Όλοι γνωρίζουμε τον μύθο του βασιλιά Μίδα, που ότι άγγιζε γινόταν χρυσός. Αρχικά, η δυνατότητα αυτή του έδωσε τεράστια δύναμη. Μόλις όμως συνειδητοποίησε ότι ακόμα και το φαγητό που άγγιζε γινόταν χρυσός, έσπευσε να εκλιπαρήσει τον θεό Διόνυσο που τον είχε «προικίσει» με αυτή την ικανότητα, να του την αφαιρέσει.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Ότι αγγίζει, γίνεται «χρυσός».
Με τη διαφορά ότι αντί για χρυσό έχουμε ηλεκτρονικές εγγραφές, τις οποίες αποκαλούμε «νόμισμα», «χρεόγραφο», «παράγωγο» κ.ο.κ.
Όπως ο Μίδας όμως, έτσι και ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, που μετατρέποντας τα πάντα σε «χρυσό» αποκτά τεράστια δύναμη, καταστρέφει ταυτόχρονα οτιδήποτε αγγίζει, παύοντας πλέον να μπορεί και ο ίδιος να επιβιώσει.
Σχεδόν όλοι μας πλέον ερευνούμε, απομυθοποιούμε και αποδομούμε. Για παράδειγμα, το επιχείρημα, που μόνο φαιδρό μπορεί να χαρακτηριστεί πλέον, ότι ο κόσμος ευθύνεται επειδή ζούσε πάνω από τις δυνατότητές του, με δανεικά.
Αποτελεί κατάφωρα ψευδή / παραπλανητική δήλωση, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Κι αυτό γιατί η χορήγηση δανείων ισοδυναμούσε και ισοδυναμεί με «τύπωμα» χρήματος.
Με άλλα λόγια, όταν μία τράπεζα χορηγεί ένα δάνειο, δημιουργεί ευρώ, κι όταν το δάνειο αποπληρώνεται, τα ευρώ αυτά «καταστρέφονται». Αυτό σημαίνει ότι αν κανείς δεν δανειζόταν, κι αν όσοι χρωστούσαν, αποπλήρωναν κι αυτοί τα δάνειά τους, απλούστατα, δεν θα υπήρχαν ευρώ. Και ο πλέον νοικοκύρης δηλ., θα αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης.
Μα καλά θα πει κανείς, μα αφού υπάρχουν ευρώ που τυπώνουν και κόβουν οι κεντρικές τράπεζες. Σύμφωνοι, αλλά αυτά αποτελούν λιγότερο από το 10% των ευρώ σε κυκλοφορία.
Οι ιδιωτικές τράπεζες με την προϋπόθεση να τηρούν τουλάχιστον 1 «πραγματικό» ευρώ για κάθε 100 που δανείζουν ηλεκτρονικά*, έχουν στην ουσία ένα μαγικό ραβδί για να δημιουργούν ευρώ.
Ο τεχνικός όρος γι' αυτό είναι «η πρακτική του κλασματικού αποθέματος».
Έτσι εξηγείται και η ένταση της διαφημιστικής εκστρατείας υπέρ των ηλεκτρονικών συναλλαγών, δήθεν για να χτίσουμε το [ανύπαρκτο σχεδόν] αφορολόγητο ή για να κερδίσουμε «πόντους» και δώρα.
Πέρα όμως από αυτή τη «μαγική» δυνατότητα, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, έχοντας ξεφύγει από κάθε έλεγχο, στοιχιματίζει μέσα από διάφορα χρηματοπιστωτικά «προϊόντα», σε ότι μπορεί να φανταστεί κανείς: Στην άνοδο ή την πτώση των επιτοκίων, στη μελλοντική τιμή του πετρελαίου, στην ποσοστιαία μεταβολή μιας μετοχής· κάτι σαν ένα γραφείο αθλητικών στοιχημάτων, με τη διαφορά όμως ότι δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, το απαιτούμενο απόθεμα για να καλυφθεί το σύνολο των στοιχημάτων, όταν πέσουν έξω οι εκτιμήσεις.
Όπως συνέβη εξάλλου με την κρίση των ενυπόθηκων ομολόγων του 2007/8. που βασιζόταν στην «πεποίθηση» ότι τα στεγαστικά δάνεια είναι «ασφαλή», ακόμα κι όταν είχαμε φαινόμενα στις ΗΠΑ, να χορηγούνται στεγαστικά δάνεια με μοναδικό προαπαιτούμενο ο δανειολήπτης να διαθέτει ...σφυγμό.
Ο σύγχρονος Μίδας λοιπόν, βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Κι αντί να αδράξει την ευκαιρία που του παρουσιάζεται το 2007/08 για έναν εκ βαθέων χρηματοπιστωτικό εξορθολογισμό, δείχνει στιγμιαία «μεταμέλεια», συνεχίζοντας μετά απτόητος, όπως και πριν, και χειρότερα.
Κάτι αντίστοιχο με τον σύζυγο που βιαιοπραγεί κατ' εξακολούθηση, στέλνει τη σύζυγό του στην εντατική, της υπόσχεται ότι θα αλλάξει, για να επανέλθει στην πρότερη συμπεριφορά του, με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση αυτή τη φορά.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε «φυσική τάξη πραγμάτων», το να ανακεφαλαιοποιούμε (πληρώνουμε) χωρίς καμία ανταπόδοση τις τράπεζες κάθε φορά που εξαντλούνται τα ανεπαρκή τους αποθέματα, να δεχόμαστε το γεγονός ότι αδυνατούν να παρέχουν ρευστότητα στην αγορά (ο κατεξοχήν νευραλγικός τους ρόλος), κι εξαιτίας αυτής ακριβώς της αδυναμίας τους, να «αναγκάζονται» να βάζουν χέρι στα περιουσιακά στοιχεία εκείνων που τους στήριξαν.
Χώρια που στην περίπτωση της χώρας μας, αυτή ακριβώς η δυσλειτουργία χρησιμοποιείται ως μοχλός εκβιασμού, για την υφαρπαγή του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, ιδιωτών και δημοσίου, με τα δήθεν «ηθικά» προσχήματα, ούτε καν να τηρούνται πλέον.
Σαφείς οι προθέσεις των δανειστών, σαφείς και οι προθέσεις των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα από τους μηχανισμούς του «ενιαίου» νομίσματος, επιτελούν τον άχαρο ρόλο του διεκπεραιωτή στην υφαρπαγή της εγχώριας περιουσίας.
Γιατί όμως να πιστέψει κανείς ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν; Γιατί υπάρχει διαχρονικά, μία φυσική τάξη πραγμάτων, στην οποία όλα επιστρέφουν. Καταλύτης αυτής της διαδικασίας, είναι η εμβάθυνση, η πλήρης επίγνωση της στρεβλότητας, η ενσωμάτωση αυτής της επίγνωσης στη συνείδησή μας. Και η συνείδηση αυτή μας καθοδηγεί, έμπρακτα πλέον.
Αρχής γενομένης, με το να βάλουμε τα του οίκου μας σε μια άλλη, υγιή συστημική βάση, που ως απαραίτητη προϋπόθεση φέρει, εκείνη της αυτοδιάθεσης. Μία αυτοδιάθεση, που μόνο μία έξοδο από το ευρώ μπορεί να έχει στον πυρήνα της, και ως απαραίτητο έναυσμα.
Κάποιοι όπως αναμένεται, θα αντιδράσουν. Τη δυστοπική εναλλακτική παραμονής στο ευρώ, θα τη βιώσουν όμως αργά ή γρήγορα σε όλη της την έκταση, οι πάντες. Ακόμα και εκείνοι που προς το παρόν, «κερδίζουν» από την παραμονή. Το ευρώ είναι καταδικασμένο. Καιρός πια να το αντιληφθούν όλοι. Καιρός πια να φεύγουμε.
Ανάρτηση από: http://www.efsyn.gr