Του Κώστα Βαξεβάνη
Στη Μαρία Καρυστιανού οφείλουµε ένα µεγάλο ευχαριστώ ως κοινωνία. Σε αυτήν τη µάνα των Τεµπών είµαστε υποχρεωµένοι να υποκλιθούµε και να γονατίσουµε, γιατί µάζεψε όλο τον πόνο της, αυτή την πέτρα της ψυχής της, και σµίλεψε τη χαµένη µας αξιοπρέπεια σαν άγαλµα. ∆εκαπέντε λεπτά κράτησε η κατάθεσή της στην εξεταστική επιτροπή για την τραγωδία. Με τα δεκαπέντε λεπτά τής αναµέτρησης µε τη συνείδηση στάθηκε απέναντι στα ψέµατα 335 ηµερών µε τα οποία κατασκευάζεται το µνηµείο της απάθειας και της κοινωνικής ανοχής.
Υπάρχουµε λοιπόν ως άνθρωποι. Μπορούμε να καταλάβουμε. Θέλουμε να είναι διαφορετικά τα πράγµατα. Το κατάλαβε όποιος άντεξε και άκουσε τα δεκαπέντε λεπτά της µητέρας της Μάρθης. Τι συµβαίνει λοιπόν και καταναλώνουμε όσα µας αδειάζουν και µας σκοτώνουν; Ακόµη και στην κυριολεξία. Γιατί µας αρκεί το κλάµα ή η οργή και δεν απαιτούµε την αλήθεια και µόνο την αλήθεια; Γιατί είναι πιο εύκολο να κλαις και να θυµώνεις από το να αλλάζεις τα πράγµατα. Γιατί µάθαµε να ακολουθούµε τον εύκολο δρόµο, αντί να ανοίγουµε εκείνον που θα µας βγάλει στο ξέφωτο της πραγµατικότητας που όµως απαιτείται αντιµετώπισή της.
Πόσες φορές αναφωνήσαµε «τι κρίµα που χάθηκαν τόσοι άνθρωποι», «πήγαν άδικα», «δεν πρέπει να ξαναγίνει κάτι τέτοιο». Κι έπειτα κλείσαµε τα µάτια κι ανοίξαµε την τηλεόραση. Η κ. Καρυστιανού µας κατέβασε από το τρένο της λήθης προτού συµβεί το µοιραίο. Προσπάθησε τουλάχιστον.
Ως µητέρα που έχασε το παιδί της είχε το δυσµενές και τραγικό προνόµιο να φέρει απέναντι στα ψήγµατα έστω ευπρέπειας ακόµη κι αυτούς που θα ήθελαν να την κατασπαράξουν. Μόλις βγήκε από την αίθουσα τα µέσα ενηµέρωσης και οι αυλικοί ανέλαβαν υπηρεσία. Στην καλύτερη των περιπτώσεων εµφάνισαν την τοποθέτησή της ως τα λόγια µιας πονεμένης µάνας.
Η τοποθέτηση της Μαρίας Καρυστιανού δεν είχε τίποτε διαστρεβλωτικά συναισθηµατικό. Ηταν µια ακριβής καταγραφή της πραγµατικότητας. Ακόµη και η επίκληση της απώλειας του παιδιού της ήταν για να ανοίξουµε τα αυτιά σε όσα λέει και όχι σε όσα δυσβάσταχτα νιώθει.
Ανάµεσα στον ρόλο του θύµατος και αυτόν του ανθρώπου που αναζητά και απαιτεί την αλήθεια και την ευθύνη η Μαρία Καρυστιανού δεν είχε καµία αµφιταλάντευση. Ούτε το κακό το ριζικό µας έφταιγε για το δυστύχηµα ούτε η κακιά η ώρα. Εφταιγαν αυτοί που δεν έκαναν τίποτε για την ασφάλεια και βαρύνονται µε αυτή την επιλογή τους. Γι’ αυτούς, όπως σηµείωσε η κ. Καρυστιανού, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ζητήσει διώξεις, αλλά η ελληνική Βουλή δεν κάνει ούτε άρση ασυλίας.
«Απαιτείται από τον πολίτη να περνάει ΚΤΕΟ το αυτοκίνητό του για να υπάρχει ασφάλεια. Πώς δεν σας ένοιαζε καµιά ασφάλεια για τα τρένα;» αναρωτήθηκε, αναγκάζοντας ακόµη και τον βουλευτή της Ν∆ και πολυπράγµονα της φασαρίας ∆ηµήτρη Μαρκόπουλο να επιλέξει τη σιωπή.
Δεν µπορεί κανένας να κατηγορήσει τη Μαρία Καρυστιανού για πολιτική σκοπιµότητα, εκτός ίσως από κάτι φιντάνια που µεγαλώνουν στην κοπριά των αποβλήτων της δηµοσιογραφίας. Η µάνα των Τεµπών στάθηκε στην ουσία της πολιτικής ευθύνης. Και αυτής που βαραίνει εκ των πραγµάτων το κυβερνών κόµµα αλλά και αυτής που έχει στις πλάτες του όλο το πολιτικό σύστηµα το οποίο επιτρέπει να λειτουργεί η Βουλή σαν πλυντήριο πολιτικών που κάνουν εγκλήµατα. «Λειτουργεί σαν οµπρέλα προστασίας για την απόδοση ευθυνών» είπε.
«Δεν είναι ντροπή σε ένα τέτοιο κοινωνικό έγκληµα η δικογραφία να βρίσκεται στο γραφείο του προέδρου της Βουλής και όχι στο υλικό που έχει υποβληθεί και είναι στη διάθεση των µελών της εξεταστικής για να µελετηθεί;» αναρωτήθηκε µε τρόπο που θα έπρεπε να αναρωτιούνται οι ίδιοι οι βουλευτές των κοµµάτων που έχουν επιτρέψει να απαξιώνονται µε τέτοιον τρόπο οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Είναι σίγουρα πιο ευεργετικό και ουσιαστικό να κάνει ο καθένας τον κόπο να ακούσει µε τα αυτιά του όσα είπε η Μαρία Καρυστιανού αντί να διαβάζει τις αποδόσεις και τις αναλύσεις του καθενός µας.
Υπάρχει όµως κάτι που είναι άξιο σχολίου. Την ώρα που η κ. Καρυστιανού µε τον λόγο της αντιπροσώπευε και θύµιζε την αξιοπρέπεια που πρέπει να υπάρχει στην πολιτική ζωή, υπήρξε ένα άλλο περιστατικό που δήλωνε την απουσία της. Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης δήλωσε ότι αποχωρεί από την πολιτική. ∆ιατέλεσε 24 χρόνια βουλευτής, πολλά από αυτά υπουργός, και προτού προλάβει να αποχωρήσει έκλεισε δουλειά στα Ναυπηγεία Σκαραµαγκά του εφοπλιστή Προκοπίου. Πρόκειται για τον ορισµό του revolving door (περιστρεφόµενη πόρτα), του άκοµψου τρόπου µε τον οποίο πολιτικοί µεταπηδούν στη δούλεψη επιχειρηµατιών τους οποίους µέχρι πρότινος όφειλαν να ελέγχουν ως φορείς των κρατικών θεσµών. Εχει σηµασία ότι η ελληνική Βουλή για πρώτη φορά µετά το 1844 βρέθηκε χωρίς Βαρβιτσιώτη. Τι δήλωσε ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης για τη µεταπήδησή του στον ιδιωτικό τοµέα στα 54 του χρόνια; «Πιστεύω ότι έχω ολοκληρώσει ένα µεγάλο κύκλο και θέλω να επιστρέψω στον ιδιωτικό τοµέα, στη ναυτιλία, εκεί όπου µπορώ να προσφέρω σε αυτό που έχουµε ως εθνικό στόχο».
Λίγες ώρες πριν, η Μαρία Καρυστιανού τελειώνοντας την τοποθέτησή της στην εξεταστική επιτροπή δήλωνε: «Με βλέπετε µόνη αλλά δεν είµαι µόνη. Είναι γύρω µου 57 άνθρωποι και οι οικογένειές τους. Οι 180 τραυµατίες και οι οικογένειές τους».
Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και η Μαρία Καρυστιανού µε διαφορά µερικών ωρών εξέφρασαν δύο διαφορετικές απόψεις για την αξιοπρέπεια και την πολιτική. Τους ευχαριστούµε και τους δύο. Μας έβαλαν το δίληµµα ποιον πρέπει να διαλέξουµε.
Ανάρτηση από: https://www.documentonews.gr/
Ευχαριστώ τον φίλο Χρήστο Κ.