Η εικόνα ενός καλλιτέχνη που κλαίγεται γιατί το κράτος δεν αναγνώρισε την αξία του ώστε να τον χρηματοδοτήσει είναι άχαρο θέαμα. Αν προσθέτει κιόλας ότι τον είχε δει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργός εν ενεργεία, Ναύαρχος εν αποστρατεία, Τελετάρχης Λεγεώνας της Τιμής ή άλλος αξιωματούχος και υπαινίσσεται ότι αυτό τον καθιστά δικαιούχο κρατικών προνομίων, θα πρέπει να ντρέπεται.
Και πώς θα παραμείνει ζωντανό το φεστιβάλ; Ας ψοφήσει. Αυτή η ιστορία με τις τραγωδίες στην Επίδαυρο είναι φρικαλέα. Ήδη τον 4ο αιώνα η τραγωδία ήταν είδος θεατρικά νεκρό. Ορθώς ο Αριστοτέλης παρατηρούσε ότι καλό θα ήταν η τραγωδία να διαβάζεται και ότι τα υπόλοιπα είναι όχι μόνο «ατεχνότερα» αλλά και «χορηγίας δεόμενα» (1453b5-10). Αυτή η κατάσταση που ο κάθε πικραμένος, Έλλην και αλλοδαπός, έρχεται και παρουσιάζει τάχατες την οπτική του στην τραγωδία προκειμένου να γεμίσει τις τσέπες του και τις καλοκαιρινές πιάτσες με αρχαίο δράμα, είναι μια μόδα βλαπτική για την τέχνη. Άσε που βρίσκει περιθώριο ο κάθε λιμασμένος πενηντάρης πρωταγωνιστής να ψαχουλεύει τα αθώα κοριτσάκια που έχουν μόλις βγει από τις δραματικές σχολές. Γιατί ο χορός στο αρχαίο δράμα είναι θεατρικά ανοικονόμητος και δραματουργικά περιττός. Η βασική του χρήση είναι να εφοδιάζει τον περιοδεύοντα θίασο με άφθονο νεανικό κρέας για τα δόντια των ημιχωρισμένων μεσηλίκων που πρωταγωνιστούν.
Αυτή τη στιγμή τα καλοκαίρια στην επαρχία περιοδεύουν μόνο τα κρατικά θέατρα, τα εμπορικά θέατρα και το θέατρο δρόμου. Καιρός να εξοικονομήσουμε κάποια ακόμη χρήματα από τα κρατικά θέατρα. Τα εμπορικά θέατρα ας τα βγάλουν πέρα όπως νομίζουν, αλλά χωρίς τους τηλεοπτικούς αστέρες που τους κρατούν ζωντανούς τα καταχρεωμένα και παράνομα τηλεοπτικά κανάλια. Οι καλομαθημένοι σεφερλήδες θα ανακαλύψουν πολύ σύντομα πως αν ο κόσμος δεν τους ξέρει από την τηλεόραση δεν θα πάει να τους δει έτσι στο ξεκούδουνο, και με αυτόν τον τρόπο θα γλιτώσουμε και από αυτή τη δεύτερη μάστιγα, τα φρόκαλα της επιθεώρησης και τους τηλεοπτικούς τζουτζέδες που τα εξυμνούν.
Όσο για το θέατρο δρόμου, τους διάφορους παλιάτσους που περιοδεύουν χωρίς επιχορήγηση και χωρίς να κλαίγονται στο κράτος που δεν αναγνώρισε το ταλέντο τους, αυτοί είναι οι μόνοι που θα επιχορηγούνται, μάλιστα κατά τρόπο μόνιμο και αποφασιστικό: θα γίνονται υπάλληλοι του υπουργείου πολιτισμού και θα εργάζονται με ωράριο ως φύλακες αρχαιοτήτων. Έτσι θα πάψουν να πουλάνε μαγκιά στους υπόλοιπους.
Και το κράτος δεν θα κάνει τίποτα για τον πολιτισμό; Καλύτερα όχι. Έχουμε τόσο μεγάλο εξωτερικό χρέος, ας τα πάρει η τρόικα να τα κάνει ταγέρ η Βελκουλέσκου, πιο καλά θα αξιοποιηθούν. Ή να γίνονται υποτροφίες ανήλικων μαθητών για να σπουδάζουν σε καλλιτεχνικά αντικείμενα. Να δίνονται στα λιγοστά μουσικά σχολεία της χώρας. Όχι όμως φεστιβάλ.
Τέλος, το χειρότερο, έχουν μούτρα όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες να μιλούν για πειραματισμό. Πειραματισμός είναι να λες ότι αν η παράσταση αρέσει θα την κατεβάσω, διότι θα σημαίνει ότι είναι συμβατική. Το να θες εξασφαλισμένο κρατικό χρήμα για να παριστάνεις ότι πειραματίζεσαι είναι ωμή κοροϊδία στα μούτρα του κοινού, είτε το κάνεις στις Βρυξέλλες, είτε στην Αθήνα, είτε στο Κέντρο Δελφών, είτε στην Πειραματική Σκηνή, που από τον πολύ πειραματισμό κατέβασε την παράσταση για την τρομοκρατία γιατί δεν άρεσε στα κανάλια. Όποιος έχει μισθό είναι υπάλληλος. Ο υπάλληλος στο εργαστήριο μπορεί να λέει ότι πειραματίζεται, αλλά έχει πρωτόκολλο που αξιολογείται ώστε να είναι συμφέρουσα η επένδυση. Στην τέχνη τι ακριβώς ρισκάρει κανείς; Να καταρρίψει το κατεστημένο της σκηνοθεσίας τύπου Ροντήρη; Έχουμε ακόμη κάτι να καταρρίψουμε, μετά από έναν αιώνα μοντερνισμού στο θέατρο;
Καταλαβαίνω το φιάσκο με τον Φαμπρ, που έφερε το σόι του να στελεχώσει το φεστιβάλ. Αλλά τα παράπονα των καλλιτεχνών φοβάμαι ότι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποπνέουν τη δυσάρεστη οσμή του «γιατί αυτός και όχι εγώ;» Η πρακτική του γλειψίματος πρωθυπουργού άγγιξε αβυσσαλέα βάθη με τη μαντινάδα του Σμαραγδή προς τον τότε πρωθυπουργό Σαμαρά. Ο σκηνοθέτης εξήγησε μετά ότι το ίδιο έκανε και ο Μπαχ (μαντινάδες χωρίς ρίμα, να υποθέσω), οπότε δεν πειράζει. Η αλήθεια είναι ότι πειράζει. Η κολακεία της εξουσίας δεν είναι θεμιτή οδός μόνιμου βιοπορισμού. Και αν πρόκειται για περιστασιακό βιοπορισμό, τότε σίγουρα το πρόβλημα λύνεται και αλλιώς.
Ως τότε, καλό είναι να μην εκτίθεται κανείς φωνάζοντας ότι παρά λίγο να τσιμπήσει κάτι κι αυτός αλλά του τη φέραν.
Ο Διόνυσος κατά Φαμπρ
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Δεν υπάρχει τρόπος να μην καλλιεργηθεί περιβάλλον ευνοιοκρατίας όταν πρέπει ένα κρατικό όργανο να αποφασίζει σε ποιον καλλιτέχνη θα μοιράζει φράγκα. Επειδή σίγουρα κάποιος θα βρεθεί να εξηγήσει ότι τα φεστιβάλ στο εξωτερικό λειτουργούν μια χαρά -και να, ορίστε ο Πήτερ Μπρουκ, που του δώσαν να διευθύνει τη Βασιλική Όπερα στο Κόβεντ Γκάρντεν στα είκοσι δύο του- έχω μια πιο ωραία ιδέα, μάλιστα κλεμμένη από τον Πήτερ Μπρουκ. Ο σκηνοθέτης, λέει, δεν επιτρέπεται να είναι θύμα των περιστάσεων. Αν δεν μπορεί να πείσει δύο ηθοποιούς να τον ακολουθήσουν, δεν είναι σκηνοθέτης. Αν τα καταφέρει, τότε μπορεί να βρει μια γωνιά σε ένα καφενείο ή μια φυλακή ή τον διάδρομο ενός νοσοκομείου για να δείξει την παράστασή του, και μετά αν είναι καλός η μία δουλειά θα φέρει την άλλη.
Μπορεί βέβαια η μία δουλειά να μη φέρει τίποτα. Δεν πειράζει. Τόσοι άνεργοι υπάρχουν. Μήπως θα λυθεί έτσι το πρόβλημα της ανεργίας των ηθοποιών; Ή μήπως πιστεύουμε ότι έτσι θα απορροφηθούν οι καλύτεροι; Αμφιβάλλω.
Και πώς θα ανεβαίνουν ακριβές παραγωγές; Όποιος μπορεί και αν μπορεί. Αν δεν βρεις αρκετούς παλαβούς να ταρακουνάνε τα παπάρια τους στους ρυθμούς του «Ζόρμπας δε Γκρικ» δεν πειράζει, ας γίνει με δυο-τρεις μόνο. Βάλε τον ηλεκτρολόγο, μπορεί να σε εκπλήξει με τα προσόντα του. Αν μπορέσεις, βέβαια, διότι η αλήθεια είναι ότι το κόστος παραγωγής μπορεί να είναι απαγορευτικό για να πειραματιστεί κανείς σε τέτοια κλίμακα όπως ο Φαμπρ χωρίς την υποστήριξη του κράτους.Δεν υπάρχει τρόπος να μην καλλιεργηθεί περιβάλλον ευνοιοκρατίας όταν πρέπει ένα κρατικό όργανο να αποφασίζει σε ποιον καλλιτέχνη θα μοιράζει φράγκα. Επειδή σίγουρα κάποιος θα βρεθεί να εξηγήσει ότι τα φεστιβάλ στο εξωτερικό λειτουργούν μια χαρά -και να, ορίστε ο Πήτερ Μπρουκ, που του δώσαν να διευθύνει τη Βασιλική Όπερα στο Κόβεντ Γκάρντεν στα είκοσι δύο του- έχω μια πιο ωραία ιδέα, μάλιστα κλεμμένη από τον Πήτερ Μπρουκ. Ο σκηνοθέτης, λέει, δεν επιτρέπεται να είναι θύμα των περιστάσεων. Αν δεν μπορεί να πείσει δύο ηθοποιούς να τον ακολουθήσουν, δεν είναι σκηνοθέτης. Αν τα καταφέρει, τότε μπορεί να βρει μια γωνιά σε ένα καφενείο ή μια φυλακή ή τον διάδρομο ενός νοσοκομείου για να δείξει την παράστασή του, και μετά αν είναι καλός η μία δουλειά θα φέρει την άλλη.
Μπορεί βέβαια η μία δουλειά να μη φέρει τίποτα. Δεν πειράζει. Τόσοι άνεργοι υπάρχουν. Μήπως θα λυθεί έτσι το πρόβλημα της ανεργίας των ηθοποιών; Ή μήπως πιστεύουμε ότι έτσι θα απορροφηθούν οι καλύτεροι; Αμφιβάλλω.
Και πώς θα παραμείνει ζωντανό το φεστιβάλ; Ας ψοφήσει. Αυτή η ιστορία με τις τραγωδίες στην Επίδαυρο είναι φρικαλέα. Ήδη τον 4ο αιώνα η τραγωδία ήταν είδος θεατρικά νεκρό. Ορθώς ο Αριστοτέλης παρατηρούσε ότι καλό θα ήταν η τραγωδία να διαβάζεται και ότι τα υπόλοιπα είναι όχι μόνο «ατεχνότερα» αλλά και «χορηγίας δεόμενα» (1453b5-10). Αυτή η κατάσταση που ο κάθε πικραμένος, Έλλην και αλλοδαπός, έρχεται και παρουσιάζει τάχατες την οπτική του στην τραγωδία προκειμένου να γεμίσει τις τσέπες του και τις καλοκαιρινές πιάτσες με αρχαίο δράμα, είναι μια μόδα βλαπτική για την τέχνη. Άσε που βρίσκει περιθώριο ο κάθε λιμασμένος πενηντάρης πρωταγωνιστής να ψαχουλεύει τα αθώα κοριτσάκια που έχουν μόλις βγει από τις δραματικές σχολές. Γιατί ο χορός στο αρχαίο δράμα είναι θεατρικά ανοικονόμητος και δραματουργικά περιττός. Η βασική του χρήση είναι να εφοδιάζει τον περιοδεύοντα θίασο με άφθονο νεανικό κρέας για τα δόντια των ημιχωρισμένων μεσηλίκων που πρωταγωνιστούν.
Αυτή τη στιγμή τα καλοκαίρια στην επαρχία περιοδεύουν μόνο τα κρατικά θέατρα, τα εμπορικά θέατρα και το θέατρο δρόμου. Καιρός να εξοικονομήσουμε κάποια ακόμη χρήματα από τα κρατικά θέατρα. Τα εμπορικά θέατρα ας τα βγάλουν πέρα όπως νομίζουν, αλλά χωρίς τους τηλεοπτικούς αστέρες που τους κρατούν ζωντανούς τα καταχρεωμένα και παράνομα τηλεοπτικά κανάλια. Οι καλομαθημένοι σεφερλήδες θα ανακαλύψουν πολύ σύντομα πως αν ο κόσμος δεν τους ξέρει από την τηλεόραση δεν θα πάει να τους δει έτσι στο ξεκούδουνο, και με αυτόν τον τρόπο θα γλιτώσουμε και από αυτή τη δεύτερη μάστιγα, τα φρόκαλα της επιθεώρησης και τους τηλεοπτικούς τζουτζέδες που τα εξυμνούν.
Όσο για το θέατρο δρόμου, τους διάφορους παλιάτσους που περιοδεύουν χωρίς επιχορήγηση και χωρίς να κλαίγονται στο κράτος που δεν αναγνώρισε το ταλέντο τους, αυτοί είναι οι μόνοι που θα επιχορηγούνται, μάλιστα κατά τρόπο μόνιμο και αποφασιστικό: θα γίνονται υπάλληλοι του υπουργείου πολιτισμού και θα εργάζονται με ωράριο ως φύλακες αρχαιοτήτων. Έτσι θα πάψουν να πουλάνε μαγκιά στους υπόλοιπους.
Και το κράτος δεν θα κάνει τίποτα για τον πολιτισμό; Καλύτερα όχι. Έχουμε τόσο μεγάλο εξωτερικό χρέος, ας τα πάρει η τρόικα να τα κάνει ταγέρ η Βελκουλέσκου, πιο καλά θα αξιοποιηθούν. Ή να γίνονται υποτροφίες ανήλικων μαθητών για να σπουδάζουν σε καλλιτεχνικά αντικείμενα. Να δίνονται στα λιγοστά μουσικά σχολεία της χώρας. Όχι όμως φεστιβάλ.
Τέλος, το χειρότερο, έχουν μούτρα όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες να μιλούν για πειραματισμό. Πειραματισμός είναι να λες ότι αν η παράσταση αρέσει θα την κατεβάσω, διότι θα σημαίνει ότι είναι συμβατική. Το να θες εξασφαλισμένο κρατικό χρήμα για να παριστάνεις ότι πειραματίζεσαι είναι ωμή κοροϊδία στα μούτρα του κοινού, είτε το κάνεις στις Βρυξέλλες, είτε στην Αθήνα, είτε στο Κέντρο Δελφών, είτε στην Πειραματική Σκηνή, που από τον πολύ πειραματισμό κατέβασε την παράσταση για την τρομοκρατία γιατί δεν άρεσε στα κανάλια. Όποιος έχει μισθό είναι υπάλληλος. Ο υπάλληλος στο εργαστήριο μπορεί να λέει ότι πειραματίζεται, αλλά έχει πρωτόκολλο που αξιολογείται ώστε να είναι συμφέρουσα η επένδυση. Στην τέχνη τι ακριβώς ρισκάρει κανείς; Να καταρρίψει το κατεστημένο της σκηνοθεσίας τύπου Ροντήρη; Έχουμε ακόμη κάτι να καταρρίψουμε, μετά από έναν αιώνα μοντερνισμού στο θέατρο;
Καταλαβαίνω το φιάσκο με τον Φαμπρ, που έφερε το σόι του να στελεχώσει το φεστιβάλ. Αλλά τα παράπονα των καλλιτεχνών φοβάμαι ότι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποπνέουν τη δυσάρεστη οσμή του «γιατί αυτός και όχι εγώ;» Η πρακτική του γλειψίματος πρωθυπουργού άγγιξε αβυσσαλέα βάθη με τη μαντινάδα του Σμαραγδή προς τον τότε πρωθυπουργό Σαμαρά. Ο σκηνοθέτης εξήγησε μετά ότι το ίδιο έκανε και ο Μπαχ (μαντινάδες χωρίς ρίμα, να υποθέσω), οπότε δεν πειράζει. Η αλήθεια είναι ότι πειράζει. Η κολακεία της εξουσίας δεν είναι θεμιτή οδός μόνιμου βιοπορισμού. Και αν πρόκειται για περιστασιακό βιοπορισμό, τότε σίγουρα το πρόβλημα λύνεται και αλλιώς.
Ως τότε, καλό είναι να μην εκτίθεται κανείς φωνάζοντας ότι παρά λίγο να τσιμπήσει κάτι κι αυτός αλλά του τη φέραν.
Ανάρτηση από: http://www.thepressproject.gr