Του Χρήστου Κάτσικα
Οσοι παρακολουθούν από κοντά το «τι», το «πώς» και το «γιατί» των πανελλαδικών εξετάσεων, τα θέματα και την κίνηση των βαθμολογιών, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος, αυτές τις μέρες, θα γεμίσει με αναλύσεις για «εύκολα» ή «δύσκολα» θέματα, για «θέματα–παιχνιδάκι» ή «θέματα–φωτιά» ανεβάζοντας το θερμόμετρο του άγχους και της ανησυχίας των υποψηφίων στον πιο κρίσιμο «εξεταστικό» γύρο.
Ωστόσο όσοι γνωρίζουν τη «λογική» των πανελλαδικών εξετάσεων, μπορούν, πριν ακόμη ολοκληρωθούν, να κάνουν ένα είδος πρώιμου απολογισμού για τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις ο οποίος θα επαληθευτεί καθώς βασίζεται σε ακλόνητη σειρά στατιστικών δεδομένων.
Εχουμε λοιπόν και λέμε: η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων θα προσπαθήσει να υποτάξει τα θέματα σε σχέδια που ούτε με την εκπαιδευτική διαδικασία έχουν σχέση ούτε με τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών.
Τόσοι 18-20, τόσοι κάτω από τη βάση
Τα θέματα των εξετάσεων υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι μαθητές σε κατηγορίες, έτσι ώστε να «χωράνε» στην προσφορά θέσεων εισακτέων. Ακόμη υποτάσσονται στη λογική της κίνησης των βάσεων. Το κύριο ζήτημα είναι τόσοι να πάρουν 18-20, τόσοι 12-15, τόσοι να πέσουν κάτω από τη βάση κτλ. Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερφυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το ΥΠΑΙΘΠΑ ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά, μέτρια, έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο “αντικειμενική” η επιλογή όσων θα εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Εχει αυτό σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία; Εχει μήπως σχέση με τους όρους και τις διαδικασίες μάθησης μέσα στη σχολική αίθουσα; Καμία.
Πέρα από τους επιτυχόντες και τους αποτυχόντες
Την ίδια ώρα, με βικτοριανή υποκρισία, προβάλλεται ως τεκμήριο της αθωότητάς του εξεταστικού συστήματος η δυνατότητα που παρέχει σε όλους να διαγωνιστούν ισότιμα, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια θέματα, για την είσοδό τους στη σχολή που επιθυμούν, εξαγνισμένο στην «κολυμβήθρα» των μαρτύρων υπεράσπισης, επιτυχόντων και αποτυχόντων, που ως πρώην υποψήφιοι βεβαιώνουν μπροστά στις κάμερες την αντικειμενικότητα της επιλογής.
Είναι βεβαίως οι απόψεις όλων εκείνων που πήραν μέρος στις γενικές εξετάσεις.
Γιατί οι απόψεις και η ίδια η ύπαρξη όσων δεν μπόρεσαν να παρουσιαστούν ούτε καν ως υποψήφιοι σ’ αυτές υφίστανται το τελευταίο στάδιο του αποκλεισμού, καθώς εξαφανίζονται την περίοδο αυτή από το εκπαιδευτικό τοπίο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον ορατοί διά γυμνού οφθαλμού. Βρισκόμαστε μπροστά στην περίπτωση όπου η διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των γενικών εξετάσεων, ο ίδιος ο θεσμός τους, αποκρύπτουν τον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών χωρίς καν εξετάσεις.
Η “κατασκευή” των χαμηλών επιδόσεων
Είναι σίγουρο ότι σύντομα, ίσως και από την επόμενη χρονιά, το υπουργείο Παιδείας θα επαναφέρει με αυτή ή την άλλη μορφή τη ρύθμιση που απαγορεύει την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με βαθμολογία κάτω από τη βάση.
Για όσους παρακολουθούν τα πράγματα από μακριά πιθανόν η παραπάνω απόφαση να φαίνεται λογική, καθώς φαντάζει περίεργο να εισάγονται υποψήφιοι με βαθμολογίες κάτω από τη βάση στα πανεπιστήμια. Ωστόσο οι βαθμολογίες που συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι κάθε χρόνο είναι «κατασκευή». Το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού μαθητών που βαθμολογούνται κάτω από τη βάση δεν είναι πρόβλημα των μαθητών, αλλά του εξεταστικού συστήματος που λειτουργεί σαν εκπαιδευτική ΥΠΕΔΑ.
Με άλλα λόγια, τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας είναι τεχνητή απόρροια των λεγόμενων διαβαθμισμένων θεμάτων που λειτουργούν σαν «έξυπνες βόμβες» στην κατανομή της αποτυχίας/επιτυχίας. Με λίγα λόγια το υπουργείο Παιδείας, με βάση τον βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων, μοιάζει με τον υδραυλικό που κρατάει στο χέρι του τον διακόπτη και κανονίζει ανάλογα με τις επιλογές του τη ροή του νερού. Αλλοτε με εύκολα θέματα έχει μόλις 3.000 υποψήφιους με βαθμολογία κάτω από τη βάση (2000), άλλοτε με δυσκολότερα έχει 31.500 (2001) και άλλοτε με ακόμη δυσκολότερα (2004) ξεπερνάει τις 37.000
Το ύψος της αποτυχίας συνδέεται με ένα νήμα με την ίδια τη λογική του εξεταστικού συστήματος, που απαιτεί όχι μόνο τον «εξοστρακισμό» ενός μεγάλου τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και τη νομιμοποίηση, στη συνείδηση των αποτυχόντων, του αποκλεισμού τους μέσα από την «κατασκευή» της αποτυχίας τους με όχημα τον «βαθμό δυσκολίας» των θεμάτων.
Το “φάντασμα” των φροντιστηρίων και τα… μεταρρυθμιστικά ξόρκια!
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα ένα «φάντασμα» πλανιέται πάνω από την ελληνική εκπαίδευση: το «εξεταστικό» ή με άλλα λόγια ο τρόπος και οι όροι πρόσβασης των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η πιο «ταραγμένη ζώνη» του σχολείου υπήρξε ακριβώς η περίοδος της μετάβασης από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην τριτοβάθμια. Αν κανείς τινάξει το εκπαιδευτικό «σώμα» των μεταρρυθμιστικών «επεισοδίων» της τελευταίας τριαντακονταετίας, θα διαπιστώσει ότι όλα όσα προβλήθηκαν από τη μεριά του υπουργείου Παιδείας ως πρωτότυπα και μαγικά ελιξίρια για την ανανέωση του ελληνικού σχολείου αναφέρονταν στο εξεταστικό σύστημα.
Μια στοιχειώδης αναδρομή-εξέταση των ιστορικά διαμορφωμένων εξεταστικών συστημάτων στη χώρα μας από τη δεκαετία του ’70 έως τις μέρες μας φανερώνει ότι οι εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με όποια μορφή κι αν έγιναν, όποιο όνομα κι αν πήραν, πανελλήνιες, πανελλαδικές, γενικές εξετάσεις, είχαν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό στον νομιμοποιητικό τους λόγο: «τον περιορισμό της παραπαιδείας». Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει «μεταρρύθμιση» στον τρόπο μετάβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που να μην υπονοεί το τέλος των φροντιστηρίων και των οικογενειακών εξόδων σαν να πρόκειται για πελατειακή και πλαστή ανταπόκριση στις ελπίδες και τα όνειρα χιλιάδων οικογενειών.
Με κάθε σχεδόν κυβερνητική αλλαγή εξαγγέλλεται νέα αλλαγή του εξεταστικού συστήματος πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο πολυπαιγμένο εκπαιδευτικό δραματολόγιο βρήκαν αγκυροβόλιο «υποσχετικές- καρμπόν» για «αύξηση του ενδιαφέροντος των μαθητών», «για την απόκτηση της γνώσης στο σύνολο των μαθημάτων του Λυκείου», για «αύξηση του ελεύθερου χρόνου των μαθητών», για περιορισμό ή και εξαφάνιση «της φροντιστηριακής εκπαίδευσης που εξανεμίζει τα οικονομικά της ελληνικής οικογένειας».
Ολοι οι ισχυρισμοί αποδείχτηκαν ολωσδιόλου αβάσιμοι. Είναι φανερό σήμερα ότι όλες οι αλλαγές αποτελούσαν έναν παραπλανητικό επίδεσμο στο ρημαγμένο σώμα της λυκειακής εκπαίδευσης. Ουσιαστικά έμεινε άθικτος ο εξεταστικοκεντρικός προσανατολισμός του Λυκείου και οι εξετάσεις στην Γ΄ Λυκείου μετατράπηκαν σε κορυφαία πράξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας με αποτέλεσμα όλα μέσα στο Λύκειο, από την Α΄ τάξη μέχρι την Γ΄, να κινούνται γύρω από αυτές. Είναι φανερό ότι οι εξετάσεις παρακυβέρνησης του Λυκείου παραμένουν και μαζί και τα παρεπόμενά τους: η εκπαίδευση της αμάθειας, τα φροντιστήρια και η οικονομική εξουθένωση των πιο αδύναμων νοικοκυριών.
Παράλληλα, εφόσον στόχος δεν είναι να μάθει ο μαθητής αλλά να ξεπεράσει τους άλλους, ούτε ο ελεύθερος χρόνος του αυξάνεται ούτε το φροντιστήριο ελαττώνεται. Κάνει μικρότερη προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες ο δεκαθλητής από τον δρομέα των 100 μέτρων;
Πίνακας “30 χρόνια ράβε-ξήλωνε”: Ανάλυση και επεξεργασία στοιχείων Χρήστος Κάτσικας, Μάιος 2013 (πηγή)
Ανάρτηση από: www.efsyn.g