Νίκου Θεοτοκά, Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη
(εκδόσεις Βιβλιόραμα)
Του Νίκου Ντάσιου
Η παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Θεοτοκά Ο βίος του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στην αίθουσα του Συλλόγου Μακρυγιάννη στην Άρτα, την Παρασκευή, 10 Μαΐου 2013, παρουσία της βουλευτού του Σύριζα κ. Γεροβασίλη και λοιπόν τοπικών παραγόντων, αποτέλεσε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη εκ μέρους της γνωστής αποδομητικής σχολής, μαρξίζουσας προέλευση,ς στην οποία ανήκει ο εν λόγω πανεπιστημιακός του Παντείου.
Το βιβλίο αυτό –συνέχεια εκείνων της Ρεπούση, της Φραγκουδάκη, της Ψιμούλη, του Λιάκου, του Μαζάουερ και πλείστων άλλων «προοδευτικών» ιστορικών–, επιχειρεί την αναθεώρηση της ιστορικής αφήγησης του Βλαχογιάννη, που ανακαλύπτει, στα 1900, μέσα σ’ έναν τενεκέ, τα χειρόγραφα (τα απομνημονεύματα) του στρατηγού και τα οποία εκδίδει τελικά στα 1907. Η σημασία αυτής της «αφήγησης» που απέκτησε ιδιαίτερο συμβολισμό στα κείμενα των ποιητών του ’30 και ιδιαίτερα σ’ αυτά του Γ. Σεφέρη, θα πρέπει κατά τον συγγραφέα να μετριαστεί, ενώ δεν αποφεύχθηκε και μια έκφραση αποστροφής για τη «λαϊκότητα» του επαναστάτη Μακρυγιάννη, που συνέγειρε ακόμα και τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ «…παρασυρμένοι μάλλον από έναν αγνωστικιστικό ποπουλισμό».
Η προσέγγιση του Άνθρωπου-Μακρυγιάννη –και όχι του Ήρωα του ’21– δηλαδή των παθών και των αδυναμιών του στο πλαίσιο μιας ψυχαναλυτικής θεώρησης, αποτελεί την κλασική μέθοδο αποηρωοποίησης και συντελεί εν τέλει στην κατάρριψη του συμβολισμού των ηρωικών μορφών της Ελληνικής Ιστορίας.
Εστιαζόμενος πρωταρχικά στο Οράματα και Θάματα –το δεύτερο σύγγραμμά του– ο Θεοτοκάς τον χαρακτηρίζει «βλάσφημο» και αμφισβητεί την πίστη του στην Ορθοδοξία, ερμηνεύοντας έτσι την αναφορά του Μακρυγιάννη στην προδιάθεσή του να ανέβει στον ουρανό και να πάρει τη θέση του Χριστού εκ δεξιών του Πατρός!!! Να θυμίσουμε στον συγγραφέα τις τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες έγραφε ο στρατηγός το έργο αυτό στα 1851, με εφτά βαρύτατες πληγές στο σώμα του, απογοητευμένος από τους συμπατριώτες του για τη διχόνοια που ξέσπασε μεταξύ των Ελλήνων, την καταρράκωσή του από τα δικαστήρια όπου τον οδήγησε η βαυαροκρατία του Όθωνα, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, λόγω της συμμετοχής του στο Κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη. Γεγονότα που τον οδήγησαν να κλειστεί στον εαυτό του και να ζητάει την ελπίδα για το «ανολοκλήρωτο της Επανάστασης του ’21» μόνο στον Θεό με αυτό τον ιδιότυπο μυστικιστικό και ανορθόλογο, αλλά πολύ ανθρώπινο τρόπο.
Όμως, πώς ορίζει ο Νίκος Θεοτοκάς την Επανάσταση του ’21 και τον ρόλο του Μακρυγιάννη σ’ αυτή; Απλώς σαν μια μάχη ιδεών: «….για την τάξη του κόσμου που κληρονόμησε και εκείνων των καινούριων που δεξιωνόταν και διαμόρφωνε, που θα του επιτρέψουν να αναζητήσει νέες ισορροπίες ανάμεσα στο κληροδοτημένο ανελαστικό σύστημα σκέψης και σ’ ένα ρηξικέλευθο δέον» (σελ 62). Και όπως γλαφυρά αναφέρει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, «…ο βίος του Μακρυγιάννη δείχνει ανάγλυφα την Ιστορία των Ανθρώπων που δίνοντας την ψυχή και το αίμα τους βάλθηκαν να γκρεμίσουν τον παραδοσιακό κόσμο (και όχι τον οθωμανικό ζυγό). Και ανέτρεψαν έτσι τον μόνο κόσμο που μπορούσε να τους χωρέσει». Άρα, κακώς έκαναν την Επανάσταση, αφού η τραγική τους μοίρα τους ενέταξε σ’ έναν νέο κόσμο που δεν τους χωρούσε (και όχι βέβαια οι Βαυαροί του Όθωνα).
Πώς ερμηνεύει όμως ο συγγραφέας την απόφαση του Μακρυγιάννη να «βάλει το κεφάλι του στον τορβά της Επανάστασης»; Σίγουρα όχι από το πάθος της ελευθερίας, αλλά για οικονομικούς λόγους. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του συγγραφέα, η τάση αυτονόμισης του Αλή Πασά στην Ήπειρο έναντι του σουλτάνου έπληξε το εμπόριο στην Άρτα και ανέδειξε νέες δυναμικές περιοχές όπως την Πάργα, τη Ναύπακτο και την Πρέβεζα. Ο Μακρυγιάννης, λοιπόν, βρέθηκε να χάνει οικονομικά προνόμια και αυτό προκάλεσε την αντίδρασή του, αφού έως τότε (το 1820) είχε καταστεί οικονομικά επιφανής παράγοντας –και μάλιστα πολύ νέος– πλουτίζοντας από τον τοκισμό και το εμπόριο ακόμα και κατά την περίοδο του λιμού στην πόλη της Άρτας στα 1816!!! Έμπορος λοιπόν, και συνωμότης ο Μακρυγιάννης –όπως επιγράφεται το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου– «τοκιστής και άρα τοκογλύφος» είναι το σύμβολο της Ελληνικής Επανάστασης κατά τον πανεπιστημιακό δάσκαλο Ν. Θεοτοκά!!!
Θα είχε ενδιαφέρον μια ολοκληρωμένη απάντηση στο νέο αυτό πόνημα, αναδεικνύοντας το σύνολο των ακριτομυθιών της επιστημονικής ομάδας. Παραμένει όμως ένα βασικό ερώτημα: Γιατί η συγκεκριμένη σχολή επιχειρεί, σ’ αυτήν ειδικά τη συγκυρία, την αποψίλωση έως και την πλήρη αποδόμηση των εθνικών μας συμβόλων; Μα γιατί ο αγώνας τους, που συνεχίστηκε έναν αιώνα περίπου μετά το ’21 –και ίσως μέχρι το ’55-59 στην Κύπρο– παραμένει έως σήμερα τραγικά επίκαιρος. Αποδομώντας λοιπόν τα σύμβολα ενός Αντιστασιακού Έθνους, καταστρέφεις τα αντανακλαστικά της λαϊκής ψυχής που καλείται και πάλι σήμερα να αντισταθεί, περνώντας από το «Εγώ στο Εμείς», όπως έγραφε ο στρατηγός, έχοντας να παλέψει και πάλι με τους Γερμανούς, τους νέοθωμανούς και τους εγχώριους υποτακτικούς καλαμαράδες…
Όσο κι αν επικαλούνται οι «επιστήμονες ιστορικοί» αυτής της τάσης το δικαίωμά τους να βρίσκονται και να ρυπαρογραφούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο το οποίο και υπερασπίζονται –ιδιοτελώς–, θα παραθέσω μια αναφορά του Σεφέρη για τον στρατηγό Μακρυγιάννη, που αποκαθιστά την ισορροπία των πραγμάτων:
«Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία, εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του, και μια κακή παιδεία εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος. Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς• θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως έναν Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα. Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του• είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία• κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ‘21» Γ. Σεφέρης «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981 (4).
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr
(εκδόσεις Βιβλιόραμα)
Του Νίκου Ντάσιου
Η παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Θεοτοκά Ο βίος του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στην αίθουσα του Συλλόγου Μακρυγιάννη στην Άρτα, την Παρασκευή, 10 Μαΐου 2013, παρουσία της βουλευτού του Σύριζα κ. Γεροβασίλη και λοιπόν τοπικών παραγόντων, αποτέλεσε μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη εκ μέρους της γνωστής αποδομητικής σχολής, μαρξίζουσας προέλευση,ς στην οποία ανήκει ο εν λόγω πανεπιστημιακός του Παντείου.
Το βιβλίο αυτό –συνέχεια εκείνων της Ρεπούση, της Φραγκουδάκη, της Ψιμούλη, του Λιάκου, του Μαζάουερ και πλείστων άλλων «προοδευτικών» ιστορικών–, επιχειρεί την αναθεώρηση της ιστορικής αφήγησης του Βλαχογιάννη, που ανακαλύπτει, στα 1900, μέσα σ’ έναν τενεκέ, τα χειρόγραφα (τα απομνημονεύματα) του στρατηγού και τα οποία εκδίδει τελικά στα 1907. Η σημασία αυτής της «αφήγησης» που απέκτησε ιδιαίτερο συμβολισμό στα κείμενα των ποιητών του ’30 και ιδιαίτερα σ’ αυτά του Γ. Σεφέρη, θα πρέπει κατά τον συγγραφέα να μετριαστεί, ενώ δεν αποφεύχθηκε και μια έκφραση αποστροφής για τη «λαϊκότητα» του επαναστάτη Μακρυγιάννη, που συνέγειρε ακόμα και τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ «…παρασυρμένοι μάλλον από έναν αγνωστικιστικό ποπουλισμό».
Η προσέγγιση του Άνθρωπου-Μακρυγιάννη –και όχι του Ήρωα του ’21– δηλαδή των παθών και των αδυναμιών του στο πλαίσιο μιας ψυχαναλυτικής θεώρησης, αποτελεί την κλασική μέθοδο αποηρωοποίησης και συντελεί εν τέλει στην κατάρριψη του συμβολισμού των ηρωικών μορφών της Ελληνικής Ιστορίας.
Εστιαζόμενος πρωταρχικά στο Οράματα και Θάματα –το δεύτερο σύγγραμμά του– ο Θεοτοκάς τον χαρακτηρίζει «βλάσφημο» και αμφισβητεί την πίστη του στην Ορθοδοξία, ερμηνεύοντας έτσι την αναφορά του Μακρυγιάννη στην προδιάθεσή του να ανέβει στον ουρανό και να πάρει τη θέση του Χριστού εκ δεξιών του Πατρός!!! Να θυμίσουμε στον συγγραφέα τις τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες έγραφε ο στρατηγός το έργο αυτό στα 1851, με εφτά βαρύτατες πληγές στο σώμα του, απογοητευμένος από τους συμπατριώτες του για τη διχόνοια που ξέσπασε μεταξύ των Ελλήνων, την καταρράκωσή του από τα δικαστήρια όπου τον οδήγησε η βαυαροκρατία του Όθωνα, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, λόγω της συμμετοχής του στο Κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη. Γεγονότα που τον οδήγησαν να κλειστεί στον εαυτό του και να ζητάει την ελπίδα για το «ανολοκλήρωτο της Επανάστασης του ’21» μόνο στον Θεό με αυτό τον ιδιότυπο μυστικιστικό και ανορθόλογο, αλλά πολύ ανθρώπινο τρόπο.
Όμως, πώς ορίζει ο Νίκος Θεοτοκάς την Επανάσταση του ’21 και τον ρόλο του Μακρυγιάννη σ’ αυτή; Απλώς σαν μια μάχη ιδεών: «….για την τάξη του κόσμου που κληρονόμησε και εκείνων των καινούριων που δεξιωνόταν και διαμόρφωνε, που θα του επιτρέψουν να αναζητήσει νέες ισορροπίες ανάμεσα στο κληροδοτημένο ανελαστικό σύστημα σκέψης και σ’ ένα ρηξικέλευθο δέον» (σελ 62). Και όπως γλαφυρά αναφέρει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, «…ο βίος του Μακρυγιάννη δείχνει ανάγλυφα την Ιστορία των Ανθρώπων που δίνοντας την ψυχή και το αίμα τους βάλθηκαν να γκρεμίσουν τον παραδοσιακό κόσμο (και όχι τον οθωμανικό ζυγό). Και ανέτρεψαν έτσι τον μόνο κόσμο που μπορούσε να τους χωρέσει». Άρα, κακώς έκαναν την Επανάσταση, αφού η τραγική τους μοίρα τους ενέταξε σ’ έναν νέο κόσμο που δεν τους χωρούσε (και όχι βέβαια οι Βαυαροί του Όθωνα).
Πώς ερμηνεύει όμως ο συγγραφέας την απόφαση του Μακρυγιάννη να «βάλει το κεφάλι του στον τορβά της Επανάστασης»; Σίγουρα όχι από το πάθος της ελευθερίας, αλλά για οικονομικούς λόγους. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του συγγραφέα, η τάση αυτονόμισης του Αλή Πασά στην Ήπειρο έναντι του σουλτάνου έπληξε το εμπόριο στην Άρτα και ανέδειξε νέες δυναμικές περιοχές όπως την Πάργα, τη Ναύπακτο και την Πρέβεζα. Ο Μακρυγιάννης, λοιπόν, βρέθηκε να χάνει οικονομικά προνόμια και αυτό προκάλεσε την αντίδρασή του, αφού έως τότε (το 1820) είχε καταστεί οικονομικά επιφανής παράγοντας –και μάλιστα πολύ νέος– πλουτίζοντας από τον τοκισμό και το εμπόριο ακόμα και κατά την περίοδο του λιμού στην πόλη της Άρτας στα 1816!!! Έμπορος λοιπόν, και συνωμότης ο Μακρυγιάννης –όπως επιγράφεται το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου– «τοκιστής και άρα τοκογλύφος» είναι το σύμβολο της Ελληνικής Επανάστασης κατά τον πανεπιστημιακό δάσκαλο Ν. Θεοτοκά!!!
Θα είχε ενδιαφέρον μια ολοκληρωμένη απάντηση στο νέο αυτό πόνημα, αναδεικνύοντας το σύνολο των ακριτομυθιών της επιστημονικής ομάδας. Παραμένει όμως ένα βασικό ερώτημα: Γιατί η συγκεκριμένη σχολή επιχειρεί, σ’ αυτήν ειδικά τη συγκυρία, την αποψίλωση έως και την πλήρη αποδόμηση των εθνικών μας συμβόλων; Μα γιατί ο αγώνας τους, που συνεχίστηκε έναν αιώνα περίπου μετά το ’21 –και ίσως μέχρι το ’55-59 στην Κύπρο– παραμένει έως σήμερα τραγικά επίκαιρος. Αποδομώντας λοιπόν τα σύμβολα ενός Αντιστασιακού Έθνους, καταστρέφεις τα αντανακλαστικά της λαϊκής ψυχής που καλείται και πάλι σήμερα να αντισταθεί, περνώντας από το «Εγώ στο Εμείς», όπως έγραφε ο στρατηγός, έχοντας να παλέψει και πάλι με τους Γερμανούς, τους νέοθωμανούς και τους εγχώριους υποτακτικούς καλαμαράδες…
Όσο κι αν επικαλούνται οι «επιστήμονες ιστορικοί» αυτής της τάσης το δικαίωμά τους να βρίσκονται και να ρυπαρογραφούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο το οποίο και υπερασπίζονται –ιδιοτελώς–, θα παραθέσω μια αναφορά του Σεφέρη για τον στρατηγό Μακρυγιάννη, που αποκαθιστά την ισορροπία των πραγμάτων:
«Τα γράμματα είναι από τις πιο ευγενικές ασκήσεις κι από τους πιο υψηλούς πόθους του ανθρώπου. Η παιδεία είναι ο κυβερνήτης του βίου. Κι επειδή οι αρχές αυτές είναι αληθινές, πρέπει να μην ξεχνούμε πως υπάρχει μια καλή παιδεία, εκείνη που ελευθερώνει και βοηθά τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί σύμφωνα με τον εαυτό του, και μια κακή παιδεία εκείνη που διαστρέφει και αποστεγνώνει και είναι μια βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος. Αν ο Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα την εποχή εκείνη, πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, γιατί την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι «τροπαιούχοι του άδειου λόγου», καθώς είπε ο ποιητής, που δεν έλειψαν ακόμη. Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη γιατί δεν έμαθε γράμματα, αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει. Γιατί αν είχε πάει σε δάσκαλο, θα είχαμε ίσως πολλές φορές τον όγκο των Απομνημονευμάτων σε μια γλώσσα, όλο κουδουνίσματα και κορδακισμούς• θα είχαμε ίσως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά των χρόνων εκείνων, θα είχαμε ίσως έναν Σούτσο της πεζογραφίας, αλλά αυτή την αστέρευτη πηγή ζωής, που είναι το βιβλίο του Μακρυγιάννη, δε θα την είχαμε. Και θα ήταν μεγάλο κρίμα. Γιατί έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης, βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν και αγράμματος, δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον: ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης, δεν είναι κάτι ξέχωρο ή αποσπασματικά δικό του• είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία• κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα -είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ‘21» Γ. Σεφέρης «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981 (4).
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr