Του Θοδωρή Αθανασιάδη
Στα χρόνια της παντοδυναμίας του, ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε ότι, αν θες να περάσεις ένα μέτρο, φτιάξε μια επιτροπή ειδικών που θα το μελετήσει και παρουσίασέ το ως πόρισμά της. Αν πάλι δεν θες να περάσεις ένα μέτρο που το ζητάει επιτακτικά ο λαός, στείλε το σε διάλογο, φροντίζοντας να συμμετέχουν σ’ αυτόν όσο γίνεται περισσότεροι (επιτροπές πολιτών, συνδικαλιστικά όργανα, ειδικοί, ερευνητικά κέντρα κλπ) ώστε να είναι πρακτικά αδύνατον να ομονοήσουν. Έτσι ούτε αποτέλεσμα θα βγει ούτε κανείς θα μπορεί να σε κατηγορήσει, εφ’ όσον εσύ τήρησες δημοκρατικές διαδικασίες.
Το τερτίπι αυτής της πομφόλυγος, αυτής της σαπουνόφουσκας που λέγεται διάλογος, το παίζουν στα δάχτυλα όλες οι κυβερνήσεις ασχέτως χρωματικής προελεύσεως, σάμπως ο διάλογος να είναι κάποιας μορφής πανάκεια διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Μόνο που ο διάλογος στην σύγχρονη δημοκρατία δεν έχει τα χαρακτηριστικά που διέθετε την εποχή τού Σωκράτη, δηλαδή κάτι σε «πες εσύ να πω κι εγώ και όπου καταλήξουμε». Σήμερα τα πράγματα πάνε αλλιώς, κάπως σε «πες εσύ και καταλήγουμε όπου πω εγώ». Σήμερα φτιάχνει ο Κατρούγκαλος, ας πούμε, ένα πακέτο ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, το εξετάζει με τα μεγάλα αφεντικά και, αφού καταλήξουν όλοι μαζί σε κάποιες αποφάσεις, βγαίνει και λέει «ελάτε να το κουβεντιάσουμε». Ωραίος διάλογος!
Ας υποθέσουμε όμως ότι η κυβέρνηση δρομολογεί τις διαδικασίες του διαλόγου από μηδενική βάση, δηλαδή πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι από πλευράς κυβέρνησης δεν υπάρχει καμμιά διάθεση να σαμποταριστεί ο διάλογος με κολπάκια α λα Παπανδρέου. Τί είδους διάλογος θα είναι αυτός, όπου η κυβερνητική πλευρά θα διαθέτει και το πεπόνι (τα κατευθυνόμενα μέσα ενημέρωσης, τους βαθυστόχαστους πλην αργυρώνητους αναλυτές, τα δήθεν εμπεριστατωμένα συμπεράσματα πάσης φύσεως επιτροπών σοφών κλπ) και το μαχαίρι (την τελική απόφαση, η οποία εύκολα ενδύεται τον δημοκρατικό μανδύα είτε μιας πράξης νομοθετικού περιεχομένου είτε μιας ψηφοφορίας στην βουλή υπό καθεστώς κομματικής πειθαρχίας) ενώ οι απέναντι δεν θα διαθέτουν παρά το λαρύγγι τους; Κι αν ο διάλογος φτάσει σε αδιέξοδο, ποιός θα είναι ο αμερόληπτος κριτής που θα αποφασίσει περί της τελικής επιλογής;
Δυστυχώς, η Ιστορία λέει πως οι διάλογοι με την εξουσία είναι πάντοτε προσχηματικοί και πάντοτε διεξάγονται με μεταβλητούς κανόνες, οι οποίοι κάθε φορά ορίζονται κατά πώς βολεύει την εκάστοτε κυβέρνηση. Για παράδειγμα, πάρτε πάλι το ασφαλιστικό και, συγκεκριμένα, τα αποθεματικά των ταμείων. Όλοι ξέρουμε ότι επί ΕΡΕ διοχετεύτηκαν σε «έργα εκσυγχρονισμού και αναστήλωσης της χώρας» (δηλαδή σε ενίσχυση εργολάβων, βιομηχάνων κλπ), επί χούντας έγιναν θαλασσοδάνεια κυρίως μέσω της Αγροτικής, επί Σημίτη εξανεμίστηκαν στο χρηματιστήριο και επί Παπαδήμου (δηλαδή Σαμαρά-Βενιζέλου) κουρεύτηκαν. Και όμως, έρχεται τώρα ο Κατρούγκαλος και ζητάει διάλογο από μηδενική βάση. Παναπεί: «ό,τι φαγώθηκε, φαγώθηκε και να δούμε τι θα κάνουμε από δω και μπρος». Ήμαρτον, δηλαδή! Ποιός κάνει διάλογο με τον διαρρήκτη που του έγδυσε το σπίτι; Τί άλλο να του πεις εκτός από «φέρε πίσω τα κλεμμένα, ρε!»;
Θα μου πείτε ότι πρέπει όλοι να βάλουμε νερό στο κρασί μας και να χαμηλώσουμε τον πήχυ των απαιτήσεών μας διότι οι καιροί είναι δύσκολοι κι έχει πέσει φτώχεια. Συγγνώμη αλλά αυτά εγώ τα ακούω βερεσέ επειδή δεν καταλαβαίνω ένα απλό πραγματάκι: γιατί δεν με καλούσαν σε διάλογο όταν οι καιροί ήταν εύκολοι και δεν είχε πέσει φτώχεια; Ποιά λογική λέει πως πρέπει να μειωθεί το μεροκάματό μου τώρα που δεν πάει καλά το εργοστάσιο εφ’ όσον τότε που πήγαινε καλά δεν ήρθε ποτέ το αφεντικό να μου πει «πάρε, ρε μάγκα, δυο δεκάρες παραπάνω γιατί πέρυσι κονομήσαμε τ’ άντερά μας από την δουλειά σου»; Γιατί, δηλαδή, επιβάλλονται από την μια διάλογος για την διαχείριση της φτώχειας μου κι από την άλλη τουμπεκί για την διαχείριση του πλούτου τους;
Να κάνουμε, λένε, προτάσεις. Για ποιό πράγμα; Για το πώς θα υλοποιηθεί το μνημόνιο που εκείνοι υπέγραψαν, παρ’ ότι μάλιστα εγώ τους είπα «όχι» όταν με ρώτησαν; Για το πόσα είμαι διατεθειμένος να επιτρέψω να μου πάρουν ακόμη; Δηλαδή, κάτι σαν τον διάλογο που θέλουν οι τούρκοι για το ποια νησιά του Αιγαίου θα θέλαμε να τους δώσουμε; Ή σαν τον διάλογο που κάνει ο χασάπης με το αρνί, προκειμένου να αποφασιστεί από κοινού ο τρόπος σφαγής; Αυτό κι αν είναι θέατρο του παραλόγου. Ευτυχώς που δεν ζει ο δόλιος ο Ιονέσκο γιατί θα τρελλαινόταν με όλα τούτα.
Δεν διαφωνώ ως προς το ότι ο διάλογος αποτελεί απαραίτητο συστατικό της δημοκρατίας. Μόνο που άλλο πράγμα η δημοκρατία κι άλλο η δημοκρατία ΤΟΥΣ, άλλο πράγμα ο διάλογος κι άλλο ο διάλογός ΤΟΥΣ. Κι όπως τους χαρίζουμε την δημοκρατία τους, έτσι τους χαρίζουμε και τον διάλογό τους. Στα τερτίπια τους δεν χωρεί διάλογος. Χωρεί μόνο αντίλογος.
Αρκετά με την ψιλοκουβέντα. Με τα «ενώπιος ενωπίω» δεν γίνονται ανατροπές. Εδώ δεν έχουμε τοκ-σόου. Έχουμε πόλεμο!
Σκίτσα τωνΚώστα Μητρόπουλου και του Mehedi Haque, εξαιρετικού σκιτσογράφου από το Μπαγκλαντές
Ανάρτση από: http://teddygr.blogspot.gr
Στα χρόνια της παντοδυναμίας του, ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε ότι, αν θες να περάσεις ένα μέτρο, φτιάξε μια επιτροπή ειδικών που θα το μελετήσει και παρουσίασέ το ως πόρισμά της. Αν πάλι δεν θες να περάσεις ένα μέτρο που το ζητάει επιτακτικά ο λαός, στείλε το σε διάλογο, φροντίζοντας να συμμετέχουν σ’ αυτόν όσο γίνεται περισσότεροι (επιτροπές πολιτών, συνδικαλιστικά όργανα, ειδικοί, ερευνητικά κέντρα κλπ) ώστε να είναι πρακτικά αδύνατον να ομονοήσουν. Έτσι ούτε αποτέλεσμα θα βγει ούτε κανείς θα μπορεί να σε κατηγορήσει, εφ’ όσον εσύ τήρησες δημοκρατικές διαδικασίες.
Το τερτίπι αυτής της πομφόλυγος, αυτής της σαπουνόφουσκας που λέγεται διάλογος, το παίζουν στα δάχτυλα όλες οι κυβερνήσεις ασχέτως χρωματικής προελεύσεως, σάμπως ο διάλογος να είναι κάποιας μορφής πανάκεια διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Μόνο που ο διάλογος στην σύγχρονη δημοκρατία δεν έχει τα χαρακτηριστικά που διέθετε την εποχή τού Σωκράτη, δηλαδή κάτι σε «πες εσύ να πω κι εγώ και όπου καταλήξουμε». Σήμερα τα πράγματα πάνε αλλιώς, κάπως σε «πες εσύ και καταλήγουμε όπου πω εγώ». Σήμερα φτιάχνει ο Κατρούγκαλος, ας πούμε, ένα πακέτο ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, το εξετάζει με τα μεγάλα αφεντικά και, αφού καταλήξουν όλοι μαζί σε κάποιες αποφάσεις, βγαίνει και λέει «ελάτε να το κουβεντιάσουμε». Ωραίος διάλογος!
Ας υποθέσουμε όμως ότι η κυβέρνηση δρομολογεί τις διαδικασίες του διαλόγου από μηδενική βάση, δηλαδή πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι από πλευράς κυβέρνησης δεν υπάρχει καμμιά διάθεση να σαμποταριστεί ο διάλογος με κολπάκια α λα Παπανδρέου. Τί είδους διάλογος θα είναι αυτός, όπου η κυβερνητική πλευρά θα διαθέτει και το πεπόνι (τα κατευθυνόμενα μέσα ενημέρωσης, τους βαθυστόχαστους πλην αργυρώνητους αναλυτές, τα δήθεν εμπεριστατωμένα συμπεράσματα πάσης φύσεως επιτροπών σοφών κλπ) και το μαχαίρι (την τελική απόφαση, η οποία εύκολα ενδύεται τον δημοκρατικό μανδύα είτε μιας πράξης νομοθετικού περιεχομένου είτε μιας ψηφοφορίας στην βουλή υπό καθεστώς κομματικής πειθαρχίας) ενώ οι απέναντι δεν θα διαθέτουν παρά το λαρύγγι τους; Κι αν ο διάλογος φτάσει σε αδιέξοδο, ποιός θα είναι ο αμερόληπτος κριτής που θα αποφασίσει περί της τελικής επιλογής;
Δυστυχώς, η Ιστορία λέει πως οι διάλογοι με την εξουσία είναι πάντοτε προσχηματικοί και πάντοτε διεξάγονται με μεταβλητούς κανόνες, οι οποίοι κάθε φορά ορίζονται κατά πώς βολεύει την εκάστοτε κυβέρνηση. Για παράδειγμα, πάρτε πάλι το ασφαλιστικό και, συγκεκριμένα, τα αποθεματικά των ταμείων. Όλοι ξέρουμε ότι επί ΕΡΕ διοχετεύτηκαν σε «έργα εκσυγχρονισμού και αναστήλωσης της χώρας» (δηλαδή σε ενίσχυση εργολάβων, βιομηχάνων κλπ), επί χούντας έγιναν θαλασσοδάνεια κυρίως μέσω της Αγροτικής, επί Σημίτη εξανεμίστηκαν στο χρηματιστήριο και επί Παπαδήμου (δηλαδή Σαμαρά-Βενιζέλου) κουρεύτηκαν. Και όμως, έρχεται τώρα ο Κατρούγκαλος και ζητάει διάλογο από μηδενική βάση. Παναπεί: «ό,τι φαγώθηκε, φαγώθηκε και να δούμε τι θα κάνουμε από δω και μπρος». Ήμαρτον, δηλαδή! Ποιός κάνει διάλογο με τον διαρρήκτη που του έγδυσε το σπίτι; Τί άλλο να του πεις εκτός από «φέρε πίσω τα κλεμμένα, ρε!»;
Θα μου πείτε ότι πρέπει όλοι να βάλουμε νερό στο κρασί μας και να χαμηλώσουμε τον πήχυ των απαιτήσεών μας διότι οι καιροί είναι δύσκολοι κι έχει πέσει φτώχεια. Συγγνώμη αλλά αυτά εγώ τα ακούω βερεσέ επειδή δεν καταλαβαίνω ένα απλό πραγματάκι: γιατί δεν με καλούσαν σε διάλογο όταν οι καιροί ήταν εύκολοι και δεν είχε πέσει φτώχεια; Ποιά λογική λέει πως πρέπει να μειωθεί το μεροκάματό μου τώρα που δεν πάει καλά το εργοστάσιο εφ’ όσον τότε που πήγαινε καλά δεν ήρθε ποτέ το αφεντικό να μου πει «πάρε, ρε μάγκα, δυο δεκάρες παραπάνω γιατί πέρυσι κονομήσαμε τ’ άντερά μας από την δουλειά σου»; Γιατί, δηλαδή, επιβάλλονται από την μια διάλογος για την διαχείριση της φτώχειας μου κι από την άλλη τουμπεκί για την διαχείριση του πλούτου τους;
Να κάνουμε, λένε, προτάσεις. Για ποιό πράγμα; Για το πώς θα υλοποιηθεί το μνημόνιο που εκείνοι υπέγραψαν, παρ’ ότι μάλιστα εγώ τους είπα «όχι» όταν με ρώτησαν; Για το πόσα είμαι διατεθειμένος να επιτρέψω να μου πάρουν ακόμη; Δηλαδή, κάτι σαν τον διάλογο που θέλουν οι τούρκοι για το ποια νησιά του Αιγαίου θα θέλαμε να τους δώσουμε; Ή σαν τον διάλογο που κάνει ο χασάπης με το αρνί, προκειμένου να αποφασιστεί από κοινού ο τρόπος σφαγής; Αυτό κι αν είναι θέατρο του παραλόγου. Ευτυχώς που δεν ζει ο δόλιος ο Ιονέσκο γιατί θα τρελλαινόταν με όλα τούτα.
Αρκετά με την ψιλοκουβέντα. Με τα «ενώπιος ενωπίω» δεν γίνονται ανατροπές. Εδώ δεν έχουμε τοκ-σόου. Έχουμε πόλεμο!
Ανάρτση από: http://teddygr.blogspot.gr