Του Δημήτρη Πατέλη
Όλο και πιο αισθητές γίνονται στον απλό λαό και σε όσους έχουν ακόμα την ικανότητα να αφουγκράζονται την αγωνία του οι μονομέρειες, οι αγκυλώσεις και η ανεπάρκεια-αναντιστοιχία με την εποχή και τη συγκυρία ποικίλων μορφωμάτων της αριστεράς, κληροδοτημάτων και καταλοίπων άλλων εποχών. Μονομέρειες που απολυτοποιούνται μεταφυσικά, προσλαμβάνοντας τραγελαφικές διαστάσεις στα λόγια και τα έργα κάποιων επιγόνων του πάλαι ποτέ επαναστατικού κινήματος…
Η κρισιακή συγκυρία προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων δημιουργικής-επαναστατικής επίλυσης των αντιφάσεων από ένα αντίστοιχο των περιστάσεων υποκείμενο-κίνημα, σωτηρίας του λαού και ανάπτυξης της κοινωνίας, είτε αδράνειας και αναντίστοιχων παρεμβάσεων με αμφίβολα έως καταστροφικά αποτελέσματα, μιας και η πρωτοβουλία των κινήσεων και η κυριαρχία στους συσχετισμούς των δυνάμεων παραδίδεται εκ των πραγμάτων στις καθεστωτικές και αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η εμπλοκή του υποκειμένου και η όλη εκτύλιξη της δραστηριότητας, δεν συνιστά μια γραμμική και απρόσκοπτη εξελικτική διαδικασία.
Ακριβώς μέσα στην κρίση και τις καταστροφικές της επιπτώσεις, τα περισσότερα αριστερά οργανωτικά κ.ο.κ. μορφώματα, φαίνονται όλο και πιο αναντίστοιχα της συγκυρίας και της εποχής: τα μεν διά του καθεστωτικού εκφυλισμού τους σε «υπεύθυνες» διαχειριστικές δυνάμεις του συστήματος εδώ και τώρα, απεμπολώντας τον κομμουνισμό και κάθε εναλλακτική προοπτική (με “αριστερό-εξαγνιστικό” και “αγωνιστικό” άλλοθι-δόλωμα κάποιες “συνιστώσες” εντός τους), τα δε, διά της φραστικής φυγής από την εποχή και τη συγκυρία, με την επίκληση ως προαπαιτούμενο κάθε συμπόρευσης το δικό τους “πλήρες πακέτο” «αυστηρής ιδεολογικής καθαρότητας» και «στρατηγικής συνέπειας», προσδοκώντας επαναστατικές καταστάσεις στο απώτερο και απροσδιόριστο μέλλον.
Η όποια a priori και ανιστορική έμφαση μόνο στη δήθεν εσαεί αντιστοιχία και επάρκεια ορισμένου υποκειμένου προς τις ανάγκες της εποχής και της συγκυρίας, υπονομεύει τη δυνατότητα διερεύνησης των νομοτελειών που διέπουν την επαναστατική διαδικασία και οδηγεί σε εκδοχές απολογητικής απολυτοποίησης της ιδέας που έχουν κάποιοι για τον εαυτό τους, υποκατάστασης από αυτήν της πραγματικότητας. Έτσι, η ζωτική για την κοινωνία ανάγκη συγκεκριμένης ιστορικής βελτιστοποίησης της συγκρότησης και εμπλοκής του επαναστατικού υποκειμένου, υποκαθίσταται από την ανιστορική ανάγκη περιχαράκωσης, αυτοεπιβεβαίωσης και αναπαραγωγής μορφωμάτων φορέων της «σωστής γραμμής»…
Όλα αυτά ενισχύονται και αναπαράγονται σε σχήματα ομαδικής-οπαδικής έως και αγελαίας αναφοράς και σε αμοιβαίους εκατέρωθεν διογκούμενους ετεροπροσδιορισμούς κομμάτων, ομάδων, φραξιών, σεκτών, συνιστωσών, ηγετίσκων-γκουρού, φανταστικών “επιτελικών καθοδηγητών” ανύπαρκτων ή μίζερων «στρατευμάτων», με αντίστοιχες κοινωνικοψυχολογικές φορτίσεις αμοιβαίας απέχθειας μεταξύ των εγγύτερων ή μέχρι πρότινος ταυτόσημων… Οι ως άνω μονομέρειες και μεταφυσικές απολυτοποιήσεις, διογκώνονται μάλιστα σε βαθμό ευθέως ανάλογο της θεωρητικής και πρακτικής ανεπάρκειας και αναντιστοιχίας του υποκειμένου (ατομικού ή/και συλλογικού) προς την εποχή και τη συγκυρία, σε βαθμό που η απόκλιση-απογείωση από την πραγματικότητα, σηματοδοτούμενη από ιδιολέκτους που λειτουργούν σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών, εκλαμβάνεται από τους φορείς των σχετικών αυτοαναφορικών κύκλων ως φερέγγυο κριτήριο «επαναστατικής συνέπειας», «ταξικότητας» κ.ο.κ.
Έτσι, που αντί να λειτουργεί ο αγώνας για την άρση της όποιας αναντιστοιχίας προς την πραγματικότητα και τη συγκυρία ως κίνητρο διαμόρφωσης, αναβάθμισης, ανασυγκρότησης, ωρίμανσης και ανάπτυξης του υποκειμένου, γίνεται το αντίθετο: η ιδιοτυπία της αναντιστοιχίας του καθενός, εκλαμβάνεται και λειτουργεί ως στίγμα αυτοπροσδιορισμού και ως αρχή οριοθέτησης και διατήρησης του ποιμνίου (στελεχών, μελών, οπαδών, ψηφοφόρων, επιρροών) αυτοαναφορικών ομαδοποιήσεων εκφυλιζόμενων ομάδων, ως στοιχείο αναπαραγωγής μικρών ή μεγάλων γραφειοκρατικών ιεραρχικών σχημάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς της ήττας. Μιας Αριστεράς, η οποία όσο βαθαίνει η κρίση που αποκαλύπτει πιο ανάγλυφα την αναντιστοιχία της, εκλαμβάνεται και τελικά λειτουργεί ως μέρος και όχι ως λύση του προβλήματος της εργατικής τάξης και του λαού. Μιας αριστεράς που πρακτικά αρνείται πεισματικά να λειτουργήσει στην κρισιακή συγκυρία ως καταλύτης για τη βέλτιστη και τάχιστη ριζοσπαστικοποίηση και επαναστατικοποίηση των ραγδαία πολιτικοποιούμενων λαϊκών μαζών. Τα ποικιλώνυμα αλληλοσπαρασσόμενα κατάλοιπα και σπαράγματα πάλαι ποτέ αγωνιστικών κινημάτων (άγνωστα στο ευρύ κοινό), με την επίκληση της δικής τους «πρωτοπορίας» και «ορθοδοξίας», της «εσαεί σωστής γραμμής» και της δικαίωσής τους, γίνονται πρακτικά δυνάμεις ακύρωσης αυτής της επαναστατικοποίησης, διχασμού, αποπροσανατολισμού και απογοήτευσης…
Ακριβώς στην κρίση, τα καθιερωμένα μορφώματα εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, ιδιαίτερα ό,τι έχει απομείνει από πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές εκφράσεις κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, δυσκολεύονται ή και αδυνατούν να συλλάβουν και να εκφράσουν καταλυτικά την ανερχόμενη πολιτικοποίηση-ριζοσπαστικοποίηση και την ανάγκη συγκρότησης νέων δυναμικών, νέων υποκειμένων. Έτσι, λειτουργούν ανασχετικά (αν όχι διαλυτικά) στην κλιμάκωση αυτής της ριζοσπαστικοποίησης από τα κάτω, με παρελκυστικά προσχήματα, με εμμονές σε άκαιρους και άσχετους με τη μοναδικότητα της συγκυρίας δογματισμούς, στερεοτυπικά σχήματα, αυτοαναφορικές ιδιολέκτους και ιδεολογήματα, με αναντίστοιχες της συγκυρίας κινήσεις και ρητορικές υπεκφυγές (π.χ. συγκαλύπτοντας με φραστικό ριζοσπαστισμό, με επίκληση ιστορικών συμβόλων, με πρακτικές περιχαράκωσης κ.ο.κ. την αναντίστοιχη στάση τους ή και την καθεστωτική μετάλλαξή τους).
Οι επισημάνσεις αυτές δεν συνιστούν υβριστική στάση προς τον κόσμο διαφόρων οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς, προς τους αγώνες και τις αγωνίες που πρεσβεύει και βιώνει. Εδώ δεν γίνεται λόγος για έναν εκφυλισμό που οφείλεται κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά σε προθέσεις ιθυνόντων (χωρίς να σπανίζουν και οι τελευταίες), αλλά για μια νομοτελή αντικειμενική τάση στην ιστορία. Για την ενσωμάτωση εκείνη που προκύπτει νομοτελώς κατά την μακροχρόνια ειρηνική περίοδο του συστήματος. Σε αυτές τις περιόδους, το σύστημα επιφυλάσσει και τελικά παγιώνει πρακτικά στην αριστερά το ρόλο της διαχείρισης εκδοχών της μειοψηφικής διαμαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια του συστήματος.
Ο “λόγος” που έμαθε να αρθρώνει αυτή η αριστερά (κατά κανόνα ρητορικός, παρ’ όλη την πιθανή ριζοσπαστικότητά του), δεν ήταν τελικά παρά το φραστικό-συμβολικό περιτύλιγμα εκδοχών αυτής της διαμαρτυρίας. Εξ ου και η εν πολλοίς “ανέξοδη” ριζοσπαστικοποίηση το λόγου μερικών, η “απογείωση”-φυγή από την πραγματικότητα, οι αλλοπρόσαλλες και ανερμάτιστες ιδεολογικές ακροβασίες, η αναζήτηση ερεισμάτων στις πιο απίθανες και ετερόκλητες “πηγές”, με κοινό παρονομαστή την απουσία επαναστατικά συνεπούς θεωρίας και μεθοδολογίας και/ή την χυδαία εργαλειακή-καιροσκοπική χρήση τους. Έτσι επήλθε π.χ. ο εκφυλισμός και η χρεοκοπία των κομμάτων της Β΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως απέδειξε ο Λένιν. Κατά παρόμοιο και δραματικά πιο επικίνδυνο τρόπο εκδηλώνεται ο νυν εκφυλισμός και η αποστασία της αριστεράς.
Εδώ, η σπουδή για επικράτηση των ιδεών παραγκωνίζει τη γνωσιακή σχέση και προσομοιάζει μάλλον με την εμπορική-επιχειρηματική κατίσχυση στις αγοραίες σχέσεις, με αντίστοιχη υποβάθμιση και εκτόπιση τόσο της γνωστικής διαδικασίας και του αντικειμένου, όσο και του υποκειμένου της γνώσης. Η δημοσκοπική ή/και εκλογική κατίσχυση προσλαμβάνει όλο και πιο πολύ χαρακτηριστικά αγοραίου ανταγωνισμού, όπου οι αλλοτριωμένοι γραφειοκράτες «ηγέτες»-ηγετίσκοι (επαγγελματίες ή ερασιτέχνες-χομπίστες πολιτικοί) φέρονται ως μαγαζάτορες με αξιώσεις αποκλειστικότητας και χειρίζονται τους υπόλοιπους ως ανταγωνιστικά «μαγαζιά» ή/και ως πελάτες.
Γιατί να διακινδυνεύσουν αυτοί οι «ηγέτες»-ηγετίσκοι την όποια μικροεξουσία τους με άνοιγμα σε νέες μορφές, μέσα και τρόπους του αγώνα; Προτιμούν την “ασφάλεια” της “καταξίωσης” και του χειροκροτήματος στο έστω και δραματικά συρρικνούμενο εναπομείναν κοινό τους. Όταν όμως συγκλονίζεται ο κόσμος από τον ταξικό-κοινωνικό πόλεμο στην κρίση και οι ηγετίσκοι βαυκαλίζονται με την εμμονή τους σε σχήματα αυτοπροβολής-αυτοκαταξίωσης σε φθίνουσες αυτοαναφορικές ομαδούλες οπαδών, η αποστασία τους αυτή αποκτά ιστορικές διαστάσεις διαστροφικού γλεντιού στον καιρό της πανούκλας.
Γι’ αυτό και -όπως αφήνουν να εννοηθεί πλέον όλο και πιο απροκάλυπτα-δεν έχει πλέον για τέτοιους κύκλους ιδιαίτερη σημασία η αντιστοίχηση των ιδεών τους με την πραγματικότητα (με το γνωστικό αντικείμενο, με την αλήθεια και η αποτελεσματικότητα της πράξης), αλλά ο αυτοαναφορικός αντίκτυπος στον ελεγχόμενο-οπαδικό τους μικρόκοσμο, η απήχηση, η ιδεολογική-χειραγωγική χρήση των ιδεών. Γι’ αυτό και δεν έχει και τόσο νόημα να αναζητά κανείς ορθολογική εξήγηση και αντιστοίχηση με την πραγματικότητα στο “λόγο” που αρθρώνουν μερικοί. Αυτός, όλο και πιο πολύ μοιάζει με εκ των υστέρων λεκτικοποιήσεις-ορθολογικοποιήσεις για αυτοεπιβεβαίωση, αν όχι με υλικό για αγελαία επιτελεστική οριοθέτηση-περιχαράκωση του χώρου αυτοαναφορικότητας μιας εκάστης των συνιστωσών…
Έχει λοιπόν απόλυτο δίκιο ο Γ. Δελαστίκ: “Με δεδομένο ότι η Αριστερά ουδέποτε άσκησε στη χώρα μας κυβερνητική εξουσία, οι πολιτικές προσωπικότητες του χώρου αυτού αρκούνται στο να ηγούνται μικρών οργανώσεων και κινήσεων, όπως είναι οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ή πλειάδα άλλων ομοειδών πολιτικών μορφωμάτων, παντελώς άγνωστων στο ευρύ κοινό. Δεν υπάρχει όμως τίποτα πιο επικίνδυνο ίσως στον κόσμο της Αριστεράς από την προσπάθεια αφαίρεσης αυτής της μικροεξουσίας!” (βλ. http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22792&subid=2&pubid=63830960 ).
Έσχατη εκφυλιστική διαστροφή, δηλωτική της νοσηρής ενσωμάτωσης της “επαναστατικής” αριστεράς! Ας θυσιαστεί λοιπόν η κοινωνία, η χώρα, ο λαός, η τάξη, το κίνημα κ.ο.κ., αρκεί να παραμείνουν υπό έλεγχο έστω και ίχνη αυτής της “αριστερής” μικροεξουσίας!
Η γραφειοκρατίσκοι με την “εσαεί σωστή γραμμή” να ‘ναι καλά και στην αιμάσσουσα κοινωνία – γαία πυρί μειχθήτω… Η διαπαραταξιακή ακούσια-εκούσια συνεισφορά στην δια της επιστράτευσης προληπτική ήττα κατά κράτος της κινητοποίησης των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, με εκ των υστέρων συνδικαλιστική και πολιτική δικαίωση των συνιστωσών, είναι ενδεικτική αυτής της καταστροφικής (ανηκέστου;) νοσηρότητας και των πολύτιμων υπηρεσιών που αυτή παρέχει στο καθεστώς… Συνιστώσες του πολέμου όλων εναντίον όλων και ενεργούμενα του διαίρει και βασίλευε…
Αυτή η αγκύλωση, αυτή η παραλυτική-διαλυτική δυσκολία αν δεν ξεπεραστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφική δύναμη ανάσχεσης της ευρείας κλίμακας ριζοσπαστικοποίησης των ανθρώπων, της προοδευτικής κίνησης της κοινωνίας. Η μη έγκαιρη θεωρητική και πρακτική-οργανωτική ανταπόκριση στις επιτακτικές ανάγκες αυτών των συγκυριών, μπορεί να ακυρώσει την επιτακτική ανάγκη ριζικής αλλαγής των συσχετισμών δυνάμεων σε προοδευτική κατεύθυνση, με προοπτική την ενοποίηση της ανθρωπότητας, μπορεί να ματαιώσει τη συγκρότηση και ανάδειξη στο προσκήνιο του νέου συνειδητού κοινωνικού υποκειμένου, μπορεί τελικά να οδηγήσει σε τραγική ήττα και καταστροφή του λαϊκού κινήματος, σε επικράτηση ακραίων αντιδραστικών δομών και σε αντίστοιχη μακροχρόνια επιδείνωση των εργασιακών και του συνόλου των υλικών κοινωνικών σχέσεων.
Βλέπετε, οι κρισιακές συγκυρίες δεν είναι ούτε συχνά, ούτε μακροχρόνια ιστορικά φαινόμενα. Ξεσπούν στους «ασθενείς κρίκους» του συστήματος μετά από πολλές δεκαετίες «ειρηνικής» κυριαρχίας των κρατούντων. Η ευκαιρία κινηματικής-καταλυτικής παρέμβασης στη συγκυρία, μπορεί να χαθεί ανεπιστρεπτί. Η συγκυρία απαιτεί επιτακτικά τη συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, ικανού να νοηματοδοτήσει με προοπτική τη διέξοδο από την καταστροφική αποικιοποίηση του λαού (εκτός δανειακών συμβάσεων, μνημονίων, ευρώ, Ε.Ε. – ΔΝΤ, με κοινωνικοποίηση των τραπεζών και κομβικών τομέων της παραγωγής υπό τον έλεγχο και προς το συμφέρον των εργαζομένων κ.ο.κ.). Ενός μετώπου στη βάση προγράμματος στόχων, χωρίς προαπαιτούμενα, ικανού να καταστεί κέντρο οργάνωσης, συντονισμού, περιφρούρησης και ανάπτυξης του αγώνα μέχρι τη νίκη.
Στην ιστορία δεν υπάρχουν κενά. Η μη αξιοποίηση είτε η μη έγκαιρη αξιοποίηση της κρισιακής συγκυρίας με κλιμάκωσή της σε επαναστατική-ριζοσπαστική κατεύθυνση, μπορεί να αποβεί καταστροφική, μιας και θα σπείρει ηττοπάθεια και θα οδηγήσει την οργή και την αγανάκτηση σε γενικευμένο εκφασισμό, με όρους διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας.
Χανιά 22.5.13