Οι χθεσινές δηλώσεις της Μαρίας Ρεπούση σχεικά με χορό του Ζαλόγγου ότι κάθε λαός δημιουργεί τους μύθους του, επαναφέρει τη συζήτηση για τις επιδιώξεις της αποδομητικής ιστορικής σχολής, της οποίας από τα πιο προβεβλημένο μέλη είναι η Ρεπούση. Ο Γ. Καραμπελιάς στο βιβλίο του Συνωστισμένες στο Ζάλογγο αποδομεί την επιχειρηματολογία της Βάσως Ψιμούλη ότι ο χορός του Ζαλόγγου ηταν ένας μύθος. Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά σκιαγραφούνται οι επιδιώξεις των αποδομητών της ιστορίας μας.
Απόσπασμα (σσ. 14-21) από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Συνωστισμένες στο Ζάλογγγο
Στα πλαίσια της «αποδόμησης των εθνικών μύθων», προνομιακή θέση κατέχει προφανώς και η κατάρριψη του «μύθου» των Σουλιωτών, μιας από τις ισχυρότερες καταγωγικές αφηγήσεις του νεώτερου ελληνισμού[1]. Αυτό το εγχείρημα εκφράζεται κυρίως μέσω της αποσιώπησης – χαρακτηριστικά, στο ιστορικό ντοκιμαντέρ του Σκάι για την Τουρκοκρατία, στις αρχές του 2011, εκθειάζεται ο Αλή πασάς και αποσιωπούνται ολοκληρωτικά οι Σουλιώτες. Τέλος, μέσα από ορισμένες ιστορικές πραγματείες –όπως αυτή της Βάσως Ψιμούλη– επιχειρείται ένα βήμα πιο πέρα, δηλαδή η ανοικτή αμφισβήτηση του ίδιου του «εθνικού μύθου» του Σουλίου και των Σουλιωτών[2].
Και, δυστυχώς, αυτό το εγχείρημα διαθέτει ήδη τους «προοδευτικούς» τίτλους τιμής του. Ο Γιάννης Κορδάτος, ο «γενάρχης» της μαρξιστικής ιστοριογραφίας –παρότι σήμερα δεν προβάλλεται εξ αιτίας της πληθώρας των σφαλμάτων του και των ενίοτε επιδερμικών αποφάνσεών του–, είναι ο πρώτος διδάξας. Έτσι στην Ιστορία (του) της νεώτερης Ελλάδας, δεν περιλαμβάνεται κάποιο κεφάλαιο ή υποκεφάλαιο για το Σούλι, ενώ οι ελάχιστες σχετικές αναφορές γίνονται σε κεφάλαιο σχετικό με τον Αλή πασά, όπου αντιπαρατίθεται ο προοδευτικός Τεπελενλής προς τους ληστές και πλιατσικολόγους Σουλιώτες! Στις γεμάτες θαυμασμό και επαίνους σελίδες για τον τελευταίο, διαβάζουμε:
Επειδή χτύπησε τους εκμεταλλευτές και δυνάστες της φτωχολογιάς καθώς και τους Σουλιώτες και τους κοτζαμπάσηδες, του έψαλλαν όσα σέρνει η σκούπα και έτσι σχηματίστηκε η παράδοση πως ήταν αιμοβόρος, άρπαγας και σκληρός τύραννος.[ ] Όσο ζούσεν ο Αλής η αγροτιά της Θεσσαλίας τον αγαπούσε, γιατί δεν άφηνε τους μπέηδες και τσιφλικάδες να φέρνονται σκληρά στους κολλιγάδες και φτωχοαγρότες[3].
Είναι γνωστή η θετική αποτίμηση πολλών Ελλήνων ιστορικών και ιστοριολογούντων, και όχι μόνο της Αριστεράς, για τον Αλή, τον οποίον εντάσσουν στον «διαφωτισμένο μοναρχισμό»[4], ωστόσο κανείς δεν έφτασε, εξ αντιδιαστολής, σε τόσο αρνητικές τοποθετήσεις για τους Σουλιώτες:
…δεν είναι σωστό ότι ο Αλής χτύπησε τους Σουλιώτες με τον πιο σκληρό τρόπο; Σωστό είναι, αλλά τι ήταν οι Σουλιώτες; Η απάντηση είναι ότι ήταν κλέφτες που ρήμαζαν τα γύρω χωριά[5].
Σύμφωνα με τη μαρξιστική ορθοδοξία, οι Σουλιώτες ανήκαν σε καθυστερημένους πληθυσμούς και «ο δημοκρατισμός τους για τον οποίο κάνουν λόγο οι αστοί ιστορικοί αντανακλούσε την πρωτόγονη οργάνωση του γένους και όχι νεώτερες δημοκρατικές αντιλήψεις»[6]. Κατά συνέπεια, αποτελούσαν εμπόδιο στην πρόοδο και, όπως μας διδάσκει η «ιστορία», θα… έπρεπε να εξαλειφθούν.
Ωστόσο, μία τεράστια απόσταση χωρίζει εκείνη τη γενιά που, εξ αιτίας μιας κακοχωνεμένης μαρξιστικής αντίληψης, επέμενε, παρά τις διώξεις και τις εξορίες, στην «αμφισβήτηση» μιας εθνικής ιδεολογίας –που στα μάτια της ταυτιζόταν με την κυρίαρχη συντηρητική παράταξη–, από τις νεώτερες γενιές της αποδομητικής ιστορικής αντίληψης. Οι δεύτεροι δεν αντιδρούν απέναντι σε μια κυρίαρχη «εθνικιστική» ιδεολογία, διότι πλέον ο δικός τους λόγος ηγεμονεύει στον ακαδημαϊκό και τον δημόσιο χώρο, και οι ίδιοι στελεχώνουν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους.
Πλέον, η αποδόμηση δεν αποτελεί απλή επανάληψη της παλιάς «ταξικής» αντίληψης της Αριστεράς, σύμφωνα με την οποία οι αρχιερείς και οι κοτζαμπάσηδες είχαν μεταβληθεί, μαζί με τους Τούρκους, στον κύριο εχθρό των αγωνιζόμενων λαϊκών στρωμάτων[7]. Τώρα, το κέντρο βάρους θα μετατεθεί: από τους καπεταναίους, στους αστούς και τους λογίους, στον Διαφωτισμό, και μάλιστα στη γαλλική εκδοχή του και όχι στην εγχώρια διαμόρφωσή του, και θα υποβαθμιστούν δραματικά οι επαναστατικοί αγώνες, ενώ θα εξαφανιστούν απολύτως οι… νεομάρτυρες[8]. Ο ίδιος ο Ρήγας θα μεταβληθεί κατ’ εξοχήν στον εκδότη του… Σχολείου των ντελικάτων εραστών, και όχι πλέον του Θούριου[9], ενώ θα αποσιωπηθεί εντελώς η έκδοση τωνΧρησμών του Αγαθάγγελου[10]. Σε αυτή τη νέα «αφήγηση», δεν μιλάμε πλέον για Επανάσταση αλλά για «διαφωτισμό», δεν αναφερόμαστε σε Φραγκοκρατία και Τουρκοκρατία, αλλά σε «ενετική» και «οθωμανική περίοδο», αντίστοιχα.
Στον βαθμό που αναπτυσσόταν και εδραιωνόταν αυτή η «νέα ιστορία», θα έπρεπε αναπόφευκτα να αναμετρηθεί και με το αγωνιστικό/ανταγωνιστικό στοιχείο των προεπαναστατικών και επαναστατικών χρόνων, και όχι μόνο διά της αποσιωπήσεως. Θα έπρεπε να «απομυθοποιηθεί» το κρυφό σχολειό, η 25η Μαρτίου, η κατάληψη της Τριπολιτσάς, τα Ορλωφικά, ως η πρώτη μεγάλη γενική επανάληψη της Επανάστασης[11], εν τέλει η ίδια η «κλεφτουριά».
Ιδιαίτερα, θα έπρεπε να αποσιωπηθούν ή να υποβαθμιστούν τα επαναστατικά γεγονότα τα οποία προηγούνται της Επανάστασης του ’21. Διότι αυτά ακριβώς καταδεικνύουν πως η αφετηρία της δεν ήταν αποκλειστικώς οι λόγιοι, που προσέλαβαν τις ιδέες της γαλλικής Επανάστασης και τις διοχέτευσαν σε μια, λίγο πολύ, αδιαφοροποίητη εθνικά μάζα. Οι λόγιοι αποτελούσαν μία και μόνο συνιστώσα ενός εθνικού κινήματος – που, εξ άλλου, ακόμα και στην περίπτωσή τους, προηγείται κατά πολύ της γαλλικής Επανάστασης. Μια άλλη, αποφασιστικής σημασίας, συνιστώσα υπήρξαν οι ένοπλες συσσωματώσεις των Ελλήνων, που συγκρούονται με τους Τούρκους, αδιάκοπα, από τον Κροκόνδειλο Κλαδά, τον 15ο αι.[12], έως τους Σουλιώτες, τους Χειμαριώτες, την κλεφτουριά και τα ένοπλα σώματα των Επτανήσων και των παραδουνάβιων Ηγεμονιών.
Κατ’ εξοχήν δε, οι Σουλιώτες καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στο corpus της νεώτερης ελληνικής ιστορικής συνείδησης, εξ αιτίας του μακρόχρονου και ανυποχώρητου αγώνα τους, επί δύο αιώνες, ενάντια στους Τούρκους και της –αποφασιστικής σημασίας– συμμετοχής τους στην Επανάσταση.
Η αποδομητική σχολή θα πρέπει λοιπόν να καταδείξει, έστω και διά της χειραγώγησης/αποσιώπησης, ή, αν χρειαστεί, και του βιασμού των ιστορικών στοιχείων, πως οι Σουλιώτες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συνένωση από μάλλον πρωτόγονες φάρες, αλβανικής καταγωγής και γλώσσας, οι οποίες δεν διέθεταν κάποια εθνική ή έστω πρωτοεθνική συνείδηση, αλλά μόνο μια χριστιανική ταυτότητα, ανταγωνιστική προς τη μουσουλμανική του Αλή Τεπελενλή και των Τουρκαλβανών του. Αν το επιτύχει, τότε θα έχει προσθέσει ένα ακόμα λιθαράκι στο βασικό ιδεολογικό της πρόταγμα: η εθνική συνείδηση είναι απούσα από τους Έλληνες πριν από την Επανάσταση του ’21 και, επομένως, το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται δια της επαναστάσεως και, κυρίως, μέσω του κράτους. Οι Σουλιώτες «δεν είναι» Έλληνες, αλλά «εξελληνίζονται» επιγενέστερα, πολύ μετά τη σύγκρουσή τους με τον Αλή:
Την ίδια εποχή, εξελληνισμός και ενσωμάτωση στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, τους πολιτικο-στρατιωτικούς στόχους και το εθνικό της όραμα, αποτελούν τις δύο όψεις της νέας πραγματικότητας, στην οποία εντάσσονται οι Σουλιώτες[13].
Και επειδή το Κούγκι, οι Τζαβελαίοι, το Ζάλογγο, η Δέσπω και ο πύργος του Δημουλά, αποτελούν λέξεις/σημαίνοντα, που στο υποσυνείδητο των Ελλήνων ταυτίζονται με την αγωνιστική διάσταση, όχι μόνο του Σουλίου, αλλά της νεώτερης ελληνικής ταυτότητας γενικά, θα πρέπει, εν τέλει, να πλήξουμε την αληθοφάνεια των γεγονότων και τον ηρωικό χαρακτήρα ατόμων και πράξεων. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αμφισβητηθεί, χωρίς μάλιστα καμία ιστορική αντένδειξη, και ο χορός του θανάτου του Ζαλόγγου, δηλαδή μια πράξη συνδεδεμένη με το βαθύτερο συναισθηματικό και ψυχολογικό υπόστρωμα των νεώτερων Ελλήνων, από το νηπιαγωγείο έως τα γερατειά.
Στη διάρκεια της διεξαγόμενης, σε στενωπούς και μονοπάτια του όρους, μάχης, μέρος των γυναικοπαίδων κατακρημνίστηκε είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές…[14]
Ίσως, εν τέλει, εδώ να βρίσκεται η αφετηρία του φάσματος του «συνωστισμού», που κατατρύχει τους Έλληνες αποδομητές, συνωστισμένοι στη Σμύρνη…, συνωστισμένες στο Ζάλογγο.
ΣΣ. Τα αποσπάσματα εγγράφων ή βιβλίων στο κείμενο παρατίθενται με την ορθογραφία του πρωτοτύπου.
[1]Το εκτενές κείμενο, «Τι ήταν το Σούλι και η Σουλιώτικη Συμπολιτεία», στην ιστοσελίδα του «Συλλόγου απανταχού Σουλιωτών, www.souli.8m.com/history.html, αποτελεί έναν ατελή αλλά χρήσιμο και εύκολα προσβάσιμο συνοπτικό οδηγό για την ιστορία του Σουλίου. Τα σχετικά με το Σούλι δημοσιεύματα, έως το 1980, βρίσκονται καταγεγραμμένα στα βιβλία: Λουκία Δρούλια, Βούλα Κόντη, Ηπειρωτική Βιβλιογραφία, 1571-1980, α΄ Αυτοτελή δημοσιεύματα, ΕΙΕ, Αθήνα 1984 και Βούλα Κόντη, Ηπειρωτική Βιβλιογραφία, γ΄ Μελέτες και Άρθρα 1811-1980, ΕΙΕ, Αθήνα 1999.
[2] Το προαναφερθέν εκτενές άρθρο του Αλέξη Πολίτη, με διαφορετικά όπλα από εκείνα της Ψιμούλη, επιχειρεί την αποδόμηση του Ζαλόγγου και «μόνον».
[3] Γ. Κορδάτου, Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τ. Α΄, 1453-1821, εκδ. 20ός αι., Αθήνα 1956, σ. 405.
[4] Γ. Κορδάτου, Ιστορία …, ό.π., τ. Α΄, σ. 406.
[5] Γ. Κορδάτου, Ιστορία …, ό.π., τ. Α΄, σ. 407.
[6]Γ. Κορδάτου, Ιστορία …, ό.π., τ. Α΄, σ. 407.
[7] Άποψη την οποία θα εκλαϊκεύσει ευρέως ο Δημήτρης Φωτιάδης, στα βιβλία του [Μεσολόγγι, 1953, Καραϊσκάκης, 1956, Κανάρης, 1960, Η δίκη του Κολοκοτρώνη, 1962, Η Επανάσταση του ’21, τ. 1-4, 1971-1972] και, παραδειγματικά, ο Γιάννης Σκαρίμπας, στο έργο του, Το 21 και η αλήθεια, η πρώτη έκδοση του οποίου κυκλοφόρησε στη διάρκεια της δικτατορίας και γνώρισε τεράστια εκδοτική επιτυχία στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια (τελευταία έκδοση, σε δύο τόμους, Κάκτος 1995). Βλ. και Λεωνίδας Στρίγγος, Η επανάσταση του ’21, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1966, ενώ, σε σχέση με το Σούλι, Γιάννης Μπενέκος, Οι αληθινοί Σουλιώτες, Αθήνα 1956, Β΄ εκδ., Βότσης, Αθήνα 1981.
[8]Έλληνες Νεομάρτυρες, 1453-1821, Πρακτικά Συνεδρίου, Λιδωρίκι 29-30 Μαΐου 1997.
[9] Ρήγας Βελεστινλής, Άπαντα τα σωζόμενα, 5 τόμοι, ΙΒΕ, Αθήνα 2000-2002.
[10] Βλέπε Γ. Καραμπελιάς, Η ανολοκλήρωτη επανάσταση…, ό.π.
[11] Ο Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, στο βιβλίο του, Τά Ορλωφικά, η εν Πελοποννήσω επανάστασις του 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Αθήνα 1967, υποστηρίζει την πρώτη άποψη. Ο Νίκος Ροτζώκος [Εθναφύπνιση και εθνογένεση,Ορλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία, Βιβλιόραμα,Αθήνα 2007], σαράντα χρόνια μετά, αναρωτιέται (;) εάν έχουμε όντως να κάνουμε με μια εθναφύπνιση, όπως υποστηρίζει η κὐρια γραμμή της ιστοριογραφίας μας, από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο έως τον Μ. Σακελλαρίου, ή με πρόδρομες εκφράσεις μιας «εθνογένεσης», όπως προφανώς υποστηρίζει η αποδομητική σχολή. [Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμοι 6, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932 Μ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (1715-1821),Αθήνα 1939, επανέκδ. Ερμής, Αθήνα χχ.]
[12] Παπαδόπουλος, Στέφανος, «Επαναστατικές ζυμώσεις και ανταρσίες των Ελλήνων κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδ. Αθηνών, τ. Ι΄, σσ. 324-333. Βλ. και Κ. Σάθας,Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Αθήνα 1885, ανατύπωση Καραβίας 1986.
[13] Β. Ψιμούλη, Σούλι…, ό.π., σ. 471.