Λόγω των ημερών και των συνειρμών, δράττουμε την ευκαιρία να παραθέσουμε το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο Κυριαρχία και Κοινωνικοί Αγώνες στον «Ελλαδικό Χώρο», Από την προεπεναστατική περίοδο μέχρι και τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης εθνικού κράτους, Ομάδα Ενάντια στη Λήθη, τόμος 1, εκδ. Αναρχική Αρχειοθήκη, 1996, σελ. 279-280.
[…]
«Απατώνται», θα παραδεχτεί σε κάποιο σημείο των απομνημονευμάτων του ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος, «όσοι έγραψαν και γράφουν ακόμα, ότι αν έλλειπαν οι αρχοντοκοτσαμπάσηδες η επανάστασις δεν θα εγένετο και οι λέγοντες, ότι αν έλλειπαν οι κλεφτοκαπεταναίοι, και πάλιν αν έλλειπαν οι κληρικοί, και τέλος οι άλλοι ν’ αποδίδουν την αιτία της γενόμενης επαναστάσεως εις εκείνους τους Έλληνες όσοι ήσαν έξω της δούλης Ελλάδος και έμειναν στα χριστιανικά βασίλεια της Ευρώπης, οι οποίοι βλέποντας και αισθανόμενοι την ελευθερία και δόξαντων άλλων εθνών έφεραν εις την πατρίδαν των την τολμηράν απόφασιν και τα μέσα της επαναστάσεως. Ενώ η αληθινή αιτία είναι η απελπισία των Ελλήνων οίτινες κλεισθέντες ολόγυρα υπό των τυράννων των καθ’ εκάστην ημέραν εκαταδιώκοντο από αυτούς δια της αρπαγής των πραγμάτων των, της ατιμώσεώς των, της σφαγής, της αγχόνης και των άλλων της δουλείας συμφορών».(2)
Ακόμη κι ο υμνητής των Υψηλάντηδων και απολογητής της δραστηριοτήτας των φιλικών, ο Φιλήμων, αφού ομολογήσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή την επανάσταση προετοίμασε ουσιαστικά «αυτή των τούρκων η τυραννία» –αποφεύγοντας φυσικά, όπως και η πλειοψηφία των ιστορικών, να επιμερίσει στις αιτίες της έκρηξής της το δυναστικό και εκμεταλλευτικό μερίδιο των χριστιανικών ηγετικών ομάδων–, θα καταλήξει εκτιμώντας πως το 1821 «…οι Έλληνες αδύνατο να υποφέρωσι πλέον μιαν κατάστασιν δουλείας και δουλείας τόσο επονείδιστου, εκίνησαν την επανάστασίν των, και όχι αυτή καθ’ εαυτή η εταιρία».(3) «Ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε τουφέκι»,(4) θα διαπιστώσει έντρομος ένας οθωμανός αξιωματούχος, ο Σμαήλ-μπεης, συνειδητοποιώντας τη δυναμική μιας επανάστασης η οποία θα ξεσπάσει, όπως και κάθε κοινωνική, σε απροκαθόριστο χώρο και απροσδιόριστο χρόνο, χωρίς ηγεσία, ιδεολογία, πολεμική προετοιμασία και συγκεκριμένο σχέδιο, κόντρα στις «διορατικές» εκτιμήσεις των κοινωνικά νυχτωμένων «διαφωτιστών», που θεωρώντας ότι ο πόθος των καταπιεσμένων για ελευθερία ήταν διδάξιμη ύλη σε σχολικά κάτεργα, έκριναν –όπως ο κυριότερος εκπρόσωπός τους, ο Κοραής– στις παραμονές της εκδήλωσής της πως «…μια επανάστασις των Ελλήνων υπό τας σημερινάς συνθήκας κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι κάτι το αδιανόητον».(5)
[…]
[…]
«Απατώνται», θα παραδεχτεί σε κάποιο σημείο των απομνημονευμάτων του ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος, «όσοι έγραψαν και γράφουν ακόμα, ότι αν έλλειπαν οι αρχοντοκοτσαμπάσηδες η επανάστασις δεν θα εγένετο και οι λέγοντες, ότι αν έλλειπαν οι κλεφτοκαπεταναίοι, και πάλιν αν έλλειπαν οι κληρικοί, και τέλος οι άλλοι ν’ αποδίδουν την αιτία της γενόμενης επαναστάσεως εις εκείνους τους Έλληνες όσοι ήσαν έξω της δούλης Ελλάδος και έμειναν στα χριστιανικά βασίλεια της Ευρώπης, οι οποίοι βλέποντας και αισθανόμενοι την ελευθερία και δόξαντων άλλων εθνών έφεραν εις την πατρίδαν των την τολμηράν απόφασιν και τα μέσα της επαναστάσεως. Ενώ η αληθινή αιτία είναι η απελπισία των Ελλήνων οίτινες κλεισθέντες ολόγυρα υπό των τυράννων των καθ’ εκάστην ημέραν εκαταδιώκοντο από αυτούς δια της αρπαγής των πραγμάτων των, της ατιμώσεώς των, της σφαγής, της αγχόνης και των άλλων της δουλείας συμφορών».(2)
Ακόμη κι ο υμνητής των Υψηλάντηδων και απολογητής της δραστηριοτήτας των φιλικών, ο Φιλήμων, αφού ομολογήσει το αυτονόητο, ότι δηλαδή την επανάσταση προετοίμασε ουσιαστικά «αυτή των τούρκων η τυραννία» –αποφεύγοντας φυσικά, όπως και η πλειοψηφία των ιστορικών, να επιμερίσει στις αιτίες της έκρηξής της το δυναστικό και εκμεταλλευτικό μερίδιο των χριστιανικών ηγετικών ομάδων–, θα καταλήξει εκτιμώντας πως το 1821 «…οι Έλληνες αδύνατο να υποφέρωσι πλέον μιαν κατάστασιν δουλείας και δουλείας τόσο επονείδιστου, εκίνησαν την επανάστασίν των, και όχι αυτή καθ’ εαυτή η εταιρία».(3) «Ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε τουφέκι»,(4) θα διαπιστώσει έντρομος ένας οθωμανός αξιωματούχος, ο Σμαήλ-μπεης, συνειδητοποιώντας τη δυναμική μιας επανάστασης η οποία θα ξεσπάσει, όπως και κάθε κοινωνική, σε απροκαθόριστο χώρο και απροσδιόριστο χρόνο, χωρίς ηγεσία, ιδεολογία, πολεμική προετοιμασία και συγκεκριμένο σχέδιο, κόντρα στις «διορατικές» εκτιμήσεις των κοινωνικά νυχτωμένων «διαφωτιστών», που θεωρώντας ότι ο πόθος των καταπιεσμένων για ελευθερία ήταν διδάξιμη ύλη σε σχολικά κάτεργα, έκριναν –όπως ο κυριότερος εκπρόσωπός τους, ο Κοραής– στις παραμονές της εκδήλωσής της πως «…μια επανάστασις των Ελλήνων υπό τας σημερινάς συνθήκας κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι κάτι το αδιανόητον».(5)
[…]
- Φωτάκου, Απομνημονεύματα, τ.α’, σ. κα’.
- Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, σσ. κγ’, κδ’.
- Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, σ. 30.
- Γ. Σκαρίμπα, Το ’21 και η Αλήθεια, τ. β’, σ. 55.