικών εξετάσεων: Το πιο σημαντικό κριτήριο είναι η βάση εισαγωγής. Έχει περάσει η νοοτροπία ότι όσο πιο υψηλόβαθμη είναι η σχολή τόσο πιο καλή είναι. Λίγοι μαθητές επιλέγουν σχολές με βάση τα ενδιαφέροντά τους και τις κλίσεις τους. Έχουμε όμως αναρωτηθεί ποτέ τι εκφράζουν οι βάσεις των σχολών; Ότι αυτές καθορίζονται κυρίως από την ζήτηση που έχουν από τους μαθητές; Τελικά λοιπόν όταν ένας μαθητής επιλέγει μια σχολή με κριτήριο την υψηλή βάση είναι σαν την επιλέγει βάσει της γνώμης των άλλων και όχι της προσωπικής του. Μία ψυχολογία δηλαδή άβουλης αγέλης που είναι απόδειξη ότι το πραγματικό κίνητρο της εισαγωγής σε μια σχολή είναι ο ανταγωνισμός σε σχέση με τους άλλους μαθητές. Προσωπικά χαίρομαι σε κάποιες -ομολογουμένως λίγες- περιπτώσεις που οι μαθητές ενώ θα μπορούσαν να δηλώσουν ως προτίμηση κάποιες πιο υψηλόβαθμες σχολές, εκείνοι δηλώνουν βάσει πραγματικών προτιμήσεων παρά την πίεση για «τα μόρια που πάνε χαμένα» που ενδεχομένως μπορεί να υφίστανται από τους γονείς ή τους φροντιστές: οι γονείς για λόγους επίδειξης και ματαιοδοξίας και οι φροντιστές για διαφημιστικούς λόγους αφού επιθυμούν έναν ακόμα επιτυχόντα σε υψηλόβαθμη σχολή στους σχετικούς καταλόγους που αναρτούν.
Αποδραματοποίηση των πανελλαδικών και δραματοποίηση των απολυτηρίων εξετάσεων;
Ο υπουργός Παιδεία κος Γαβρόγλου σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε τα εξής: «οι τελευταίες δύο τάξεις του Λυκείου είναι ακυρωμένες. Οι πανελλαδικές εξετάσεις πρέπει να αποδραματοποιηθούν αφού πρόκειται για ένα παιδαγωγικά απαράδεκτο σύστημα».
Η δήλωση αυτή κατά τη γνώμη μου κινείται προς την σωστή κατεύθυνση. Το θέμα όμως είναι ότι το σύστημα το οποίο προτείνει ο κος Γαβρόγλου όπου θα μετράει ο βαθμός ενός εθνικού απολυτηρίου που θα καθορίζεται από το βαθμό των καθηγητών στα τετράμηνα καθώς και από κάποιου τύπου αδιάβλητων απολυτηρίων εξετάσεων(υποθέτω με τη χρήση τράπεζας θεμάτων) δεν λύνει κανένα πρόβλημα από αυτά που και ο ίδιος ορθώς επισημαίνει. Δηλαδή τι θα αλλάξει αν αποδραματοποιηθούν οι πανελλαδικές εξετάσεις και δραματοποιηθούν οι απολυτήριες; Επίσης το γεγονός ότι με το νέο σύστημα που προτείνεται θα μετράει ο προφορικός βαθμός των τετραμήνων που θα βάζει ο κάθε καθηγητής μπορεί μεν να διασφαλίζει ότι οι μαθητές δεν θα απαξιώνουν -όπως γίνεται σήμερα- τους καθηγητές του Λυκείου, όμως αυτό θα γίνεται για τους λάθους λόγους. Προσωπικά δεν βλέπω κάποια παιδαγωγική αξία πίσω από την εξαναγκασμένη υποταγή των μαθητών στο μάθημα ενός καθηγητή με μοναδικό σκοπό την αποκόμιση ενός καλού βαθμού.
Αποδραματοποίηση χρειάζεται όλο το σύστημα εκπαίδευσης
Κατά την γνώμη μου αποδραματοποίηση δεν χρειάζονται μόνο οι πανελλαδικές εξετάσεις αλλά όλο το σύστημα εκπαίδευσης. Όσο το σχολείο είναι προσανατολισμένο να προετοιμάσει τους μαθητές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν μπορούμε να περιμένουμε καμία αλλαγή. Η νοοτροπία των γονέων δεν μπορεί να αλλάξει έτσι εύκολα. Τα «καλά επαγγέλματα» στο μυαλό τους μεταφράζονται ως «υψηλόβαθμες σχολές». Η μόνη λύση είναι να κάνουμε το σχολείο λιγότερο ανταγωνιστικό και λιγότερο χρησιμοθηρικό. Ως πρώτες απαραίτητες αλλαγές προτείνω τις εξής:
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
1) Να σταματήσει η ύπαρξη των βάσεων εισαγωγής στις σχολές οι οποίες παρεμπιπτόντως στις περισσότερες άλλες χώρες δεν υπάρχουν. Αυτή η «πασαρέλα των σχολών» με αναρτημένη δίπλα σε κάθε σχολή την βάση εισαγωγής εν είδει βαθμού ποιότητας της σχολής αυξάνει τον ανταγωνισμό και αποπροσανατολίζει τους υποψηφίους από τις πραγματικές τους προτιμήσεις.
2) Να αφαιρεθεί τελείως ο τίτλος ΑΕΙ ή ΤΕΙ δίπλα από κάθε σχολή που στο μυαλό των μαθητών και των γονέων τους κατηγοριοποιεί την σχολή ( γενικά στην κοινή γνώμη επικρατεί η λανθασμένη άποψη ότι τα ΑΕΙ είναι πολύ καλύτερες σχολές από τα ΤΕΙ).
3) Να αναβαθμιστεί η επαγγελματική εκπαίδευση: Ενώ στην Ευρώπη η επαγγελματική εκπαίδευση ανθεί, στη χώρα μας δεν έχει βρει τον βηματισμό της. Με βάση τα επίσημα στοιχεία στην Ευρώπη την επαγγελματική εκπαίδευση επιλέγει το 70% των μαθητών και μόλις το 30% στρέφεται προς τη γενική. Στη χώρα μόλις το 25% των μαθητών επιλέγει μετά το Γυμνάσιο να πάει σε ΕΠΑΛ. Στην κοινή γνώμη υπάρχει η άποψη ότι στα ΕΠΑΛ φοιτούν οι αδιάφοροι ή αδύναμοι μαθητές και όχι οι μαθητές που απλά έχουν προτίμηση ή κλίση προς την τεχνική εκπαίδευση. Προσωπικά θεωρώ ότι μόνο αν δοθούν κίνητρα και στους μαθητές με καλύτερες επιδόσεις για να επιλέξουν τα ΕΠΑΛ θα αναβαθμιστεί η επαγγελματική εκπαίδευση. Μέχρι το 2016 οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ επιτρέπονταν να εισάγονται μόνο σε ανώτερες σχολές (κυρίως ΤΕΙ). Από το 2017 δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα και στους απόφοιτους των ΕΠΑΛ να εισάγονται στα Πανεπιστήμια το οποίο μπορεί να αποτελέσει είναι σημαντικό κίνητρο προσέλκυσης μαθητών με υψηλές απαιτήσεις σπουδών. Όμως για ποιο λόγο το ποσοστό είναι μόλις 1% επιπλέον θέσεων; Αναρωτιέμαι επίσης κάποιες ανώτερες και ανώτατες σχολές τεχνολογικού προσανατολισμού δεν θα μπορούσαν να δέχονται αποκλειστικά απόφοιτους ΕΠΑΛ; Μόνο οι καλές προοπτικές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορούν να αναβαθμίσουν την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση.
4) Να διορθωθούν αρκετές στρεβλώσεις σχετικά με τις επαγγελματικές ανάγκες της χώρας. Επί παραδείγματι πόσο λογικό είναι σε μια χώρα που έχει σαν βαρύτερο τομέα της οικονομίας τον τουρισμό να μην έχει ούτε ένα πανεπιστήμιο τουρισμού;
5) Να αναβαθμιστεί το μάθημα του ΣΕΠ ( σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού).
6) Για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου ο κάθε μαθητής έχει γνωρίσει στο σχολείο τι του αρέσει και που είναι περισσότερο ικανός πρέπει να έχει δοκιμάσει διάφορους τομείς. Σε πολλές χώρες με ποιοτικά συστήματα εκπαίδευσης οι μαθητές αναζητούν από μικροί στο σχολείο τα ταλέντα τους , τις κλίσεις τους και τα ενδιαφέροντά τους. Έτσι όταν έρχεται η ώρα της επιλογής των σχολών που θέλουν να ακολουθήσουν μετά το Λύκειο τα πράγματα είναι απλά και αυτές οι δεξιότητές τους παίζουν καθοριστικό ρόλο για την αξιολόγησή τους και την εισαγωγή τους. Στη χώρα μας πρέπει όλοι να περάσουν από το φίλτρο των εξετάσεων στα ίδια μάλιστα μαθήματα. Δηλαδή αναζητείται «ο καλός μαθητής» και όχι το «τι ταιριάζει στον κάθε μαθητή». Κατά τη γνώμη μου, όλοι οι μαθητές στο σχολείο, πρέπει να τα κάνουν όλα. Και να τα δοκιμάζουν όλα. Και αν κάποιος έχει μια ιδιαίτερη κλίση κάπου, αυτή πρέπει να επισημαίνεται και να καλλιεργείται ακόμα περισσότερο. Φανταστείτε π.χ μόνο σε πόσους «μουσικούς» δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ανακαλύψουν ποτέ τους το ταλέντο τους, πόσοι «ζωγράφοι» και «ηθοποιοί» δεν μάθανε ποτέ το χάρισμα που είχαν, και πόσα «μαθηματικά μυαλά» αναγκάστηκαν να θυσιάσουν την ικανότητά τους στο βωμό της επιτυχίας τους στις εξετάσεις, λύνοντας ξανά και ξανά τυποποιημένες ασκήσεις.
7) Βασικό σημείο για να αποδραματοποιήσουμε το σύστημα εκπαίδευσης ώστε να επανέλθει στις φυσιολογικές του διαστάσεις είναι η εξάλειψη της βαθμοθηρίας. Κατά την γνώμη μου ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κατά τέτοιο είναι η κατάργηση της βαθμολογικής αξιολόγησης σε όλες τις βαθμίδες( δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο) και η σωστή εφαρμογή της περιγραφικής αξιολόγησης. Το λέω γιατί σε αρκετές άλλες χώρες μιλάνε για περιγραφική αξιολόγηση αλλά δεν πρόκειται για τίποτα άλλο από την περιγραφή βαθμών με λόγια και όχι με νούμερα. Η σωστή περιγραφική αξιολόγηση μπορεί να ξεκολλήσει τις ταμπέλες από τους μαθητές ( άριστος, καλός, αδύναμος) και να αναζητήσει τους τομείς όπου ο κάθε μαθητής έχει ενδιαφέρον, ταλέντο, κλίση και τις δεξιότητες για να ευτυχήσει επαγγελματικά.
8) Μόνο αν πράξουμε τέτοιες αλλαγές σαν αυτές που περιγράφονται παραπάνω και φτάσουμε στο σημείο όπου η «καλή σχολή» αντικατασταθεί από την «σχολή που μου ταιριάζει καλύτερα» τότε θα μπορούμε να βάλουμε και την τελευταία πινελιά: την ελεύθερη πρόσβαση στη σχολή της επιλογής του κάθε μαθητή γιατί τότε θα γίνεται διάχυση των μαθητών σε όλες τις σχολές και όχι συσσώρευση των μαθητών σε αυτές που σήμερα θεωρούνται «καλές σχολές».
Να αλλάξουμε νοοτροπία για να κάνουμε αλλαγές ή μήπως να κάνουμε αλλαγές για να αλλάξουμε νοοτροπία;
Έχω την εντύπωση ότι εκείνοι που λένε ότι για να γίνουν αλλαγές πρέπει πρώτα να αλλάξουμε νοοτροπία μάλλον κατά βάθος δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα. Για να αλλάξει η νοοτροπία απαιτείται να προηγηθούν οι αλλαγές αυτές. Όμως πρόκειται για ένα μακροχρόνιο και επίπονο στόχο. Ο μόνος τρόπος είναι να ξεκινήσουμε από τις πολύ μικρές και αδιαμόρφωτες ηλικίες. Να επενδύσουμε στην εκπαίδευση των παιδιών. Ναι οι νοοτροπίες των λαών αλλάζουν μόνο μέσα από τα σχολεία. Τότε και μόνο τότε ίσως φτάσουμε στο σημείο να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που λέμε νοοτροπία είναι η ίδια η παιδεία.
Ανάρτηση από: http://www.alfavita.gr