15 Απρίλη 1920 συλλαμβάνονται
Εκτελέστηκαν με ψευδείς κατηγορίες από τις Η.Π.Α. οι δύο Ιταλοί αναρχικοί που έγιναν θρύλος, ταινία και τραγούδι από τον Μορικόνε και την Τζόαν Μπαέζ.
Εκτελέστηκαν με ψευδείς κατηγορίες από τις Η.Π.Α. οι δύο Ιταλοί αναρχικοί που έγιναν θρύλος, ταινία και τραγούδι από τον Μορικόνε και την Τζόαν Μπαέζ.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δολοφονεί το 1927 μετά από στημένη δίκη τους αναρχικούς Σάκο και Βαντσέτι. Ο καπιταλισμός δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο.
Η ανάμνηση δεν θέλει δάκρυα. Θέλει δύναμη, πείσμα, αυταπάρνηση, θάρρος και ενωμένες σφιχτές γροθιές σαν χαιρετισμό και προειδοποίηση.Η ιστορία πρέπει να ξαναγραφτεί κι αυτός είναι ο σκοπός μας.
Το άρθρο που ακολουθεί είναι αποσπάσματα δημοσιεύματoς στο athens.indymedia.
Οι στίχοι του πρώτου τραγουδιού είναι όλοι από γράμματα που έστειλε από τη φυλακή ο Βαντσέτι.
23 Αυγούστου 1927. Οι Ιταλοί αναρχικοί Φερντινάντο Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι μετά από μια στημένη δίκη-παρωδία, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στις ΗΠΑ κατηγορούμενοι ότι δολοφόνησαν στις 15 Απριλίου 1920 ένα λογιστή κι ένα φρουρό του εργοστασίου υποδημάτων Σλέιτερ και Μορίλ.
Το πραγματικό τους «έγκλημα», όπως έγραψε ο Ριζοσπάστης (7.6.2002) «ήταν ότι πρωτοστάτησαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και ήσαν πρωτοπόροι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων, μακριά, μάλιστα, από την οπορτουνιστική γραμμή που κυριαρχούσε τότε στη συνδικαλιστική ηγεσία».
Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε τη ενεργό συμμετοχή τους στο αντιπολεμικό κίνημα, λόγος για τον οποίο είχαν συμπεριληφθεί σε μία λίστα «ανατρεπτικών στοιχείων» που είχε συνταχθεί από το υπουργείο δικαιοσύνης και τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. Στην ίδια λίστα υπήρχε και το όνομα του τυπογράφου Αντρέα Σαλσέντο ενός φίλου του Βαντσέτι, τον οποίο δολοφόνησε η αστυνομία στις 3 Μαΐου 1920, αναγκάζοντας τον να πέσει από το δέκατο τέταρτο όροφο ενός κτιρίου που ανήκε στο υπουργείο δικαιοσύνης.
Η «εκπαραθύρωση» υπήρξε πάντα μια από τις αγαπημένες μεθόδους του κράτους για να δολοφονεί τους αντιπάλους του, εμφανίζοντας τις δολοφονίες ως «αυτοκτονίες».
Πάρα πολλά βιβλία, άρθρα, ταινίες, τραγούδια έχουν γραφτεί, γυριστεί, κυκλοφορήσει για την υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι, τα οποία μπορεί κανείς να μελετήσει, να δει και ν’ ακούσει.Για την περίπτωση, όμως, που κάποιος «αντικειμενικός» αμφιβάλλει για το κρατικό έγκλημα που διαπράχθηκε με την εκτέλεση των Σάκο και Βαντσέτι, σταχυολογώ δυο τρία στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσής τους:
«Στην αρχή της διαδικασίας, ένας από τους πρώτους “αυτόπτες μάρτυρες”, αποκαλύπτεται ότι είναι πρόσφατα αποφυλακισμένος εγκληματίας, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο με ψεύτικο όνομα. Ο ίδιος ομολογεί ότι δέχτηκε να ψευδομαρτυρήσει σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα και με αντάλλαγμα την αποφυλάκισή του». (Ριζοσπάστης, 7.6.2002)
Ο Πρόκτορ, διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας όπλων στη δίκη, αποκάλυψε αργότερα και τα εξής: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο. Όμως, επειδή υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί το ψέμα, ο εισαγγελέας μου είπε ότι αν μου ζητηθούν αποδείξεις από κάποιο μέλος του δικαστηρίου να πω ότι δεν έχω». Φυσικά, τέτοιες αποδείξεις δεν του ζητήθηκαν από το δικαστήριο.
Απλώς ο δικαστής Ουέμπστερ Θάγερ, αποφάνθηκε ότι το φονικό βλήμα προήλθε από το πιστόλι του Σάκο. Ο ίδιος δικαστής, στο «αιτιολογικό» της απόφασής του σημείωσε: «Ακόμα κι αν δεν έχουν διαπράξει το έγκλημα που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι, γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών…»
Το Νοέμβριο του 1925, ο Πορτορικανός Σελεστίνο Μαδέιρος, κατηγορούμενος για σειρά φόνων, ομολόγησε ότι είχε συμμετάσχει στο έγκλημα για το οποίο κατηγορούνταν οι Σάκο και Βαντσέτι και ότι εκείνοι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτό, αλλά φυσικά, κι αυτή η ομολογία δεν άλλαξε σε τίποτε την προειλημμένη απόφαση της καταδίκης τους.
Τέλος, «Το 1977, ο τότε κυβερνήτης της Μασαχουσέτης (όπου διαπράχθηκε το κρατικό έγκλημα της εκτέλεσης), Μάικλ Δουκάκης, αναγνώρισε επίσημα την αδικία και αποκατέστησε τη μνήμη των Σάκο και Βαντσέτι» (Καθημερινή, 25.8.2007)