Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

«Κύμβαλα Αλαλάζοντα» η Άποψη για την Λειτουργία του Κράτους του Σχεδίου-Πισσαρίδη

Του Γιάννη Περάκη

Επιστολή-Τέταρτη


Η έννοια του κράτους και οι λειτουργίες του αποτελούσαν προνομιακό πεδίο έκφρασης διαφορετικών και αντιτιθέμενων προσεγγίσεων. Για το χαρακτηρισμό του κράτους ήδη από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι όροι.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης ορίζει την πόλη-κράτος, εκ του σκοπού της, ως εξής: «Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλις αποτελεί κοινωνία ανθρώπων και κάθε τέτοια κοινωνία έχει συσταθεί προς επιδίωξη ενός αγαθού (γιατί όλοι καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την επίτευξη αυτού που θεωρούν αγαθό), είναι φανερό ότι όλες αυτές οι κοινωνίες αποβλέπουν σε ορισμένο αγαθό, και μάλιστα στο κυριότερο, που είναι ο σκοπός τον οποίο έχει η κυριότερη από τις κοινωνίες ανθρώπων και οι οποία περιλαμβάνει όλες τις άλλες. Αυτή είναι η αποκαλούμενη πόλις και πολιτική κοινωνία». Σε άλλο σημείο του έργου του δίνει τον εξής ορισμό: «Η (…) κοινωνία που σχηματίζεται από περισσότερες κωμοπόλεις είναι τέλεια πόλις, η οποία, πρέπει να λεχθεί, είναι αυτάρκης σε όλα, σχηματίστηκε για την επιβίωση και υπάρχει για το «ευ ζην» των πολιτών».


Ο Κικέρων, επηρεασμένος από την αρχαιοελληνική σκέψη, διατυπώνει τον εξής ορισμό της rei publicae και συγχρόνως του λαού ως συστατικού της στοιχείου: «Δημόσια υπόθεση (Πολιτεία) είναι λοιπόν η υπόθεση του λαού: ο δε λαός, όχι πλήθοςανθρώπων τυχαία συναθροισμένων, αλλά πολυπληθής ομάδα την οποία συνέχει συναίνεση δικαίου και κοινότητα συμφερόντων».

Ο N.Μακιαβέλι δε διατύπωσε μεν άποψη ως προς το τι είναι κράτος, αλλά υπήγαγε σε αυτό ως έννοιες είδους τις «δημοκρατίες» και τις «ηγεμονίες», ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποίησε τους όρους «κρατικό συμφέρον (regione di stato), στην προσπάθειά του να αναπτύξει τοπρόβλημα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Επιπλέον ο Jean Bodin με τον όρο «republicae» εισήγαγε την έννοια της κυριαρχίας ως στοιχείο του κράτους, είτε μοναρχικού είτε λαϊκού είτε αριστοκρατικού.

Όλες αυτές οι θεωρίες και οι ορισμοί που διατύπωσαν όλοι οι προαναφερθέντες πολιτικοί στοχαστές στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν το κρατικό φαινόμενο, αναφερόμενοι στο κράτος ή σε συναφείς με αυτό έννοιες και χωρίς πάντοτε να διακρίνουν σαφώς κράτος και πολίτευμα, αν και δε συγκροτούν θεωρία περί κράτος και δεν αποδίδουν ένα ολοκληρωμένο περιεχόμενο στην έννοιά του, προπαρασκευάζουν το έδαφος στο οποίο εδράζεται η αντίληψη για το κράτος ως πλαίσιο της πολιτικής εξουσίας.

Αυτά περί ιστορίας του όρου κράτος. Αλήθεια οι «δικοί» μας «σοφοί» τι λένε στη έκθεση τους για την λειτουργία του κράτους;

Α) Η Άποψη για κράτος του σχεδίου-Πισσαρίδη (σελ. 47...55)


Η Ελληνική δημόσια διοίκηση υπήρξε αντικείμενο πολλών μεταρρυθμιστικών δράσεων την τελευταία δεκαετία. Έγιναν σημαντικές βελτιώσεις, αλλά η υστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες παραμένει σημαντική. Η υστέρηση αποτυπώνεται σε διάφορες διεθνείς κατατάξεις. Ενδεικτικά, αναφέρεται η κατάταξη InCiSE (International Civil Service Effectiveness), που υπολογίζεται με βάση τις επιδόσεις της δημόσιας διοίκησης σε δώδεκα διαφορετικούς τομείς, και συμπεριλαμβάνει μετρήσεις άλλων οργανισμών όπως της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στην κατάταξη του 2019, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 37η θέση σε σύνολο 38 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.

Α1) Αγκυλώσεις. Προσλήψεις, προαγωγές και κίνητρα:


Οι διαδικασίες προσλήψεων και προαγωγών επηρεάζουν την ποιότητα των δημοσίων υπαλλήλων και τα κίνητρα που αυτοί έχουν για να αποδώσουν καλύτερα. Οι διαδικασίες μπορούν να εξεταστούν στη βάση δύο κριτηρίων:

(α) αν προσλαμβάνονται και προάγονται οι καλύτεροι και

(β) αν η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί να επηρεάσει το ποιοι προσλαμβάνονται και προάγονται.

Διαδικασίες υπό τις οποίες προσλαμβάνονται και προάγονται οι καλύτεροι είναι προφανώς θεμιτές. Οι διαδικασίες αυτές οδηγούν στην πρόσληψη πιο ικανών στελεχών. Βελτιώνουν επίσης τα κίνητρα απόδοσης αυτών που προσλαμβάνονται, γιατί καλύτερη απόδοση διευκολύνει μελλοντικές προαγωγές.

Το αν είναι θεμιτό η εκάστοτε κυβέρνηση να μπορεί να επηρεάζει το ποιοι προσλαμβάνονται και προάγονται είναι δύσκολο ερώτημα. Η εκάστοτε κυβέρνηση θα πρέπει να έχει κάποια επιρροήστις προσλήψεις και προαγωγές στα ανώτατα κλιμάκια της δημόσιας διοίκησης.Η επιρροή αυτή διασφαλίζει ότι η δημόσια διοίκηση δεν είναι ανεξέλεγκτη, αλλά αντίθετα λογοδοτεί στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού. Από την άλλη, η επιρροή της εκάστοτε κυβέρνησης προς τη δημόσια διοίκηση πρέπει να είναι περιορισμένη. Αυτό διασφαλίζει ότι υπάρχει έλεγχος και προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τη δημόσια διοίκηση προς τους πολιτικούς της προϊστάμενους. Αν οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους πολιτικούς τους προϊσταμένους για τη μελλοντική τους καριέρα και προαγωγές, τότε δεν θα είναι διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν αποφάσεις που μπορεί να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των προϊσταμένων τους αλλά να είναι επιβλαβείς.

Η προσπάθεια να περιοριστεί η πολιτική επιρροή στις διαδικασίες προσλήψεων έχει ως συνέπεια να δίνεται υπερβολικό βάρος σε προσόντα που είναι πιο εύκολα μετρήσιμα, ακόμα και αν δεν είναι τα πλέον σημαντικά. Με το σύστημα μοριοδότησης είναι δύσκολο να ληφθούν υπόψη περισσότερο υποκειμενικοί παράγοντες όπως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προσόντων και οι διοικητικές ικανότητες. Δημιουργούνται επίσης στρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα οι υποψήφιοι να αναλώνονται στη συλλογή πτυχίων ώστε να συλλέγουν περισσότερα μόρια. Επομένως, ενώ το σύστημα μοριοδότησης περιορίζει (χωρίς να εξαλείφει) την πολιτική επιρροή, δεν οδηγεί απαραίτητα στην πρόσληψη των καλύτερων υποψηφίων.

Παρατήρηση του συντάκτη: Ρίπτουν στο Καιάδα ότι έχει απομείνει από το αντικειμενικό σύστημα προσλήψεων.

Συμπερασματικά, οι ανώτατες θέσεις στην ελληνική δημόσια διοίκηση είναι αδύναμες θεσμικά, και υπάρχει σημαντική ανισορροπία ισχύος με τους πολιτικούς προϊστάμενους. Επίσης οι διοικητικές ικανότητες δεν λαμβάνονται αρκετά υπόψη για την πλήρωση των θέσεων. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων εξηγεί γιατί οι αξιολογήσεις στη δημόσια διοίκηση είναι ανύπαρκτες ή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο (συχνά όλοι βαθμολογούνται με υψηλούς βαθμούς). Η έλλειψη θεσμικής ισχύος των αξιολογητών τούς καθιστά επίσης διστακτικούς να εφαρμόσουν τα κριτήρια με αυστηρό και ομοιογενή τρόπο. Το πρόβλημα της έλλειψης αξιολόγησης είναι πηγή και των περισσοτέρων άλλων προβλημάτων που θίγονται παρακάτω.

Α2) Ψηφιοποίηση


Η ελληνική δημόσια διοίκηση υστερεί ως προς τον βαθμό ψηφιοποίησης. H Ελλάδα έχει καταρτίσει εθνική ψηφιακή στρατηγική (Βίβλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού) η οποία καλύπτει και τον τομέα της δημόσιας διοίκησης. Η στρατηγική προβλέπει μεταξύ άλλων την ενοποίηση λειτουργικών διαδικασιών σε όλη την διοίκηση, όπως αυτές που αφορούν τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, τις προμήθειες, την οικονομική διαχείριση, κλπ.

Ένα μέτρο που θα συμβάλλει στην ενίσχυση των ανώτατων διοικητικών θέσεων είναι οι θητείες στις θέσεις αυτές να γίνουν μακρύτερες. Για παράδειγμα, οι ανώτατες διοικητικές θέσεις στα υπουργεία θα μπορούσαν να γίνουν πενταετείς, από τριετείς που είναι τώρα. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να προσληφθεί κάποιος ο οποίος αποδειχθεί ανεπαρκής στη συνέχεια, μπορεί να θεσπιστεί δοκιμαστική περίοδος μερικών μηνών όπως γίνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τέτοιο ανώτατο όριο υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους Γενικούς Διευθυντές και Αναπληρωτές Γενικούς Διευθυντές.

Ένα γενικότερο μέτρο που μπορεί να ενισχύσει τη δημόσια διοίκηση είναι να συγκεντρωθούν στο ΑΣΕΠ, κατόπιν της κατάλληλης αναβάθμισής του, όλα τα ζητήματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, όπως οι προσλήψεις, η κινητικότητα, η αξιολόγηση και η μισθοδοσία. Το ΑΣΕΠ θα μπορούσε δηλαδή να αναβαθμιστεί σε διεύθυνση διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού (Human Resources) για όλη τη δημόσια διοίκηση, παρακολουθώντας και συντονίζοντας όλες τις σχετικές διαδικασίες. Με το υπάρχον σύστημα, οι διαδικασίες είναι διεσπαρμένες μεταξύ του ΑΣΕΠ, του Υπουργείου Εσωτερικών, και άλλων υπηρεσιών.

Μια δεύτερη απαιτούμενη αλλαγή είναι η καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης. Η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση, από τον προϊστάμενο κάθε θέσης, με συγκεκριμένους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους, και να έχει απτά αποτελέσματα για τους αξιολογούμενους.

Παρατήρηση του συντάκτη: Αυτοί θα διορίζουν τους προισταμένους και οι προιστάμενοι θα αξιολογούν τους υφισταμένους.

Α3) Παραγωγή νόμων και ρυθμιστικών κανόνων


Ηθεσμοθέτηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Νομοπαρασκευαστικού Έργου είναι ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Είναι επίσης σημαντικό ότι η επιτροπή αυτή στελεχώνεται και από νομικούς (για να εξετάζουν τους νόμους ως προς την αρτιότητά τους) και από οικονομολόγους (για να εξετάζουν τις επιπτώσεις των νόμων στην οικονομία).

Το πρόβλημα της επικάλυψης μεταξύ νόμων θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί. Η εξέταση ενός νέου νόμου θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την ανάλυση των επικαλύψεων με προγενέστερους νόμους. Αν υπάρχουν επικαλύψεις, τότε η νομοθέτηση θα πρέπει να γίνεται ως κωδικοποίηση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου στη νέα, ισχύουσα μορφή του και όχι ως αποσπασματικές αλλαγές διατάξεων. Η κωδικοποίηση της πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας, αλλά και των ερμηνευτικών εγκυκλίων ανά θεματική ενότητα (π.χ. εργασιακά, τραπεζικά), θα βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο διαφάνειας και ενημέρωσης ιδιωτών και επιχειρήσεων σε σχέση με το ισχύον νομικό πλαίσιο αλλά και τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του.

Ένα θέμα συναφές με την αξιολόγηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας είναι η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών,π.χ. για αδειοδότηση επενδύσεων και άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Αυτή η απλούστευση και επιτάχυνση των διαδικασιών αυτών είναι θεμιτή, αλλά πρέπει να συνοδεύεται με ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, τόσο σε πόρους όσο και θεσμικά.

Παρατήρηση του συντάκτη: Είναι σχεδόν η μοναδική ενίσχυση τόσο σε πόρους όσο και θεσμικά που οι σοφοί ζητούν. Στο κοινωνικό κράτος (παιδεία, υγεία κλπ) δεν υπάρχουν και δεν αιτούνται τέτοιες «απαιτήσεις».

Α4) Δικαιοσύνη


Η ταχύτητα και ποιότητα στην απονομή δικαιοσύνης είναι καθοριστικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Η Ελλάδα σημείωσε πρόοδο σε δείκτες απονομής δικαιοσύνης την τελευταία δεκαετία, αλλά υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης. Για παράδειγμα, ο αριθμός εκκρεμουσών διοικητικών υποθέσεων παραμένει με διαφορά ο υψηλότερος στην ΕΕ, παρά τη βελτίωση που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια.

Εξαιτίας των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 146η θέση παγκοσμίως ως προς την εφαρμογή των συμβάσεων σύμφωνα με την ετήσια έρευνα Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020.

Εξειδικευμένα τμήματα δικαστηρίων: Προτείνεται η άμεση δημιουργία εξειδικευμένων τμημάτων στα δικαστήρια για υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος, με ανώτατο όριο 12 μηνών έως την απόφαση. Οι σύνθετες και διαρκώς εξελισσόμενες μορφές του σύγχρονου επιχειρείν έχουν καταστήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία αρκετά πολύπλοκη και δυναμικά μεταβαλλόμενη έτσι ώστε να χρήζει εξειδικευμένης γνώσης προκειμένου να ληφθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά μια δικαστική απόφαση. Στα τμήματα αυτά, στο πρότυπο και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, θα προεδρεύουν ειδικά καταρτισμένοι δικαστές και θα μπορούν ενδεχομένως να λαμβάνουν αποφάσεις κατόπιν γνωμοδότησης εξειδικευμένων τεχνικών συμβούλων με διακριτό ρόλο που να δρουν επικουρικά προς τους δικαστές.

Εξωδικαστικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών: Προκειμένου να μειωθεί η επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος από δίκες σε εκκρεμότητα, προτείνεται η διεύρυνση και συστηματική υποστήριξη του συστήματος ενδικοφανών διαδικασιών σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης, ειδικά για υποθέσεις διαφορών μεταξύ του Δημοσίου και ιδιωτών (επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την προώθηση μεθόδων εναλλακτικής επίλυσης διαφορών και παροχή κινήτρων για τη χρήση τους, ειδικά σε σχέση με θέματα φορολογικών, τελωνειακών, εργασιακών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών υποθέσεων. Ένα πρόσφατο επιτυχημένο τέτοιο παράδειγμα καλής πρακτικής Δημόσιας Υπηρεσίας που επιλαμβάνεται υποχρεωτικά των διαφορών προτού αυτές εισαχθούν στα Διοικητικά Δικαστήρια αποτελεί η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).αποτελεσματικότητά της κατά την πενταετία 2015-2019 ήταν ιδιαίτερα ελπιδοφόρα. Ενδεικτικά, μεταξύ 40.570 φορολογικών υποθέσεων (διαφορών φορολογουμένων με τη Φορολογική Διοίκηση), οι 32.112 δεν κατέληξαν στα Δικαστήρια διότι οι αποφάσεις της ΔΕΔ έγιναν δεκτές από τον φορολογούμενο.

Παρατήρηση του συντάκτη: Οι «σοφοί» δεν ασχολούνται με «ασήμαντα μικροπράγματα» όπως ωμές καταπατήσεις του συντάγματος και την απονομή δικαίου στην ελληνική διακαιοσύνη (κυρίως όσον αφορά τα ανώτατα δικαστήρια).

Σημείωση: Όποιος κατάλαβε... κατάλαβε.

Β1) Η φιλελεύθερη αστική αντίληψη για το κράτος


Πιο κοντά στον Hobbes από ότι στον Locke ο Έγελος διατυπώνει αυτή την αντίληψη του κράτους υποκειμένου, του κράτους που ορίζει και καθορίζει την αστική κοινωνία. Έτσι πραγματικότητα και ιδεολογία συμπληρώνονται και ταυτίζονται θετικά στο επίπεδο της απολογητικής και της πρακτικής της αστικής κοινωνίας και της αστικής σκέψης. Το κράτος υπερκείμενο της κοινωνίας και υποκείμενο της ιστορίας. Η περίφημη αντίληψη της αυτονομίας του κράτους, σαν του κατεξοχήν κοινωνικού μηχανισμού, όπως συχνά εμφανίζεται και σε διάφορες διατυπώσεις στα πλαίσια των τριτοκοσμικών θεωριών. Από δω μέχρι το κράτος των τεχνοκρατών και των εμπραγμάτων αναγκών ο δρόμος δεν είναι μακρύς, είναι απλώς ένα βήμα. Το υποκείμενο της ιστορίας μοναρχικό κράτος γίνεται το υπερκείμενο της κοινωνίας αστικό κράτος του δικαίου και τέλος το σημερινό αυταρχικό, τεχνοκρατικό κράτος.

Έτσι παρ' όλες τις θεωρίες περί συμμετοχής, ανταγωνισμού των ελίτ, δικαιοσύνης κλπ. που αναγκαστικά αποτέλεσαν τις αστικές ιδεολογικές απαντήσεις στη έννοια του κράτους υποκειμένου, της αυτονομίας του κράτους παρέμεινε η κεντρική ιδέα του αστισμού και των πολιτικών θεωριώντου ή της νομικής κωδικοποίησης τους. Ο φιλελευθερισμός όμως και ο τόσο πολυδιαφημισμένος σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός που ευαγγελίζονται τον περιορισμό του κράτους ή ακόμη και το εργατικό κίνημα που προσπάθησε να αντισταθεί στο φιλελεύθερο ή το αυταρχικό αστικό κράτος τι σχέση μπορεί να έχουν με αυτή την αντίληψη του κράτους υποκειμένου; Ο πατέρας του φιλελευθερισμού είναι ασφαλώς ο J. Locke. O Locke διορθώνει τον Hobbes στην έννοια της συνοχής της αστικής τάξης που δεν χρειάζεται μονάρχη για να υπάρξει και να λειτουργήσει, αλλά επαφίεται στην έννοια της πλειοψηφίας των αστών ιδιοκτητών.

Τα δύο συστατικά κύρια στοιχεία του Locke, που μας ενδιαφέρουν εδώ, είναι ο σκοπός του κράτους και η έννοια του συνταγματισμού. Ο σκοπός του κράτους είναι να αφήνει ελεύθερους τους αστούς ιδιοκτήτες, αλλά και να φροντίζει η εργατική τάξη (εδώ συμπεριλαμβάνεται η άκληρη αγροτιά, οι τεχνίτες και γενικώς όλοι οι έχοντες ως μοναδική τους ιδιοκτησία την εργατική τους δύναμη) να εκπληρώνει ανελλιπώς το έργο της. Ο συνταγματισμός ορίζει βέβαια τη διάκριση των εξουσιών (για τον Locke νομοθετική και εκτελεστική), αλλά ο στόχος αυτού του συνταγματισμού είναι η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας μέσω του κράτους, όχι όπως στην αστική ιδεολογία της ηπειρωτικής Ευρώπης η υπεράσπιση των πολιτών ή της ιδιοκτησίας τους από την αυθαιρεσία του μοναρχικού κράτους. Ο λόγος είναι ότι πολύ σύντομα στην Αγγλία έχουμε μια συμμαχία της αριστοκρατίας με την αστική τάξη, τη συμμαχία δηλαδή του παλαιού καθεστώτος με την αστική κοινωνία. Αντίθετα στη Γαλλία π.χ. έχουμε πολύ αργότερα μια βίαιη αντιπαράθεση, η οποία, ύστερα από την ήττα, θα επιφέρει αυτή τη νέα συμμαχία μέσα από μια νέα ισορροπία δυνάμεων, όπου οι αστοί αναπροσαρμόζουν τα αριστοκρατικά προνόμια και τα επεκτείνουν και στην τάξη τους.

Έτσι και ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός που θέλει να περιορίσει το κράτος, δεν θέλει τίποτα άλλο παρά να περιορίσει το κράτος στον ουσιαστικό του ρόλο, στην εξασφάλιση της πειθαρχίας της εργατικής τάξης, στην εξασφάλιση του ότι η εργατική τάξη θα εκπληρώνει ανελλιπώς το έργο της, ώστε η αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων να είναι απρόσκοπτη και ο θεσμός της ιδιοκτησίας να παραμείνει ηγεμονικός. Ο περιορισμός του κράτους δεν βρίσκεται έτσι σε αντίθεση με τον υποκειμενισμό του, αλλά αντίθετα εκφράζεται με τα σοσιαλδημοκρατικά κοινωνικά συμβόλαια, τις κοινωνικές δαπάνες, την πολιτική απασχόλησης κλπ.

Β2) Το κράτος και οι λειτουργίες του, η Επιστημονική Άποψη


Οι «σοφοί» στην ανάλυση τους για το ρόλο του κράτους και τις λειτουργίες του δεν αναφέρουν ουδεμία λέξη ή πρόταση για την εποχή των μνημονίων. Την καταπάτηση του συντάγματος μέσα και έξω από την βουλή, με τη «βάφτιση» των μνημονίων «εσωτερικό» νόμο και όχι διεθνή σύμβαση ελλείψει του απαιτούμενου αριθμού των βουλευτών, αλλά και με την «νομιμοποίηση» των συνταγματικών εκτροπών από τα ανώτατα δικαστήρια.Είναι «διεθνιστές». Θεωρούν τους εαυτούς τους πολίτες του «κράτουςτης ευρωπαικήςένωσης»ίσως και των ΗΠΑ.

«Ξεφυλλίζοντας τα φοιτητικά μας βιβλία»…Η μαρξιστική Αντίληψη για το κράτος:

α) Ας αρχίσουµε με την το έργο του Ένγκελς «Η Καταγωγή της Οικογένειας της Ατοµικής Ιδιοκτησίας και τού Κράτους», στην ανάλυση ο Ένγκελς καταλήγει:«Το Κράτος δεν είναι µια δύναµη που επεβλήθη στην Κοινωνία εκ των έξω. Ούτε είναι το Κράτος «η ενσάρκωση της Ηθικής Ιδέας», «η µορφή και η πραγµατοποίηση του Ορθού Λόγου»όπως βεβαιώνει ο Χέγκελ. Το Κράτος είναι προϊόν της Κοινωνίας σε ένα ορισµένο στάδιο της εξελίξεως της. Το Κράτος για κάθε κοινωνία είναι επίσηµη απόδειξη ότι έπεσε σε µια τροµερή αντίθεση µε τον εαυτό της, ότι έφτασε σε ένα σηµείο αδιαλλάκτου ανταγωνισµού, από τον οποίον είναι ανίκανη να γλιτώσει. Και για να µη αλληλοεξολοθρευτούν αυτοί οι ανταγωνισµοί, αυτές οι τάξεις µε τα αντίθετα οικονοµικά συµφέροντα και να µη καταστρέψουν την Κοινωνία µέσα στον άκαρπο αγώνα τους, µια δύναµη κυριαρχούσα φαινοµενικώς επί της Κοινωνίας γίνεται αναγκαία για να µετριάσει την ορµή των συγκρούσεών των και για να τις κρατήσει µέσα στα όρια της «τάξεως». Και η δύναµη αυτή που γεννιέται από την ίδια κοινωνία άλλα επιβάλλεται επάνω της, που σιγά-σιγά ξεχωρίζεται τελείως απ αυτήν, η δύναµη αυτή είναι το Κράτος».Το Κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του αδιαλλάκτου ανταγωνισµού των τάξεων. Το πότε, που και σε τι βαθµό αναπτύσσεται το Κράτος, εξαρτάται αµέσως από το πότε, πού και σε τι βαθµό οι ανταγωνισµοί, των τάξεων µιας ορισµένης κοινωνίας δεν µπορούν να καταλήξουν σε συµβιβαστική λύση και αντιστρόφως, η ύπαρξη του Κράτους αποδεικνύει ότι οι ανταγωνισµοί των τάξεων είναι ασυµφιλίωτοι.

β) Η Γκραμσιανή αντίληψη για το κράτος:Ο A. Gramsci διέκρινε την «κοινωνία των πολιτών», ως το σύνολο της κοινωνίας, που ασκεί μία ιδεολογική και πολιτική «ηγεμονία», και την «πολιτική κοινωνία», ως το «κράτος» με τη στενή έννοια του όρου. Κατά τον Gramsci: «Αυτά τα δύο επίπεδα αντιστοιχούν, αφενός, στη λειτουργία της «ηγεμονίας» που ασκεί στο κοινωνικό σύνολο η κυρίαρχη ομάδα και, αφετέρου, στην «άμεση κυριαρχία», που ασκείται διαμέσου του κράτους και της κυβέρνησης. Γι’ αυτόν κράτος σημαίνει: «κοινωνία πολιτών και πολιτική κοινωνία».

Ο Γκράμσι εξετάζει, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, την κατάσταση σύγκρουσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας των ιδιωτών ή αστικής κοινωνίας. Ο Γκράμσι βλέπει ότι αυτή η διαμάχη εξελίχτηκε εξαιτίας των θεμελιωδών αλλαγών στην οικονομία, οι οποίες είχαν έντονη αντανάκλαση στο πολιτικό πεδίο, οδηγώντας σε μια κρίση εξουσίας, ή, σύμφωνα με τη δική του ορολογία, προς μια κρίση ηγεμονίας. Οι αλλαγές στην οικονομία ήταν αποτέλεσμα της μετάβασης από την ιδιοκτησία των ατομικών και διαχωρισμένων κεφαλαίων στην συγχώνευσή τους στο χρηματιστικό κεφάλαιο που χαρακτηρίζει τη μονοπωλιακή φάση. Για τον Γκράμσι, τέτοιου είδους αλλαγές που σημειώνονται σε κρίσιμη περίοδο, δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως γενικές κρίσεις οι οποίες οδηγούν το σύστημα στην τελική του κατάρρευση. «Η κρίση δημιουργεί καταστάσεις οι οποίες είναι επικίνδυνες βραχυπρόθεσμα, εφόσον τα διάφορα λαϊκά στρώματα δεν είναι όλα ικανά να προσανατολίζουν τον εαυτό τους το ίδιο γρήγορα ή να αναδιοργανώνονται με παρόμοιο ρυθμό. Η παραδοσιακή άρχουσα τάξη, η οποία έχει αναρίθμητα εκπαιδευμένα στελέχη, αλλάζει άτομα και προγράμματα και, με μεγαλύτερη ταχύτητα από ότι οι λαϊκές τάξεις, επανακτά τον έλεγχο που είχε ξεφύγει από τα χέρια της στο διάστημα της κρίσης. Ίσως να μπορούσε να κάνει θυσίες και να εκθέσει τον εαυτό της σε ένα αβέβαιο μέλλον, γεμάτη από δημαγωγικές υποσχέσεις, αλλά διατηρεί δύναμη ενισχύοντας αυτήν τη δύναμη στο παρόν, και χρησιμοποιώντας την για να τσακίσει τον αντίπαλο και να διασκορπίσει τα ηγετικά του στελέχη τα οποία δεν είναι πολλά ούτε αρκετά εκπαιδευμένα».

Η γκραμσιανή ανάλυση αποκαλύπτει ότι ο χαρακτήρας του κράτους συνδέεται με την ταξική πάλη, με τη δυνατότητα μιας τάξης να αντιπροσωπεύει γενικά συμφέροντα, και την ικανότητά της να οργανώνει συμμαχίες που ενισχύουν την ηγεμονία της. «Είναι αλήθεια πως το κράτος έχει ειδωθεί σαν το όργανο μιας συγκεκριμένης ομάδας, προοριζόμενο να δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την επέκταση αυτής της ομάδας στο μάξιμουμ. Όμως, αυτή η ανάπτυξη και επέκταση της συγκεκριμένης ομάδας εκλαμβάνεται και παρουσιάζεται σαν να είναι η κινητήρια δύναμη μιας καθολικής επέκτασης, μιας ανάπτυξης όλων των εθνικών δραστηριοτήτων. Η κυρίαρχη ομάδα συντονίζεται συγκεκριμένα με τα γενικά συμφέροντα των υφιστάμενων ομάδων και η ζωή του κράτους νοείται ως μια συνεχής διαδικασία διαμόρφωσης και αδιάκοπης υπέρβασης ασταθών ισορροπιών (μέσα στα πλαίσια του νόμου) ανάμεσα στα συμφέροντα της κυρίαρχης ομάδας και τα συμφέροντα των υποτελών ομάδων.

Η αντιπαράθεση των δύο απόψεων (της νεοφιλεύθερης και της μαρξιστικής) σκοπό είχε ο νοήμων πολίτης να κρίνει. Να κρίνει ποιά από τις δύο απόψεις«δίνει» την εντύπωση της «συγκάλυψης ανονημάτων δίχως αισχύνη αλλά και της ενοχής». Το πλέον σημαντικό είναι ότι στερείται επιστημονικών αποδείξεων.

Το σχέδιο των «σοφών» προφανώς προήλθε μετά απο κομματική παραγγελία. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των «σοφών» ζεί και διδάσκει στη αλλοδαπή και δεν έχουν «ζήσει» τα χρόνια των μνημονίων στην Ελλάδα, αλλά και οι υπόλοιποι ημεδαποί «σοφοί» (για να χρησιμοποιηθεί μια αγαπημένη έκφραση των νεοφιλελευθέρων)διακατέχονται από«παθιασμένη» ιδεοληψία. Κατά συνέπεια: Οι πλέον ειδικοί στη βαθμολόγηση του σχεδίου τους είναι τα γερμανικά και τα αμερικάνικα thinktanks. Εάν η βαθμολόγηση του σχεδίου γινόταν στη Ελλάδα θα απορρίπτετο ως απαράδεκτο λόγω άγνοιας των συνθηκών που επικρατούν στην χώρα μας.


Ανάρτηση από: http://sioualtec.blogspot.com/