Από το ξέχειλο μεταπολιτευτικό κράτος, στο αυταρχικό κράτος της αποικίας χρέους
Του Γιώργου Ρακκά
Τρείς επιστρατεύσεις απεργών μέσα στο 2013, η αστυνομία σε ρόλο σεκιούριτι του Μπόμπολα και των Καναδών στις Σκουριές, στηρίζοντας την επένδυση λεηλασίας του εθνικού μας πλούτου –φυσικού και κοινωνικού–, κι όλα αυτά μέσα σ’ ένα όργιο παραπληροφόρησης και καθεστωτισμού από τα ΜΜΕ, ρεσιτάλ αυταρχισμού από τους πρωτοκλασάτους εκπροσώπους της κυβέρνησης (οι οποίοι, όλως τυχαίως, προέρχονται από τον ίδιο ιδεολογικό χώρο –Δένδιας, Βορίδης, Άδωνης) και την «ομάδα αλήθειας» των κρετίνων Μουρούττη-Κεδίκογλου.Η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί. Η συναίνεση της ύστερης μεταπολίτευσης φαντάζει αιώνες πίσω, ενώ μεταβαίνουμε γοργά προς μια περίοδο εξάρτησης και αυταρχισμού, που στα εξωτερικά της γνωρίσματα θυμίζει πολύ εκείνην του Παπάγου-Πιουριφόι: Ένα κράτος εκτάκτου ανάγκης, που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τις ληστρικές «επενδύσεις» και τη ραγδαία εσωτερική υποτίμηση που επιβάλει το μνημόονιο απέναντι στον ίδιο τον ελληνικό λαό με κάθε τίμημα.
Οι άρχουσες τάξεις, μαθημένες από το «παιχνίδι ρόλων» της μεταπολιτευτικής απάτης, έμαθαν γρήγορα το νέο τους μάθημα. Έτσι, για παράδειγμα, μπορούμε πλέον να παρακολουθούμε τον κύριο Μιχελάκη, ή τον κύριο Χρυσοχοΐδη, σε εκπομπές όπως αυτή του Πρετεντέρη, να βάλλουν εναντίον του κομματικού κράτος, των συντεχνιών, των πελατειακών σχέσεων, που μέχρι πρότινος αυτοί έλεγχαν και προωθούσαν.
Ο δικομματισμός έδωσε τη θέση του στους συνασπισμούς εξουσίας, σ’ ένα κυβερνητικό ράβε-ξήλωνε με γερμανικά πατρόν, κι έτσι το παιχνίδι δεν παίζεται, όπως στο παλαιό σύστημα, στο ποιος θα ελέγξει το 40-45% της εκλογικής δύναμης μέσα από τις πατροπαράδοτες πρακτικές: Σε τελευταία ανάλυση, η νομιμοποίηση της εξουσίας πηγάζει πλέον από τους δανειστές κι όχι από τους ψηφοφόρους, γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό βλέπουμε τους αρχιτέκτονες του κομματικού κράτους να το… καταγγέλλουν!
Όχι ότι οι πρακτικές αυτές εγκαταλείπονται και οι θεσμοί εξορθολογίζονται, όπως θέλουν να μας πείσουν τα παπαγαλάκια της τρόικας και της τρικομματικής. Τα «δικά τους παιδιά» συνεχίζουν να διορίζονται, απλώς η πρακτική περιορίζεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και υπακούουν πλέον σε διαφορετική στόχευση. Διότι διαφορετική λειτουργία, λογική και χαρακτήρα έχει το κράτος της τρόικας και διαφορετική το κράτος της μεταπολίτευσης. Άρα θα πρέπει να διορίζουμε γιάπηδες, πειθήνιους, υπάκουους, ικανούς να εφαρμόζουν τους παραλογισμούς της θεραπείας-σοκ.
Σε αυτό το πλαίσιο, επομένως, οι πολιτικές της κυβέρνησης, κύρια απέναντι στο δημόσιο, υλοποιεί μεταξύ άλλων και μια «κοινωνική επιλογή» δαρβινικού τύπου –δηλαδή πετάνε έξω λογικές και πρακτικές που δεν εντάσσονται στο νέο «παρασύνταγμα» της αποικίας χρέους. Είτε αυτές είναι φαύλες είτε όχι, το κριτήριο που τις θέτει εντός ή εκτός είναι η προσαρμοστικότητά τους στη νέα λογική του κράτους.
Η μετάβαση από το ξεχειλωμένο υστερομεταπολιτευτικό, στο αυταρχικό κράτος της αποικίας χρέους, κρύβεται πίσω από την προπαγάνδα του κοινωνικού αυτοματισμού. Έτσι, ακούμε τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης να ισχυρίζονται ότι, αυτό που κάνουν, είναι λίγο ως πολύ μια αναγκαία «ανθρωποθυσία συντεχνιών» στο βωμό του γονατισμένου Έλληνα ψηφοφόρου, την ίδια στιγμή βέβαια που δεν κάνουν τίποτα ή συγκαλύπτουν τις μεγάλες, χρόνιες μαύρες τρύπες στα δημοσιονομικά, που προκύπτουν από τις δραστηριότητες του ίδιου του πολιτικού συστήματος, τα σκάνδαλα, τη διαπλοκή, ενώ εταιρείες σαν τη Ζήμενς, ή ο Μπόμπολας, συνεχίζουν να δρουν ασύδοτα.
Το τραγικό ζήτημα για τις αντιστάσεις, είναι ότι βρίσκονται ένα βήμα πίσω, ότι ζουν ακόμα στον κόσμο της μεταπολίτευσης. Ό,τι συμβαίνει τούτες τις μέρες με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες των καθηγητών είναι αρκετά χαρακτηριστικό. Αυτές, νομίζοντας ότι ζουν ακόμα στην πεπατημένη, θεώρησαν ότι μπορούν να προβούν σε ορισμένες κινήσεις εντυπωσιασμού σε σχέση με την απεργία μέσα στις πανελλήνιες, αδυνατώντας να προβλέψουν την ακραία αντίδραση της κυβέρνησης. Να όμως που αυτή έπαιξε αμέσως το σκληρό χαρτί της επιστράτευσης και τις κατέλαβε εξ απήνης, και τώρα δεν μπορούν να κάνουν ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Μπροστά δεν μπορούν να κάνουν, διότι τόσες δεκαετίες εντός της συναίνεσης και της σύμπραξης με το κατεστημένο της μεταπολίτευσης, τις έχουν αλλοτριώσει και δεν έχουν πλέον τα κότσια ή τις δυνάμεις να φέρουν εις πέρας μια κατά μέτωπο σύγκρουση με την εξουσία –εξάλλου, όταν ο ελληνικός λαός επέλεξε να δώσει τις μάχες με το μνημόνιο, όλοι αυτοί βρίσκονταν μάλλον στο περιθώριο των κινητοποιήσεων, παρά στην πρωτοπορία. Και, βέβαια, δεν μπορούν να κάνουν πίσω διότι αυτό θα σήμαινε ένα καίριο, θανάσιμο όσως πλήγμα στο κύρος των συνδικάτων, το οποίο και θα τα εξουδετέρωνε για πάρα πολλά χρόνια.
Παραδόξως, αυτό για το οποίο καταγγέλλουν οι κυβερνητικοί τα συνδικάτα, δηλαδή τον «συντεχνιασμό» και τις «παρωχημένες πρακτικές», λειτουργεί προς το συμφέρον της μνημονιακής εξουσίας, καθώς αποτελεί την κυριότερη κακοδαιμονία των κινητοποιήσεων. Διότι δεν είναι σε θέση να εκφράσει έναν λόγο με όρους γενικού συμφέροντος, ώστε να υπονομεύσει τον κοινωνικό αυτοματισμό της μνημονιακής προπαγάνδας και να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, γύρω από την ομάδα που κάθε φορά βρίσκεται στο στόχαστρο της κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι, επιτρέπει εύκολα στον αντίπαλο να υιοθετήσει την κλασική τακτική του «διαίρε και βασίλευε».
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Δυστυχώς, σε αυτά τα πρώτα χρόνια της αποικίας χρέους έχει αποδειχθεί πως ούτε το «κοινωνικό», με την έννοια των συνδικάτων, αλλά ούτε το «αυθόρμητο», με την εκδοχή των πλατειών και των αγανακτισμένων, στάθηκε ικανό να σταματήσει τα πάντσερ της αποικίας χρέους. Μόλο που οι πλατείες και οι αγανακτισμένοι σαφέστατα υπήρξαν πιο μαζικές και αυθεντικές εκδοχές διαμαρτυρίας, καθώς δεν έφεραν πάνω τους τις «αμαρτίες του παρελθόντος» του κορεσμένου συνδικαλισμού.
Οπότε; «Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες»! Μόνο ένα νέο πολιτικό υποκείμενο θα είναι σε θέση ν’ απαντήσει στις προκλήσεις που θέτει η νέα πολιτική κατάσταση της χώρας μας. Το «παρασύνταγμα» της αποικίας χρέους μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο κεντρικά, από μια δύναμη που θα καταφέρει να ανασυντάξει και να αναδιοργανώσει τις επιμέρους αντιστάσεις. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν γίνεται… από εδώ παν’ κι άλλοι.
Ο δικομματισμός έδωσε τη θέση του στους συνασπισμούς εξουσίας, σ’ ένα κυβερνητικό ράβε-ξήλωνε με γερμανικά πατρόν, κι έτσι το παιχνίδι δεν παίζεται, όπως στο παλαιό σύστημα, στο ποιος θα ελέγξει το 40-45% της εκλογικής δύναμης μέσα από τις πατροπαράδοτες πρακτικές: Σε τελευταία ανάλυση, η νομιμοποίηση της εξουσίας πηγάζει πλέον από τους δανειστές κι όχι από τους ψηφοφόρους, γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό βλέπουμε τους αρχιτέκτονες του κομματικού κράτους να το… καταγγέλλουν!
Όχι ότι οι πρακτικές αυτές εγκαταλείπονται και οι θεσμοί εξορθολογίζονται, όπως θέλουν να μας πείσουν τα παπαγαλάκια της τρόικας και της τρικομματικής. Τα «δικά τους παιδιά» συνεχίζουν να διορίζονται, απλώς η πρακτική περιορίζεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και υπακούουν πλέον σε διαφορετική στόχευση. Διότι διαφορετική λειτουργία, λογική και χαρακτήρα έχει το κράτος της τρόικας και διαφορετική το κράτος της μεταπολίτευσης. Άρα θα πρέπει να διορίζουμε γιάπηδες, πειθήνιους, υπάκουους, ικανούς να εφαρμόζουν τους παραλογισμούς της θεραπείας-σοκ.
Σε αυτό το πλαίσιο, επομένως, οι πολιτικές της κυβέρνησης, κύρια απέναντι στο δημόσιο, υλοποιεί μεταξύ άλλων και μια «κοινωνική επιλογή» δαρβινικού τύπου –δηλαδή πετάνε έξω λογικές και πρακτικές που δεν εντάσσονται στο νέο «παρασύνταγμα» της αποικίας χρέους. Είτε αυτές είναι φαύλες είτε όχι, το κριτήριο που τις θέτει εντός ή εκτός είναι η προσαρμοστικότητά τους στη νέα λογική του κράτους.
Η μετάβαση από το ξεχειλωμένο υστερομεταπολιτευτικό, στο αυταρχικό κράτος της αποικίας χρέους, κρύβεται πίσω από την προπαγάνδα του κοινωνικού αυτοματισμού. Έτσι, ακούμε τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης να ισχυρίζονται ότι, αυτό που κάνουν, είναι λίγο ως πολύ μια αναγκαία «ανθρωποθυσία συντεχνιών» στο βωμό του γονατισμένου Έλληνα ψηφοφόρου, την ίδια στιγμή βέβαια που δεν κάνουν τίποτα ή συγκαλύπτουν τις μεγάλες, χρόνιες μαύρες τρύπες στα δημοσιονομικά, που προκύπτουν από τις δραστηριότητες του ίδιου του πολιτικού συστήματος, τα σκάνδαλα, τη διαπλοκή, ενώ εταιρείες σαν τη Ζήμενς, ή ο Μπόμπολας, συνεχίζουν να δρουν ασύδοτα.
Το τραγικό ζήτημα για τις αντιστάσεις, είναι ότι βρίσκονται ένα βήμα πίσω, ότι ζουν ακόμα στον κόσμο της μεταπολίτευσης. Ό,τι συμβαίνει τούτες τις μέρες με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες των καθηγητών είναι αρκετά χαρακτηριστικό. Αυτές, νομίζοντας ότι ζουν ακόμα στην πεπατημένη, θεώρησαν ότι μπορούν να προβούν σε ορισμένες κινήσεις εντυπωσιασμού σε σχέση με την απεργία μέσα στις πανελλήνιες, αδυνατώντας να προβλέψουν την ακραία αντίδραση της κυβέρνησης. Να όμως που αυτή έπαιξε αμέσως το σκληρό χαρτί της επιστράτευσης και τις κατέλαβε εξ απήνης, και τώρα δεν μπορούν να κάνουν ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Μπροστά δεν μπορούν να κάνουν, διότι τόσες δεκαετίες εντός της συναίνεσης και της σύμπραξης με το κατεστημένο της μεταπολίτευσης, τις έχουν αλλοτριώσει και δεν έχουν πλέον τα κότσια ή τις δυνάμεις να φέρουν εις πέρας μια κατά μέτωπο σύγκρουση με την εξουσία –εξάλλου, όταν ο ελληνικός λαός επέλεξε να δώσει τις μάχες με το μνημόνιο, όλοι αυτοί βρίσκονταν μάλλον στο περιθώριο των κινητοποιήσεων, παρά στην πρωτοπορία. Και, βέβαια, δεν μπορούν να κάνουν πίσω διότι αυτό θα σήμαινε ένα καίριο, θανάσιμο όσως πλήγμα στο κύρος των συνδικάτων, το οποίο και θα τα εξουδετέρωνε για πάρα πολλά χρόνια.
Παραδόξως, αυτό για το οποίο καταγγέλλουν οι κυβερνητικοί τα συνδικάτα, δηλαδή τον «συντεχνιασμό» και τις «παρωχημένες πρακτικές», λειτουργεί προς το συμφέρον της μνημονιακής εξουσίας, καθώς αποτελεί την κυριότερη κακοδαιμονία των κινητοποιήσεων. Διότι δεν είναι σε θέση να εκφράσει έναν λόγο με όρους γενικού συμφέροντος, ώστε να υπονομεύσει τον κοινωνικό αυτοματισμό της μνημονιακής προπαγάνδας και να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, γύρω από την ομάδα που κάθε φορά βρίσκεται στο στόχαστρο της κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι, επιτρέπει εύκολα στον αντίπαλο να υιοθετήσει την κλασική τακτική του «διαίρε και βασίλευε».
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Δυστυχώς, σε αυτά τα πρώτα χρόνια της αποικίας χρέους έχει αποδειχθεί πως ούτε το «κοινωνικό», με την έννοια των συνδικάτων, αλλά ούτε το «αυθόρμητο», με την εκδοχή των πλατειών και των αγανακτισμένων, στάθηκε ικανό να σταματήσει τα πάντσερ της αποικίας χρέους. Μόλο που οι πλατείες και οι αγανακτισμένοι σαφέστατα υπήρξαν πιο μαζικές και αυθεντικές εκδοχές διαμαρτυρίας, καθώς δεν έφεραν πάνω τους τις «αμαρτίες του παρελθόντος» του κορεσμένου συνδικαλισμού.
Οπότε; «Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες»! Μόνο ένα νέο πολιτικό υποκείμενο θα είναι σε θέση ν’ απαντήσει στις προκλήσεις που θέτει η νέα πολιτική κατάσταση της χώρας μας. Το «παρασύνταγμα» της αποικίας χρέους μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο κεντρικά, από μια δύναμη που θα καταφέρει να ανασυντάξει και να αναδιοργανώσει τις επιμέρους αντιστάσεις. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν γίνεται… από εδώ παν’ κι άλλοι.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr