Για τα Ιουλιανά, πρωτάκουσα από τον πατέρα μου. Μέσα από την αχλύ του χρόνου, μισοθυμάμαι, να μας μιλά για κάποιον Ιούλη που ο «γέρος της δημοκρατίας», με τον «ανένδοτο αγώνα» του, τα έβαλε με το παλάτι και τη σκύλα Φρειδερίκω, όπως την έλεγαν κοροιδευτικά και κεφαλονίτικα οι γονείς μας. Και πλήθος κόσμου ήταν κάθε μέρα στο δρόμο γιατί δεν το ήθελε το άδικο.Και αυτό το άδικο – στην εφηβεία – μ’έκανε από την μια να απορώ, μα και να γλυκαίνω ταυτόχρονα με την απορία μου, πως ο Γεώργιος Παπανδρέου, μπορεί να χαρακτηριζόταν δημοκράτης…
Όπως μας μιλούσε και για τα Δεκεμβριανά, ατάραχα, ιστορικά και φυσιολογικά! Χωρίς το μένος που φορτίζει τις λέξεις της ιδεολογικής στράτευσης…ένθεν και ένθεν. Τα Δεκεμβριανά για τον πατέρα, ήταν απλά τότε που το ΕΑΜ ήθελε να πάρει την εξουσία. Τόσο απλά! Ίσως γιατί πάνω απ’ολα οι αφηγήσεις του, οι εμπειρίες του, ήθελε να μας μπάσουν σε όσα συνέβαιναν στη Ελλάδα, να μας οδηγήσουν στην ιστορία την ίδια, αυτής της χώρας.
Αυτός ο βενιζελικός, ο επιλοχίας του αλβανικού μετώπου, ο κεντρώος, ο «συντηρητικός», ο καθοδηγητικός-υποστηρικτικός δημοκράτης, που ζούσε το συνεχές «μεροκάματο» της ζωής, ως την αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει μέσα στην πατρίδα του. Αυτός που έζησε και πλούσια και φτωχά, με το αδιάψευστο μοιρογνωμόνιο της ζωής του, μου έμαθε την σχετικότητα των κοινωνικών συνθηκών, προτού γκρεμοτσακιστώ στις «παραμορφωμένες» γνώσεις των πανεπιστημίων! Και ήταν εκπληκτικό, αυτόν που πάντα μια ζωή, πάλευε μέσα στο ελεύθερο επάγγελμα, δεν το άκουσα ούτε μια φορά να λοιδορεί, να σιχτιρίζει τους δημοσίους υπαλλήλους ή τον κράτος. Με τον τρόπο του μου έδειχνε ενα άλλο, διαφορετικό μέτρο, μια άλλη ματιά. Γιατί τα πράγματα είναι απλά, φυσιολογικά, η ζωή είναι λειτουργικός κύκλος στον οποίο δεν οφελεί να προβάλλεις τις προσωπικές σου εμμονές…σε ξεπερνά. Μάθε από αυτήν, επέστρεψε σ’αυτήν. Το παρακάτω κείμενο, αφιερωμένο στα «Ιουλιανά» του πατέρα μου…!
Αντικρίζοντας σήμερα, μετά από 20 χρόνια, τα γεγονότα του Ιούλη 1965 αντιλαμβανόμαστε την κομβικότητα και τη σημασία των γεγονότων εκείνου του μακρινού Ιούλη που εξακολουθεί να πυροδοτείται μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Μόνο και μόνο η παρουσία δύο πρωταγωνιστών και αντιπάλων του ‘65 στην ηγεσία των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας, του Ανδρέα και του Μητσοτάκη, θα αρκούσε για να καταδείξει τη σημασία του.
Όπως μας μιλούσε και για τα Δεκεμβριανά, ατάραχα, ιστορικά και φυσιολογικά! Χωρίς το μένος που φορτίζει τις λέξεις της ιδεολογικής στράτευσης…ένθεν και ένθεν. Τα Δεκεμβριανά για τον πατέρα, ήταν απλά τότε που το ΕΑΜ ήθελε να πάρει την εξουσία. Τόσο απλά! Ίσως γιατί πάνω απ’ολα οι αφηγήσεις του, οι εμπειρίες του, ήθελε να μας μπάσουν σε όσα συνέβαιναν στη Ελλάδα, να μας οδηγήσουν στην ιστορία την ίδια, αυτής της χώρας.
Αυτός ο βενιζελικός, ο επιλοχίας του αλβανικού μετώπου, ο κεντρώος, ο «συντηρητικός», ο καθοδηγητικός-υποστηρικτικός δημοκράτης, που ζούσε το συνεχές «μεροκάματο» της ζωής, ως την αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει μέσα στην πατρίδα του. Αυτός που έζησε και πλούσια και φτωχά, με το αδιάψευστο μοιρογνωμόνιο της ζωής του, μου έμαθε την σχετικότητα των κοινωνικών συνθηκών, προτού γκρεμοτσακιστώ στις «παραμορφωμένες» γνώσεις των πανεπιστημίων! Και ήταν εκπληκτικό, αυτόν που πάντα μια ζωή, πάλευε μέσα στο ελεύθερο επάγγελμα, δεν το άκουσα ούτε μια φορά να λοιδορεί, να σιχτιρίζει τους δημοσίους υπαλλήλους ή τον κράτος. Με τον τρόπο του μου έδειχνε ενα άλλο, διαφορετικό μέτρο, μια άλλη ματιά. Γιατί τα πράγματα είναι απλά, φυσιολογικά, η ζωή είναι λειτουργικός κύκλος στον οποίο δεν οφελεί να προβάλλεις τις προσωπικές σου εμμονές…σε ξεπερνά. Μάθε από αυτήν, επέστρεψε σ’αυτήν. Το παρακάτω κείμενο, αφιερωμένο στα «Ιουλιανά» του πατέρα μου…!
Δημήτρης Ναπ.Γ
Ιουλιανά 1965: Μετά είκοσι έτη
Του Γιώργου ΚαραμπελιάΑντικρίζοντας σήμερα, μετά από 20 χρόνια, τα γεγονότα του Ιούλη 1965 αντιλαμβανόμαστε την κομβικότητα και τη σημασία των γεγονότων εκείνου του μακρινού Ιούλη που εξακολουθεί να πυροδοτείται μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Μόνο και μόνο η παρουσία δύο πρωταγωνιστών και αντιπάλων του ‘65 στην ηγεσία των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας, του Ανδρέα και του Μητσοτάκη, θα αρκούσε για να καταδείξει τη σημασία του.
Βλέποντας σήμερα το 1965 κατανοούμε πως αποτέλεσε τόσο τη συμπύκνωση αντιθέσεων που εκρήγνυνται στην τότε πραγματικότητα όσο και την αρχή μιας άλλης περιόδου που θα έρθει να ολοκληρωθεί με τη μεταπολίτευση.
Ταυτόχρονα οι 70 μέρες αδιάκοπων διαδηλώσεων, που άρχισαν τον Ιούλη και τέλειωσαν τον Σεπτέμβρη, σημαδεύουν και οριοθετούν εκείνη τη ριζοσπαστικό-τητα και την ιδιαιτερότητα της πολιτικο-κοινωνικής συγκρότησης που θα ξεδιπλωθεί στη συνέχεια στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση και θα πάρει την πιο ολοκληρωμένη μορφή της με το ΠΑΣΟΚ. Ίσως δε το 1985 να αποτελεί μια καμπή, ένα «τέλος εποχής» –και από αυτή την άποψη, ότι δηλαδή αυτή η ριζοσπαστικότητα έχει πια οδηγηθεί στο τέλος της με την ιδιαίτερη μορφή που αναπήδησε το 1965. Το 1965 υπήρξε η εκδήλωση των ίδιων δυνάμεων –βασικά– που κινήθηκαν στη μεταπολίτευση, ήταν το κλείσιμο της «μικρής μεταπολίτευσης», 1963-65, ως της πρώτης απόπειρας ριζικού εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας μετά τον εμφύλιο. Και η ήττα –τότε– ήρθε να πυροδοτήσει –από απόσταση– την ωρίμανση των δυνάμεων που 9 χρόνια αργότερα θα ξεκινούσαν τη μεγάλη κίνηση της μεταπολίτευσης. Αλλά ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά.
Οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα
Εκ των υστέρων μπορούμε να προτείνουμε μια συγκεκριμένη περιοδολόγηση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η περίοδος 1950-1961 είναι η εποχή της «ανοικοδόμησης», της κατασκευής υποδομής, η εποχή των «έργων» του πρώτου Καραμανλή, μια εποχή κατά την οποία το κέντρο βάρους πέφτει στους δρόμους, το ηλεκτρικό δίκτυο, την ανοικοδόμηση των καταστροφών της δεκαετίας 1940-1950, της ανασύνθεσης του κοινωνικού ιστού σε μια νέα βάση. Εκείνη την πρώτη δεκαετία διαμορφώνεται ο χαρακτήρας της ανάπτυξης που θα σφραγίσει την μετέπειτα Ελλάδα.
Όπως έχουμε δείξει εκτενέστερα στο βιβλίο Μικρομεσαία Δημοκρατία, ο δρόμος που πήρε από το 1945 και μετά η ελληνική οικονομία και κοινωνία ήταν αποτέλεσμα της ταξικής σύγκρουσης της δεκαετίας 1940-1950. Απέναντι στην κρίση των μικροϊδιοκτητικών και μικροαστικών δυνάμεων γενικότερα, που στην Κατοχή τροφοδότησε την Αντίσταση και τη διόγκωση των δυνάμεων του ΚΚΕ, το «κατεστημένο» και οι Αμερικάνοι καθοδηγητές τους δεν απάντησαν μόνο με μέτρα στρατιωτικής καταστολής, αλλά προσπάθησαν να οικοδομήσουν και ένα σύνολο από ταξικές συμμαχίες και να συγκροτήσουν κοινωνικές δομές που να επιτρέπουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος. Κεντρικός στόχος σ’ αυτή την κατεύθυνση ήταν η αποφυγή της προλεταριοποίησης των παλιών μεσαίων στρωμάτων και η αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα νέων μικρομεσαίων στρωμάτων που θα έμπαιναν φραγμός στον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Ακολουθείται λοιπόν μια συνειδητή πολιτική «διασποράς της ιδιοκτησίας» και άρνησης της καπιταλιστικής συγκέντρωσης, όσο αυτό ήταν δυνατό. Το νέο μοντέλο που προωθείται είναι η επέκταση των μικρομεσαίων στρωμάτων και όχι απλά η ανασύσταση των παλιών κατεστραμμένων μικροϊδιοκτητών. Τότε γεννιέται εκείνο το μοντέλο της μεταπολεμικής ανάπτυξης που δε στηρίζεται στη βιομηχανική συγκέντρωση αλλά στην κατασκευή υποδομής, την εκτέλεση έργων, την επέκταση της αγροτικής παραγωγής, ενώ από την άποψη της βιομηχανικής παραγωγής στηρίζεται απλά στην ανασύνταξη και ανανέωση του παλιού βιομηχανικού δυναμικού. Όλα αυτά βέβαια μέσα σε ένα πλαίσιο γενικευμένης καταστολής, αντικομουνιστικού κράτους, συντηρητισμού, παλατιανής κυριαρχίας, πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης, χαφιεδοκρατίας, δικών για κατασκοπεία, κλπ.
Τα τέλη της δεκαετίας του 50 αποτελούν μια τομή σ’ αυτή την πολιτική. Η συγκυρία μεταβάλλεται. Η μεταπολεμική επέκταση του δυτικο-ευρωπαϊκού καπιταλισμού αρχίζει να επηρεάζει και την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή υπογράφει τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ που μετά από μια μεταβατική περίοδο 22 χρόνων θα οδηγούσε σε ένταξη. Η εποχή της «υποδομής» έχει τελειώσει. Αρχίζει η εποχή της «μεγάλης ανάπτυξης». Για 12 χρόνια περίπου, από το 1961 μέχρι το 1973, η Ελλάδα γνωρίζει μια από τις σημαντικότερες περιόδους οικονομικής επέκτασης της ιστορίας της, ενώ ταυτόχρονα ο κοινωνικός ιστός ανασυντίθεται. Αρχίζει η μεγάλη εποχή της οικοδομής που ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 φέρνει την Ελλάδα σε μια από τις πρώτες θέσεις στην οικοδομή σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στη βιομηχανία αρχίζει, μέσα από τη διεύρυνση της άμεσης και παραγωγικής κατανάλωσης, η δημιουργία εκείνης της «μοντέρνας βιομηχανίας» που σφραγίζει και τη σημερινή παραγωγική δομή. Τσιμέντα, διυλιστήρια, ναυπηγεία, χαλυβουργίες, αλουμίνιο, αναπτύσσονται ξαφνικά κάτω από την ώθηση του ξένου κεφαλαίου. Πεσινέ και Έσσο-Πάππας γίνονται τα σύμβολα αυτής της νέας ανάπτυξης και εισβολής του ξένου βιομηχανικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα αρχίζει η μεγάλη έξοδος της αγροτιάς. Η μετανάστευση στην Αθήνα και την Ευρώπη παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Περίπου 150.000 άτομα το χρόνο μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έξοδο μετά την καμπή του αιώνα και τη μετανάστευση στην Αμερική.
Το παλιό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο τρίζει. Νέες κοινωνικές δυνάμεις περνάνε στο προσκήνιο. Οικοδόμοι και βιομηχανικοί εργάτες κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με επίκεντρο τους οικοδόμους. Εκατόν πενήντα χιλιάδες οικοδόμοι στην Αθήνα –ο «εργάτης-μάζα» της ελληνικής ανάπτυξης, με κέντρο τους μπεταζήδες– αποτελούν τις κεντρικές δυνάμεις αυτής της αυθεντικής «στρατιάς της αλλαγής». Και η κυριαρχία της Αριστεράς είναι σχεδόν απόλυτη. Ήταν μια «εκδίκηση της ιστορίας». Οι παλιοί αριστεροί, διωγμένοι από το δημόσιο και τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις από την Ασφάλεια και τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, καταφεύγουν στην οικοδομή. Όταν μετά το 1960 ο κλάδος διογκώνεται με την είσοδο χιλιάδων αγροτών που διώχνονται από τα χωριά, η Αριστερά κατέχει μια στρατηγική θέση στον κλάδο. Παράλληλα αναπτύσσεται η νέα εργατική τάξη της βιομηχανίας.
Η ανατροπή προφανώς δεν περιορίζεται στις κατώτερες τάξεις. Γεννιέται μια νέα βιομηχανική και επιχειρηματική αστική τάξη που δε στοχεύει απλώς στην εισαγωγή και τη συναρμολόγηση, μια αστική τάξη που θεωρεί τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς ως ανάγκη. Για πρώτη φορά αναπτύσσονται τα «νέα μεσαία στρώματα». Τεχνικοί και τεχνοκράτες, οικονομολόγοι και μάνατζερ κάνουν την εμφάνιση τους στο ελληνικό στερέωμα. Παράλληλα ο φοιτητικός χώρος μεταβάλλεται σε κεντρικό χώρο ζύμωσης, προβληματισμού, συζήτησης. Η Ελλάδα έμπαινε σε μια περίοδο μεγάλης αλλαγής!
Το παλιό πλαίσιο, αποδείχτηκε ανίκανο να χωρέσει τη νέα πραγματικότητα. Οι εκλογές του 1961 αποτελούν μια τομή. Η παλιά δομή της δεξιάς, η δομή του χαφιέδικου κράτους, των θυρωρών, των ψιλικατζήδων με πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, των εργολάβων, της παλιάς ολιγαρχίας, του Παλατιού, του στρατού των καραβανάδων, των ασφαλιτών, των Κυπατζήδων και των πρακτόρων της CΙΑ, αποδείχνεται ανίκανη να χωρέσει τις νέες κοινωνικές δυνάμεις και μετασχηματισμούς. Το 1961 γίνεται η πρώτη αγωνιώδης απόπειρα να κρατηθεί στην εξουσία απέναντι στην «Ένωση Κέντρου» που νεκρανασταίνεται με τη βοήθεια της ίδιας της αμερικάνικης πρεσβείας που τρομάζει από το 25% της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958. Οι εκλογές της «βίας και νοθείας» της Δεξιάς το 1961 είναι η πρώτη λυσσαλέα αντίδραση του παλιού χαφιέδικου κράτους, η πρώτη μιας σειράς αντιδράσεων που θα οδηγήσουν μέχρι τη δικτατορία του 1967 και θα κλείσουν μόνο με την κατάρρευση της, δεκατρία χρόνια αργότερα, ενώ οι κοινωνικές και πολιτικές της προσβάσεις θα περιορίζονται αδιάκοπα.
Οι εκλογές της «βίας και νοθείας» του 1961 και η σύγκρουση που ακολούθησε, για να κορυφωθεί το 1965, επιτρέπουν μια νέα αναδιάταξη των δυνάμεων, μια αναδιάταξη που θα σφραγίσει την επόμενη εικοσαετία. Η νέα αντιπαράθεση που αρχίζει από το 1961 θα είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις του «σκότους» και του «φωτός», ανάμεσα στις «προοδευτικές» δυνάμεις και την «αντίδραση», ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την καθυστέρηση. Έτσι η παλιά αντιπαράθεση ανάμεσα σε αριστερά και «εθνικόφρονες» (γιατί, παρά τις διαφορές τους, δεξιοί και κεντρώοι, είχαν αντιμετωπίσει ενιαία την Αριστερά στη διάρκεια του εμφύλιου) αρχίζει να περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η ελληνική κοινωνία μπαίνει σε κίνηση. Μια κίνηση που θα διαρκέσει τουλάχιστον είκοσι χρόνια, και που οι κατευθύνσεις της θα διαγραφούν αδρά σ’ αυτή την αρχική περίοδο σχηματισμού.
Η ανατροπή του παλιού μπλοκ
Αρχίζει ο ανένδοτος αγώνας που θα σημαδέψει αυτή τη νέα τομή, αυτό το νέο διπολισμό της ελληνικής κοινωνίας, διπολισμό που η μεταπολίτευση θα έρθει να ολοκληρώσει και να μεταθέσει σε τελευταία ανάλυση σε νέα πεδία. Αλλά ας μείνουμε στο θέμα μας: Το παλαιό «Κέντρο», οργανωμένο κάτω από την πρωτοβουλία των ίδιων των Αμερικανών και διαθέτοντας πρόσκαιρα την εύνοια του Παλατιού, προβάλλει πλέον ως ο φορέας μιας εναλλαγής, μετά από δέκα χρόνων κυριαρχία δεξιών κυβερνήσεων. Αλλά ο μακιαβελισμός του Παλατιού θα αποδειχτεί παιδαριώδης. Μπορεί στην ηγεσία του Κέντρου να βρίσκονταν οι ίδιοι φθαρμένοι και δοκιμασμένοι αντικομουνιστές, ο Βενιζέλος, ο Παπανδρέου, ο Στεφανόπουλος, αλλά το «περιεχόμενο» δεν ήταν πλέον το ίδιο. Δεν επρόκειτο για μια εναλλαγή του τύπου της εναλλαγής δεξιών και κεντρώων κυβερνήσεων της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Με έναν ιδιότυπο τρόπο, πίσω από τον φθαρμένο τίτλο της «Ένωσης Κέντρου», συγκεντρώνονταν οι νέες δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Ο «ανένδοτος αγώνας» του Γεώργιου Παπανδρέου μπορεί να φάνταζε σαν προεκλογική μανούβρα ενός γερασμένου πολιτικού με παρωχημένα ρητορικά σχήματα, ωστόσο επέτρεπε την ανάπτυξη δυνάμεων που δεν έβρισκαν τρόπο να εκφραστούν μέσα από την παλιά Αριστερά.
Το «κατόρθωμα» του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1974, η δημιουργία δηλαδή ενός μεγάλου κόμματος και η απογύμνωση της παραδοσιακής Αριστεράς από συνθήματα και ανθρώπους είχε ήδη πραγματοποιηθεί, σε άλλες συνθήκες και με άλλους όρους, από τον πατέρα του. Η ΕΔΑ, που το 1958 με το 25% των ψήφων έμοιαζε πως έβαζε στα σοβαρά υποψηφιότητα για τη μεταβολή της στο δεύτερο πόλο της ελληνικής πολιτικής ζωής, γρήγορα ξεπεράστηκε και υποβιβάστηκε σε εκείνο το 14% που και σήμερα δείχνει να αποτελεί το «μοιραίο» όριο της παραδοσιακής Αριστεράς. Η προσκόλληση της στη Ρωσία και βέβαια η ήττα της στον Εμφύλιο, όπως και η αδυναμία της να κινηθεί έξω από τα κλασικά της σχήματα, την έκαναν ανίκανη να εκφράσει τη νέα δυναμική. Από το 1961 και μετά, εκτός από κάποια μικρά διαλείμματα, θα μεταβληθεί σε δορυφορική δύναμη κάποιου Παπανδρέου, του Πρώτου ή του Δεύτερου. Στο βάθος αυτής της αδυναμίας της παραδοσιακής αριστεράς θα πρέπει βέβαια να αναζητηθεί η ιδιαίτερη κοινωνική δομή της Ελλάδας. Μια χώρα όπου οι μισθωτοί δεν ξεπερνούσαν –τότε– το 35% και σήμερα μόλις φτάνουν το 50%, μια χώρα όπου οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες κυμαίνονταν ανάμεσα στο 50% το 1960 και το 25% το 1985, ο παπανδρεϊσμός, τόσο του «γέρου» όσο και του «Ανδρέα» στη συνέχεια, δεν εξέφραζε παρά τη φυσική πορεία της ριζοσπαστικοποίησης μιας μικροϊδιοκτητικής κοινωνίας.
Η πολιτική της δεξιάς για την ενίσχυση της μικροϊδιοκτησίας, αμέσως μετά το 1945, μεταβάλλεται σε μπούμεραγκ κάποια δοσμένη στιγμή. Γιατί αυτή η πολιτική δεν επέτρεψε μια γενικευμένη επέκταση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και αν πράγματι απέτρεψε τον σχηματισμό ενός συμπαγούς βιομηχανικού προλεταριάτου, ταυτόχρονα απετέλεσε εμπόδιο και στο σχηματισμό μιας αναπτυγμένης και ισχυρής σύγχρονης αστικής τάξης. Έτσι ο «εκσυγχρονισμός» δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί ικανοποιητικά από μια ισχυρή αστική τάξη, όπως έγινε σε ένα βαθμό σε χώρες όπως η Ισπανία, ή στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες μετά τον πόλεμο, αλλά οδήγησε αντίθετα σε μια γενικευμένη περίοδο κοινωνικής αναταραχής, ανατροπών, κλπ.· και τελικά σφραγίστηκε με μια δικτατορία που κατέρρευσε με την ήττα της Ελλάδας στην Κύπρο και που πληρώθηκε στη συνέχεια από την ίδια την αστική τάξη με την μετεξέλιξη της παλιάς Ένωσης Κέντρου σε σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ και τη γενικευμένη κρατικοποίηση ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων.
Αλλά ας μην προτρέχουμε. Το 1963-64, με τις δύο αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες της Ε.Κ., όλα φαίνονταν πιθανά για το αστικό εγχείρημα του εκσυγχρονισμού. Η αστική τάξη, πραγματοποιώντας μια ευρεία εκσυγχρονιστική κίνηση και έχοντας αφαιρέσει το 35% της δύναμης της παραδοσιακής Αριστεράς, φάνηκε πως μέσα σε μια ευνοϊκή οικονομική συγκυρία –με ρυθμούς βιομηχανικής επέκτασης που ξεπέρναγαν συχνά το 10% το χρόνο, με την εξαγωγή των πλεονασματικών χεριών στο εξωτερικό, την εισαγωγή συναλλάγματος, τη διόγκωση του, τουρισμού, της ναυτιλίας, με ένα νόμισμα αρκετά σταθερό κ.λπ..– θα πετύχαινε έναν «ήρεμο εκσυγχρονισμό», με τις ευλογίες των Αμερικάνων και του Παλατιού.
Το παλιό συγκρότημα εξουσίας, η παλαιά Δεξιά έμοιαζε να έχει πάρει την κάτω βόλτα για μια μεγάλη περίοδο, περιορισμένη στο 35% των ψήφων. Ο Καραμανλής, υποχωρώντας μπροστά στον Παπανδρέου, εγκατέλειπε την Ελλάδα με ψευδώνυμο. Η Ελλάδα έμπαινε στον αστερισμό του εκσυγχρονισμού.
Και πράγματι ήταν καιρός. Το εγχείρημα άρχιζε σχεδόν είκοσι χρόνια μετά το αντίστοιχο της Δυτικής Ευρώπης. Η ιστορική καθυστέρηση ήταν τεράστια.
Η Πολιτιστική Επανάσταση του ’60
Και όπως γίνεται πάντα, αυτή η μεγάλη πολιτική και κοινωνική κίνηση, αυτή η απελευθερωτική κίνηση της ελληνικής κοινωνίας από τα μετεμφυλιακά δεσμά, συνοδεύτηκε και ή προετοιμάστηκε από μια πολιτιστική επανάσταση που όμοια της δεν είχε γνωρίσει η μεταπολεμική Ελλάδα. «Επανάσταση» που συμβάδιζε με την παγκόσμια πολιτιστική επανάσταση που διαπερνούσε τον πλανήτη μας, από την Κίνα μέχρι το Μπέρκλεϋ και από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική. Αυτός ο συντονισμός της ελληνικής με την παγκόσμια κίνηση είχε σα συνέπεια μια άνθηση μεγάλης κλίμακας[1].
Το Πανεπιστήμιο μεταβάλλεται σε έναν χώρο προβληματισμού που όμοιος του ίσως δεν έχει υπάρξει στη σύγχρονη Ελλάδα. Για πρώτη φορά εισβάλλουν όλα τα ρεύματα σκέψης, έστω και σε μικροκλίμακα. Η «Πανσπουδαστική» γίνεται το πρώτο όργανο προβληματισμού. Τα βιβλία του Λένιν και του Μαρξ αρχίζουν και πάλι να κυκλοφορούν. Από τότε γνωρίζουμε τον Καίσλερ και φτάνουν οι πρώτοι απόηχοι της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Γκεβάρα, ο Κάστρο, ο Μάο, το Κράτος και Επανάσταση του Λένιν, τα βιβλία του Πουλιόπουλου, κ.λπ. Αλλά στην άκρα αριστερά θα επανέλθουμε. Ας δούμε τι γίνεται στον τομέα της γενικότερης πολιτιστικής και ιδεολογικής κίνησης.
Στην ποίηση είναι η εποχή της κριτικής αποτίμησης του παρελθόντος και της αποφασιστικής αλλαγής στη μορφή. Ο Αναγνωστάκης, ο Κύρου, ο Λεοντάρης, ο Ρίτσος εκείνης της εποχής. Ανακαλύπτεται και πάλι ο Κατσαρός, και περιοδικά όπως οι Μαρτυρίες και η Επιθεώρηση Τέχνης σπάνε τα παλιά δεσμά του «δογματισμού» (έστω και αν οι Μαρτυρίες το κάνουν από μια «τροτσκιστική» επαναστατική σκοπιά και η Επιθεώρηση Τέχνης από πρώιμη «ευρωκομμουνιστική»). Ο Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ και ο Ελύτης μεσουρανεί. Η Ελλάδα ανακαλύπτει τον Μπρεχτ, τον Σαρτρ, και στο θέατρο προβάλλει πια η «νέα ελληνική δραματουργία», Καμπανέλλης, Αναγνωστάκη, Κουν, κ.λπ. Στο τραγούδι έχουμε την «επανάσταση» του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη ενώ ήδη το 1963-64 εμφανίζεται ο Σαββόπουλος. Στον κινηματογράφο ανατέλλει ο «νέος ελληνικός κινηματογράφος», Μανθούλης, Πανουσόπουλος, Αγγελόπουλος, Δαμιανός, κ.λπ. Δημιουργούνται και λειτουργούν δυο κινηματογραφικές λέσχες στην Αθήνα. Στην πεζογραφία η κυριαρχία της παλιάς γενιάς του τριάντα σπάει με την εμφάνιση του Τσίρκα, του Κουμανταρέα, του Βασιλικού, του Χατζή, και άλλων. Στην κριτική, στο δοκίμιο, κ.λπ. εμφανίζονται ήδη ο Μαρωνίτης, ο Σταματίου, ο Μπακογιαννόπουλος, ο Ραφαηλίδης, ο Γεωργουσόπουλος, κ.λπ. Και αν συνεχίσουμε την απαρίθμηση θα διαπιστώσουμε ότι όλο το πνευματικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης και της Αριστεράς που σήμερα θεσμοθετεί και κυριαρχεί στην πολιτιστική ζωή, αναπτύσσεται και διαμορφώνεται σε κείνη την κοσμογονική για την Ελλάδα και τον κόσμο αρχή της δεκαετίας του 1960. Αλλά τότε βέβαια κάτω από άλλους όρους. Χωρίς χρήματα και παχυλούς μισθούς, καταδιωγμένοι από την Ασφάλεια και το πολιτιστικό και ιδεολογικό κατεστημένο των εθνικοφρόνων. Τότε, παρ’ όλο που εν πολλοίς επρόκειτο για μια ρεφορμιστική αριστερά, ήταν όμως μια μαχόμενη αριστερά μέσα σε δύσκολες συνθήκες.
Αυτή η πολιτιστική επανάσταση αγκαλιάζει τομείς που μέχρι τότε είχαν μείνει ακίνητοι, έξω από κάθε προβληματισμό. Από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο θα ξεπηδήσει ο νεαρός αρθρογράφος —παλιός Επονίτης— για να γίνει υπουργός της κυβέρνησης Παπανδρέου, Θανάσης Κανελλόπουλος·. Τα new Ιοοκ Αμέρικα μπόυς που ήρθαν στην Ελλάδα στις αποσκευές του Ανδρέα Παπανδρέου, οι κεϋνσιανοί και νεο-κευνσιανοί, θα συσπειρωθούν γύρω από το περιοδικό Νέα Οικονομία, Φίλιας, Παπασπηλιόπουλος, Καράγιωργας, Νοταράς (η μετέπειτα «Σοσιαλιστική Πορεία»). Η θεωρία της υπανάπτυξης,, ο «τριτο-κοσμισμός», ξαπλώνονται. Σε όποιο τομέα και να κοιτάξουμε έχουμε αυτή την αίσθηση αναβρασμού και κίνησης. Τότε είναι η μεγάλη εποχή της ανακάλυψης του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, του «λαϊκού» και του ρεμπέτικου, ακόμα βέβαια σε στενούς κύκλους μιας «πρωτοπορίας».
Ο χώρος της αριστεράς είναι το επίκεντρο όλων αυτών των κινήσεων. Και οι κινήσεις είναι σημαντικές. Η ρήξη του χρουστσωφισμού με την παλιά σταλινική ορθοδοξία ανοίγει το δρόμο για αναθεωρήσεις και προβληματισμούς. Προβληματισμούς που ενώ στην αρχή ξεκινάνε με τη μορφή μιας απλής «προσαρμογής» στα πλαίσια της εποχής και ένα σκιώδη πρωτο-ευρωκομμουνισμό, με εκφραστή από τότε τον Λεωνίδα Κύρκο και τον Ανδρέα Λεντάκη στο χώρο της νεολαίας, σύντομα αυτή η φάση αρχίζει να ξεπερνιέται, ιδιαίτερα στη νεολαία, που την απομάκρυνση από το δογματισμό δεν την βλέπει μόνο σαν αποτίναξη του Ζαχαριάδη και πέρασμα σε έναν τολιατισμό, αλλά, παίρνοντας όλο και πιο έντονα τα μηνύματα από την επανάσταση στον Τρίτο Κόσμο –Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κογκό κ.λπ.– όπως και από τη γέννηση του «νέου κινήματος» στη Δύση –Μπέρκλεϋ, «πρόβος» στην Ολλανδία, κ.λπ.–, αρχίζει να βάζει όλο και πιο προχωρημένα αιτήματα. Στο χώρο της Νεολαίας της ΕΛΑ αρχικά και των Λαμπράκηδων από το 1964 και μετά, οι προβληματισμοί πολλαπλασιάζονται. Όταν μάλιστα εμφανίζεται η κινέζικη διαφωνία, οι κινήσεις αυτές βρίσκουν μια βάση και στο παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα. Η νεολαία μεταβάλλεται σε «διαρκές πρόβλημα» για την ηγεσία της αριστεράς που προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή την πολύμορφη ετεροδοξία που επεκτείνεται. «Κινέζοι», «τσαουσεσκικοί», «κοινοβίτες» (από την ομάδα που ανήκε ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Μάκης Παπούλιας, ο Παναγιώτης Γουλιέλμος, και που έβαζε σαν στόχο την κοινοβιακή ζωή), «Φινιχίτες» (από την ομάδα που έβγαζε αρχικά το περιοδικό Φίλοι Νέων Χωρών με τον Νίκο Ψυρούκη και στη συνέχεια το περιοδικό Αντιϊμπεριαλιστής), τροτσκιστές που γνώριζαν μια νέα εξάπλωση στη νεολαία μετά από πολλά χρόνια, και τέλος «Αναγεννητές», από το 1964 και μετά, δηλαδή εκείνοι που είχαν συσπειρωθεί γύρω από το περιοδικό Αναγέννηση που έβγαζαν παλιοί ζαχαριαδικοί όπως ο Γιάννης Χοτζέας που μόλις είχαν γυρίσει από την εξορία, και που ταυτόχρονα υποστήριζαν την κινέζικη πολιτική, ακόμα και μερικοί «σομπίτες», δηλαδή υποστηρικτές του περιοδικού Socialisme ou Barbarie και του Καστοριάδη. Η νεολαία Λαμπράκη είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι διαφορετικών ομάδων, φραξιών, απόψεων, κινήσεων.
Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος
Αυτή η πολιτιστική, οικονομική και πολιτική αναταραχή που διαπερνούσε όλη την κοινωνία δεν ήταν δυνατό να αφήσει απ’ έξω το εργατικό κίνημα. Μάλιστα, το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά των ανατροπών που περιγράψαμε.
Όπως τονίσαμε ήδη, το κέντρο του νέου κινήματος είναι οι οικοδόμοι, που γνώρισαν μια τεράστια αύξηση αυτή την περίοδο. Μέσα σε λίγα χρόνια οι οικοδόμοι, που το 1950 ήταν γύρω στα 70.000 άτομα, έφτασαν τις 200.000. Ήταν ένα προλεταριάτο νέο, δυναμικό, που εμφάνιζε όλα τα χαρακτηριστικά του «εργάτη-μάζα». Ας επιμείνουμε λίγο σ’ αυτό. Η οικοδομή εκείνης της εποχής ελάχιστα μοιάζει με τη σημερινή. Σε κάθε γιαπί δούλευαν ταυτόχρονα δεκάδες ή ακόμα και εκατοντάδες ανειδίκευτοι εργάτες που κουβαλούσαν με τα χέρια το τσιμέντο και τη λάσπη και κατασκεύαζαν επί τόπου το σιδερένιο σκελετό. Δεν υπήρχαν ούτε αναβατόρια, ούτε προκατασκευασμένο σκυρόδεμα. Όλα γίνονταν επί τόπου και με την άμεση μυϊκή δύναμη. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες νέοι από αγροτικές περιοχές ήρθαν να επανδρώσουν τον κλάδο, ενώ οι παλιοί αριστεροί οικοδόμοι έγιναν εργολάβοι και τεχνίτες. Την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη αναπτυσσόταν (με κέντρο τον εργάτη αλυσίδας της αυτοκινητοβιομηχανίας, και γενικά τον εργάτη της αλυσίδας παραγωγής) το φαινόμενο του «εργάτη-μάζα», στην Ελλάδα ο μόνος τομέας της παραγωγής που εμφάνιζε αντίστοιχα χαρακτηριστικά ήταν ο τομέας των κατασκευών. Ο Έλληνας «εργάτης -μάζα» ήταν ο οικοδόμος στα τέλη του ’50 αρχές του ’60. Και αυτός ο εργάτης παρουσίαζε αντίστοιχα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά με εκείνον της Ευρώπης: πολιτική και κοινωνική ριζοσπαστικότητα, πάλη στο επίπεδο της παραγωγής –μεροκάματο και ωράριο– χρησιμοποίηση της προλεταριακής βίας, εξισωτισμός, επέκταση των αγώνων. Όμως τα επίσημα συνδικάτα της ΓΣΕΕ του Μακρή και τα οικοδομικά του Λυκιαρδόπουλου, δεν ήταν παρά παρακρατικοί μηχανισμοί. Δημιουργούνται έτσι καινούρια σωματεία, τα περιβόητα «115» οικοδομικά σωματεία που στη συνέχεια επεκτείνονται και σε άλλους κλάδους και φτάνουν πάνω από 500 σωματεία εκτός επίσημης ΓΣΕΕ. Οι αγώνες που δίνουν είναι υποδειγματικοί, είναι αγώνες οικονομικοί και πολιτικοί. Είναι αγώνες για τη μείωση του ωραρίου εργασίας – οι οικοδόμοι κέρδισαν μια κατάκτηση με έναν τρόπο μοναδικό σε παγκόσμιο επίπεδο, μείωσαν τις ώρες δουλειάς σε 7 τη μέρα χωρίς τη συμφωνία των αφεντικών και του κράτους, την αποφάσισαν και την εφάρμοσαν μονομερώς χωρίς να ρωτήσουν κανένα! Ταυτόχρονα οι αγώνες των οικοδόμων δεν περιορίζονται σε αγώνες με μόνο στόχο τα οικονομικά αιτήματα. Πρωτοστατούν στις πολιτικές κινητοποιήσεις, αποτελούν μαζί με τους φοιτητές το «δίδυμο» της δεκαετίας του ’60, το δίδυμο των Ιουλιανών. Και η ίδια η σύνθεση και η φύση των οικοδομικών αγώνων βοηθάει σε κάτι τέτοιο. Δεν πρόκειται για αγώνες που στρέφονται ενάντια σε κάποια μεγάλα αφεντικά. Η φύση της παραγωγής στην οικοδομή είναι τόσο διάσπαρτη ώστε η σύγκρουση έχει σαν αντίπαλο το ίδιο το κράτος. Οι αγώνες των οικοδόμων είναι άμεσα αντικρατικοί αγώνες, γι’ αυτό και άμεσα πολιτικοί. Επιπλέον είναι αγώνες που διεξάγονται στα κέντρα των πόλεων και ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας. Την εποχή αυτή το κέντρο της Αθήνας είναι ένα απέραντο γιαπί. Πώς να ξεχάσουμε εκείνες τις διαδηλώσεις των Ιουλιανών, ακόμα και τις φοιτητικές διαδηλώσεις της εποχής που πέρναγαν από τα μεγάλα γιαπιά, οι οικοδόμοι σταμάταγαν τη δουλειά και χειροκροτούσαν, φώναζαν συνθήματα ή κατέβαιναν να ενωθούν με τους διαδηλωτές! Η παρουσία των οικοδόμων ήταν άμεση, φυσική, απτή στα κέντρα των πόλεων. Και οι αγώνες τους σφραγίζουν ακριβώς εκείνη την περίοδο ή μάλλον αποτελούν αποφασιστικό στοιχείο εκείνων των αγώνων.
Αλλά μετά τη βιομηχανική επέκταση που αρχίζει στη δεκαετία του ’60 οι αγώνες δεν περιορίζονται μόνο στους οικοδόμους, επεκτείνονται και στα εργοστάσια. Η μεγάλη κινητοποίηση των εργατών του Καρέλα στο Λαύριο το 1964, επί κυβέρνησης Παπανδρέου, που αντιμετωπίστηκε με στρατό, σηματοδοτεί την είσοδο του βιομηχανικού προλεταριάτου στον αγώνα. Σε συνθήκες πτώσης της ανεργίας, όπως στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με το άνοιγμα της μετανάστευσης και την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας, οι εργατικοί αγώνες δεν έχουν χαρακτήρα αμυντικό, «υπεράσπισης της δουλειάς», αλλά επιθετικό, για το μεροκάματο, το ωράριο, τις συνθήκες δουλειάς. Η πτώση της Δεξιάς και η άνοδος της κυβέρνησης Παπανδρέου πυροδοτούν πια ένα εργατικό κίνημα που όμοιο του ίσως δεν είχε γνωρίσει η Ελλάδα, τουλάχιστον η μεταπολεμική.
Η Ελλάδα του 1964 και του 1965 είναι πρώτη χώρα στον κόσμο σε μέρες απεργίας! Το παλιό τοπίο ανατρέπεται άρδην. Στη χώρα που μέχρι τότε σκιάζονταν από τον ασφαλίτη, το χαφιέ, το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας, το κυνήγι και το πέρασμα στο μαυροπίνακα των αριστερών εργατών, ξεκινάνε αγώνες μεγάλης έντασης και πνοής. Καθημερινά η Αθήνα διασχίζεται από διαδηλώσεις και απεργούς.
Παράλληλα ξεσηκώνονται οι αγρότες. Οι ελληνικές πόλεις γνωρίζουν για πρώτη φορά μια νέου είδους κινητοποίηση. Την εισβολή των τρακτέρ στα κέντρα των πόλεων. Δυο δεκαετίες καταπίεσης, τρομοκρατίας και αθλιότητας ανατρέπονται βίαια. Η Ελλάδα γνωρίζει μια πρώιμη και πολύ πιο εκρηκτική «μεταπολίτευση», που όμως δεν κράτησε πάνω από 18 μήνες. Η αστική τάξη, το Παλάτι, οι Αμερικάνοι, τρομαγμένοι οπισθοχωρούν και ανατρέπουν την κυβέρνηση Παπανδρέου. Δίπλα βέβαια στους οικοδόμους, τους βιομηχανικούς εργάτες, τους αγρότες, υπάρχουν και οι φοιτητές.
Η φοιτητική άνοιξη
Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο της «πολιτιστικής επανάστασης» που περιγράψαμε πιο πάνω είναι η «φοιτητική άνοιξη» που όμοια της δεν είχε γνωρίσει η Ελλάδα. Αυτή η «φοιτητική άνοιξη», που αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και φτάνει μέχρι το 1966-67, φέρνει την Ελλάδα και το φοιτητικό χώρο από συνθήκες φοβερής υπανάπτυξης στην πρωτοπορία νέων αγώνων, πρωτόγνωρων στις ελληνικές συνθήκες. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο γνωρίζει εκείνη την περίοδο την πρώτη του μεγάλη διεύρυνση· από 20 χιλιάδες φοιτητές φτάνει τους 50-60 χιλιάδες, γεννιέται το μαζικό Πανεπιστήμιο.
Ταυτόχρονα η καθυστερημένη και αναχρονιστική ιδεολογία της Δεξιάς σαρώνεται. Οι νέες ανάγκες της παραγωγής αλλά και της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου κράτους σπρώχνουν στην αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Η πίεση για εκσυγχρονισμό είναι τεράστια. Ένας από τους βασικότερους αγώνες που οδήγησαν στην πτώση της Δεξιάς είναι ο αγώνας για να δοθεί το 15% του κρατικού προϋπολογισμού στην παιδεία, το περιβόητο Κίνημα του «15%». Τότε το φοιτητικό κίνημα διεκδικεί ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα, τη βελτίωση και τη ριζική αλλαγή της υλικοτεχνικής βάσης, την κατάργηση των υποχρεωτικών παρουσιών στις παραδόσεις, το γκρέμισμα της από καθέδρας διδασκαλίας, την αλλαγή του περιεχόμενου της εκπαίδευσης, που ήταν συχνά όχι απλά αναχρονιστικό και απαρχαιωμένο αλλά ανοιχτά φασιστικό και καθαρευουσιάνικο. Η πλειοψηφία των καθηγητών στις θέσεις-κλειδιά είναι είτε μεταξικοί είτε διορισμένοι στον εμφύλιο. Οι αποβολές, τα πειθαρχικά, το κόψιμο για συνδικαλισμό είναι καθημερινή πραγματικότητα. Μέχρι τη δεκαετία του 60 χρειάζεται πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης για να μπορείς να γραφτείς στο Πανεπιστήμιο και οι τραμπούκοι της ΕΚΟΦ, οι Φύσσας, ‘Εβερτ, Ιωαννίδης και άλλοι σημερινοί ήρωες του «νεοφιλελευθερισμού», σε συνεργασία με το σπουδαστικό τμήμα της Ασφάλειας, τους Καραπαναγιώτη, Κραβαρίτη, Μπάμπαλη, κλπ, επιβάλλανε τον νόμο της τρομοκρατίας μέσα στα Πανεπιστήμια.
Η κατάσταση αλλάζει σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50, όταν αρχίζει ένα κίνημα με βάση αρχικά το Κυπριακό και το αίτημα της «αυτοδιάθεσης» και που στη συνέχεια ριζώνει στη συνδικαλιστική οργάνωση των φοιτητών. Από τους φοιτητές της νεολαίας της ΕΔΑ, που συχνά ανήκουν και στην ΕΠΟΝ, ξεκινάει η πρώτη συνδικαλιστική οργάνωση των φοιτητών, η ΔΕΣΠΑ, που οργανώνει τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη Θεσσαλονίκη η ΦΕΑΠΘ τραμπουκοκρατείται. Και μόνο στη δεκαετία του ’60 η ΕΦΕΕ θα εμφανιστεί σαν το πρώτο συλλογικό συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών. Η νεολαία της ΕΔΑ, οι Λαμπράκηδες στη συνέχεια, πρωτοστατούν στην οργάνωση της, αλλά από το 1964 και μετά η νεολαία της Ένωσης Κέντρου παίρνει το πάνω χέρι. Ταυτόχρονα όμως η νεολαία Λαμπράκη υπερφαλαγ-γίζεται και από τα αριστερά της. Γεννιέται η αριστερή αμφισβήτηση. Αυτή η πορεία του φοιτητικού κινήματος δε γίνεται εν κενώ. Πρόκειται για μια εποχή πλούσια σε αντιπαραθέσεις.
Οι ιδεολογικές συγκρούσεις εναλλάσσονται με τη διαδήλωση, με τη σύγκρουση στο δρόμο, με τη σύγκρουση με τους Εκοφίτες, κ.λπ. κ.λπ. Και μέσα σ’ όλα αυτά, όπως δείξαμε, η εισβολή νέων ιδεών και «ακουσμάτων» από το εξωτερικό.
Γεννιέται το σύγχρονο φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα. Οι φοιτητές, από μια μικρή και συχνά αντιδραστική ελίτ, αρχίζουν να μεταβάλλονται σε μια ευρύτερη νεολαιίστικη κατηγορία, σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο που γνωρίζει τη συνδικαλιστική οργάνωση, την καθημερινή διεκδίκηση, την πάλη στο δρόμο και τα οδοφράγματα. Περνάμε από το φοιτητικό χώρο, απλή «αντανάκλαση» των κοινωνικών αντιθέσεων —όπως οριζόταν από τους «κλασικούς»— στο φοιτητικό χώρο σαν ένα νέο μαζικό χώρο, όχι απλά αντανάκλαση των ταξικών διαχωρισμών αλλά νέα συνιστώσα της ταξικής πάλης. Αυτή η νοσταλγία που διαπερνάει σήμερα όλα τα κείμενα των μεσόκοπων της γενιάς του 114 για εκείνη την εποχή, είναι η νοσταλγία για μια εποχή που το φοιτητικό κίνημα γεννιόταν και έσπαγε τους κυματοθραύστες που συναντούσε στο διάβα του. Ήταν πράγματι μια ανεπανάληπτη εποχή, μ’ όλες τις αντιφάσεις της. Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η «ανάπτυξη», ο «εκσυγχρονισμός», η ανατροπή της εξάρτησης. Αυτές οι ιδεολογικές συνιστώσες δίνουν και τα ιδεολογικά όρια αυτού του φοιτητικού κινήματος, που έρχεται να εξαντληθεί στα μεταπολιτευτικά πλαίσια μέσα από μια ενσωμάτωση στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό. Ταυτόχρονα όμως, ακριβώς γιατί αυτά τα αιτήματα αποτελούσαν τότε αιτήματα πραγματικής πάλης, δύσκολα ενσωματώσιμα, μπορούσαν άμεσα να συνδυάζονται με ανατρεπτικές πρακτικές και να διεκδικούνται στο πεζοδρόμιο. Μπορούσαν ταυτόχρονα να συνδυάζονται με προβληματικές που ξεπερνούσαν τον εκσυγχρονισμό και στόχευαν στην ανατροπή. Εξάλλου από το 1965 και μετά οι αριστερές τάσεις δυναμώνουν και τείνουν να κεντράρουν στην ανάγκη ενός ιδεολογικού βαθέματος του κινήματος.
Μετά το 1965 δε θα υπάρξει πια «γενιά του 114», τα αιτήματα θα τείνουν να γίνουν πιο ριζοσπαστικά και οι Λαμπράκηδες θ’ αρχίσουν να υπερφαλαγγίζονται από τα αριστερά τους. θα έρθει όμως η χούντα να δώσει τη δική της απάντηση, πριν αυτό το κίνημα μπορέσει να εξελιχθεί. Πάντως, από το 1964-1965 ο «αριστερισμός» αρχίζει να ξαπλώνεται ανάμεσα στους φοιτητές, φυσικά με μεγαλύτερο βάρος στις «μ-λ» απόψεις και με αναφορά στην Κίνα. Στο εσωτερικό πεδίο, η «αντιϊμπεριαλιστική» και «αντικαπιταλιστική» κριτική αρχίζει να ξεπροβάλλει πίσω από την απλή αναφορά στη δημοκρατία και τον εκσυγχρονισμό. Όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο της εποχής, μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η σύγκρουση με το Παλάτι, με τη Δεξιά, τη στρατοκρατία, έχει ένα συγκεκριμένο, απτό και πραγματικό περιεχόμενο…
Σκίτσο του Μποστ δημοσιεύτηκε στην Αυγή τον Αύγουστο του 1964 και σατιρίζει Τούρκο αεροπόρο που είχε συμμετάσχει στον βομβαρδισμό της Τηλλυρίας
Η λειτουργία του πυροδότη
Παράλληλα με τις εσωτερικές ταξικές αντιθέσεις κινητοποιούνται και οι αντίστοιχες εξωτερικές, και πάνω απ’ όλα το Κυπριακό. Το καθεστώς της Ζυρίχης τινάζεται στον αέρα. Η τρίχρονη λειτουργία του κυπριακού «κράτους» έδειξε πόσο αγεφύρωτη είναι η αντίθεση ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή μειοψηφία και τη συντριπτική ελληνική πλειοψηφία, έδειξε πως το κράτος τη Ζυρίχης είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα που δεν έχει προοπτικές επιβίωσης. Ταυτόχρονα στην Κύπρο αναπτύσσεται κιόλας, γύρω από τον Μακάριο και τον νεοδημιουργημένο κρατικό μηχανισμό, γύρω από μια μερίδα της αστικής τάξης και την παντοδύναμη εκκλησία, μια πτέρυγα που δεν επιζητεί πια την ένωση με την Ελλάδα. Μια πτέρυγα που παύει να θεωρεί πια τη συμφωνία της Ζυρίχης σαν ένα απλό τακτικό βήμα προς την πολυπόθητη αυτοδιάθεση, που αποδέχεται έμμεσα αλλά σαφώς τη βιωσιμότητα του Κυπριακού κράτους ως αυτόνομου κράτους και που προσπαθεί να την κατοχυρώσει πίσω από μια τυπική αναφορά στην «ελληνικότητα». Αυτή η πολιτική ευνοείται και από τη Ρωσία, που προτιμάει βέβαια μια «ανεξάρτητη» Κύπρο από μια Κύπρο ενταγμένη στη νατοϊκή Ελλάδα.
Απέναντι στην εδραίωση του Ζυριχικού κράτους αντιδράει μόνο μια μερίδα των παλιών «ενωτικών», με τον Γρίβα επικεφαλής, που προσπαθεί να προκαλέσει μια σύγκρουση με τους Τουρκοκύπριους και να ανατρέψει τους συσχετισμούς της Ζυρίχης. Αρχίζει η εσωτερική αντιπαράθεση στην Κύπρο, αντιπαράθεση που φτάνει μέχρι τον βομβαρδισμό ελληνικών χωριών από την τούρκικη αεροπορία, αποστολή ελληνικού στρατού στο ύψος της μεραρχίας και ενεργό παρέμβαση των Αμερικάνων. Τότε διαμορφώνεται το περίφημο σχέδιο «’Ατσεσον» που, μετά από διαδοχικές επεξεργασίες, καταλήγει σε ένα σχήμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με ταυτόχρονη παραχώρηση στους Τούρκους μιας νοικιασμένης βάσης στην Καρπασία και πιθανά την παραχώρηση του Καστελόριζου. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας φτάνουν τελικά σε μια αρχική συμφωνία κάτω από πίεση των Αμερικάνων που δεν έχουν καμιά διάθεση να δυναμιτίσουν την νότιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και επιθυμούν μια «σταθερή» λύση. Αντίθετοι είναι βέβαια οι Άγγλοι που βλέπουν πως θα χάσουν τις βάσεις τους, ο Μακάριος και η δεμένη με τα αγγλικά συμφέροντα κυπριακή εμπορική και μεταπρατική αστική τάξη. Την ίδια θέση από τη δική τους πλευρά έχουν και οι Ρώσοι που κινητοποιούν στην Ελλάδα και στην Κύπρο την Αριστερά ενάντια στο «ξεπούλημα» του σχεδίου Άτσεσον. Η τούρκικη κυβέρνηση, που είχε δεχτεί το σχέδιο Άτσεσον μόνο κάτω από τις πιέσεις των Αμερικάνων, αδράχνει κάθε ευκαιρία για να το σαμποτάρει. Ταυτόχρονο; και ο ίδιος ο Παπανδρέου, που το είχε δεχτεί, υπαναχωρεί και αρνείται στη Νέα Υόρκη να καμφθεί στις πιέσεις του Τζόνσον, μια και το σχέδιο Άτσεσον ταυτίζεται πια μέσα στη λαϊκή συνείδηση με ένα νέο «ξεπούλημα» της Κύπρου. Έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα αλλάζουν, γεννιέται ο σύγχρονος αντιαμερικανισμός!
Η Ελλάδα που εκτός από την αριστερά ήταν φιλοαμερικάνικη στην πλειοψηφία της μέχρι το 1960 περίπου, αρχίζει να αλλάζει χρώμα. Οι Κεντρώοι μετακινούνται σταδιακά σε αντιαμερικανικές θέσεις. Το σχέδιο Μάρσαλ έχει τελειώσει, ο ψυχρός πόλεμος έχει εξασθενήσει και η απειλή της αριστεράς έχει περιοριστεί πια στα μάτια των παλιών αντικομουνιστών. Η «φιλοτουρκική» στάση της Αμερικής και η υποστήριξη από πλευρά τους του Παλατιού σπρώχνει σε μετακινήσεις μεγάλης κλίμακας.
Η Κύπρος, ο μεγάλος πυροδότης των πολιτικών εξελίξεων σε όλη την μεταπολεμική ιστορία μας, παρεμβαίνει και πάλι. Αυτή η κίνηση για αποτίναξη της αμερικάνικης εξάρτησης που βαθαίνει μέσα στη λαϊκή συνείδηση δεν είναι μόνο συνέπεια του Κυπριακού και της ύφεσης στο διεθνές πεδίο. Εκφράζει βαθύτερες τάσεις της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η Ελλάδα, μέσα από τη βιομηχανική και γενικότερη οικονομική της ανάπτυξη, προσεγγίζει στην Δυτική Ευρώπη, που μεταβάλλεται σταδιακά στον πρώτο εταίρο της ελληνικής οικονομίας. Ο ατλαντισμός αρχίζει να εξασθενεί σε όφελος του ευρωπαισμού. Αρχίζει η μεγάλη στροφή που θα οδηγήσει την Ελλάδα, είκοσι χρόνια μετά, σε σχέσεις με την Αμερική παρόμοιες με εκείνες της Δυτικής Ευρώπης, ενός μικρού εταίρου, και όχι πια ενός προτεκτοράτου, όπως ήταν στη δεκαετία του 50. Όμως η κίνηση μόλις αρχίζει.
Η αποτυχία της αριστεράς και το «νέο» Κέντρο
Όπως τονίσαμε παραπάνω η μεγάλη άνοδος της Αριστεράς στις εκλογές του 1958 αποτέλεσε το σήμα κινδύνου για τους Αμερικάνους και την αστική τάξη, για το Παλάτι. Σπρώχνουν τότε στην ανασυγκρότηση και ενοποίηση του παλιού Κέντρου, που είχε περάσει σε παρακμή.
Πράγματι μέχρι το 1952, το παλιό Κέντρο — Φιλελεύθεροι, ΕΠΕΚ, Παπανδρέου, Σοφούλης, Πλαστήρας, Βενιζέλος κ.λπ. — αποτέλεσε την κύρια δύναμη που έφερε σε πέρας τον εμφύλιο και την επανεπιβεβαίωση της καθεστηκυίας τάξης μετά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του ’40. Οι Άγγλοι, και οι Αμερικάνοι στη συνέχεια, δεν ευνοούσαν κυβερνήσεις της Δεξιάς που ήταν πολύ σφιχτά και πρόσφατα δεμένες με τα Τάγματα Ασφαλείας, το δωσιλογισμό, τη συνεργασία με τον καταχτητή. Τον εμφύλιο και τη σύγκρουση με την Αριστερά τον ανέλαβαν κύρια οι Κεντρώοι και κεντρογενείς. Ο εμφύλιος θα αρχίσει το Δεκέμβρη με το τσιράκι του Σκόμπυ, Παπανδρέου, και θα συνεχιστεί με τον Σοφούλη, τον Ζέρβα, τον Πλαστήρα, κ.λπ. Μετά το τέλος του εμφύλιου, είναι πια τόσο ξεζουμισμένοι ώστε παραμερίζονται από τα αφεντικά τους και μπαίνουν στο περιθώριο, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από κεντρώους πολιτευτές περνάει με τη Δεξιά. Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι ο ζογκλέρ Γεώργιος Παπανδρέου εκλέγεται με τον Συναγερμό το 1952, ενώ ο Αβέρωφ ήταν παλιό μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων. Το Κέντρο περνάει στην ανυποληψία και τον κατακερματισμό μέσα σε εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις των κεντρώων κομματαρχών. Ανοίγεται ο δρόμος για την άνοδο της Αριστεράς που με τη μορφή της ΕΛΑ φτάνει όπως είπαμε στο 25% στις εκλογές του 1958.
Οι Αμερικάνοι και το Παλάτι δε διστάζουν λοιπόν να ωθήσουν σε μια διαδικασία ενοποίησης του παλιού Κέντρου, ώστε να προσφέρουν μια νέα δυνατότητα εναλλαγής στις μάζες που έχουν αρχίσει να αντιδρούν απέναντι στην πολιτική της Δεξιάς. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία, η επιτυχία τους σ’ αυτό το εγχείρημα ήταν τελικά πύρρεια. Γιατί η οικοδόμηση ενός κόμματος που κατόρθωσε να εκφράσει ένα μεγάλο ποσοστό των παλιών εαμογενών μαζών και να περιορίσει τη δεξιά στο 35% του 1964 και του 1981, ανέτρεψε την πολιτική ισορροπία στην Ελλάδα. Γιατί υποχρέωσε τους παλιούς και φθαρμένους πολιτικούς του Κέντρου να μεταβληθούν σε όργανο μιας μεταρρύθμισης που σήμαινε τεράστιες αλλαγές για την Ελλάδα, σήμαινε απομάκρυνση από την αμερικάνικη ηγεμονία, περιορισμό της δύναμης του Παλατιού, αποδυνάμωση του φασιστικού και ατλαντικού στρατού, άνοδο της αγοραστικής δυνατότητας των μαζών, καταστροφή του παλιού δοσιλογικού «κατεστημένου», αλλαγή στους ταξικούς συσχετισμούς, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κ.λπ. κ.λπ. Μπορεί το Παλάτι και οι Αμερικάνοι να απόφυγαν τον κίνδυνο της παραδοσιακής αριστεράς μέσα από την ανασυγκρότηση του Κέντρου, δεν μπορούσαν όμως να φανταστούν ότι άνοιγαν μια διαδικασία που θα την πλήρωναν ακριβά στη συνέχεια και. που είκοσι χρόνια αργότερα θα είχε σαν συνέπεια την αντικατάσταση του Κέντρου από ένα σοσιαλιστικό κόμμα βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα αυτού του παλιού κέντρου. Το Κέντρο και στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας τα οράματα της παραδοσιακής Αριστεράς. Η ιστορία παίζει παράξενα παιχνίδια. Φυσικά η ίδια η παραδοσιακή Αριστερά μπήκε σε μια μακρόχρονη και περίεργη κρίση «περικύκλωσης» και ξεπεράσματος της απ’ αυτό το νέο «Κέντρο».
Η ΕΛΑ και το ΚΚΕ, που συνέχιζε να αποτελεί την ραχοκοκαλιά της και να την καθοδηγεί, μεταβάλλονται σταδιακά σε δευτερεύοντα πόλο της αντίθεσης. Ενώ μετά τη δεκαετία του ’40 οι παραδοσιακές αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα υποχωρούν μπρος στην αντίθεση τους συνολικά με το ΚΚΕ, από τη δεκαετία του ’60 και μετά τα πράγματα αντιστρέφονται, η αντίθεση του αναγεννημένου Κέντρου με τη Δεξιά τείνει να αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά, να μεταβληθεί σε αντίθεση «προοδευτικών» — «αντιδραστικών» και έτσι να εγκλωβίσει και την παραδοσιακή αριστερά που μεταβάλλεται απλά στην αριστερή πτέρυγα του «προοδευτικού» στρατοπέδου. Η ΕΔΑ, κουβαλώντας και το κόμπλεξ του ηττημένου, δεν κατορθώνει να μπει μπροστά στην αντιπαράθεση της ελληνικής κοινωνίας, αλλά μεταβάλλεται σύντομα σε ουρά του Παπανδρέου και του Κέντρου. Τελικά όλα παίχτηκαν το 1961, στις ανεπανάληπτες εκλογές του 1961, εκλογές «βίας και νοθείας», όπου ψήφισαν τα δέντρα και οι πεθαμένοι, όπου κάλπες έκαναν φτερά και υπήρξαν ακόμα και νεκροί αριστεροί, όπου τα ΤΕΑ εξορμούσαν με τα όπλα και οι βουλευτές της ΕΛΑ δεν μπορούσαν να κάνουν προεκλογική εκστρατεία στους παραμεθόριους, «απαγορευμένους», νομούς (η προσπέλαση σ’ αυτούς απαιτούσε άδεια από το φρουραρχείο!)
Μετά από αυτές τις εκλογές η ΕΔΑ περιορίστηκε σε απλές διαμαρτυρίες και το Κέντρο άδραξε την ευκαιρία. Άρχισε ο «ανένδοτος αγώνας» του «Γέρου». Τα πράγματα έχουν πια παιχτεί. Τον αγώνα ενάντια στη Δεξιά θα τον αναλάβει πολιτικά το Κέντρο και ο «Γέρος», ενώ οι αριστεροί θα είναι οι νεροκουβαλητές και τα θύματα. Από τότε, τουλάχιστον οι μισοί αριστεροί και εαμογενείς ψηφοφόροι μεταναστεύουν μόνιμα πια στο Κέντρο και αργότερα στο ΠΑΣΟΚ. Μέσα από τη συγκόλληση των αποτυχημένων πολιτικών του παλιού Κέντρου γεννήθηκε ένα «νέο» Κέντρο που ανέλαβε να εκφράσει τις νέες δυναμικότητες και πραγματικότητες της ελληνικής κοινωνίας. Όσο για την παραδοσιακή αριστερά, όσο περισσότερο ξαπλώνονταν οι απόψεις της τόσο περιοριζόταν ο πολιτικός της ρόλος.
Και σύντομα η ανάληψη αυτού του νέου ρόλου από το παλιό Κέντρο άρχισε να μεταλλάσσει κι αυτό το ίδιο το κόμμα του Κέντρου. Η νεολαία του, η ΕΔΗΝ, τραβάει σταδιακά, ιδιαίτερα μετά το 1965, προς τα αριστερά, αρχίζει να ορίζεται όλο και περισσότερο σαν σοσιαλιστική, πορεία που θα ολοκληρωθεί με την έλευση της χούντας. Στην ίδια την κοινοβουλευτική ομάδα ξεχωρίζουν πια οι «ριζοσπάστες» —με επικεφαλής τον Ανδρέα— από τη δεξιά πτέρυγα που θα αποτελέσει τη βάση της αποστασίας, τους Μητσοτάκη, Στεφανόπουλο, τον παλιό «εαμικό» Τσιριμώκο, κ.λπ. Είναι προφανές ότι μετά το 1965 η ριζοσπαστικοποίηση της βάσης, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους του κόμματος, επιταχύνεται, έχει κιόλας δημιουργηθεί η βάση, ο πυρήνας του μελλοντικού ΠΑΣΟΚ.
Να λοιπόν πού οδήγησε ο «έξυπνος ελιγμός» των Αμερικάνων και του Παλατιού.
Οι αντιθέσεις εκρήγνυνται
Τελικά η Ένωση Κέντρου με την άνοδο της στην εξουσία δεν κατόρθωσε να προωθήσει ένα σενάριο απλού εκσυγχρονισμού του καθεστώτος. Στριμωγμένη ανάμεσα στη λαϊκή κινητοποίηση και το «κατεστημένο», η Ένωση Κέντρου γίνεται κομμάτια στο εσωτερικό της και σπρώχνεται στην αντιπαράθεση με το Παλάτι και τους Αμερικάνους.
Η κατάκτηση κάποιων στοιχειωδών ελευθεριών και η καθαίρεση της Μακρικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ επιτρέπουν μια πρωτοφανή επέκταση των εργατικών αγώνων που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε η καταστολή ούτε οι υποσχέσεις. Οι εργατικοί αγώνες, οι κινητοποιήσεις των αγροτών, οι φοιτητικές διαδηλώσεις και το Κυπριακό αποδείχνουν στην αστική τάξη πως δεν είναι δυνατό η μεταρρύθμιση να μείνει μόνο στα πλαίσια ενός απλού εξωραϊσμού του καθεστώτος. Το Κέντρο αποδείχνεται επικίνδυνο για το Παλάτι, τους Αμερικάνους, την αστική τάξη, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ελέγξει την λαϊκή κίνηση, αντίθετα σπρώχνεται απ’ αυτή. Το φιλελεύθερο πείραμα του «κατεστημένου» αποδείχνεται αδιέξοδο, οι λαϊκές και εργατικές κινητοποιήσεις βάζουν αιτήματα που το ξεπερνούν. Πολύ σύντομα οι ίδιοι οι υποστηρικτές του Παπανδρέου τον εγκαταλείπουν και το Παλάτι προκαλεί ανοιχτά την κυβέρνηση σε παραίτηση, για να «λυθεί» το Κυπριακό, να επιβληθεί λιτότητα, και να ξαναγυρίσουν οι μάζες στα σπίτια τους, «για να ξαναγυρίσει το πεζοδρόμιο στα υπόγεια και να πάψουν οι Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες να παρασύρους τους εθνικόφρονες φαντάρους», όπως γράφει στην Καθημερινή η αφιονισμένη Ελενίτσα!
Ένα κομμάτι των πολιτευτών του κέντρου ακούει τη φωνή του κυρίου του, αλλά η φοβερότερη λαϊκή κινητοποίηση στην ελληνική ιστορία, εκτός από την Αντίσταση και την Κατοχή, δεν επιτρέπει την αποσύνθεση του Κέντρου, αντίθετα σπρώχνει το ίδιο το Κέντρο προς τα αριστερά. Τώρα πια η τομή έχει γίνει πραγματικότητα. Το σύνθημα «πάρ’ τη μάνα σου και μπρος, δε σε θέλει ο λαός» κυριαρχεί στις «70 μέρες του Ιούλη»· παρά τους πυροσβέστες της ΕΔΑ και του Κέντρου, το «καθεστωτικό» έχει μπει αντικειμενικά, και «καθεστωτικό» στις ελληνικές συνθήκες σημαίνει πολλά ακόμα, σημαίνει το ζήτημα του στρατού και της εξάρτησης, σημαίνει κράτος της Δεξιάς και μια δοσμένη μορφή κατασταλτικής κυριαρχίας πάνω στις μάζες.
Ο Ιούλης του ’65 παίρνει έτσι την πραγματική του σημασία και αναδείχνεται σαν το τέλος της παλιάς αντιπαράθεσης που είχε σφραγιστεί με τον εμφύλιο και την ήττα της αριστεράς. Ο Ιούλης του ’65 σήμαινε το οριστικό τέλος της αντιπαράθεσης εθνικοφρόνων και κομμουνιστών και τη μετάθεση της αντίθεσης σε ένα νέο πεδίο, τη σύγκρουση «προόδου» και «συντήρησης», που θα εξελιχτεί στη συνέχεια σε αντιπαράθεση «αστικού» και «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου. Εκεί, σ’ αυτές τις μέρες του Ιούλη, σφυρηλατήθηκε ένα νέο μέτωπο, που ξεκινούσε από την άκρα αριστερά και έφθανε μέχρι αυτό το νέο «Κέντρο», ένα μέτωπο που αντικειμενικά θα διαμορφώσει τα σημεία της πολιτικής αντιπαράθεσης για μια εικοσαετία και θα οδηγηθεί στην εξουσία το 1981[2].
«Ιουλιανά» και Μεταπολίτευση
Στον Ιούλη του 1965 θα βρει κανένας όλα τα συνθήματα, τις προβληματικές, τις ταξικές συμμαχίες που αποτελούν το «σοσιαλιστικό κατεστημένο» του σήμερα, που αποτέλεσαν τη βάση της αντιχουντικής συμμαχίας, του Πολυτεχνείου, κ.λπ. Εκεί θα συναντήσει κανείς αυτές τις ταξικές συμμαχίες ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα, τους εργάτες, τους φοιτητές τους αγρότες και του νεόκοπους τεχνοκράτες που αποτέλεσαν κι εξακολουθούν οριακά να αποτελούν το μπλοκ της «αλλαγής». Και παρά την αντιφατικότητα αυτού του μπλοκ, τις εσωτερικές του αντιφάσεις και αντιθέσεις, η κατάσταση είχε ένα χαρακτήρα πραγματικά εκρηκτικό, επαναστατικό θα λέγαμε. Γιατί αφενός μεν ήταν κυριολεκτικά ανεξέλεγκτη, μια και οι οργανωμένες δυνάμεις των κομμάτων ήταν τότε ελάχιστες –δεν υπάρχει καμιά σύγκριση με το σήμερα– και αφετέρου γιατί οι εχθροί αυτού του κινήματος ήταν τότε παντοδύναμοι. Το 1965 δεν ήταν το 1974. Το 1974 το Παλάτι είχε ήδη διωχτεί από την χούντα, ο στρατός είχε κυριολεκτικά διαλυθεί από την ήττα του στην Κύπρο, οι Αμερικάνοι έκαναν τον ψόφιο κοριό και η Δεξιά πραγματοποιούσε το εκσυγχρονιστικό της άλμα για να διαχωριστεί από τη χούντα. Ουσιαστικά η μεταπολιτευτική αλλαγή έγινε σχεδόν χωρίς σύγκρουση, έγινε με την ψήφο και την οργάνωση στα κόμματα και τα συνδικάτα. Η οργάνωση και η ψήφος αντικατέστησαν τη λαϊκή σύγκρουση και το οδόφραγμα, με αποτέλεσμα το φρούτο της εξουσίας να πέσει ήσυχα-ήσυχα στα χέρια της «αλλαγής» χωρίς να ανοίξει μύτη. Γιατί οι μύτες είχαν ήδη ανοίξει σ’ όλη την προηγούμενη περίοδο! Γι’ αυτό οι άκαπνοι βρέθηκαν στην εξουσία πατώντας στους, αγώνες που κάποιοι άλλοι είχαν διεξαγάγει παλαιότερα.
Την περίοδο όμως που ανοίγεται με τον Ιούλη του 1965 η ανατροπή της παλιάς τάξης πραγμάτων είχε αντικειμενικά έναν επαναστατικό χαρακτήρα και άνοιγε προφανώς μια διαδικασία «διαρκούς επανάστασης», δηλαδή μιας περιόδου αλλεπάλληλων ανατροπών που οδηγούσαν αναπόφευκτα στο άνοιγμα μιας επαναστατικής κρίσης. Γι’ αυτό και το «κατεστημένο» έβαλε μπροστά τα μεγάλα μέσα: Το βασιλικό πραξικόπημα το 1965 και, όταν αποδείχτηκε ότι το κίνημα όχι μόνο δεν υποχωρούσε αλλά με τις εκλογές θα πραγματοποιούσε ένα νέο ποιοτικό άλμα, το 1967, η δικτατορία της 21ης Απρίλη. Το παλιό καθεστώς αποπειρόταν να ανακόψει τη διαδικασία της ανατροπής της παλιάς τάξης πραγμάτων. Γι’ αυτό έβγαλε στην επιφάνεια όλα τα αποθέματα κτηνωδίας και χυδαιότητας που διέθετε. Ανέσυρε τους βασανιστές της Μακρονήσου, τους στρατοδίκες, τους δοσίλογους, τους χαφιέδες επαρχιακούς δικηγόρους και τους πράκτορες της ΣΙΑ και τους έβαλε στην κυβέρνηση. Αυτή ήταν πια η κατάντια της εθνικοφροσύνης.
Οι εκλογές του 1967 που θα οδηγούσαν σε σάρωμα της Δεξιάς και των αποστατών θα αποτελούσαν αντικειμενικά ένα δημοψήφισμα ενάντια στο Παλάτι, τους Αμερικάνους και την ίδια την αστική ομαλότητα.
Η χούντα, παρ’ όλη την χυδαιότητα της, δεν ήταν τελικά, ούτε αποδείχτηκε στη συνέχεια, «βλακεία» έστω και αν σήμερα πληρώνεται ακριβά από τους πρωτεργάτες της. Για το καθεστώς λειτούργησε σωτήρια. Τα 7 1/2 χρόνια της δικτατορίας σύντριψαν το φοβερό λαϊκό κίνημα του 65 που βρισκόταν σε εξέλιξη και όταν ήρθε η μεταπολίτευση τα πράγματα ήταν πια διαφορετικά. Μέσα από τη χούντα διαμορφώθηκε μια νέα φυσιογνωμία του ελληνικού λαού, μια φυσιογνωμία ατομισμού, καταναλωτισμού, μια φυσιογνωμία «φίλαθλου». Το καταπληκτικό πολιτικό υποκείμενο του 1965 είχε εξαφανιστεί για πάντα. Οι οικοδόμοι του 1965, ο εργάτης-μάζα με τις επαναστατικές απόψεις, δεν ήταν πια παρά κάποιοι «υψηλόμισθοι» καταναλωτές σκυλάδικων και τα μικροϊδιοκτητικά λαϊκά στρώματα του 1965, που αποτελούσαν την εαμογενή μάζα, είχαν μεταβληθεί σε καταναλωτικούς μικροαστούς. Οι φοιτητές, αφού πέρασαν μέσα από τις συμπληγάδες της χούντας και του αντιχουντικού αγώνα, μετά την μεταπολίτευση θα μετακινηθούν προς την ΚΝΕ, σε αντίθεση με το φοιτητικό κίνημα της Ευρώπης και θα μεταβληθούν σε «χρυσή νεολαία» του μεταπολιτευτικού καθεστώτος.
Αυτή η φοβερή λαϊκή διαθεσιμότητα που είχε το κίνημα του 1965 χάθηκε για πάντα. Εκείνο το κίνημα που για 70 μέρες αψηφούσε την αστυνομία και τους πυροσβέστες των κομμάτων έγινε πια αδιανόητο στις νέες συνθήκες. Και ναι μεν τα αιτήματα εκείνου του κινήματος στη συντριπτική τους πλειοψηφία πραγματώθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, αλλά πραγματοποιήθηκαν με τρόπο «δοτό», από τα πάνω, από τα κόμματα και όχι μέσα από την διαδικασία που είχε ανοίξει το ’65 μέσα από την άμεση λαϊκή αντιπαράθεση. Έτσι συνέβη αυτό που τόσες φορές έχει συμβεί στην ιστορία. Η αντεπανάσταση διακόπτει κάποια επαναστατική διαδικασία και στη συνέχεια, αφού τσακίσει τις επαναστατικές δυνάμεις, πραγματοποιεί εν πολλοίς το πρόγραμμα του κινήματος, αφού όμως βγάλει το άμεσο υποκείμενο από το προσκήνιο!
Ενώ το 1965 είναι η εποχή που ο ριζοσπαστισμός των μαζών πυροδοτείται από τα κάτω, από τις δυνάμεις του ίδιου του λαϊκού κινήματος, και προσκρούει στην αντίδραση του «συστήματος», ακόμα και των φιλολαϊκών κομμάτων, μετά τη μεταπολίτευση ο νέος ριζοσπαστισμός ελέγχεται και «καναλιζάρεται» από τα πάνω. Στη μεταπολίτευση, ο Ανδρέας, το ΚΚΕ, ακόμα και ο Καραμανλής, ελέγχουν αυτό το ριζοσπαστισμό και τον μεταβάλλουν σε κομματική ισχύ. Γι’ αυτό και στις νέες συνθήκες οι πραγματικές αλλαγές που γίνονται στη ζωή των μαζών δεν εκφράζονται μέσα από ένα επαναστατικό κίνημα αλλά έρχονται μέσα από την «επαναστατικοποίηση» του «κατεστημένου». Οι εφημερίδες γίνονται σοσιαλιστικές, ο σοσιαλισμός είναι μια ανέξοδη και εν πολλοίς αποδοτική ιδεολογία και το νέο κατεστημένο της Ελλάδας είναι ένα σοσιαλιστικό κατεστημένο. Οι παλιοί φουκαράδες δημοσιογράφοι του 1965 που ψωμολυσσούσαν γίνονται οι καλοπληρωμένοι γιάπηδες του εκσυγχρονισμού, οι αριστεροί διανοούμενοι, που γνώριζαν προβλήματα βιοπορισμού και αποκλεισμού, σήμερα καθορίζουν τα σχολικά προγράμματα, την τηλεόραση και το εθνικό θέατρο, ενώ η αφόρητη πολυθεσία τους κάνει να μοιάζουν με καλοφαγωμένα χταπόδια που απομυζούν από παντού.
Η χούντα λοιπόν πέτυχε· πέτυχε να σπάσει την επαναστατική δυναμική του κινήματος του 1965. Δεν πέτυχε βέβαια –και γι’ αυτό οι πρωτεργάτες της βρίσκονται στη φυλακή– να εμποδίσει την πραγματοποίηση με μεταρρυθμιστικό τρόπο και από τα πάνω των αιτημάτων εκείνου του κινήματος. Άλλωστε αυτό το τελευταίο ήταν αδύνατο. Η δυναμική που άνοιξε το 1965 ήρθε να εκφραστεί μετά τη μεταπολίτευση με τη μεγάλη μεταρρύθμιση που συντάραξε για δέκα χρόνια την ελληνική κοινωνία.
Κοιτάζοντας τώρα, 43 χρόνια πίσω, μπορούμε να έχουμε μια σφαιρική εικόνα της εξέλιξης. Μιας εξέλιξης που ήταν αντιφατική. Από τη μια η ολοκλήρωση των αιτημάτων του 1965, των αιτημάτων της δημοκρατίας, της αποπομπής του Παλατιού, του ξεδοντιάσματος των στρατοκρατών, της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και την ολιγαρχία, της σχετικής μείωσης της εξάρτησης από την Αμερική. Όλα αυτά έγιναν πράξη. Μ’ αυτή την έννοια ο μεγάλος αγώνας του 1965 δεν πήγε χαμένος. Το πρόγραμμα του νίκησε. Η ζωή των ανθρώπων άλλαξε. Εκείνο βέβαια που δεν έγινε ήταν πως το 1965 δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει άμεσα, μέσα από τη λαϊκή κίνηση, αυτά τα αιτήματα! Το Παλάτι διώχτηκε από τη χούντα, ο στρατός κλείστηκε στους στρατώνες μετά την ήττα του στην Κύπρο, την απόσταση από τους Αμερικάνους την πήρε ο ίδιος ο Καραμανλής, και η μείωση των ωρών δουλειάς από 48 σε 40 έγινε μέσα από την προσαρμογή στο καθεστώς της τότε ΕΟΚ! Και αυτός ο τρόπος εκπλήρωσης του «προγράμματος» του 1965 δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση επαναστατικών δυνάμεων που θα ήθελαν να οδηγήσουν τη διαδικασία πιο πέρα, σε μια επαναστατική ανατροπή με μεγαλύτερο βάθος. Γι’ αυτό οι επαναστατικές δυνάμεις ηττήθηκαν ενώ το «πρόγραμμα» κέρδισε!
Τα Ιουλιανά παραμένουν λοιπόν μια μεγάλη στιγμή, μια επαναστατική στιγμή στην εξηντάχρονη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Μια στιγμή που άνοιξε τη νέα διαδικασία μιας ταξικής σύγκρουσης με νέους όρους, μιας ταξικής σύγκρουσης όπου η παλιά αντίθεση αριστεράς-δεξιάς ενσωματώνεται σιγά-σιγά στην αντίθεση «προοδευτικών-συντηρητικών» του αστικού στρατοπέδου. Με τη διαδικασία που άρχισε στη δεκαετία του 60 τα αιτήματα που έβαλε η Αριστερά στη δεκαετία του 40 τείνουν να απορροφηθούν από το στρατόπεδο του αστικού εκσυγχρονισμού και να διαμορφωθεί ένα νέο στρατόπεδο, αυτό που με σύγχρονους όρους θα ονομάζαμε «στρατόπεδο της αλλαγής». Και αν το 1965 τα κόμματα ήταν ανέτοιμα για κάτι τέτοιο, δέκα χρόνια μετά ήταν πια ικανά να οδηγήσουν τη μεγάλη μεταρρύθμιση, έχοντας υποτάξει τις μάζες σε υποδεέστερη θέση, ενώ αντίστροφα το 1965, τα κόμματα και το σύστημα βρίσκονταν πίσω από την κίνηση των μαζών. Το Κέντρο, όπως είχαμε πει, είχε φτιαχτεί σαν κόμμα κάτω από τις ευλογίες των Αμερικάνων, η Δεξιά μιλούσε ακόμα τη γλώσσα του εμφύλιου και έστηνε συνομωσίες, υπήρχε το Παλάτι και ο ΙΔΕΑ. Ακόμα και η ΕΔΑ ήταν εντελώς ανίκανη να ελέγξει τα πράγματα, απλά τα παρακολουθούσε. Αντίθετα, μετά τη μεταπολίτευση, τα κόμματα και το σύστημα εμφανίζονται εντελώς ανανεωμένα, έτοιμα να χωνέψουν τον έτσι κι αλλιώς αμβλυμμένο –αλλά υπαρκτό σε επίπεδο αιτημάτων– ριζοσπαστισμό των μαζών.
Να λοιπόν η μεγάλη διαφορά των Ιουλιανών και της μεταπολίτευσης. Στα Ιουλιανά η πρωτοβουλία έρχεται από τα κάτω, είναι έκφραση μιας ανεπανάληπτης κίνησης μαζών, ενώ δέκα χρόνια αργότερα η πρωτοβουλία έρχεται από τα πάνω, από το σύστημα των κομμάτων το σύστημα έχει ανανεωθεί για να χωνέψει με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς τα αιτήματα του 1965. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια η συρρίκνωση των επαναστατικών δυνάμεων. Είκοσι χρόνια μετά το ’44, η εκπλήρωση κάποιων από τα αιτήματα του ήταν ακόμα «επανάσταση». Σαράντα χρόνια αργότερα αποτέλεσε πραγματωμένη μεταρρύθμιση. Γι’ αυτό το 1965 είναι ο συνδετικός κρίκος, η μεγάλη στιγμή, ανάμεσα στο 1944 και το 1985.
Κοιτάζουμε λοιπόν γύρω μας και βλέπουμε πραγματωμένα –στο μεγαλύτερο ποσοστό– τα αιτήματα του 1965 ενώ ταυτόχρονα ζούμε σε μια κοινωνία τέτοιας εμπορευματοποίησης και χυδαιότητας που τσιμπιόμαστε, μήπως και ονειρευόμαστε. Και όμως όχι, έτσι είναι η ιστορία! Το επαναστατικό κίνημα του 1965 περιθωριοποιήθηκε υποκειμενικά και ταυτόχρονα νίκησε! Dura lex!
* Από το βιβλίο Ιούλης του 65, η έκρηξη.
[1] Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αντίστοιχη κίνηση που παρατηρείται μετά τη μεταπολίτευση δεν έχει πλέον τα στοιχεία της ζωντάνιας και του δυναμισμού που είχε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, για πολλούς λόγους· κατ’ αρχάς διότι η μετά το 1974 κίνηση δεν ήταν παρά μια συνέχεια και επέκταση των χαρακτηριστικών που είχαν διαμορφωθεί στη δεκαετία του 1960, εν συνεχεία διότι η ελληνική κίνηση μετά το 1974 δεν βρίσκεται πια σε συντονισμό με την παγκόσμια κίνηση, αντίθετα το εκκρεμές σε παγκόσμια κλίμακα βαδίζει αντίστροφα και γι’ αυτό δεν έχουμε τον τρομερό συντονισμό της «μεγάλης δεκαετίας». Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο. γιατί εκείνο που το 1960 ήταν καινούριο, επαναστατικό ή και ριζοσπαστικό, έμοιαζε κιόλας ξαναζεσταμένο φαΐ, δεκαπέντε χρόνια αργότερα και ενταγμένο πλέον στην κυρίαρχη δομή. Οι επαναστατικές ή ριζοσπαστικές ιδέες του 1960, δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια μετά, έμοιαζαν στοιχεία της διαλεκτικής της εξουσίας. Γι’ αυτό άλλωστε έχουμε το περίεργο, από πρώτη άποψη, φαινόμενο που παρουσιάζει ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά το τέλος της δεκαετίας του 70 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 80. Ενώ η μεταπολίτευση αποτελεί μια περίοδο που στο συνολικό επίπεδο της κοινωνίας διαπιστώνουμε πρωτοφανέρωτες αλλαγές και η κοινωνία καλύπτει καθυστέρηση δεκαετηρίδων, αντίθετα στο επίπεδο των πρωτοποριών, πολιτικών, πολιτιστικών, στο τομέα των ιδεών, η μεταπολίτευση φαντάζει σαν ένα απέραντο τέλμα! Κι αυτό γιατί το ιδεολογικό πολιτιστικό και θεωρητικό οπλοστάσιο είτε έχει παραχθεί είκοσι χρόνια πριν, είτε έχει εισαχθεί από έξω. Η παραγωγή και η ριζοσπαστικότητα κάποιων νέων ιδεών και ρευμάτων, διακόπτονται τόσο χρονικά όσο και από την άποψη των ίδιων των φορέων τους. Έτσι μόνο μπορούμε να ορμηνέψουμε και την ιδιότυπη σχέση του ΠΑΣΟΚ με τους αριστερούς διανοούμενους και το κόμμα τους, το ΚΚΕ εσωτ. και εν μέρει το ΚΚΕ. Το ΠΑΣΟΚ πήρε τις ιδέες και τις πρακτικές που γεννήθηκαν πριν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια μέσα στη μαχόμενη αριστερή διανόηση των αρχών της δεκαετίας του 60 και τις μετέβαλε σε μαζική πρακτική ενός κόσμου χωρίς «κουλτούρα» και αριστερή παράδοση, σε μαζική πρακτική και ιδεολογίες ενός κόσμου με πρόσφατη αγροτική προέλευση.
Έτσι γεννήθηκε το «βλαχο-σοσιαλιστικό» στιλ –το στιλ «Μπακάλικος»– που τόσο πολύ απεχθάνονται όλοι οι παλιοί διανοούμενοι της αριστεράς. Γιατί αυτοί μεταβλήθηκαν ταυτόχρονα σε «κατεστημένο», που ό,τι είχαν να παράγουν το παρήγαγαν πριν 10 ή 20 χρόνια, ενώ τις ιδέες τους ης υλοποίησε ένα κόμμα χωρίς «κουλτούρα» και παράδοση. Τελικά το να είσαι αριστερός από τα γεννοφάσκια σου αποτελεί μια ιδιότυπη αριστοκρατία και αυτό θα το διαγνώσουμε τόσο στο κόμπλεξ των Πασοκτζήδων προς τους παλιούς αριστερούς, τους «αγωνιστές», όσο και στην περιφρόνηση και συχνά στο μίσος των αριστερών διανοούμενων προς τους «βλάχους» του ΠΑΣΟΚ. Το μίσος των διανοούμενων του «Εσωτερικού» για το ΠΑΣΟΚ είναι σε ένα βαθμό έκφραση αυτής της ιδιομορφίας. Απ’ αυτή την αντιφατικότητα της λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ βγαίνει και η δική μας αντιφατική στάση απέναντι του. Ενώ από τη μια δεν μπορούμε να χωνέψουμε την «εκ του ασφαλούς» ριζοσπαστικοποίησή του, την «κατόπιν εορτής», από την άλλη δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε την ιδιαίτερη λειτουργία του σε σχέση με τις πρόσφατα αστικοποιημένες μάζες και την αγροτιά, όπου συχνά οι Πασοκτζήδες είναι πολύ πιο προοδευτικοί και ανοιχτοί σε νέες ιδέες από τους παραδοσιακούς αριστερούς.
Το ΠΑΣΟΚ σε επίπεδο διανοουμένων συγκέντρωνε τους πλέον καριερίστες και αγράμματους, αλλά σε επίπεδο μαζών ο κόσμος του ήταν πιο δεκτικός, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, από εκείνον των αριστερών κομμάτων. Πιστεύουμε ότι αυτό το παράδοξο θα ανεβρεθεί ακριβώς σ’ αυτή τη διακοπή της αντιπαράθεσης που δινόταν στις αρχές της δεκαετίας του 60, τότε που οι νέες ιδέες και ρεύματα επιβάλλονταν με πραγματική πάλη, όπου το να είσαι, για παράδειγμα, δημοτικιστής μαθητής στο Γυμνάσιο, σήμαινε ακόμα και αποβολή και οι αριστεροί καθηγητές αποτελούσαν σχεδόν άγνωστο είδος· η πολιτιστική επανάσταση που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία αποτελούσε μια μαχόμενη πραγματικότητα. Αντίθετα μετά το 1974 και το 1981, διάφοροι πρώην χουντικοί, φασίστες και κρυπτοφασίστες δημοσιογράφοι και ανεγκέφαλοι «διανοούμενοι» γίνονται διαπρύσιοι κήρυκες ενός σοσιαλισμού που έγινε πια καθεστώς.
Οι «καημένοι» οι αριστεροί φανταζόντουσαν πως μετά τη δικτατορία θα ξανάρχιζαν οι «παλιοί δύσκολοι αγώνες» και γι’ αυτό οι μεν ακροαριστεροί κράταγαν την παρανομία τους για καιρό και ετοιμαζόντουσαν για «μεγάλες μάχες με το «σύστημα»», ενώ οι Εσωτερικοί πρότειναν δειλά-δειλά την ΕΑΔΕ. Οι μόνοι που κατάλαβαν τη νέα πραγματικότητα σε βάθος ήταν ακριβώς εκείνοι που την… έκφραζαν. Πρώτα απ’ όλους οι Πασοκτζήδες. Δεν υπήρχαν πια «μεγάλες μάχες» να δοθούν παρά μόνο σε επίπεδο ντουντούκας και ψήφου. Η μάχη στο επίπεδο της διαμόρφωσης ρευμάτων και ιδεών είχε δοθεί και κερδηθεί δέκα ή δεκαπέντε χρόνια πριν. Τώρα πια θα κέρδιζε όποιος θα γινόταν ο πιο φανατικός υποστηριχτής τους. Γι’ αυτό έμειναν εμβρόντητοι οι διανοούμενοι του Εσωτερικού, της Σοσιαλιστικής Πορείας και οι «αγωνιστές» της ακροαριστερός να βλέπουν τους «άξεστους» Πασοκτζήδες και τους άκαπνους Κνίτες να περνάνε στην πρώτη γραμμή για να δρέψουν τους καρπούς μιας μάχης που είχε ήδη δοθεί. Εξάλλου τι άλλο έκανε ο Μιττεράν στη Γαλλία, από το 1972 και μετά; Ενώ λοιπόν έχουμε, από το 1974 και μετά, κοσμοϊστορικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, δεν έχουμε καμιά πολιτιστική ανάταση. Αυτή είχε ήδη γίνει! Και ο νέος κυρίαρχος τύπος διανοούμενου είναι ο απλός αναμεταδότης και γλείφτης της εξουσίας.
[2] Ωστόσο, εύλογα τίθεται το ερώτημα πώς, μετά απ’ αυτή την έξαρση των Ιουλιανών, η χούντα της 21ης Απριλίου μπόρεσε να επιβληθεί τόσο εύκολα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χούντα ήρθε 20 μήνες μετά τον Ιούλη, αφού πρώτα οι μάζες είχαν χάσει πια την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και ήταν σχετικά κουρασμένες από την αδυναμία των κομμάτων. Είναι όμως φανερό πως η βέβαιη συντριβή της δεξιάς των αποστατών και πάνω απ’ όλα του Παλατιού και των Αμερικάνων στις εκλογές του Μάη θα άνοιγε μια νέα περίοδο αντιπαράθεσης και μάλιστα σε ανώτερη κλίμακα. Έτσι η επιλογή της στιγμής για το πραξικόπημα ήταν η πιο σωστή για τη Δεξιά, σε μια στιγμή κούρασης των μαζών και πριν από τη νέα στροφή που θα ανοιγόταν με τις εκλογές.
Ανάρτηση από: https://tokoinonikoodofragma.wordpress.com