Του Κώστα Καραΐσκου
Ο περιφανής λαϊκός θρίαμβος της 21ης Ιανουαρίου στη Θεσσαλονίκη επαναλήφθηκε στην Αθήνα. Ένα απίστευτο πλήθος κατέκλυσε την πόλη: απίστευτο σε αριθμό, σε κοσμιότητα, σε ενωτικό πνεύμα, σε ανυστεροβουλία. Χωρίς χουλιγκανικά συνθήματα, χωρίς διχαστικά πανό, χωρίς πολιτικάντικες υστεροβουλίες, άνθρωποι καθημερινοί της αληθινής Ελλάδας κι όχι της πρόστυχης απομίμησής της που κυκλοφορεί στα κανάλια. Η πατρίδα μας δεν ξαναείδε ποτέ συγκεντρώσεις σαν τις δύο προαναφερθείσες, ούτε από πλευράς ποσοτικής ούτε (πολύ περισσότερο) ποιοτικής. Τις έζησε δε χάρη σε οργανωτές «ανώνυμους», που ήρθαν από το πουθενά για να συντονίσουν την μαζική μας έκφραση.
Οι Έλληνες προσήλθαν για να βάλουν ένα φρένο στο κρατικό τους όχημα που όλο και επιταχύνει την κατρακύλα του στον γκρεμό της παραίτησης και της αναξιοπρέπειας. Το αυτονόητο πολιτικό αίτημα περί του Μακεδονικού ονόματος ξεκάθαρο, διατυπωμένο τόσο από τον υπογράφοντα στη Θεσσαλονίκη όσο και από τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη: δεσμευτικό δημοψήφισμα. Η Κυβέρνηση δια στόματος Τζανακόπουλου βεβαίως το απέρριψε (αφού αυτή μια φορά δοκίμασε να παίξει με αυτό και κάηκε), αλλά μάλλον ποντάρει στην αδιαλλαξία των Σκοπίων και ευελπιστεί να σβήσει η ιστορία χωρίς απώλειες για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως άλλωστε συνέβη και με άλλους ημέτερους, που προσήλθαν παλαιότερα με την ίδια «ευλυγισία» στις διαπραγματεύσεις, αλλά δεν εκτέθηκαν γιατί ο μαξιμαλισμός των ψευτομακεδόνων τους διέσωσε. Θα είχε όμως ενδιαφέρον να επιμείνει η Κυβέρνηση σε κύρωση της όποιας συμφωνίας για σύνθετη ονομασία μόνον από την Βουλή, για να έβλεπε μετά πόσα απίδια παίρνει ο σάκος της λαϊκής οργής. Αξίζει να επιμείνουμε λίγο στην ιστορική μέρα του συλλαλητηρίου, επικεντρώνοντας στα δύο γεγονότα που κατά τη γνώμη μας την χρωμάτισαν: ο Μίκης Θεοδωράκης στην εξέδρα και ο ελληνικός λαός από κάτω.Άψογος ο Θεοδωράκης
Ο Μίκης στα 92 του ήταν απλώς άψογος: ξεκίνησε με μια θαυμάσια ειρωνεία (που έστειλε τους καημένους τους καθεστωτικούς τροχάδην στις τρύπες τους), χαιρετώντας τους …νεοναζί του ακροατηρίου, συνέδεσε το εθνικό με το κοινωνικό θέμα, αλλά και το δικό μας σήμερα με το χθες των προγόνων μας. Δήλωσε ξεκάθαρα πατριώτης και διεθνιστής (όπως είναι κάθε κανονικός άνθρωπος), καταδίκασε τον φασισμό, τονίζοντας την πλέον επικίνδυνη, την αριστερόστροφη σημερινή εκδοχή του (κάτι που ελάχιστοι τολμούν), επεσήμανε ελληνικές ευθύνες για την κατάσταση με τα Σκόπια και τόνισε τον στόχο του χθεσινού συλλαλητηρίου: ένα δημοψήφισμα που θα επιτρέψει στον λαό να εκφράσει την βούλησή του.
Μετά λοιπόν από έναν τέτοιον καταιγισμό λογικής, εντιμότητας και φιλοπατρίας, βρέθηκαν κάμποσα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να …ψέξουν τον Μίκη και την πολιτική του στάση. Αυτός που γνώρισε επί δεκαετίες εξορίες, βασανιστήρια και φυλακίσεις, και που έγινε διεθνώς σύμβολο μιας αντιστασιακής Αριστεράς, επιτιμάται από γελοιογραφίες «αριστερών», των οποίων η πιο επαναστατική πράξη ήταν που πήγαν χωρίς γραβάτα στα ευρωπαϊκά σαλόνια (για να προσκυνήσουν φυσικά). Και ναι μεν κανείς δεν είναι άγιος ή αλάνθαστος, όμως πρέπει και να υπάρχει κάπου μια διάκριση: και το λιοντάρι είναι μέλος του ζωικού βασιλείου και η φθειρ επίσης.
Οι κομματικές Α.Ε.
Το δεύτερο μείζον χαρακτηριστικό της χθεσινής ημέρας ήταν η κυρίαρχη παρουσία των Ελλήνων στο κέντρο της Αθήνας. Επρόκειτο για έναν εικονικό πλην ονειρογόνο εξελληνισμό της, μια παροδική απόδοση του δημόσιου χώρου και λόγου στον λαό που τον δικαιούται – εφόσον μιλάμε ακόμα για δημοκρατία. Οι κομματικές Α.Ε. κάνανε για μια μέρα ένα βήμα πίσω, κρύφτηκαν πίσω από τα τηλεοπτικά πάνελ, μουρμουρίζοντας βρισιές και περίμεναν την επόμενη μέρα. Τότε που ο κανονικός Έλληνας θα επέστρεφε στη δουλειά του κι αυτοί θα ξανανέβαιναν στις καρέκλες για να τον «ερμηνεύσουν». Και να ήταν πρόβλημα μόνο το πολιτικό προσωπικό;
Η πρωτεύουσα της πατρίδας μας εξαρχής επελέγη ως εργαλείο για την καθυπόταξη του ελληνικού λαού, είτε δια του εκμαυλισμού είτε δια της βίας. Σήμερα, στην ίδια «πόλη» δεν έχει μείνει τίποτε ελληνικό, εκτός από τις τουριστικές ατραξιόν (Μουσείο, Ακρόπολη, Κοινοβούλιο). Σε συνθήκες μιας ζωής εκβαρβαρωμένης αισθητικά, λειτουργικά, σημειολογικά, αποστασιοποιημένης από κάθε παρελθόν και νόημα, όπου κάθε αναφορά σε ελληνική ουσία ηχεί εκτός τόπου και χρόνου (σχεδόν ύποπτα), τι εθνική κοινωνία θ’ ανθίσει;
Πανεπιστημιακοί με διατριβές πάνω στην «κατασκευή» του ελληνικού έθνους, επιχειρηματίες με περιουσίες χτισμένες σε αλισβερίσια με τα ξένα αφεντικά, διανοούμενοι που ανακυκλώνουν το απόλυτο τίποτε της αποικίας, αντεξουσιαστές «χρήσιμοι ηλίθιοι» ή και στο payroll ξένων υπηρεσιών… Όλα τούτα ήρθε αυτή η πλημμυρίδα των γαλανόλευκων σημαιών να τα σκεπάσει το Σάββατο για λίγες ώρες. Πώς όμως μπορεί να πάει ένα βήμα παραπέρα αυτή η δυναμική, που δεν διαθέτει ούτε φυσικό ηγέτη, ούτε πολιτικό πρόγραμμα, ούτε τίποτε; Το αστάθμητο των ανθρωπίνων πραγμάτων (ή ο Θεός, αν θέλετε) μας επιτρέπει –παρά την απουσία απαντήσεων– να ελπίζουμε.
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.gr