Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Η «συμμοριοποίηση» του κράτους

Οι «Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου» υποδέχονται τον Παύλο και τη Φρειδερίκη στην Καλαμπάκα (1947) | ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1944-1958.ΣΥΛΛΟΓΗ Ν.Ε. ΤΟΛΗ 

«Ως πραγματικός Ελλην, κατόρθωσα ν’ απαλλάξω από την βίαν και την τρομοκρατίαν πολλά χωριά πέριξ της Λαμίας»
Ευθύμιος Τσαμαδιάς (αρχηγός συμμορίας) προς τον διοικητή Χωροφυλακής Λαμίας, 29/7/1946
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12/2/1945) έκαναν την εμφάνισή τους ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια ένοπλες παρακρατικές ομάδες, στρατολογώντας αρχικά τα μέλη τους από τους συνεργάτες των κατακτητών που αφήνονταν ελεύθεροι από την Εθνοφυλακή αμέσως μετά την εγκατάστασή της στις επαρχιακές πόλεις.
Λειτουργώντας ως υποκατάστατο του υπό συγκρότηση κρατικού μηχανισμού, οι παρακρατικές ομάδες εξαπέλυσαν μια εκστρατεία βίας χωρίς κανένα νομικό περιορισμό.
Επρόκειτο για εύκολα αναλώσιμες μονάδες, χωρίς εμφανή επίσημη στήριξη, με τις οποίες το κράτος ανά πάσα στιγμή μπορούσε να αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση.
Η ασυλία ωστόσο που απολάμβαναν εκ μέρους των αρχών δημιουργούσε την εντύπωση ότι οποιοδήποτε αδίκημα εις βάρος της Αριστεράς παρέμενε ακαταδίωκτο, με αποτέλεσμα να ενισχύονται ακόμη περισσότερο.
Το ΓΕΣ δικαιολογούσε τον σχηματισμό και τη δράση τους ως συνέπεια της «τρομοκρατίας» των πρώην ΕΛΑΣιτών στην ύπαιθρο και των «προκλήσεων» του ΚΚΕ στις πόλεις.
Αυτό οδηγούσε ομάδες χωρικών να οπλιστούν, δημιουργώντας έκρυθμη κατάσταση. Αναγνωριζόταν, ωστόσο, ότι κάποιοι επωφελούνταν από την αναρχία και παρουσιαζόμενοι ως εθνικιστές προέβαιναν σε ληστείες.
Οι διοικητές των Ταγμάτων Εθνοφυλακής επικαλούνταν την ανεπάρκεια των δυνάμεών τους και την αργή επαναλειτουργία του κρατικού μηχανισμού ως προς την επάνδρωση των Σωμάτων Ασφαλείας και των διοικητικών και δικαστικών αρχών.

Το μακρύ χέρι της Εθνοφυλακής

Μέχρι το καλοκαίρι του 1945, η συνεργασία ανάμεσα στην Εθνοφυλακή, τους «εθνικιστές» και τις παρακρατικές συμμορίες ήταν στενή.
Ηδη από τον Μάρτιο του 1945 η Εθνοφυλακή έκανε κατάσχεση σε όπλα που έκρυβε ο ΕΛΑΣ και τα παρέδιδε πρόθυμα στους βασιλόφρονες της περιοχής.
Στη Νότια Εύβοια «εθνικόφρονες» δημιούργησαν Πολιτοφυλακή η οποία εξοπλίστηκε με τα όπλα που παρέδωσε ο ΕΛΑΣ.
Ανάλογες καταγγελίες για εξοπλισμό «εθνικοφρόνων» καταγράφηκαν στη Λευκή Βίβλο του ΕΑΜ για τις παραβάσεις της Βάρκιζας, από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο 1945.
Βρετανοί σύνδεσμοι διαπίστωναν ότι όσο πιο απομακρυσμένο από την κεντρική διοίκηση και ολιγάριθμο ήταν ένα τμήμα Εθνοφυλακής τόσο μεγαλύτερος ήταν ο βαθμός συνεργασίας του με ένοπλες «εθνικιστικές» ομάδες.
Απόρρητη διαταγή της Στρατιωτικής Διοίκησης Πατρών (16/5/1945) προς τους διοικητές των Ταγμάτων Εθνοφυλακής στην Πελοπόννησο, με θέμα τη λήψη μέτρων και τη διατήρηση της ασφάλειας των χωριών μέσω της παρακολούθησης των κινήσεων «αναρχικών και διεθνιστών», καταδεικνύει τον κεντρικό σχεδιασμό του δικτύου συνεργασίας ανάμεσα στην Εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες.
Οι διοικητές των Ταγμάτων όφειλαν να επιλέξουν σε κάθε χωριό σημαντικό αριθμό συνεργατών (ανάλογα με την τοποθεσία και τον πληθυσμό του), οι οποίοι έπρεπε να είναι αποδεδειγμένα «εθνικιστές ιδεολόγοι» και να διαθέτουν θάρρος και ακέραιο χαρακτήρα.
Ενας από αυτούς οριζόταν υπεύθυνος απέναντι στον διοικητή του τοπικού Τάγματος της Εθνοφυλακής και οι υπόλοιποι, σύνδεσμοι για τη μεταφορά πληροφοριών και τη συστηματική συνεργασία μεταξύ των ομάδων.
Αυτές είχαν κύριο σκοπό την παρακολούθηση υπόπτων, την αναφορά τους στο κοντινότερο στρατιωτικό κέντρο και την επισήμανση τυχόν ξένων προς το χωριό ατόμων.
Οι στρατιωτικές αρχές φρόντιζαν να παραδώσουν μέρος των όπλων που παραδίνονταν από τον ΕΛΑΣ ή συλλέγονταν από τους χωρικούς (με τα ανάλογα πυρομαχικά) στον αρχηγό της κάθε ομάδας, ο οποίος θα τα χρησιμοποιούσε κατόπιν διαταγής του οικείου στρατιωτικού διοικητή για την υποστήριξη κινητών στρατιωτικών αποσπασμάτων.
Επισήμως δεν υπήρχε ενθουσιασμός για τέτοιους συμμάχους. Ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας τόνιζε, χωρίς αποτέλεσμα, στις στρατιωτικές αρχές και στη Χωροφυλακή ότι όφειλαν να υπηρετούν το κράτος και όχι κάποια πολιτική ομάδα.
Η Στρατιωτική Διοίκηση Ηπείρου με έγγραφό της προς τους στρατιωτικούς διοικητές Ιωαννίνων και Πρέβεζας έθετε το ζήτημα της συνεργασίας Τμημάτων Εθνοφυλακής με τα λεγόμενα «τμήματα εθνικιστών», τα οποία ενεργούσαν μεροληπτικά και μονόπλευρα, και απειλούσε με κυρώσεις κάθε διοικητή που δεν εφάρμοζε τον νόμο. Στις αρχές Μαΐου 1945 ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλίας και Δυτικής Μακεδονίας έθεσε εκτός νόμου τις συμμορίες του Σούρλα και άλλων παρακρατικών.
Στα τέλη του ίδιου μήνα ο διοικητής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Στερεάς Ελλάδος (ΑΣΔΣΕ), αφού επισήμανε ότι ο ρυθμιστής της τάξης και της ασφάλειας ήταν η Εθνοφυλακή και όχι ανεύθυνες ομάδες, οι οποίες καλύπτονταν με τον μανδύα του εθνικιστή, διέταξε τη λήψη δρακόντειων μέτρων εναντίον κάθε ένοπλης ομάδας στην περιοχή δικαιοδοσίας του.
Απαιτούσε δε την επιβολή κυρώσεων στον διοικητή του Λόχου Εθνοφυλακής Δομοκού, ο οποίος δεν ανέπτυσσε τη δέουσα πρωτοβουλία και δραστηριότητα για την επιβολή του κράτους του νόμου.
«Εθνικιστές» με βιογραφικό

Εθνοφρουροί στο Μεσολόγγι κατά την εκεί επίσκεψη του αντιβασιλιά Δαμασκηνού (1945) | ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1944-1958. ΣΥΛΛΟΓΗ Ν.Ε. ΤΟΛΗ 
Κάποια τοπικά παραδείγματα βοηθούν να κατανοήσουμε πληρέστερα τη συγκρότηση και δράση των εθνικιστικών ομάδων.
Δελτίο Πληροφοριών της ΑΣΔΣΕ κατέγραφε στη Στρατιωτική Διοίκηση Λαμίας την παρουσία, με ξεχωριστή περιοχή δικαιοδοσίας, των «εθνικιστικών ομάδων» τουΚώστα Βουρλάκη και του Θύμιου Τσαμαδιά.
Η παρουσία τους αιτιολογούνταν ως «αντίβαρο» στη δράση εννέα πολυμελών (50-100 άτομα) ομάδων «αναρχικών» στις ορεινές περιοχές Φθιώτιδας, Ευρυτανίας και Παρνασσίδας.
Δράση που στην πραγματικότητα ουδόλως τεκμηριωνόταν, καθώς το ημερολόγιο της τοπικής 10ης Ταξιαρχίας Εθνοφυλακής δεν κατέγραφε παρά ελάσσονα περιστατικά με «οπλισμένους κομμουνιστές».
Τα κίνητρα για τον σχηματισμό των «εθνικιστικών ομάδων» υποτίθεται πως ήταν οι προσωπικές διαφορές των αρχηγών τους με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Μέσω ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου αναζητούνταν ηθική νομιμοποίηση στη βάση της εκδίκησης, ως ανταπόδοση της προσβολής και αποκατάσταση της τιμής των παθόντων.
Στην ουσία, οι λόγοι σχηματισμού των ομάδων αυτών και οι σκοποί που εξυπηρετούσαν ήταν βαθύτεροι και περιπλοκότεροι.
Ο κτηνοτρόφος Θύμιος Τσαμαδιάς, γόνος εύπορης οικογένειας Σαρακατσαναίων με τσελιγκάτο στην Οίτη, στην Κατοχή είχε έρθει σε προστριβές με το τοπικό ΕΑΜ, στο οποίο είχε αρνηθεί να προσχωρήσει, για τη χρήση των βοσκοτόπων.
Η συμμορία του αποτελούνταν από 40 άτομα, κυρίως μέλη της οικογένειάς του αλλά και φερόμενους ως ζωοκλέφτες και ληστές από γειτονικά ορεινά χωριά (Δυο Βουνά, Ελευθεροχώρι).
Η τρομοκρατική δράση του, καταγραμμένη από την Εθνοφυλακή ήδη από τον Μάιο του 1945, εντοπιζόταν στα χωριά της Οίτης και της Υπάτης, όπου αναφέρθηκαν πολυάριθμα περιστατικά τρομοκρατίας σε βάρος «προγραμμένων κομμουνιστών που έχριζαν καθαρίσματος».
Τον Νοέμβριο του 1945 κλείστηκε στις φυλακές Λαμίας, απ’ όπου απέδρασε με τη βοήθεια των δεσμοφυλάκων στα τέλη Δεκεμβρίου.
Η συμμορία του και ο ίδιος εξοντώθηκαν από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) το 1947.
Ο Κώστας Βουρλάκης, από τη Μοσχοκαρυά Δομοκού, ήταν αρχηγός της γνωστότερης και πιο δραστήριας παρακρατικής συμμορίας της Φθιώτιδας.
Σεσημασμένος ζωοκλέφτης, μαζί με τα τρία αδέλφια του, τσοπάνηδες σε ξένα κοπάδια, είχε καταδικαστεί για ζωοκλοπή και είχε εξοριστεί στη Φολέγανδρο.
Στην Κατοχή, ο ένας αδελφός του προσχώρησε στην ομάδα του Αρη Βελουχιώτη. Συνέχισε όμως να κλέβει, σε συνεννόηση με τον ληστή Πατακιά, φανερό συνεργάτη των Ιταλών, και οι αντάρτες τον σκότωσαν.
Ο Κώστας με τον άλλο αδελφό του κατατάχθηκαν στον ΕΔΕΣ, όπου ο αδελφός του σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων ΕΛΑΣ - ΕΔΕΣ το φθινόπωρο του 1943.
Αμέσως μετά τη Βάρκιζα, ο Βουρλάκης συγκρότησε ομάδα αποτελούμενη από 10 μόνιμους και ενισχυόμενη κατά περίπτωση από «δεινοπαθήσαντες υπό του ΕΑΜ», αποτελώντας το φόβητρο του οροπεδίου του Δομοκού.
Ευθύνεται για πλείστους όσους φόνους, κακοποιήσεις και λεηλασίες στην περιοχή.
Στις εκλογές του 1946 υποστήριξε ένθερμα το Λαϊκό Κόμμα. Το 1947 κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός στη δολοφονία ενός «εθνικόφρονος» κτηνοτρόφου, οι γιοι του οποίου υπηρετούσαν στην Εθνοφρουρά, και φυλακίστηκε στις φυλακές Καλλιθέας.
Στον αθηναϊκό και τοπικό Τύπο πληθώρα δημοσιευμάτων υπεραμύνθηκε της «προσφοράς» του στον αγώνα του έθνους εναντίον των κομμουνιστών, ζητώντας την αποφυλάκισή του.
Αλλά και ίδιος δεν παρέλειψε να το υπενθυμίζει στον πολιτικό πάτρωνά του, βουλευτή και υπουργό του Λαϊκού Κόμματος Δ. Χατζίσκο, στις επιστολές που του έστελνε για να μεσολαβήσει για την αποφυλάκισή του.
Η στενή σχέση υπουργού και «συμμορίτη» διαφαίνεται όχι μόνο από το εξαιρετικά οικείο ύφος των επιστολών, αλλά και από το γεγονός ότι ο Βουρλάκης τού ζητούσε να μεσολαβήσει επίσης για την αποφυλάκιση ενός δωσίλογου συγκρατουμένου του.
Εκτός από τις κύριες ομάδες του Βουρλάκη και του Τσαμαδιά, στην ύπαιθρο της Φθιώτιδας υπήρχαν άλλες 10 ομάδες, 10-25 μελών η καθεμία, που δρούσαν επικουρικά, όπως καταγράφηκε αναλυτικά στο υπόμνημα του ΔΣΕ προς την Επιτροπή του ΟΗΕ για τις συνθήκες έναρξης του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
Η κατάταξη στις παρακρατικές συμμορίες μπορούσε να αποσείσει τις «κατηγορίες για αντεθνική δράση».
«Εθνικιστές» υπερασπίστηκαν 24χρονο γεωργό, πρώην ΕΛΑΣίτη από την Αταλάντη, που δικαζόταν για παράνομη οπλοφορία, γιατί ως «νομοταγής και φιλήσυχος πολίτης» κατέστρεψε τα γραφεία του ΚΚΕ και ζήτησε να «ηγηθεί ομάδος διά να δράση».

Η αδύνατη νομιμότητα

Από τις ακροδεξιές «ανεύθυνες ομάδες» του 1945 (επάνω αριστερά, οι οπλαρχηγοί Μπίσδας και Σούρλας) στις επίσημες ΜΑΥ (δεξιά) και τη Χωροφυλακή (κάτω). | Γ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (Αθήνα 2000) /C. MYDANS, UNE PAIX VIOLENTE (Παρίσι 1968) 
Τον Ιούλιο 1945 οι ένοπλες ομάδες κλήθηκαν από τον Α.Ν. 453 να παραδώσουν τον οπλισμό τους.
Την ίδια περίοδο, ο ηγέτης του Κόμματος Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλής Σοφούλης, και άλλες 4 προσωπικότητες του δημοκρατικού Κέντρου προέβησαν σε απερίφραστη δημόσια καταγγελία της τρομοκρατίας της άκρας Δεξιάς, η οποία καθιστούσε «αφόρητον την ζωήν των μη βασιλοφρόνων πολιτών».
Ανάλογες συστάσεις για αφοπλισμό των ένοπλων ομάδων έγιναν από την κυβέρνηση και τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (ΒΣΑ).
Ο Κρις Γουντχάουζ, αρχηγός της ΒΣΑ στην Κατοχή και γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας, σε έκθεσή του προς τη βρετανική πρεσβεία έκανε λόγο για ελλιπή έλεγχο των τοπικών δυνάμεων από τις αρχές και τόνιζε πως, όποια διαταγή και αν διαβιβαζόταν από πάνω, κανείς δεν ήταν βέβαιος ότι θα εκτελούνταν.
Την ίδια αδυναμία της κεντρικής εξουσίας κατάγγελλε και ο αριστερός Τύπος.
Με επιστολές τους προς τη Διοίκηση Χωροφυλακής Λαμίας, Τσαμαδιάς και Βουρλάκης παρέδωσαν μέρος του οπλισμού τους, εκφράζοντας την πίστη τους ότι ως φύλακες του νόμου και της τάξης εκτελούσαν αποστολή «ύψιστης εθνικής σπουδαιότητας» και ότι το κράτος σύντομα θα χρειαζόταν εκ νέου τις υπηρεσίες τους.
Ωστόσο, παρά τις διαβεβαιώσεις της Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδας, οι τρομοκρατικές ομάδες συνέχισαν να δρουν στην ύπαιθρο και τους επόμενους μήνες, με αποτέλεσμα την επικήρυξη των αρχηγών τους από την Επιτροπή Δημοσίας Ασφαλείας.
Οι παρακρατικοί εξακολουθούσαν να βρίσκουν υποστήριξη και προστασία από τις κατώτερες διοικητικές υπηρεσίες και συνέχιζαν την τρομοκρατία μπροστά στα μάτια της Εθνοφυλακής.
Η υποκρισία του όλου συστήματος γινόταν ακόμα πιο φανερή όταν ο ίδιος διοικητής της Στρατιωτικής Διοίκησης Πατρών, που έδωσε τη διαταγή για τον εξοπλισμό χωρικών, συνέταξε «για το τυπικό της υπόθεσης» μια νέα σειρά από διαταγές προς τους κατά τόπους διοικητές των τμημάτων της Εθνοφυλακής για τη λήψη αυστηρών μέτρων εναντίον «ανεύθυνων» προσώπων που επιχείρησαν να υποκαταστήσουν την εξουσία των αρχών.
Οπως τόνιζε, η Εθνοφυλακή όφειλε να αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες ως ίσους, χωρίς καμία διάκριση μεταξύ των ομάδων που οπλοφορούσαν, είτε ανήκαν στην αριστερά είτε στη δεξιά παράταξη.
Η μαρτυρία του ΕΑΜίτη ηγούμενου της Μονής Αγάθωνος, Γερμανού Δημάκου, καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονταν οι παρακρατικές συμμορίες με τη σύμπραξη των κατώτερων οργάνων της Χωροφυλακής αλλά και υπό την προστασία υψηλά ιστάμενων πολιτικών προσώπων.
Στις αρχές Μαρτίου 1946 ο ηγούμενος οδηγήθηκε από άνδρες της συμμορίας στο «αρχηγείο» του Βουρλάκη, στο χωριό Μοσχοκαρυά.
Εκεί κακοποιήθηκε, παρουσία αξιωματικού του στρατού, προκειμένου να αποκαλύψει μέρος, κοντά στο μοναστήρι, απόκρυψης όπλων του ΕΛΑΣ.
Ο ηγούμενος δεν αποκάλυψε τίποτε και ο Βουρλάκης τον άφησε να φύγει.
Η υπόθεση έγινε γνωστή στον ανώτερο διοικητή Χωροφυλακής Στερεάς, ο οποίος επισκέφτηκε τον ηγούμενο μαζί με τον στρατιωτικό διοικητή της περιοχής και ζήτησε κατάθεση για το περιστατικό.
Ο ηγούμενος, αφού αρνήθηκε να δώσει κατάθεση, του απάντησε ως εξής:
«-Θα ήταν ευτύχημα αν μπορούσατε να περιορίσετε τις αυθαίρετες, όπως τις χαρακτηρίζετε, πράξεις αυτών των ανευθύνων. Δυστυχώς δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε, διότι οι πράξεις αυτών των ανευθύνων ευλογούνται από ανθρώπους ιστάμενους παραπάνω από εσάς. Νομίζω ότι θα έχετε πληροφορηθεί ότι προ μιας εβδομάδας, ο τ. Υπουργός κ. Δημ. Χατζίσκος, που θεωρείται και Φθιωτάρχης, είχε ανέβει στη Γραμμένη να συναντήσει και να συνεργαστεί με τον Κώστα Βουρλάκη. Αυτό το έγραψε και ο τοπικός τύπος. Δεν το ξέρετε αυτό;
- Ναι, το ξέρω είναι αλήθεια.
- Αφού το ξέρετε, ερωτώ, τι είδους συνεργασία μπορεί να ’χη ένας Υπουργός της Δεξιάς και του κύρους του κ. Χατζίσκου, με ένα αγράμματο, ένα ζωοκλόπο, ένα κοινό εγκληματίαΕγώ, κ. Ανώτερε, αναγνωρίζω και εκτιμώ την αγνότητα των προθέσεών σας, αλλά είσθε αδύναμος να επιβάλετε την τάξιν. Αφήστε λοιπόν τα πράγματα να συνεχίσουν την πορεία τους και ο Θεός βοηθός».
Την ίδια περίοδο, η βοήθεια βουλευτών του Λαϊκού Κόμματος προς τις παρακρατικές οργανώσεις αποτέλεσε ζήτημα έντονων αντεγκλήσεων στη Βουλή μεταξύ του βουλευτή Φθιώτιδας του Λαϊκού Κόμματος, Γ. Αστερίου, και του βουλευτή Ευρυτανίας του Εθνικού Κόμματος Ελλάδος, Κ. Παπαγεωργίου, ο οποίος κατηγορούσε τον πρώτο ως προστάτη του Βουρλάκη.
Παράλληλα και σε συνεργασία με τις παραστρατιωτικές ομάδες και τους εξοπλισμένους «εθνικόφρονες» κατοίκους δρούσε η Χωροφυλακή.
Το 1946 το αντικομμουνιστικό φρόνημα των ανδρών της την καθιστούσε πολιτικά πιο αξιόπιστη από τον υπό συγκρότηση στρατό.
Αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη πειθαρχίας και την προσήλωση των μελών της στον βασιλιά, ενίσχυε αντί να κατευνάζει βίαιες ενέργειες εναντίον του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και των οπαδών τους.
Από την άλλη, η Χωροφυλακή ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική στη συγκέντρωση πληροφοριών, καθώς αποτελούσε ένα μηχανισμό ελέγχου της κοινωνίας και ιδιαίτερα των μικρών κοινωνιών των χωριών και των επαρχιακών πόλεων, όπου όλοι ήταν γνωστοί.
Στο έργο αυτό είχε την επικουρία των Οργανώσεων Εθνικοφρόνων που είχαν σχηματιστεί στα χωριά.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκαν φάκελοι για όσους είχαν οποιαδήποτε δράση υπέρ του ΕΑΜ.
Οι πολίτες αυτοί «τυλίγονταν σε μια κόλλα χαρτί» με κατάληξη θανατικές καταδίκες, ισόβιες ή πολυετείς φυλακίσεις.
Ακόμα και στελέχη των Λαϊκών αναγνώριζαν ότι ένα ποσοστό ευθύνης για την κατάσταση οφειλόταν στις υπερβασίες της Χωροφυλακής, που με ευκολία χαρακτήριζε κάποιον κομμουνιστή.
Σύμφωνα με το ΕΑΜ, επρόκειτο για προσπάθεια εξανδραποδισμού του πληθυσμού των χωριών, που έσπευδε ν’ αναζητήσει καταφύγιο στις πόλεις.
Η αναζήτηση κρυμμένων όπλων αποτελούσε απλώς την αφορμή: «Ποιος νόμος λέει ότι πρέπει να σπάμε στο ξύλο και να σκοτώνουμε τους παρανομούντες;» αναρωτιόταν η ΕΑΜική «Ρούμελη», προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι ο λαός δεν ήταν πια διατεθειμένος να ανεχθεί άλλο τον μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο και να επιτρέψει το ξεκλήρισμά του.

«Αισχρά διαγωγή»

Το ανθρωποκυνηγητό άλλαξε πρόσωπο, όχι όμως και πρακτικές | Γ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (ΑΘΗΝΑ 2000) 
Το καλοκαίρι 1946, οι παρακρατικές συμμορίες τέθηκαν υπό την επίσημη καθοδήγηση της κυβέρνησης με ευθύνη ανώτερων αξιωματούχων της κάθε επαρχίας και πολιτικών ηγετών της κάθε περιοχής.
Η συμβολή της τρομοκρατικής δράσης που είχαν αναπτύξει στη νίκη του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές του Μαρτίου 1946 οδήγησε στην επαναχρησιμοποίησή τους όχι μόνο ενάντια στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ, αλλά και στο δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά.
Στελέχη των Λαϊκών εκμεταλλεύτηκαν τη δημόσια θέση τους προωθώντας κομματικά («φατριαστικά») συμφέροντα στη βάση ενός ακραίου αντικομμουνισμού.
Τυπικό παράδειγμα: ο νομάρχης Σάμου, Χρήστος Κούσουλας, χρησιμοποίησε κονδύλια από τον λογαριασμό Κοινωνικής Πρόνοιας για την οργάνωση και στήριξη «εθνικοφρόνων πολιτών».
Με βάση επείγουσα και απόρρητη διαταγή «περί παροχής υποστηρίξεως και βοήθειας εις εθνικόφρονας πολίτας αγωνιζομένους διά την πατρίδα» (7/11/1946), τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την οργάνωση εθνικοφρόνων ομάδων, τον κατάλληλο εξοπλισμό τους, για πληροφορίες και «εξαγορά κομμουνιστικών συνειδήσεων», με τη δικαιολογία ότι καμιά από τις αρμόδιες υπηρεσίες, στις οποίες αποτάθηκε ο νομάρχης, δεν χρηματοδότησε τις ανάγκες αυτές, ούτε παραχώρησε οπλισμό.
Ο αντίκτυπος της δράσης αυτών των οργανώσεων «εθνικοφρόνων» καταγράφεται στις αναφορές των νομαρχών.
Ο νομάρχης Φωκίδας, Λ. Αθανασούλης, σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη (28/4/1947) έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή της δικαιοδοσίας του:
«Περί των αιτιών της καταστάσεως αυτής δεν αναφέρω ειμή ότι, τουλάχιστον εις την περιφέρειάν μου, οφείλεται κατά μέγα μέρος εις την αισχράν διαγωγήν ωρισμένων κρατικών οργάνων (αξιωματικών), άτινα εις την κρισιμοτέρα στιγμήν του εθνικού ημών βίου δεν ίστανται εις το ύψος των περιστάσεων.
Πάσα παρερχόμενη ημέρα, εκτός των γενικών συνεπειών, στερεί και απορφανίζει το Λαϊκόν Κόμμα των εν τη υπαίθρω ζωηροτέρων και σημαντικοτέρων στελεχών του, διότι ασφαλώς το σύστημα τούτο θα εφαρμόζεται εις πάσας τας περιοχάς ένθα δρώσι αι αναρχικαί συμμορίαι, της δε καταστάσεως αυτής αι συνέπειαι φοβούμαι ότι μελλοντικώς θα είναι λυπηραί δι’ ημάς».
Βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος από τις περιφέρειες Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης σε υπόμνημά τους (3/11/1947) προς τον Κ. Τσαλδάρη τόνιζαν πάλι:
«Αι οργανώσεις αυταί ή εγένοντο όργανα κομματικής εκμεταλλεύσεως προς όφελος ωρισμένων πολιτικών προσώπων ή μετετράπησαν εις μάστιγα περιφερειών ολοκλήρων, καταρρίπτουσαι την υπόστασιν του κράτους - αφού έχουμε παραδείγματα επιβολής παρ’ αυτών και αναγκαστικών ακόμα εισφορών, αφαίμαξιν του εθνικού πλούτου και περιφρόνησιν παρά την κείμενην νομοθεσίαν και των εντεταλμένων της πολιτείας οργάνων. Αποτέλεσμα της δράσεως ταύτης υπήρξε και η εκ της απογνώσεως καταφυγή πολιτών προς την ανταρσίαν καίτοι αντιτιθεμένων προς την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν».
Ανάλογες απόψεις, σχετικά με το ξέσπασμα του εμφυλίου εξαιτίας της δράσης των παρακρατικών οργανώσεων της άκρας Δεξιάς και των έκτακτων μέτρων του Γ' Ψηφίσματος, εξέφρασε και ο βουλευτής των Φιλελεύθερων στον Νομό Εβρου, Γ. Χρυσοστόμου (6/6/1947):
«Προ της εφαρμογής των εκτάκτων μέτρων εις τον Εβρον υπήρχον 50 μόνον συμμορίται. Αντί να εξουδετερωθούν ούτοι (διά των εκτάκτων μέτρων) επήλθε το αντίθετον αποτέλεσμα. Δυστυχώς επικράτησε ο κομματικός φανατισμός. Και φθάνομεν κύριοι εις την εποχήν της εφαρμογής των εκτάκτων μέτρων. Και τίθεται το όπλον τούτον το φοβερόν και τρομερόν όπλον εις χείρας των φανατισμένων, δικαιολογημένως ίσως, οργάνων της τάξεως. Και αρχίζουν αι συλλήψεις. 
Αναγκάζονται οι άλλοι να τραπούν προς τα όρη προς αποφυγήν των συλλήψεων, με αποτέλεσμα η 50μελής συμμορία να αυξήση τον αριθμό της. Γίνονται νέαι συλλήψεις, νέα έξοδος εις τα βουνά, ακολούθως επιθέσεις των συμμοριτών εναντίον των χωρίων εις αντίποινα, νέαι συλλήψεις και δημιουργείται ούτω ένας φαύλος κύκλος με αποτέλεσμα να συλληφθούν περί τους 3.000 εκ των οποίων πολλοί εθνικόφρονες, αλλά μη ανήκοντες εις την δεξιάν παράταξιν, η δε 50μελής συμμορία να φθάση τον αριθμόν των 800 περίπου, και να κυριαρχή ολοκλήρου της υπαίθρου. [...]
Προκειμένου πάντως περί του Εβρου, εκ της μακράς παρακολουθήσεως και κινήσεως των συμμοριτών μέχρι σήμερον δεν υπέπεσεν, εις την αντίληψίν μου τουλάχιστον, συνεργασία μεταξύ συμμοριών και Βουλγάρων, σε αντίθεσι με ό,τι συμβαίνει εις Δυτικήν Μακεδονίαν. Προσφέρομεν όχι καλήν υπηρεσίαν εις την πατρίδα, όταν θέλωμε να επιρρίψωμε την ευθύνην όλη εις εξωτερικούς μόνο λόγους.
Η κατάστασις αύτη της υπαίθρου υπήρξε συνέπεια της δράσεως των οργανώσεων της άκρας δεξιάς, αι οποίαι, αντί να κυνηγήσουν τους συμμορίτας εις τα βουνά, ησχολούντο με την δίωξιν των παραπλανηθέντων χωρικών εις τας πόλεις και τα χωρία.
Οταν ομιλούμεν περί συμμοριών ημείς τουλάχιστον δεν νοούμεν μόνον εκείνας αι οποίαι δρώσι εις τα όρη παρανόμως αλλά πάσαν οργάνωσιν παρανόμως οπλοφορούσαν και παρανόμως δρώσαν είτε εις τα χωρία, είτε εις τας πόλεις, είτε εις τα όρη.
Απαντών εις το ερώτημά σας σάς λέγω ότι συμμορίαι των όρεων δεν υπήρχαν εις την Θράκην, αλλά οργανώσεις της άκρας δεξιάς παρανόμως οπλοφορούσαι και αι οποίαι διέπραξαν και εγκλήματα και εκβιασμούς κατά πολιτών».

Αποσπάσματα «κυνηγών»

Ακόμη και παπάδες εντάχθηκαν ένοπλοι στις ΜΑΥ κατά των «αθέων σλαβοκομμουνιστών» | Μ. ΚΛΙΑΦΑ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ 1881-1981 (Αθήνα 1983)
Τον Οκτώβριο του 1946 με διάταγμα του Γενικού Επιτελείου συγκροτήθηκαν οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ) και οι Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως (ΜΑΔ).
Στην πράξη επρόκειτο για νομιμοποίηση των παρακρατικών συμμοριών, οι οποίες μετατρέπονταν σε ημιστρατιωτικούς σχηματισμούς, με ρόλο βοηθητικό προς τον Στρατό και τη Χωροφυλακή σε επιχειρήσεις μικρής κλίμακας.
Στη Φθιώτιδα συγκροτήθηκε με έδρα τη Λαμία στα τέλη του 1946, βάσει ατομικών προσκλήσεων, το Ανεξάρτητο Μεταβατικό Απόσπασμα Κρανιά (ΑΜΑΚ) για να αντιμετωπίσει τις Ομάδες Ενοπλων Καταδιωκόμενων που δρούσαν στην ύπαιθρο.
Ο διοικητής του, Αριστείδης Κρανιάς, αντισυνταγματάρχης του Εθνικού Στρατού από τη Γραβιά Φωκίδας, είχε διατελέσει στην Κατοχή διοικητής του 16ου Συντάγματος του ΕΔΕΣ.
Μετά τη δράση του στη Φθιώτιδα συνέχισε ως αξιωματικός της Χωροφυλακής στην Πελοπόννησο και, ύστερα από «ευδόκιμον θητείαν», εκλέχθηκε στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 βουλευτής Φθιωτιδοφωκίδας με την Πολιτική Ανεξάρτητη Παράταξη των Κωνσταντίνου Κοτζιά, Θεόδωρου Τουρκοβασίλη (του Κόμματος Εθνικοφρόνων) και Κωνσταντίνου Μανιαδάκη (υπουργού Ασφαλείας επί Μεταξά).
Τα ΑΜΑΚ αποτελούσαν έναν από τους «λόχους κυνηγών» που σχηματίστηκαν σε όλη την επικράτεια με σκοπό το κυνήγι των κεφαλών των καταδιωκόμενων κομμουνιστών που είχαν επικηρυχθεί από τις Επιτροπές Δημόσιας Ασφαλείας ως ληστές.
Με στόχο το χρηματικό ποσό της επικήρυξης, οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από έφεδρους αξιωματικούς, πρώην ΕΔΕΣίτες και υπηρετήσαντες στα Τάγματα Ασφαλείας.
Αντίστοιχα μεταβατικά αποσπάσματα δημιούργησαν ο ταγματάρχης Γεώργιος Τολιόπουλος, διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου κατά την Κατοχή, και ο ταγματάρχης Θύμιος Δεδούσης, βασιλόφρων λοχαγός του 5/42 του Ψαρρού και βουλευτής Φθιωτιδοφωκίδας της Ηνωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη ενάντια στον ΔΣΕ στο Λιδωρίκι στις 2 Απριλίου 1947.
Υπόμνημα του βουλευτή της Εθνικής Πολιτικής Ενώσεως (ΕΠΕ) στη Φθιώτιδα, Γεράσιμου Βασιλειάδη, προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Κ. Τσαλδάρη, τον υπουργό Στρατιωτικών Γ. Στράτο και τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, παρέθετε στις 25 Δεκεμβρίου 1947 συγκεκριμένα στοιχεία για την εγκληματική δράση των ΜΑΔ: λαφυραγωγία, εκβιασμοί, κακοποιήσεις και φόνοι «εν γνώσει και κατ’ έμπνευσιν των Διευθυντών των και δυστυχώς υπό τα απαθή βλέμματα των Κρατικών οργάνων Στρατιωτικών και Πολιτικών».
Αποτελούμενα από «ύποπτα στοιχεία στρατολογηθέντα εν Πειραιεί και Αθήναις», τα ΜΑΔ ασχολούνταν αποκλειστικά με τη διοργάνωση εράνων που λάμβαναν εκβιαστική μορφή «αυτόχρημα χαρατσίων», απαιτώντας από κάθε χωριό μεγάλες ποσότητες σε χρήμα και γεωργικά προϊόντα (σιτάρι, λάδι), τα οποία προωθούσαν προς πώληση στην Αθήνα, εξασφαλίζοντας μεγάλα κέρδη.
Επιπρόσθετα, «διά των βιαιοπραγιών και απειλών κατά νομιμοφρόνων πολιτών», το Τάγμα «συντελεί εις την πύκνωσιν των τάξεων των συμμοριτών».
Το υπόμνημα κάνει λόγο για την εκ νέου χρησιμοποίηση ενός «δεδοκιμασμένου κακού ανθρώπου», του «πολυθρύλητου Βουρλάκη, τύπου ανισόρροπου και εγκληματικού, ιδιοτελή και δειλότατου πάντων ανδρών» ο οποίος «διήρπασε, ελαφυραγώγησε την Φθιώτιδα και την περιοχήν του Δομοκού, εισέπραξε μεγάλας ποσότητας διαφόρων προϊόντων, εκακοποίησε και εφόνευσε πολίτας όχι πάντοτε κομμουνιστάς αλλά και Εθνικόφρονας και είχεν αποβή πραγματική πληγή».
Παρότι όλα αυτά ήταν σε γνώση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της περιοχής, ο Βουρλάκης είχε εγκαταστήσει φυλάκιο στο Ελευθεροχώρι, χωριό λίγο έξω από τη Λαμία, για να εισπράττει «τη δεκάτη» σε κάθε διερχόμενο είδος, ενώ μέσα στην πόλη επικρατούσε «μια βαρεία ατμόσφαιρα τρομοκρατίας από τους Βουρλάκηδες και τους μαυροσκούφηδες» άνδρες των ΜΑΔ.
Μέχρι τον Μάιο του 1947 τέτοια ήταν η διείσδυση παρακρατικών στον κρατικό μηχανισμό, ώστε το ΕΑΜ κατήγγειλε ότι δεν ήταν τα στοιχεία αυτά που «κρατικοποιούνται» αλλά το κράτος που «συμμοριοποιείται».

Οργανωμένο σχέδιο

Σκοπός της λευκής τρομοκρατίας ήταν να εξαιρέσει, μέσω της πολλαπλής άσκησης βίας, από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας το μέρος εκείνο του πληθυσμού το οποίο είχε γεννήσει και είχε αναπτύξει το αντιστασιακό κίνημα.
Σε αντίθεση με την εγκαθίδρυση ενός κράτους δικαίου, η δράση των παρακρατικών συμμοριών αποτελούσε για τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις και τους πάτρωνές τους έναν ανέξοδο τρόπο για να κερδίσουν τη μεταπολεμική... πολεμική αναμέτρηση.
Σε αυτή τους την προσπάθεια η Εθνοφυλακή (και κατόπιν η Χωροφυλακή), σηματοδοτώντας την αλλαγή φρουράς από την εξουσία του ΕΑΜ στην εξουσία της κυβέρνησης, όπως αυτή ορίστηκε μετά τα Δεκεμβριανά, αποτέλεσαν ένα καθοριστικό πολιτικό εργαλείο, μέσω της ανοχής ή ακόμα και της συνδρομής στις παρακρατικές συμμορίες που δρούσαν σε βάρος του ΕΑΜ-ΚΚΕ.
Η τρομοκρατία αυτή βασίστηκε σε ένα κεντρικά οργανωμένο πολιτικό σχέδιο.
Η ταυτόχρονη εμφάνιση των παρακρατικών ομάδων τον Μάρτιο του 1945, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, ο εξοπλισμός των συμμοριών με όπλα που παρέδωσε ο ΕΛΑΣ, καθώς και η συνεργασία της Εθνοφυλακής και της Χωροφυλακής (αλλά και πολιτικών αρχηγών της άκρας Δεξιάς) με τις παρακρατικές συμμορίες, τεκμηριώνουν ότι η τρομοκρατία που ασκήθηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά και ήταν κεντρικά σχεδιασμένη.
Πριν από τις εκλογές του Μαρτίου 1946 και κυρίως πριν από το δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, η τρομοκρατία εντάθηκε και τέθηκε υπό κεντρική καθοδήγηση από ακραίους κύκλους.
Θεωρώντας ότι Φιλελεύθεροι και Βρετανοί ήταν πολύ ελαστικοί απέναντι στην Αριστερά, ακροδεξιοί και φιλοβασιλικοί κύκλοι ωθούσαν συνειδητά προς τον Εμφύλιο, έχοντας πλήρη συναίσθηση των απάνθρωπων μέτρων τα οποία οργάνωναν.
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος 
 Διαβάστε
 
► Βασιλική Λάζου, Η επιβολή του κράτους. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Λαμία, 1945-1949 (εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2016).
Επανεπεξεργασία της διδακτορικής διατριβής, στην οποία βασίστηκε το σημερινό μας αφιέρωμα. Εκτός από την εξιστόρηση της σταδιακής κατάδυσης της τοπικής κοινωνίας στη μετωπική ένοπλη αναμέτρηση, το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης κεφάλαια για τους εσωτερικούς πρόσφυγες και τις κρατικές πολιτικές διαχείρισής τους, για τις δημόσιες τελετές αποκρυστάλλωσης της εθνικόφρονος ιδεολογίας και προπαγάνδας, καθώς και για την εξάρθρωση και δικαστική καταστολή του οργανωτικού δικτύου της Αριστεράς στην πόλη.
*δρ Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου
Ανάρτηση από: http://www.efsyn.gr